Οι
βουτηχτές
Τα «πάρεξ να σε ιδώ,
καλέ μου», τα κρυφομιλήματα, μέσ’ από δύσκολους καιρούς σωσμένα λόγια των
εξορκισμών, τις σιγανές πατημασιές, τα ποιήματα, απόπειρες αγνοουμένων προ
πολλού,
να τ’ ανασύρεις όλα απ’
τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’ τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων,
την άλωση, τη θεομηνία, τη ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’
άπατα, ή ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος τής παίρνει το
κεφάλι −
Για να γυρνάς, και να
’ρχεσαι, και να μιλάς, λόγια σπουδαίων ειδυλλίων που ήταν μια φορά, ίχνη
λαμπρών καρατομήσεων, τα «σε φιλώ», αχ πόσο σε φιλώ, το δήγμα επίχρυσο, επιτέλους,
απ’ το χρόνο.
Τα
ενδύματα
Τα τεκμήρια έμεναν
πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από τέλειο φάσγανο, σαν προικιά
βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τα ’σπειρε κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω. Πελερίνες,
μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές αλλαξιές που
ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά και στηθόπανα μ’ αραιές
μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι
ποτέ καμιζόλες.
Ονειρώδεις οι θάνατοι
και ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό, σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις
νύχτες.
Από τη συλλογή «Ιστορίες για τα βαθιά», 1983.
Πηγή: Πινακοθήκη «Λυρικών» Ποιημάτων (Τόμος Γ΄),
εκδ. Ρώμη, 2021.
Πηγή για την εικόνα: Η Καθημερινή (https://www.kathimerini.gr/).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου