σπάνιο γλυπτό σ’ ένα μουσείο ξένο.
Το ξέρεις: μου ’χει γίνει απωθημένο
το βλέμμα σου, απ’ όπου, μ’ εξορίζεις.
ζευγάρι ετρουσκικό διασκεδάζω
παίζοντας άρπα· κάπως μετριάζω
τον φθόνο, με της Τέχνης το εμβόλιο.
Θα σπάσουν των μουσείων οι προθήκες
μόλις θελήσεις να βρεθείς κοντά μου
τότε, η ερωτική κληρονομιά μου
θα επιστρέψει· ως θραύσματ’ από νίκες.
βραδιάζει. Γρήγορα τσακάλια τρέχουν
τα μέλη της ενώ στα δόντια έχουν,
κλεμμένα απ’ του λέοντος τη μερίδα.
μας βλέπουνε· κυριαρχίας ήθος
διαλαλεί κάποιου γορίλα στήθος
κι οχιές παραφυλάνε στα κρεβάτια.
Φτενός ο εξοπλισμός −κάτι θα λείπει
πάντα− και ξέρεις: δεν υπάρχει χάρτης.
κι εκείνη η λεοπάρδαλή σου λύπη,
μόνος σαν περπατάς, και μπαίνει Μάρτης.
Στου μπαλκονιού μου τη γωνιά στέκει μονάχη
μια βουκαμβίλια που κακόπαθε κοντά μου −
δώρο ειρωνείας ενός άτυχου ερωτά μου−,
να μείνει εν ζωή, κάθ’ έτος, δίνει μάχη.
Εφέτος άργησε τα φύλλα της να βγάλει·
μία ευχή ψιθύρισα να μη μου σβήσει
και μείνω μόνος. Μ’ άντεξε, για να μου ανθίσει
με κάθε φύλλο μια συγκίνηση μεγάλη.
Κλαδιά-προβλήτες, που το βλέμμα μου αράζει,
κρατούν σφιχτά τα πέταλά της στ’ αγριοκαίρι
κι όμοια τ’ αγκάθια της νύχια από μαινάδες.
Ώρες κοιτώ το λίκνισμά της στο περβάζι
κι αναπολώ… μα ’κείνη δίχως να το ξέρει
στέλνει εκδρομή στα όνειρά μου τις Κυκλάδες.
Λιόδεντρα, πεύκα, βράχια, κι όσα πήρα
μαζί μου, σγούρυναν απ’ την αλμύρα
σαν τα μαλλιά αμούστακου νησιώτη.
(στις φλέβες κάθ’ εφήβου, τους κοπτήρες,
βυθίζει αργά). Τρέμουν οι αισθητήρες
− να πώς, η δύση, βάμμα ιωδίου
Μικρή τουρίστρια σπαράζει: «Jimmy
I love you»· Νάξος, Ίος και Ανάφη,
Tα μάτια σου, παντού, θανάτου μνήμη:
κι εσύ σαν Νέρωνας θαυμάζεις στους εξώστες.
Φλέγετ’ η Ποίηση, φεύγουν οι αναγνώστες
για να σωθούν, μα εσένα μάγεψε η πυρά.
που θέλει κάτι, απ’ το κακό, να διασωθεί·
στις στάχτες ν’ απομείνουμε εγώ κι εσύ
να με ρωτάς: «Τι σου θυμίζω; Τι σου εμπνέω;»
απόχρωση −γεύση και υφή− το σάπιο μήλο
κι εκ των ανθρώπων τον, από συμφέρον, φίλο.
ως είπε ο Καίσαρ Αύγουστος (ή ο Σενέκας;)−
θα σου το ξεπληρώσω ad calendas graecas.
«Κληρονομιά ερωτική», στο ιστολόγιο Στο τραίνο της ποίησης (29/9/2021).
«Σαφάρι», στο περιοδικό καρυοθραύστις, τχ. 8-9, Νοέμβρης 2021.
«Βουκαμβίλια», στο περιοδικό Δίοδος, τχ. 22, Ιούλιος 2022.
«Δύση», στο περιοδικό η Παρέμβαση, τχ. 209-210.
«Λάδι στη φωτιά», στο περιοδικό σταφυλή, τχ. 4, Απρίλιος 2023.
Σημειώσεις:
«Δύση», στίχ. 14: Πενθεσίλεια: Η βασίλισσα των Αμαζόνων την οποία τραυμάτισε θανάσιμα στη μάχη ο Αχιλλέας και όταν έβγαλε το κράνος της και αντίκρισε την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, όμως, ταυτόχρονα, γέμισε από απέραντη θλίψη.
«Λάδι στη φωτιά», στίχ. 14: ad calendas graecas [= στις (ελληνικές) καλένδες]: Φράση που αποδίδεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Σουητώνιο [(Gaius Suetonius Tranquillus) στο έργο του De Vita Caesarum (Περί του βίου των Καισάρων)], στον Καίσαρα Αύγουστο [Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus, (63 π.Χ. − 14 μ.Χ.)]. Καλένδες (calendas) ήταν, σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολόγιο, οι πρώτες ημέρες του μήνα, οι νουμηνίες. Ο Καίσαρας Αύγουστος, μιλώντας για κάποιους αφερέγγυους χρεοφειλέτες, είπε «Πληρώνουν ad calendas graecas», εννοώντας, την πρώτη (ή τις πρώτες μέρες) του μηνός μεν, αλλά των (ανύπαρκτων) ελληνικών καλενδών, δηλαδή ποτέ.
Πηγές: Βικιπαίδεια & https://sarantakos.wordpress.com/
Στην εικόνα: Νίκος Εγγονόπουλος, «Ποιητής και Μούσα» (1938).
Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια όπου και ζει. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του, Η τράπουλα του καλοκαιριού (Ars Poetica, 2012), Furor Scribendi (Ars Poetica, 2013), Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (Σαιξπηρικόν, 2015), Έλαβον (Σαιξπηρικόν, 2017), Τα μεροκάματα ενός έρωτα (Εντευκτήριο, 2019), Της μιας ανάσας ποιήματα (Κουκκίδα, 2021), Όλα στο μαύρο (Ρώμη, 2022), Οκτώηχος Της Αχανούς (Ρώμη, 2023) και Κάτοψη (Ρώμη 2023). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου