Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Ολυμπία Τσικαρδάνη, "Σκοτεινά μονοπάτια"





Σκοτεινά μονοπάτια


                                                                   Έχει μνήμη η ψυχή,
                                                                   και δεν ξεχνά ό,τι αγαπά.
                                                                   Έχει κραυγή η σιωπή,
                                                                   κι αποζητά
                                                                   ό,τι αφαιρεί η προδομένη εμπιστοσύνη.



Φτωχόπαιδο σε λαϊκή γειτονιά της Θεσσαλονίκης μεγάλωσε ο Δημητράκης. Ορφανός από μάνα από τα πέντε του χρόνια, με έναν πατέρα βιοπαλαιστή που δεν αγκομαχούσε ποτέ για τα φθηνά μεροκάματα που έπαιρνε σαν οικοδόμος. Ήταν αρκετό για κείνον να έχει δουλειά, κι ας μην πλήρωναν πάντα καλά οι εργολάβοι που μετά το ’70 έκαναν χρυσές δουλειές εξαφανίζοντας κάθε μονοκατοικία και κάθε άδειο οικόπεδο με το σύστημα της αντιπαροχής.
    Όλοι τον φώναζαν μαστρο-Βασίλη γιατί ήταν ικανός μάστορας κι άξιος στη δουλειά του. Έπιαναν τα χέρια του, με μεράκι και συνέπεια σπάνια, σε ένα χώρο επαγγελματικό που επέτρεψε σε πολλούς να κερδοσκοπήσουν εις βάρος ανίδεων ιδιοκτητών. Η εντιμότητά του τον έκανε να επιλέγει προσεκτικά με ποιους θα συνεργαστεί και ήξερε καλά πως οι περισσότεροι στην πιάτσα έκλεβαν, από τα σίδερα μέχρι τα κεραμίδια. Κάποιες φορές μάλιστα άνοιξε τα μάτια σε φτωχούς πελάτες δείχνοντάς τους τι πρέπει να προσέχουν για να μην χάσουν τις οικονομίες τους. Έτσι, χάρη στην εκτίμηση του κόσμου και με την οικιστική ανάπτυξη που γνώρισε η Θεσσαλονίκη μετά τη δεκαετία του ’70, δεν έμεινε ποτέ από δουλειά και δεν έλεγε ποτέ όχι όταν τον φώναζαν για μερεμέτια σε σπίτια φίλων και γνωστών. Γκρεμίσματα τοίχων, αλλαγή διαρρύθμισης, επέκταση δωματίων, καμιά κουζίνα, πλακάκια, σκεπές, κάγκελα, με όλα καταπιάνονταν. Είχε καταφέρει το πιο σπάνιο κατόρθωμα για έναν επαγγελματία, να τον αγαπούν όλοι, όχι μόνο στη Σταυρούπολη όπου έμενε, αλλά και σε άλλες περιοχές στις οποίες δούλεψε. Έτσι, με βλέμμα καθαρό, με λόγο που μετρούσε και με μια φυσική σχεδόν κοινωνική ευαισθησία, πορευόταν στη ζωή με έναν τρόπο που του επέτρεπε να διατηρεί τον αυτοσεβασμό του, σε μια εποχή που αλλοίωνε σαρωτικά πολλές συνειδήσεις στο βωμό του χρήματος.
    Μα και η δική του ζωή δεν ξέφυγε από την πικρή αλήθεια «όπου ο φτωχός κι η μοίρα του». Το καλοκαίρι του 72 έχασε τη γυναίκα του ξαφνικά από τροχαίο όταν ένας ασυνείδητος οδηγός την τραυμάτισε θανάσιμα καθώς γύριζε ένα απόγευμα στο σπίτι. Εκείνος ήταν μόλις τριάντα ετών. Εκείνη μόνο είκοσι επτά. Το χτύπημα της μοίρας τον σακάτεψε. Έμεινε μόνος, χωρίς τον ίσκιο του. Γιατί η Ελένη του ήταν ο εφηβικός του έρωτας, η ακριβή του χαρά, ήταν το βελούδο που τον σκέπαζε με  τρυφερή καλοσύνη σ’ έναν κόσμο τραχύ και άδικο. Γι’ αυτήν δούλευε τόσο σκληρά. Δεν ήθελε να της λείψει τίποτα. Της έκτισε κι ένα μικρό σπιτάκι, με δυο δωμάτια και κουζίνα σ’ ένα μικρό οικοπεδάκι που του έδωσε κάποιος για πληρωμή για τη δουλειά του. Μαζί το κτίσανε. Εκείνη δούλευε τη μπετονιέρα και έφτιαχνε το τσιμέντο και εκείνος έκτιζε με τούβλα και μεράκι το τσαρδάκι τους.
    Αχ! Τι ωραία που ήταν στο σπιτάκι τους! Επέστρεφε αργά το απόγευμα κουρασμένος, μα όταν έβλεπε την «ωραία Ελένη του» να τον περιμένει στο παραθύρι, με το μωρό στην αγκαλιά και το σπίτι να μοσκοβολά χαμόγελα και αγάπη αυθεντική, ένιωθε πως είναι ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο!
    Πώς ξεπερνάει κανείς το θάνατο όταν είναι τόσο νέος; Φωτιά ο πόνος του χαμού! Μαχαίρι η μοναξιά! Και κείνα τα δακρυσμένα μάτια του μικρού Δημήτρη που έψαχνε για καιρό τη μάνα του και του ζητούσε να τη φέρει πίσω στο σπίτι, του ξέσχιζαν την καρδιά... Κι όταν βράδιαζε και άρχιζαν οι σκιές να χορεύουν στο λυπημένο σπίτι, νόμιζε πως ακούει το γέλιο της και τη φωνή της να του ψιθυρίζει γλυκά «Κουράστηκες Βασιλάκη μου;» Και ένιωθε ατέλειωτες τις νύχτες, απύθμενο το πένθος, αβάσταχτο τον πόνο...
    Ένιωθε... Μα έπρεπε να πάψει να νιώθει. Για χάρη του γιου του έπρεπε να βγει από το βυθό της απελπισίας που τον έριξε το ξαφνικό θανατικό και να πάρει ξανά αυτό που λέμε, το δρόμο της ζωής. Μάζεψε τα κομμάτια του, έδωσε τα ρούχα της μακαρίτισσας σε μια φτωχούλα της γειτονιάς και έβγαλε τη μαύρη κορδέλα από το μανίκι του. Του έφτανε το μαύρο της ψυχής του. Έκλαψε πολύ όταν ξεδιάλεγε τα ρούχα της κι η μυρωδιά της απλώθηκε πάνω του σα να ήταν εκεί. Τον τύλιξε τυραννικά η απουσία της και χάιδευε ώρα πολλή τα ασήμαντα μικροπράγματά της... Μα εκεί που λύγισε με σπαραγμό, ήταν όταν βρήκε στο βάθος της ντουλάπας το λουλουδάτο φόρεμα που φορούσε στο πανηγύρι της Αγιά Μαρίνας, όταν την είδε για πρώτη φορά και τον μάγεψε με το βλέμμα της. Αγκάλιασε το άδειο φουστάνι και έκλαψε με αναφιλητά ως το πρωί.. Έπιασε πάτο. Το πρωί το δίπλωσε και μαζί με τη βούρτσα των μαλλιών της και τη βέρα της τα έβαλε όλα μαζί σ’ ένα χάρτινο κουτί. Τα έκρυψε στο πατάρι της ντουλάπας και προσπάθησε να κρύψει απ’ το παιδί και την απόγνωση που φαινόταν στα πρησμένα από το κλάμα μάτια του...
    Όταν ήρθε ο Σεπτέμβρης έγραψε το Δημητράκη στο νηπιαγωγείο και ξανάπιασε δουλειά. Στην αρχή τον βοήθησαν οι γειτόνισσες με το μικρό. Τον κρατούσαν μαζί με τα δικά τους παιδιά μέχρι να επιστρέψει από τη δουλειά. Ο μαστρο Βασίλης κατάλαβε ότι έπρεπε επειγόντως να βρει έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης να κρατάει το παιδί τις ώρες που έλειπε. Η μάνα του είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια. Η πεθερά του ζούσε σε ένα χωριό των Σερρών και είχε κι αυτή τον καημό της. Του πρότεινε να πάρει μαζί της το εγγόνι της, μα εκείνος ούτε να το ακούσει. Αρκετά ερήμωσε η ψυχή του, να ερημώσει και το σπίτι του; Όλη του η φροντίδα και η αγάπη έπεσε τώρα σε τούτο το παιδί. Έγινε η παρηγοριά του, το κίνητρο για να σηκωθεί το πρωί από το άδειο κρεβάτι του. Η ελπίδα του για το μέλλον και η ζωντανή θύμηση της γυναίκας του. Της έμοιαζε κιόλας τόσο πολύ! Ήταν αποφασισμένος να τον μεγαλώσει με όποιο κόστος. Τότε σκέφτηκε την κυρία Μερόπη που νοίκιαζε ένα μικρό σπιτάκι πιο κάτω, κοντά στο ρέμα.
    Η Μερόπη κόντευε τα σαράντα πέντε πια και δεν είχε δικά της παιδιά. Είχε χάσει τον άντρα της πριν μερικά χρόνια σε εργατικό ατύχημα στο Βέλγιο όπου δούλευε σε ορυχείο στη «μαύρη χώρα» της πόλης Σαρλερουά. Μαζί με το μακαρίτη, η βιομηχανία μετάλλων όπου δούλευε της έστειλε μια μικρή σύνταξη και μια αποζημίωση για να ισορροπήσουν την απώλεια και να μην κινηθεί νομικά εναντίον της. Λες και θα μπορούσε η έρμη να τα βάλει με τα θηρία...
    − Λοιπόν Μερόπη, τι λες; Θα αναλάβεις να παίρνεις το Δημητράκη απ’ το σχολείο και να τον κρατάς μέχρι νά ’ρθω απ’ τη δουλειά; Θα τρως μαζί του ό,τι μαγειρεύεις στο σπίτι μου, θα τον φροντίζεις τις ώρες που λείπω και θα τον διαβάζεις. Κάθε Κυριακή θα έχεις ρεπό και στο τέλος του μήνα θα σου δίνω την πληρωμή σου…
    − Το σκέφτηκα κι εγώ Βασίλη μου ότι θα χρειαστείς βοήθεια. Δεν είναι τα λεφτά το ζήτημα. Με ξέρεις. Εμένα με πονάει που έφυγε η Ελένη και άφησε το παιδί ορφανό. Εγώ παιδιά δεν αξιώθηκα να κάνω... Ας γίνει ο Δημητράκης το παιδί που θα νοιάζομαι. Σου υπόσχομαι πως θα το φροντίζω σα να ήταν δικό μου. Εσύ όμως κοίτα να συνέλθεις καημένε μου, γιατί έφεξες! Έχεις μεγάλο αγώνα ακόμα μπροστά σου! Τι θα απογίνει αν αρρωστήσεις και συ απ’ τη στενοχώρια σου;
    Η Μερόπη αποδείχθηκε πραγματικός θησαυρός και για τους δυο. Η ορφάνια του Δημήτρη έγινε λιγότερο οδυνηρή και η άδολη αγάπη αυτής της γυναίκας έγινε βάλσαμο στην ψυχή του. Πρώτη πήγαινε έξω απ’ το σχολείο να τον περιμένει και άνοιγε την αγκαλιά της σα μάνα αληθινή όταν τον έβλεπε να έρχεται. Πάντα με ένα χαμόγελο, με μια γλυκιά κουβέντα, τους μαγείρευε, τους έπλενε, τους φρόντιζε και με το παραπάνω. Του έμαθε τα πρώτα του γράμματα, έγινε ο φύλακας άγγελός του στις αρρώστιες και στους παιδικούς καυγάδες και απόκτησε νόημα κι η δική της ζωή καθώς η αγάπη που ’χε μέσα της βρήκε κάπου να ακουμπήσει. Στο πρόσωπο του Δημητράκη έβλεπε το παιδί που της έλειπε κι ένιωθε μάνα κι αυτή κι ας μην τη φώναζε μαμά. Του μιλούσε συχνά για τη μάνα του κι ήθελε να ξέρει το παιδί ποια είναι η δική της θέση. Ο Βασίλης με τον καιρό άρχισε να συνηθίζει τη νέα κατάσταση και τον παρηγορούσε το γεγονός ότι ο γιος του ήταν σε καλά χέρια. Τελικά και οι τρεις, μέσα από τη συμβίωσή τους, άρχισαν να κλείνουν τις βαθιές πληγές τους.
    Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Δημητράκης έδειχνε πως είχε πλήρως προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ζωής του και στο σχολείο ήταν από τους καλύτερους μαθητές. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο διάβασμα, θες γιατί έψαχνε καταφύγιο, θες γιατί ταίριαζε στο μυαλό του. Ο μαστρο Βασίλης καμάρωνε κρυφά για την πρόοδό του και δε χόρταινε να ακούει τους καθηγητές του στο γυμνάσιο για τις εξαιρετικές ικανότητες του γιου του.
    Αριστούχος πια στο λύκειο, άρχισε να ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά της γειτονιάς με τα οποία έπαψε πια να συναναστρέφεται. Κρατούσε μια ανεξήγητη απόσταση από το μικρόκοσμο του πατέρα του και συχνά έδειχνε να τον περιφρονεί. Κάποτε μάλωσε μαζί του γιατί δεν πήρε λεφτά από ένα γείτονά τους για μια δουλίτσα που του πήρε αρκετές ώρες.
    − Και γιατί σε παρακαλώ του χάρισες το μεροκάματό σου; του είπε. Μας περισσεύουν μήπως τα χρήματα; Ή νομίζεις πως θα το εκτιμήσει; Καημένε πατέρα... Γι’ αυτό δεν έκανες προκοπή στη ζωή σου!
    − Τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Με τους ανθρώπους αυτούς έφαγα ψωμί κι αλάτι και μου σταθήκανε στα δύσκολα. Εγώ έκτισα τα σπίτια τους. Με έχουν ξεχρεώσει και με το παραπάνω! Για ένα μερεμέτι τώρα να πάρω λεφτά! Είσαι άδικος Δημήτρη. Κοίτα να αλλάξεις μυαλά και να μην ξεστρατίσεις από το δρόμο της καλοσύνης... Και όσο για την προκοπή που λες, λυπάμαι γι’ αυτό που ξεστόμισες... Δε νομίζω να σου στέρησα τίποτα... Για σένα αγωνίζομαι κάθε μέρα αλλά έχω κι εγώ τον τρόπο μου με τους ανθρώπους. Κάθε χάρη που κάνω, μου δίνει χαρά και είναι μνημόσυνο για τη μάνα σου... Πώς μπορείς να είσαι τόσο... τόσο παραδόπιστος; Ποιον έμοιασες;
    Ποιον έμοιαζε αλήθεια ο Δημήτρης; Καμιά σχέση δεν είχε με τον πατέρα του. Σα να ήταν ξένοι μεταξύ τους! Ούτε της μάνας του έμοιαζε στην καλοσύνη. Ήταν αλλιώτικο παιδί. Έξυπνος στα γράμματα, στεγνός στα αισθήματα. Παρά τις διαφωνίες τους πάντως, κάθε Κυριακή ο πατέρας του τον πήγαινε σε κανένα ταβερνάκι στην παλιά πόλη ή βόλτα με το αστικό πότε στη Μηχανιώνα και πότε στην Περαία για να περάσουν λίγο χρόνο μαζί. Έλπιζε πως θα μπορέσουν να έρθουν πιο κοντά. Η κυρία Μερόπη είχε προ πολλού αναλάβει μόνο τη φροντίδα του φαγητού και τα απογεύματα ο Δημήτρης έμενε μόνος με τα βιβλία του. Αυτό δηλαδή που ήθελε. Στα δεκαέξι του, ήξερε ήδη ότι στοχεύει ψηλά. Και ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να ξεφύγει από τον εργατόκοσμο...
    Ο Βασίλης πάλι δεν επηρεαζόταν από την κριτική του γιου του αλλά ένιωθε το χάσμα που τον χώριζε απ’ αυτόν. Έβλεπε τις δυνατότητές του αλλά τον απασχολούσε ο σκληρός χαρακτήρας του. Και μπορεί ο χρόνος να είχε σκεπάσει τον πόνο του για τη αδικοχαμένη γυναίκα του, δεν μπορούσε όμως να θεραπεύσει την μοναξιά του. Συχνά ένιωθε έναν αφόρητο πόνο για την κλεμμένη του ζωή. Κάποια βράδια με φεγγάρι, καθισμένος στο μπαλκονάκι μοναχός, άφηνε τη μνήμη του να γίνει όνειρο και αιωρούνταν στην αιωνιότητα. Ξαναζούσε την αγάπη που πρόλαβε να γευτεί, ξαναγνωρίζονταν με την Ελένη απ’ την αρχή και παρασύρονταν σε μια συμπαντική μελωδία. Της έλεγε τα παράπονά του και ένιωθε πως ο χαμός της ήταν ένα πικρό φονικό... Αργά τη νύχτα πια έμπαινε στο σκοτεινό σπίτι και κούρνιαζε στον καναπέ σπρώχνοντας όπως όπως τις ώρες μέχρι να ξημερώσει. Έτσι όπως έσπρωχνε τις μέρες και τα χρόνια, χωρίς χαρά, χωρίς αγάπη...
    Κι ο Δημήτρης μεγάλωσε. Μπήκε με επιτυχία στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης και όλοι έτρεξαν στη γειτονιά να συγχαρούν τον ευτυχή πατέρα. Όλοι χαιρόταν που ένα «δικό τους» παιδί θα γινόταν δικηγόρος μα πιο πολύ από όλους καμάρωνε η κυρία Μερόπη που σα δεύτερη μάνα, δέχονταν τα συχαρίκια για το «λεβέντη της». Και δώστου κεράσματα στο καφενείο ο Βασίλης και δώστου χαλβάδες πολίτικους στη γειτονιά η Μερόπη. Μόνο ο Δημήτρης ένιωθε άβολα με όλες αυτές τις επισκέψεις των γειτόνων στο σπίτι του και φερόταν παράξενα... Βγήκε όμως με τον πατέρα του να ψωνίσει καινούρια ρούχα και δερμάτινη τσάντα για το Πανεπιστήμιο, γιατί «πώς θα πήγαινε έτσι το παιδί στη σχολή» ;
    Τα χρόνια των σπουδών του ηρέμησε αρκετά και όλοι έβλεπαν πως κινείται επιτέλους στον χώρο που του ταιριάζει. Ντυνόταν σαν αστός, κυκλοφορούσε σε στέκια φοιτητών, διάβαζε συχνά στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου και δε γύριζε νωρίς στο σπίτι τα βράδια. Γράφτηκε μάλιστα σε κομματική οργάνωση της Σχολής και απέκτησε νέους φίλους με τους οποίους μοιραζόταν τις ανησυχίες του για την πολιτική κατάσταση της χώρας και για το μέλλον. Οι διαφωνίες του με τον πατέρα του σε διάφορα θέματα συνεχίστηκαν αλλά ο Βασίλης άρχισε πια να μη μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί του. Δεν διέθετε εξάλλου τον πνευματικό οπλισμό του γιου του, ούτε την ρητορική του δεινότητα. Το μόνο που διέθετε πάντα, ακούραστα, ήταν η απέραντη αγάπη του για το μοναχογιό του και η ανεξάντλητη υπομονή στις επίμονες επικρίσεις του.
    Στην ορκωμοσία του όταν πήρε το πολυπόθητο πτυχίο του, κάλεσαν και τη Μερόπη που πανευτυχής αγόρασε καινούριο ταγεράκι και κάθισε στην πρώτη σειρά στην υπέροχη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου και δε σταμάτησε ούτε για μια στιγμή να κλαίει από χαρά. Στο τέλος τον αγκάλιασε τρυφερά και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του ενώ ο Δημήτρης την έσπρωχνε διακριτικά... Του έδωσε μάλιστα για δώρο κι ένα φάκελο με ένα βιβλιάριο με τραπεζικό λογαριασμό που μάζεψε σιγά σιγά για «τούτη την ευλογημένη ώρα».
    − Αυτά, είναι το δώρο μου για σένα! του είπε. Να πας με το καλό και στο στρατό και να μη σεκλετίζεσαι για τίποτε! Να έχεις την ευχή μου παιδί μου!
    Ο Βασίλης που στεκόταν πιο κει και με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυά του, προχώρησε και του έδωσε μια σύντομη αγκαλιά κι ένα ακριβό ρολόι.
    − Χαλάλι σου αγόρι μου! Με κάνεις πολύ περήφανο! Βγες με τους φίλους σου και γλέντα το! Αρκετά κουράστηκες!
    Ο Δημήτρης σε λίγο τους άφησε μόνους, χωρίς δισταγμό, όπως αφήνει κανείς το παρελθόν, και έφυγε με τους συμφοιτητές του γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον.
    Η πορεία του Δημήτρη Μακρή ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Άνοιξε δικό του δικηγορικό γραφείο, έγινε εξαιρετικά καλός στη δουλειά του, αποτελεσματικός στην υπεράσπιση των πελατών του και εκμεταλλευόμενος την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης στις δεκαετίες του ’80 και ’90 και τις «υψηλές» διασυνδέσεις του από το χώρο της πολιτικής, έβγαλε χρήματα με ουρά. Αναλάμβανε και τις πιο δύσκολες υποθέσεις, οι φίλοι του προέρχονταν αποκλειστικά από τη μεγαλοαστική τάξη και δεν ασχολούνταν πια με μικροϋποθέσεις φτωχών πελατών ακόμα κι αν του το ζητούσε ο πατέρας του. «Αυτές οι υποθέσεις δεν έχουν ψωμί...» του απαντούσε «δεν μπορώ να χάνω το χρόνο μου για ψίχουλα.»
    Ο πατέρας του έπαψε τελικά να του ζητάει χάρες για φίλους του και σταμάτησε να τον επισκέπτεται στο γραφείο του γιατί ένιωθε πως δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος... Ούτε στο σπίτι του όμως πήγαινε συχνά γιατί η νύφη του, κόρη γνωστού χρυσοχόου της Θεσσαλονίκης με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, του φερόταν με υποκριτική ευγένεια και τον άφηνε να περιμένει στο σαλόνι σαν ξένος και δεν του επέτρεπε να πάρει τις εγγονές του για μια βόλτα στο πάρκο. Στο σπίτι τους, μια πολυτελή μεζονέτα στο Πανόραμα, είχαν οικονόμο, νταντά και κηπουρό. Σε τι να βοηθήσει, ο συνταξιούχος πια μαστρο Βασίλης, αφού κανείς δεν έδειχνε να τον χρειάζεται... Ούτε και να τον θέλει... Τους άκουγε να μιλούν για το εξοχικό τους στη Χαλκιδική και κανείς απ’ τους δυο δεν τον κάλεσε ποτέ εκεί για διακοπές. Μιλούσαν για μετοχές και επενδύσεις, για ακριβά αυτοκίνητα και για δεξιώσεις μα δεν είδε ποτέ τη νύφη του να μιλά τρυφερά στο γιο του, σαν ψυγείο στεκόταν μπροστά του, ούτε κι εκείνον να λαχταρά να τρέξει στο σπίτι τους να τη βρει ή να βρίσκει λίγο χρόνο να παίξει με τα παιδιά του και να γελάσει μαζί τους. Όλες οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από τα λεφτά. Όταν οι εγγονές του μεγάλωσαν και έφυγαν για σπουδές στο εξωτερικό, έπαψε εντελώς τις ανούσιες επισκέψεις του και προτιμούσε να πηγαίνει στο καφενείο της γειτονιάς του ή να μένει μόνος στο σπίτι παρέα με την τηλεόραση και τις αναμνήσεις του. Σιγά σιγά όμως άρχισε να ξεκόβει κι απ’ το καφενείο. Όχι γιατί δεν ήθελε να πάει, αλλά γιατί ντρεπόταν. Είχε πάρει το αυτί του, πολλές φορές, δυσάρεστα σχόλια για το γιο του που από τον καιρό που άρχισε η κρίση είχε ταχθεί με το μέρος των ισχυρών και το γραφείο του αναλάμβανε υποθέσεις υπεράσπισης εργοδοτών εις βάρος απολυμένων εργαζομένων και υποθέσεις εκτέλεσης εξώσεων ιδιοκτητών απ’ τα σπίτια τους επειδή δεν μπορούσαν πια να πληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια... «Αχ Ελενίτσα μου» παραμιλούσε «πού είσαι να δεις τα μεγαλεία του γιου σου»! Και τόνιζε τη λέξη «μεγαλεία» με μια δόση ειρωνείας...
    Μια μέρα αποφάσισε να μιλήσει στο γιο του, για όλα αυτά που τον βασάνιζαν, έξω απ’ τα δόντια. Τον κάλεσε στο σπίτι να τα πούνε μονάχοι χωρίς την άγρυπνη παρουσία του ...ψυγείου. Ένα βραδάκι Σαββάτου λοιπόν, κατέφτασε με τη μερσεντές έξω από το μικρό σπιτάκι τους που είχε χαθεί πια ανάμεσα σε νεόκτιστες πολυκατοικίες. Γερασμένος και σκυφτός ο Βασίλης, με μια σκέπη θλίψης μόνιμα στα ρυτιδιασμένα του μάτια, άνοιξε την παλιά γνώριμη πόρτα στον ευθυτενή και καλοντυμένο Δημήτρη που φαινόταν −όπως πάντα− βιαστικός.
    − Καλώς τον. Έλα γιε μου, πέρασε.
    − Καλησπέρα πατέρα. Τι κάνεις; Όλα καλά;
    − Καλά, καλά... Είχαμε καιρό να τα πούμε και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να τα λέγαμε μόνοι μας. Κόπιασε, ετοίμασα κι ένα ουζάκι, για να κυλήσουν τα λόγια καλύτερα... Κάτσε.
    − Δεν καταλαβαίνω...
    − Θα καταλάβεις...
    Αφού μίλησαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων και ρώτησε για τα κορίτσια, ο Βασίλης κοίταξε στοργικά το μοναχογιό του και τον αιφνιδίασε με την ευθεία ερώτηση:
    − Λοιπόν, πες μου παιδί μου, είσαι ευτυχισμένος με τη ζωή σου;
    Ο Δημήτρης δεν ήταν έτοιμος για μια τέτοια συζήτηση και καθυστερώντας λιγάκι απάντησε:
    − Μα ...φυσικά! τι ερώτηση είναι πάλι αυτή; Πώς σου ήρθε;
    − Έχω καιρό τώρα που θέλω να σου μιλήσω αλλά δεν έβρισκα ευκαιρία... Άκουσέ με για λίγο γιέ μου, γιατί τελευταία βασανίζομαι πολύ... Χρόνια τώρα σε παρακολουθώ να προοδεύεις στη δουλειά σου και να πετυχαίνεις κάθε σου στόχο... Κανονικά δε θα έπρεπε να έχω παράπονο... Μα όλα αυτά που πέτυχες θαρρώ πως τα απέκτησες με αντάλλαγμα την ψυχή σου... Αυτήν ψάχνω απεγνωσμένα να βρω μα δεν τη βρίσκω... Δε μίλησα όταν παντρεύτηκες γιατί νόμιζα πως κάτι θα νιώθεις για τη γυναίκα σου, μα απ’ την αρχή φάνηκε πως έκανες ένα γάμο από συμφέρον... Δεν σας είδα ποτέ να λαχταράτε να είστε μαζί ούτε να κοιτάζεστε με αγάπη... Ξέρεις τι πα να πει αγάπη; Να τρέχεις τα βράδια όταν γυρνάς στο σπίτι για να κερδίσεις λίγα λεπτά ακόμα μαζί της. Να ξυπνάς τη νύχτα και να ακούς κρυφά την ανάσα της, και να μη θες να κοιμηθείς για να μη χάσεις τη θέα του προσώπου της... Να προσφέρεις αγάπη και ποτέ να μη σου φτάνει... Αγάπη, όχι λεφτά... Δε μίλησα όταν στο γάμο σου δεν κάλεσες την έρμη τη Μερόπη που σε μεγάλωσε σα μάνα σου και ντράπηκα όταν ήρθε να σου φέρει το δώρο σου κι έκλαψε πικραμένη που την ξέχασες τόσο εύκολα... Δε μίλησα χιλιάδες φορές όταν ερχόμουν σπίτι σου και ένιωθα σαν ξένος ή όταν έβλεπα πως δεν αφήνατε τις εγγονές μου να έρχονται μαζί μου… Νομίζεις πως δεν καταλάβαινα πως ντρέπεστε για μένα; Όλα όμως τα κατάπια, γιατί αφορούσαν εμένα. Τώρα όμως οι πράξεις σου άρχισαν να αφορούν και τρίτους κι ο κόσμος ψιθυρίζει πίσω απ’ την πλάτη μου και έφτασα εγώ να ντρέπομαι για σένα...
    Ο Δημήτρης που τόση ώρα τον άκουγε συνοφρυωμένος του έριξε ένα βλέμμα αμηχανίας και φάνηκε να χάνει για μια στιγμή την έπαρση που τον χαρακτήριζε συνήθως. Μέσα του βαθειά η φωνή μιας ξεχασμένης συνείδησης που ξυπνούσε, τον έκανε να ακούσει με προσοχή τον πατέρα του. Δεν τον σταμάτησε ούτε τον διέκοψε. Του ενέπνεε πάντα ένα βαθύ σεβασμό για το ήθος του κι ας μην το έδειχνε. Θα τον άφηνε να μιλήσει κι ας πονούσαν τα λόγια του σαν μαχαιριά.
    − Λοιπόν; τον ενθάρρυνε.
    − Λοιπόν, μαθαίνω πως εκμεταλλεύεσαι ακόμη και την κρίση για να βγάλεις χρήματα από κείνους που καταστράφηκαν οικονομικά. Τους αποτελειώνεις... Εξώσεις οικογενειών από τα σπίτια τους, εξώδικα σε εμπόρους, κατασχέσεις, μεταφορές περιουσιών από αυτούς που χρωστάνε στις τράπεζες... και πάει λέγοντας. Ντρέπομαι πια να βγω απ’ το σπίτι... Στο δικό σου κύκλο μπορεί να σε θαυμάζουν. Στο δικό μου όμως σε κατηγορούν. Κι εγώ δεν το αντέχω... Εμένα λίγα είναι τα ψωμιά μου, το νιώθω. Θα φύγω και δε θα βλέπω τις ατιμίες σου· εσύ όμως πώς θα συνεχίσεις να ζεις, πατώντας επί πτωμάτων...;
    Η σιωπή του Δημήτρη τον έκανε να σταματήσει. Φτάνει, σκέφτηκε. Πονούσε με όσα του είπε μα έπρεπε να τα βγάλει από μέσα του...Περίμενε υπομονετικά κοιτώντας τον που είχε χαμηλώσει το βλέμμα. Έξω πήρε να σκοτεινιάζει μα κανείς δεν σηκώθηκε να ανάψει το φως. Δυο φιγούρες καθισμένες αντίκρυ μες το σούρουπο αναμετριόταν με τον εαυτό τους. Ο ένας γεμάτος πίκρα για την κατάντια του γιου του κι ο άλλος έτοιμος να υπερασπιστεί το δίκιο του. Ή μήπως το άδικο που το έκανε να φαίνεται δίκιο; Μετά από λίγο ο Δημήτρης αποφάσισε να μιλήσει.
    − Πάντα διαφωνούσαμε πατέρα, σε πολλά πράγματα... Δεν είναι η πρώτη φορά... Είναι όμως η πρώτη που με επικρίνεις τόσο σκληρά. Πρέπει να ξέρεις πως όταν επέλεξα να πάω στη Νομική μέσα μου είχα ένα όραμα: να υπερασπίζομαι τη δικαιοσύνη και τους νόμους. Αυτό κάνω και τώρα. Απλά οι εποχές άλλαξαν. Τώρα οι νόμοι είναι με το μέρος των ισχυρών και η δικαιοσύνη είναι άδικη με τους αδύναμους. Η κρίση παρέσυρε τα πάντα στο διάβα της. Τι φταίω εγώ αν κάποιοι δανείστηκαν χρήματα που δεν μπορούν να ξεχρεώσουν; Τι φταίω αν έκτισαν σπίτια με δάνεια που δεν μπορούν να αποπληρώσουν; Ή αν έπεσαν έξω οι επιχειρήσεις και απολύεται κόσμος; Εγώ απλώς εφαρμόζω την υπάρχουσα νομοθεσία. Και στην εφαρμογή της δεν επιτρέπεται η συναισθηματική εμπλοκή... Στη δουλειά μου για να είσαι αποτελεσματικός πρέπει να είσαι αμέτοχος και ουδέτερος...
    − Αμέτοχος ή απάνθρωπος; Εμείς διαλέγουμε με τίνος το μέρος θα πάμε. Δε σου φτάνουν τα χρήματα που έβγαλες; Πρέπει να υπερασπίζεσαι το άδικο; Υπάρχουν δικηγόροι που τάσσονται με το μέρος των αδύναμων… Κι αυτά που λες, εγώ τ’ ακούω βερεσέ. Όραμα θα είχες αν κοιμόσουν ήσυχος τις νύχτες κι αν μπορούσες να κοιτάς στα μάτια τους ανθρώπους και ...μένα. Κοίτα με λοιπόν! Μπορείς;
    Οι ματιές του γιου και του πατέρα αναμετρήθηκαν για λίγο με πείσμα κι όταν ο Δημήτρης σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα να φύγει, ο πατέρας του, του έδωσε το τελευταίο χτύπημα:
    − Πρόσεξε γιε μου! Εκείνο που δεν αντέχεται είναι το σιγανό κουρέλιασμα του εαυτού σου μπρος στα μάτια σου! Κι αν μπούκωσες την ψυχή σου με την απάτη του χρήματος , θα έρθει η στιγμή που θα σου ζητήσει το μερτικό της στην αγάπη. Και τότε δε θα έχεις κανέναν δίπλα σου για να σου τη δώσει... Ούτε και μένα...
    − Όσο για την αγάπη, απάντησε δεικτικά ο Δημήτρης, δεν ξέρω αν εσύ έκανες καλά που αγάπησες τόσο... Νομίζεις πως δεν σ’ άκουγα τις νύχτες που έκλαιγες ή δεν καταλάβαινα πόσο πολύ πάλευες με έναν πόνο αθεράπευτο σπαταλώντας τη ζωή σου στην ανάμνηση ενός εξιδανικευμένου έρωτα, αρνούμενος το δικαίωμά σου να ζήσεις στην πραγματική ζωή; Ε λοιπόν, ανάμεσα στην αγάπη και στη ζωή, εγώ διαλέγω τη ζωή...
    Ακίνητος για λίγο από τη σκληρή εξομολόγηση του γιου του, βρήκε γρήγορα τη δύναμη να του πει με ήρεμο τόνο:
    − Κι εγώ τη ζωή διάλεξα... Ξέρεις πόσο κουράγιο χρειάστηκα για να συνεχίσω να ζω;... Μερικές ψυχές όταν συναντηθούν είναι αδύνατο να ζήσουν η μία χωρίς την άλλη. Ζουν μαζί, ακόμα κι αν δεν είναι μαζί... Για μένα δεν υπάρχει ζωή χωρίς το θαύμα της αγάπης. Κι αυτή που έζησα αρκεί για δυο ζωές...
    Συγκλονισμένος από την ίδια του την αλήθεια κάθισε πίσω στην πολυθρόνα με όλο το βάρος της σπαρακτικής παραδοχής. Κανείς πια δεν είχε κάτι άλλο να πει. Μια βιαστική καληνύχτα και η εξώπορτα έκλεισε αφήνοντας και στους δυο ένα αφόρητο κενό. Η νύχτα είχε σκεπάσει τις θυμωμένες ψυχές με το σκοτάδι της. Μα δεν ήταν αυτό το σκοτάδι που φοβόταν ο κουρασμένος πατέρας.     Τον τρόμαζαν πιότερο τα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του γιου του, που δεν ήξερε με ποιο τρόπο να φωτίσει...
    Η επόμενη μέρα τον βρήκε να κάθεται άυπνος στο μπαλκονάκι όταν ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου τον έβγαλε από τις μαύρες σκέψεις. Ήταν η ανιψιά της Μερόπης που του ανήγγειλε με έναν κόμπο στη φωνή ότι η θεία της είχε πεθάνει τα ξημερώματα στο νοσοκομείο, ήσυχα, μες τον ύπνο της. Έκλεισε το τηλέφωνο με μια πικρή αίσθηση ματαιότητας και λίγο αργότερα τηλεφώνησε στο Δημήτρη. Τον ενημέρωσε για την ώρα της κηδείας χωρίς κανένα σχόλιο και μάταια περίμενε να αισθανθεί μια ελάχιστη ένδειξη συγκίνησης. Δεν είχε νόημα να αρχίσει τις συμβουλές. Όσα έπρεπε να ειπωθούν είχαν ήδη ειπωθεί. Τώρα θα έβλεπε αν έπιασαν τόπο.
    Το απόγευμα, έφτασε νωρίς στο ναό που θα γινόταν η νεκρώσιμη ακολουθία και έψαξε με το βλέμμα του ανάμεσα στους παρισταμένους τη μορφή του Δημήτρη. Δεν τον είδε πουθενά. «Ίσως να έρθει κατευθείαν στο νεκροταφείο», σκέφτηκε. Κοίταζε λυπημένος το χλωμό πρόσωπο της νεκρής Μερόπης και έφερε στο νου του εικόνες από την κοινή τους ζωή και ξεχείλισε μέσα του η αγάπη για αυτή τη γυναίκα που αν και ξένη, τους στάθηκε καλύτερα κι από συγγενής. Με πόση λατρεία μεγάλωσε το γιο του! Με πόση αυταπάρνηση και αυτοθυσία! Δε λογάριασε ποτέ της ούτε κόπο ούτε ξενύχτι... Και κείνος, το ξεπλήρωσε με απόρριψη και αδιαφορία... «Αν δεν έρθει και σήμερα, δε θα του το συγχωρήσω ποτέ»... αποφάσισε.
    Και η κηδεία έγινε, απλά και ήσυχα. Και ο Δημήτρης ήταν και πάλι απών από το χρέος του σ’ αυτή τη γυναίκα που τόσο τον αγάπησε. Αμέτοχος στην αγάπη ακόμα και τούτη την ύστατη ώρα. Κι ο μαστρο Βασίλης πήρε το δρόμο του γυρισμού με κεφάλι σκυφτό και βήμα βαρύ, όχι για το αναπάντεχο του θανάτου της Μερόπης, μα για την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του γιου του που δεν ήρθε έστω και τώρα, έστω για αυτόν... Πλάνταξε η ψυχή του, πόνεσε και ένα κλάμα βουβό ξεχείλισε μέσα απ’ τα σωθικά του για όλα όσα του στέρησε η ζωή, μα πιο πολύ γιατί τούτη δα τη στιγμή ήξερε πως έχασε για πάντα όση εκτίμηση του είχε απομείνει για το ίδιο του το παιδί... Πώς να ζήσει δίχως αυτή;
    Μπαίνοντας το βραδάκι στο έρημο σπίτι, πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία της Ελένης και ξάπλωσε όπως ήταν με το μπλε κοστούμι στο κρεβάτι του. Απαρηγόρητος έκλαψε για τη λεηλασία των ονείρων του. Ο πόνος στο στήθος του έκοψε την αναπνοή, μα εκείνος ατάραχος έσφιξε πάνω του το μόνο χαμόγελο που τον θεράπευε... Και η Ελένη του, που ήξερε τι θα πει αγάπη, του έπιασε το ροζιασμένο χέρι, του σκούπισε τα τελευταία δάκρυα και τον πήρε μαζί της στο μονοπάτι της λησμονιάς για να πάψει πια να πονά... Στο παραθύρι αχνόφεγγε η καινούρια μέρα και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδευαν το περήφανο, ακίνητο βλέμμα...





Από τη συλλογή διηγημάτων «Τοπία της στοργής», εκδ. Παρέμβαση 2019.





Βιογραφικό σημείωμα

Η Ολυμπία Τσικαρδάνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Σέρβια Κοζάνης. Η αγάπη της για τη γλώσσα την οδήγησε στο τμήμα της Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ζει στα Σέρβια και διδάσκει στο Γενικό Λύκειο. Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.
    Εδώ και λίγα χρόνια ασχολείται πιο συστηματικά με τη συγγραφή διηγημάτων, δοκιμίων, άρθρων και ποίησης. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς έργα της στον τοπικό τύπο και σε περιοδικά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος καθώς και στο διαδίκτυο. Επίσης γράφει κριτικές για το έργο άλλων λογοτεχνών σε λογοτεχνικά περιοδικά.
    Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Ανεμώνη» από τις εκδόσεις Εντύποις, μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τοπία της στοργής» από τις εκδόσεις Παρέμβαση, και έχει γράψει και ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Μικρές Πατρίδες» που ανέβηκε στη σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης ως μουσικοθεατρική παράσταση σε συνεργασία με το Νέο Ωδείο Music Art Κοζάνης. Επίσης συμμετέχει με έργα της σε διάφορους συλλογικούς τόμους.

    Το Σεπτέμβριο του 2015 το διήγημά της «Οδύνη και Φως» που αναφέρεται στο ολοκαύτωμα των Σερβίων, βραβεύτηκε με το 3ο βραβείο διηγήματος σε Πανελλήνιο διαγωνισμό που οργάνωσε η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης.
    Τον Σεπτέμβριο του 2016, της απονεμήθηκε Έπαινος από το Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» στον ΛΒ΄ Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό 2015 για τα έντεκα πρώτα ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Ανεμώνη» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Εντύποις το Δεκέμβρη του 2016.
    Επίσης απέσπασε το 2ο βραβείο στον Παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό «Καζαντζάκεια 2017» για το ποίημά της «Το Χρέος», και 1ο βραβείο στον ΣΤ΄ Παγκόσμιο διαγωνισμό ποίησης της «Αμφικτυονίας Ελληνισμού» για το ποίημά της «Στα κάτεργα του αβέβαιου».
    Τον Ιανουάριο του 2018 απέσπασε το 3ο βραβείο στον 36ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών για το δοκίμιό της «Με λογισμό και μ’ όνειρο» και στη συνέχεια έγινε μέλος της. Την ίδια χρονιά, με το ποίημα «Οδυσσείς» κέρδισε το 2ο βραβείο στον 7
ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.
    Το 2020, απέσπασε το Γ΄ βραβείο για τη συλλογή διηγημάτων της, «Τοπία της Στοργής» στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Βιβλίου του Συλλόγου Μουσικής Τέχνης και Λόγου, «Λινός».
    Το 2021 απέσπασε Έπαινο στους 36ους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών με το ποίημα «Αείσκιωτοι Δρόμοι», και Α΄ Έπαινο στον 17ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος με το ποίημα η «Η Μνήμη Γονατίζει» που αναφέρεται στην Επανάσταση του 1821.
    Όπως λέει η ίδια: «Άφησα τη ζωή να γράψει επάνω μου και τώρα τη γράφω εγώ. Άλλοτε με στίχους κι άλλοτε με ιστορίες. Γιατί υπάρχει ποίηση σε κάθε ανθρώπινη ιστορία αλλά και μια ιστορία πίσω από κάθε ποίημα.»

1 σχόλιο: