Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, "Ραγισμένο ταμπούρλο"





Στοιχεία βιογραφίας
[1962]


                                                         θύμηση αγγέλου


Τώρα λένε πως πέθανε

κι αυτή επιμένει να υπάρχει
μέσα στα θρύμματα της αντοχής μας και της νιότης μας
κάποτε ακούω την πηγή του μακρινού της γέλιου
παλίρροια από ξανθά μαλλιά και στίχους
οξυγόνο γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει
μες στα σαγόνια του 1960.





Ραγισμένο ταμπούρλο
[1964]


Ι


Όταν ήρθαμε
υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα
στα υπόγεια καταφύγια του στίχου.

Tώρα μας πήραν δρόμοι χωρίς επιστροφή
βήμα προς βήμα συλλαβίσαμε την έρημη δεκαετία
συλλαβίσαμε τη ζωή μας με χαμηλή φωνή και λίγο φως
και με το δάκτυλο να διστάζει σε κάθε συλλαβή
− χάσαμε τη ζωή μας λίγο-λίγο και χωρίς κόπο.

Μα πού είναι οι μέρες που στις φλέβες τους κυλούσαν
άνεμοι χτεσινοί αυριανά ποιήματα
όταν η ιστορία πλατάγιζε σε κάθε συνοικία
τραντάζοντας τις ρίζες τ’ ουρανού της αδικίας τα μπαλκόνια…

Δεν πρόλαβες τίποτα
                                       − ανταύγειες μόνο
κουρέλια μουσικής που τα ξεβράζει τ’ όνειρο κι η τρέλα
ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε
                                                      και χάσανε για σένα.





ΙΙ


Τραγούδια που ξεκίνησαν με ανέμους στα κατάρτια τους
τραγούδια που στις φλέβες τους από καιρό σταμάτησε το αίμα

χρόνια που τα προσμέναμε σαν τα βεγγαλικά
χρόνια που σβήσανε προτού ν’ ανάψουν όλο τους το μπόι

δρόμοι που θα ’φερναν στο μέλλον
δρόμοι που τέλειωσαν
μπροστά σ’ ένα γραφείο με τ’ όνομα σου ή τ’ όνομα μου στην πόρτα.

Έτσι λοιπόν θα πάμε ώς την άκρη;
μικραίνοντας
                         μικραίνοντας
                                                  μικραίνοντας
έτσι θα πάμε ώς την άκρη της ζωής μας;





Σημειώσεις για μια επέτειο γενεθλίων
[1966]


Ι


Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

φεύγουν οι φίλοι ένας-ένας, τους παίρνει το ασανσέρ
η χλόη γίνεται άχυρο κι η νιότη μνήμη χλόης
τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

μπουζούκι και μπετόν αρμέ – κάτω απ’ αυτή την μπότα μεγαλώσαμε
όμως θέλω να ξέρεις
δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα

μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει χωρίς επιστροφή
απ’ τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια.





ΙΙ


Η δεντροφύτευση δεν πέτυχε
 
ξεθώριασαν οι εκδρομές κιτρίνισαν τα 19 μας χρόνια στις
      φωτογραφίες
κουφάρια από παλιά τραγούδια αγιάζουνε τη σκόνη του
      δρόμου τη σκόνη των χειλιών
ώρες κομμένες σύρριζα απ’ τη νιότη μας ώρες ολοζώντανες
      ακόμα μοιρασμένες σ’ όλα τα φέρετρα
στο γράσο στο μελάνι και στο μέταλλο.

Η δεντροφύτευση δεν πέτυχε παλιέ μου φίλε
κοίτα σε πόσο χαμηλές ελπίδες έδυσε το μέλλον
κοίτα πού κείτονται οι άνεμοι που ανάθρεφες σελίδα τη σελίδα
χαρτιά χαρτιά χαρτιά που δεν θα γίνουνε ποτέ σημαίες

τρικάταρτα όνειρα που λιώνουνε στην πρωινή ομίχλη.





IV


Ανοίγω τα παράθυρα κι ο άνεμος δεν μπαίνει
ελπίδα την ελπίδα χάσαμε τη ζωή
ελπίδα την ελπίδα βρήκαμε την καρδιά λιωμένη
αυτό που περιμέναμε δεν πρόκειται να ’ρθεί.

Πού ’ναι τ’ ολόρθο μέτωπο, ασπίδα και σπαθί;
ελπίδα την ελπίδα βρήκαμε την καρδιά λιωμένη
πού ’ναι τα μπράτσα που ’σπρωχναν τον ήλιο ν’ ανεβαίνει
πού ’ναι η φωτιά, πού ’ναι η φωτιά η αυριανή;

Ανοίγω τα παράθυρα κι η νύχτα μεγαλώνει
− πόσες φορές πρασίνισε απάνω σου η γη;
παιδί τού πολυβόλου τού στίχου μου καταγωγή
καταγωγή της νιότης μου σκιά γονατισμένη

πόσες φορές πρασίνισε απάνω σου η γη;






Από τη συλλογή «Ραγισμένο ταμπούρλο».
Πηγή: «Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018)», Πανοπτικόν, 2020.
 
Στην εικόνα: William Morris Hunt, «The Wounded Drummer Boy» (1862).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου