πάνω στα δέντρα,
από σειρά σε τέλεια σειρά,
είναι απλά
το άδικο
του κόσμου
οξιάς
που πιάνουνε το φως, το σύνολο
των αδυναμιών αυτών
είναι το όμορφο, το ανθρωπίνως
όμορφο,
Οι νεκροί
θα έδιναν τα πάντα
είμαι βέβαιη,
για να πατήσουν πάλι πάνω
στη σήψη των φλοιών,
των διάστικτων
ανώμαλων δερμάτων. Οι νεκροί
στην απολύτως
ανοικτή παρένθεσή τους, και τι
δεν θα ’διναν
που θα ’ταν
ανυποχώρητο. Νομίζω ότι
θα θρηνούσα
για την ηθική φύση
αυτού του κόσμου,
για το σωστό και λάθος
σαν λιμνούλες
από σκιά
και φως που μέσα τους μπορείς να μπεις
και να βγεις έξω
διασχίζοντας το κίτρινο αυτό δάσος της οξιάς,
αυτό το buchen-wald*,
ένα φθινόπωρο-απόγευμα,
τέλη
του εικοστού
αιώνα, σε φως κενό,
σε φως αέριο ...
Ν’ αποδεχθείς το φως
και να το δώσεις πίσω
και να καθίσεις στη
σειρά, ανώνυμος,
είν’ ένα μυστικό γλυκό
που ακόμη κι ο αέρας εύχεται
να ήταν ικανός να ξεκλειδώσει.
Δες πώς χτυπάει πάνω
σ’ άγκιστρα μικρά
ο γαλανός αέρας, σε
δέντρα κίτρινα.
Γιατί να το φοβάσαι;
Λένε πως όταν πέθανε
ο Κλιμτ στα ξαφνικά
ένας, ανολοκλήρωτος ακόμη,
πίνακας
βρέθηκε μες στο στούντιό
του,
το σώμα μιας γυναίκας
ανοιχτό στο μέρος της
εισόδου του,
αποδοσμένο με τρόπο γραφικό,
πορνογραφικό,
με λεπτομέρεια —κάτι σαν
μια κραυγή
ανάμεσα στα πόδια της. Αργά,
με ελαφράδα,
είχε αρχίσει και ζωγράφιζε
ένα λεπταίσθητο
ένδυμα (σήμα κατατεθέν
του)
στο στόμα πάνω
από το σώμα της. Το στόμα
του προσώπου της
αβρό, βαριεστημένο, να υποκρίνεται
ανάγκη ύπνου. Το ύφασμα
οριοθετεί την επιφάνεια,
την ιστορία,
έτσι που ελκόμαστε απ’ αυτό,
ενώ τα γαλανά
και κίτρινά του λάμπουν
σαν μια συστάδα
από οξιές αργά
το απόγευμα
στη Γερμανία, το φθινόπωρο.
Λέγεται
Μπούχενβαλντ, είναι
το 1890. Στον
τελειωμένο πίνακα
το διακύβευμα
μια κάποια σχέση διατηρεί
με την απόλαυση.
___________________
* buchen-wald (γερμανική
λέξη) = δάσος από δέντρα οξιάς
Jorie Graham (9 Μαΐου 1950 − ): Σπουδαία Aμερικανίδα
ποιήτρια της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από
πατέρα δημοσιογράφο και μητέρα γλύπτρια, και μεγάλωσε στη Ρώμη. Ξεκίνησε τις
σπουδές της στο Παρίσι, αναγκάστηκε, όμως, να τις διακόψει κατόπιν απομάκρυνσής
της από το Πανεπιστήμιο για τη συμμετοχή της σε φοιτητικές διαδηλώσεις, και να
τις συνεχίσει, αργότερα, στη Νέα Υόρκη. Βραβεύθηκε και διακρίθηκε αρκετές
φορές, ενώ το 1996 τής απονεμήθηκε και το βραβείο Πούλιτζερ. Αντικατέστησε τον
νομπελίστα Ιρλανδό ποιητή, Σήμους Χήνυ, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ· ήταν η πρώτη
γυναίκα σε αντίστοιχη θέση. Στην ποίησή της, το θέμα είναι πάντα το πλέον
απόκεντρο ερώτημα που θα μπορούσε να της τεθεί από τον Κόσμο σήμερα. Ο κριτικός
Sven
Birkerts
σημειώνει ότι μέσα στο αφήγημα των ποιημάτων της η ίδια ανακαλύπτει την κρίσιμη
ή καίρια στιγμή της: μετά κόβει την ταχύτητα της δράσης για να εκθέσει τις
κάποτε επικίνδυνες συνέπειές της.[1] Στις ποιητικές της συλλογές συμπεριλαμβάνονται οι εξής: Hybrids
and
Plants
(1980), Erosion
(1983), απ’ όπου και το μεταφρασθέν ποίημα, Never (2002), Sea Change (2008), Place (2012), Fast (2017),
Runaway
(2020), κ.ά.
___________________
[1] Έτσι, https://www.poetryfoundation.org/poets/jorie-graham.
Σημείωση της μεταφράστριας:
Οι πίνακες στους οποίους, κατά πάσα πιθανότητα, αναφέρεται η ποιήτρια,
συγκρίνοντάς τους με τρόπο μοναδικό, περιέχονται στους ακόλουθους συνδέσμους:
1. https://de.m.wikipedia.org/wiki/Datei:Gustav_Klimt_006.jpg
2. https://artsandculture.google.com/story/vwVxK6IQ0mjPJQ
Two Paintings by Gustav Klimt
By Jorie Graham
Although what glitters
on the trees,
row after perfect row,
is merely
the injustice
of the world,
the chips on the bark of each
beech tree
catching the light, the sum
of these delays
is the beautiful, the human
beautiful,
body of flaws.
The dead
would give anything
I’m sure,
to step again onto
the leafrot,
into the avenue of mottled shadows,
the speckled
broken skins. The dead
in their sheer
open parenthesis, what they
wouldn’t give
for something to lean on
that won’t
give way. I think I
would weep
for the moral nature
of this world,
for right and wrong like pools
of shadow
and light you can step in
and out of
crossing this yellow beech forest,
this buchen-wald,
one autumn afternoon, late
in the twentieth
century, in hollow light,
in gaseous light. . . .
To receive the light
and return it
and stand in rows, anonymous,
is a sweet secret
even the air wishes
it could unlock.
See how it pokes at them
in little hooks,
the blue air, the yellow trees.
Why be afraid?
They say when Klimt
died suddenly
a painting, still
incomplete,
was found in his studio,
a woman’s body
open at its point of
entry,
rendered in graphic,
pornographic,
detail—something like
a scream
between her legs. Slowly,
feathery,
he had begun to paint
a delicate
garment (his trademark)
over this mouth
of her body. The mouth
of her face
is genteel, bored, feigning a need
for sleep. The fabric
defines the surface,
the story,
so we are drawn to it,
its blues
and yellows glittering
like a stand
of beech trees late
one afternoon
in Germany, in fall.
It is called
Buchenwald, it is
1890. In
the finished painting
the argument
has something to do
with pleasure.
Για τo ποίημα στ’ αγγλικά βλ.: https://www.poetryfoundation.org/
Πηγή για τις εικόνες:
θα θρηνούσα
για την ηθική φύση
αυτού του κόσμου,
από σκιά
και φως που μέσα τους μπορείς να μπεις
και να βγεις έξω
διασχίζοντας το κίτρινο αυτό δάσος της οξιάς,
αυτό το buchen-wald*,
του εικοστού
αιώνα, σε φως κενό,
σε φως αέριο ...
Ν’ αποδεχθείς το φως
και να το δώσεις πίσω
είν’ ένα μυστικό γλυκό
που ακόμη κι ο αέρας εύχεται
να ήταν ικανός να ξεκλειδώσει.
Δες πώς χτυπάει πάνω
σ’ άγκιστρα μικρά
Γιατί να το φοβάσαι;
Λένε πως όταν πέθανε
ο Κλιμτ στα ξαφνικά
ένας, ανολοκλήρωτος ακόμη,
πίνακας
το σώμα μιας γυναίκας
ανοιχτό στο μέρος της
εισόδου του,
αποδοσμένο με τρόπο γραφικό,
πορνογραφικό,
μια κραυγή
ανάμεσα στα πόδια της. Αργά,
με ελαφράδα,
είχε αρχίσει και ζωγράφιζε
ένα λεπταίσθητο
στο στόμα πάνω
από το σώμα της. Το στόμα
του προσώπου της
αβρό, βαριεστημένο, να υποκρίνεται
ανάγκη ύπνου. Το ύφασμα
την ιστορία,
έτσι που ελκόμαστε απ’ αυτό,
ενώ τα γαλανά
και κίτρινά του λάμπουν
σαν μια συστάδα
το απόγευμα
στη Γερμανία, το φθινόπωρο.
Λέγεται
Μπούχενβαλντ, είναι
το 1890. Στον
το διακύβευμα
μια κάποια σχέση διατηρεί
με την απόλαυση.
* * *
___________________
[1] Έτσι, https://www.poetryfoundation.org/poets/jorie-graham.
on the trees,
row after perfect row,
is merely
the injustice
of the world,
beech tree
catching the light, the sum
of these delays
is the beautiful, the human
beautiful,
The dead
would give anything
I’m sure,
to step again onto
the leafrot,
the speckled
broken skins. The dead
in their sheer
open parenthesis, what they
wouldn’t give
that won’t
give way. I think I
would weep
for the moral nature
of this world,
of shadow
and light you can step in
and out of
crossing this yellow beech forest,
this buchen-wald,
in the twentieth
century, in hollow light,
in gaseous light. . . .
To receive the light
and return it
is a sweet secret
even the air wishes
it could unlock.
See how it pokes at them
in little hooks,
Why be afraid?
They say when Klimt
died suddenly
a painting, still
incomplete,
a woman’s body
entry,
rendered in graphic,
pornographic,
a scream
between her legs. Slowly,
feathery,
he had begun to paint
a delicate
over this mouth
of her body. The mouth
of her face
is genteel, bored, feigning a need
for sleep. The fabric
the story,
so we are drawn to it,
its blues
and yellows glittering
like a stand
one afternoon
in Germany, in fall.
It is called
Buchenwald, it is
1890. In
the argument
has something to do
with pleasure.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου