Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020
Περιοδικό Εμβόλιμον, τεύχος 91-92
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020
Μάρκος Μέσκος, "Άνθη στο καταραμένο φίδι"
1. Πού να σε φιλήσω να ’ναι μόνο για μένα!
7. Γενναίο λουλούδι λέει το σ’ αγαπώ με λόγια που
τρεκλίζουν!
19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα
βλέφαρά σου!
Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.
σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.
Σε ομίχλες σύννεφα και καταχνιά να λάμπει ο ήλιος!
29. Από τη
μια φωνή ώς την άλλη καρτερώ και συλλογίζομαι το διάστημα: Γεμίζει, φουσκώνει
από χίλια δυο, οι γάτες του αδιέξοδου κι ο εγκαταλειμμένος σκύλος στην πρώην
γειτονιά, κορναρίσματα αυτοκινήτων, σκέψεις από μέσα, τι φορώ και πώς τρώω το
ψωμί, η μουσική πάλι από το ραδιόφωνο, η κατάρα σα νύφη τυφλή, το τίποτε και το
σύμπαν – θα τα εννοήσεις αγάπη;
Και κλείσε το ρήγμα που βγάζει τον καπνό της ψυχής μου!
Στον κατάλευκό σου κόρφο κελάηδησα σούρουπο και πρωί.
αρκεί να ’χει λίγο φεγγάρι, λίγο αεράκι, λίγη αγάπη!
(τον ήλιο μέσα, το φεγγάρι, τα ποτάμια και τα πουλιά).
81. Όπου κι
αν πάμε οικείο τ’ αγέρι φίλιος ήλιος και σκοτάδι γνωστό. Στον πάνω κόσμο και
στον κάτω δυο σκιές: ποτέ μόνοι, ποτέ ξένοι!
σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια.
83. Θε μου
τι δόξα, τι ηδονή! Το σώμα μου μέσα στο σώμα σου γλυκά δάγκωμα ρώγας, φωνίτσα
δροσερή στην πυρωμένη τρέλα του ήλιου!
84. Αγάπη τρελή, πολύχρονη δύο μηνών και, ζεστή,
μεγάλη, αντιφατική, γελοία, ωραία σαν κυνηγημένο σύννεφο, κλαίουσα στον ποταμό,
χαρούμενη με δυο παλαμάκια, αγωνιούσα, ταξιδεύουσα συχνά, επιστρέφουσα πάντα,
το τελευταίο αντίο πάλι, τον ουρανό τρυπώντας και τη γη καταρώμενη, φυλακισμένη
σε τέσσερις μικρούς τοίχους, πανελεύθερη, μια κίνηση πουλιών για το Βορρά,
χιόνια που λιώνουν, φιλιά που αχνίζουν τρέμοντας, παλιόπαιδο του δρόμου, νύχτα
με σεντόνια λευκά, τέλος γνωστό, ανονόμαστο άνθος σε κρυμμένο λιβάδι, νύχι της
πέρδικας φοβισμένο, μωρό κοιμισμένο στο βυζί, υγρασία στα σκέλια, ποτάμι βαθύ,
κόκκινη κατάσαρκη μπλούζα, κουρέλι αγαπημένο, καρφί στο μυαλό, βουνό αγέρωχο,
κατεβασιά λύκων, αμνοί βελάζουν, φωτιά μεγάλη, δάκρυα που δεν σβήνουν τίποτε,
λεύκες ψυχούλες, γκρεμός με αγριοπερίστερα, πουκάμισο φιδιού δεν βρέθηκε, δαχτυλίδι
αρχαίο, φωνή τώρα στο κάστρο, στάρι που λυγάει στον κάμπο, κρασί σταφυλίσιο,
μια πενιά από ούτι, τα πάνω κάτω του κόσμου, τρελή Αγάπη, Εσύ.
88. Στην απέραντη γλώσσα των αισθημάτων
τι να σου κάνει ένα φιλί από μακριά;
91. Θάλασσα είσαι – χάθηκες μακριά κύμα το κύμα.
Τι μένει από μένα; Όστρακο στεγνό στην άκρη.
101. Σ’ αγαπώ γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τα γηρατειά σου
– τη χαμένη μου ζωή θέλω να πάρω πίσω.
103. Σημείο αποχαιρετισμού τρέλα της δαμασκηνιάς ανθισμένη
– σαν μόνος στο δωμάτιο με τη νεκρή μου μάνα.
106. Όνειρο και ζωή, ζωή και θάνατος – τίποτε νέο παλιό τίποτε.
Έλα να σε δω πάλι στα μάτια, να σε φιλήσω.
107. Γρήγορα σκοτεινιάζει γιατί δεν έχω το πρόσωπό σου.
Από τη συλλογή «Άνθη στο καταραμένο φίδι», 1983.
Πηγή: «Μάρκος Μέσκος - Ποιήματα, Μαύρο δάσος Ι», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.
Στην εικόνα: «Forest still life with flowers, butterflies and snake» (Attributed to Otto Marseus van Schrieck)
Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020
Βασίλης Δασκαλάκης, "Ζωή δεν είναι οι λέξεις"
Ζωή δεν είναι οι λέξεις
του καπετάν
Δημήτρη, του Νικόλα, του Γιάννη
η
νύχτα έπεφτε αργά, καλοκαίριολόφωτο
κινούσε το καΐκιη
θάλασσα, εμείς και το σκοτάδιτα
εργαλεία μας
ο
καπετάνιος έστριβε τσιγάροπελαγωμένοι,
με τις πετονιές μαςδολώματα
οι παγωμένες γόπεςμα
όχι οι ψυχές μας
με
τι χαρά ανασύρουμε από τα βαθιάκατάμαυρα
νερά της θάλασσαςτα
ωραία έπαθλα μαςνα
η ελευθερία που ανατέλλειπαλλόμενη,
μέσω φανώναπ’
τις μικρές τις βάρκεςπου
είναι διάσπαρτεςστον
αχανή καμβά της
Βασίλης Δασκαλάκης
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020
Μαρία Θεοφιλάκου, "Σπίτι για τον χειμώνα"
δεν την περπατούν.
Κι εγώ νομάς σε ένα χαμόγελο
που ήταν και δεν είναι
ο κόσμος συνεχίζει απαράλλαχτος
μ’ ελπίδες και με άρνηση
τον χαβά του,
εσύ μεγάλος εκδορέας να βολεύεσαι
σ’ έρημους δρόμους,
ανέστιος και ρέστος;
να επιβλέπεις
τη μεγαλύτερη σφαγή.
δεν είναι η άνοιξη που μ’ ενδιαφέρει.
όχι πολύ μακριά από δω,
στολίζεται τη γύμνια
και ομορφαίνει.
Στην εικόνα: Eva Besnyö, "Self-portrait", Amsterdam, 1952.
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020
Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, "Ποιήματα"
πώς μεταμφιέζεστε:
υποκλίνεστε, όταν… πρέπει,
στέκεστε αλύγιστοι, όταν δεν πρέπει·
κατά περίσταση…
όταν οι άλλοι προσεύχονται
και πολεμούν·
θυσιάζετε τους ανδρείους
προδίδοντας τα περάσματα·
σκοτίζετε το φως της αλήθειας.
Τώρα, σας ξέρουμε…
πιστέψαμε κιβδηλοποιούς.
Θαυμάσαμε μάσκες περίτεχνες
που περνούσαν για πρόσωπα
και ήταν προσωπεία…
για κείνους τους υγρούς καιρούς,
για τη βροχή που ήρθε με τον κεραυνό,
για τους μοναχικούς θανάτους.
έσταζε ξάγρυπνη σιωπή
από τη νύχτια στέγη.
Ώρες πολλές, χρόνους πολλούς−
αιώνες πολικούς−
επίμονος ήχος ενοχής·
σαν φυλακή, που σε αναιρεί…
είδε το δρόμο των μυστικών βημάτων−
είναι αυτά τα βήματα
που έρχονται
από βαθιά σκοτάδια…
Βήματα από μαύρο φως
στις ερημιές του κόσμου.
στις βραχώδεις ρωγμές
Ν’ αφουγκραστείς απ’ τα έγκατα
τα ελάχιστα και τα μέγιστα·
τα νοητά κι απερινόητα του κόσμου.
με τον εαυτό σου·
με την δική σου ματαιότητα
και μοναχός θα ματώσεις.
Εδώ στην ατσάλινη πόλη-
εξόριστος στον χρόνο-
δειλός κι αδιάφορος για μια χειραψία,
για το αισθαντικό κάλλος μιας προσέγγισης.
απόψε καρκινοβατείς.
Στην δεσποτεία του άρρητου λόγου
πεισματικά μ’ αντιπαλεύεις.
κι η δυσαρέσκεια τ’ ουρανού
κι ο θάνατος πλάι μου.
(Ανθολόγηση για το Ελληνομουσείον: Γιώργος Κ. Μύαρης)
Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020
Βάλια Γκέντσου, "Παραμύθια ανάποδα"
ξύλινα τραπέζια πλάι στο κύμα
καρέκλες άσπρη φορμάικα
κι ένα τασάκι στρογγυλό
νικέλινο
μισά τσιγάρα σβησμένα με μανία
τιμωρημένα για αταξίες ολόκληρες
εξαίσια αίσθηση νιότης παλιάς
με τη μάνα να κάνει τις δεύτερες
μπόγοι που κουβαλώ
φτάνουν κοντά μου
ανάποδα
σαν μεγάλα ποτάμια
ο βυθός παγίδευε τις βεβαιότητες
στο πίσω μέρος μιας άδειας εκκλησίας
σ’ ένα μονό στασίδι
δεν είχε κάτι άλλο να δω
δεν είχα λύπη
βιαζόμουν να σηκωθώ
ήθελα τις παλιές δυνάμεις μου ακέραιες
καλλιεργούσα τρυφερό σκοτάδι χωριστά
σε κάποιον μικρό Καιάδα
αυτές οι σεμνές τελετές του μεσημεριού
μάζευαν ήλιο πάνω μου
μεγάλωνε επικίνδυνα
* Ψαλμός 83 (πγ΄)
στολές για κορίτσια
αξιοπρεπείς
ρόλοι μακρόταλοι
να γίνω μαινάδα να ουρλιάξω
ν’ αγκαλιάσω με ηδονή παχιά σώματα
στα ψέματα
να ενωθώ
γυναίκες πολλές
η λίμνη σκεπτική
κουβαλάει στην κοιλιά της χιλιάδες Ροντέν
ιτιές που κλαίνε χωρίς να ξέρουν γιατί
το υπόλοιπο σώμα πλέει στο κόκκινο
τα νερά παγωμένα
πήζουν σε τρίγωνα
Αν βάλεις το αυτί σου στον τοίχο
ο βυθός ακούγεται
βαδίζω γέρνοντας σταθερά
κι ας τρέμει το νερό
ξαπλωμένο
με τρομερή επιμονή
ασπρόμαυρη
μοιραία
για να ’μαι εγώ περιττή
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020
Γ. Θ. Βαφόπουλος, "Τα ρόδα της Μυρτάλης"
Μυρτάλη, κάποια ηχώ, πόχει για πάντα πια σιγήσει,
αγαπητής φωνής κι’ ούτε πως θάρθει απ’ τ’ όνειρο ξανά
μιας αυταπάτης υποβλητικής να με ξυπνήσει.
θ’ ακούσει για μια αγάπη αστόχαστη ξανά να μου μιλεί,
μια αγάπη, που έμεινε κι’ αυτή, όπως όλες, ξεχασμένη.
τη φαντασία παράξενο και νέο να μου ταράξει,
γίνομαι ευθύς, σαν τον Πρωτέα, τόσο, η ψυχή μου που απορεί
σε ποιαν αλάθευτη κορφή του νου να πρωταράξει.
άθλιο με σέρνει ναυαγό του ανθρώπου ο μέγας πόνος.
Τι τάχα; Ας γίνει ό,τι μπορεί! Άπραγα θα ’ναι τα φτερά,
όταν βρεθώ κάτω απ’ το βάρος της αλήθειας μόνος.
ίσκιε ενός ίσκιου, μάταια που γυρεύει τη γαλήνη·
εχθρέ της ησυχίας μου φθονερέ, κι’ αν φαίνομαι απαθής
την τρικυμία, κάτι απ’ τη συντριμμένη Καρχηδόνα,
όταν του πάθους μου τη θάλασσα μ’ ενός σου σκοτεινού
την τρίαινα βλέμματος, σκληρέ, ταράζεις, Ποσειδώνα!
Δεν είχαν άλλο τίποτε να πούνε.
Καθένας όμως μ’ επιμέλειαν έκρυψε
κάποιες σκηνές και κάποια γεγονότα,
που ίσως να ματαιώναν την απόφαση.
– έτσι τουλάχιστο η όψη τους το έδειχνε –
και χωριστήκανε. Όμως καταβαίνοντας
τη σκάλα Εκείνη δάκρυσε άθελα,
κ’ Εκείνος, μόνος πια σαν έμεινε,
ανάλυσε τον πόνο που έκρυβε
σ’ ωραία δακρύων μαργαριτάρια.
Πηγή: «Γ. Θ. Βαφόπουλος - Άπαντα τα ποιητικά», εκδ. Παρατηρητής 1990.
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020
Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Όσα ο αφρός φλοισβίζει"
γύριζα τα πανηγύρια στα χωριά και μπόλιαζα στο στήθος μου
τραγούδια ραγισμένα.
Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν
που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα
μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα
τα γράμματά σου
για χαιρετίσματά σου.
αυτό το σκοτεινό πανί
που όλο φουσκώνει και τεντώνεται
και σκίζεται εδώ κι εκεί
κι αστράφτουν τ’ άσπρα ξέφτια του
Βουίζει και τρέμει απαλά
χαρταετός μέσα σε μπλε πυκνό
με όλα του τα κρόσια ν’ ανεμίζουν.
η νύχτα στις κουρτίνες της
κρατάμε την ανάσα μας να μη μας βρουν
κι ακούμε το μοτέρ της φύσης να δουλεύει.
κάθε προσπάθεια καταλήγει στο κενό.
Μετέωρη πάντα, σ’ άγνωστο ουρανό
την μέσα άβυσσο, π’ ανοίγεται, φθονώ –
να την κατρακυλήσω ως το βάθος.
μήτε κρυφό – ούτε δυο στίχοι-προσευχή.
Στο χώμα φεύγουν και κυλούν με τη βροχή
μες τον αέρα αντιλαλούνε, σαν κραυγή
και με διαλύει πάντα η Ειμαρμένη.
που διασκορπίστηκαν σ’ εκτάσεις αχανείς
κι όσο κι αν ούρλιαξα δεν μ’ άκουσε κανείς
και συνεχίζω από τότε, ημιθανής
μόλις να σέρνομαι, απ’ το πάτωμα ως την κλίνη.
ύστατο σκόρπισμα στην τελευταία βραδιά.
Ο χρόνος τέλειωσε – σημάδι στην καρδιά.
Οι πόρτες έκλεισαν. Παρέδωσα κλειδιά
κι ας υποθέσουμε δεν έζησα ποτέ μου.
τρεμάμενο αίμα του Έρωτα
μες στη γητειά σου απολησμόνησα
τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά
σε αστερωμένο μέλλον·
στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών
και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο.
μέσα στης μνήμης τα βαθιά βελούδα
κυλιέμαι και σε καλώ
με τη φωνή την απερίγραπτη
των απαρηγόρητων
τη γυάλινη, χλωμή φωνή
των διψασμένων που αγαπούν τη δίψα τους
κι ας ξέρουν πως
όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια κι αν θα πιουν
ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν.
υπάρχει ψυχή. Κουβαλάω γλυκό αμυ-
γδαλωτό για τη δασκάλα μου κυρία
Ζαχαρίου. Σκοντάφτω στις σκάλες και
το βαζάκι πέφτει από την τσάντα και
σπάει. Ένα τεράστιο ζαχαρί κύμα που
μυρίζει παπαρούνα πλημμυρίζει τις
σκάλες. Κολυμπάω μέσα στο γλυκό
προς την Α4. Η αίθουσα είναι άδεια.
Μόνο μια ξεχασμένη φόρμα γυμναστι-
κής. Απ’ έξω ακούγονται φωνές από
Σώματα γλαφυρά να μη πνιγούν
σε αθανασία εκρατήθηκαν γυμνά.
Φλόγα μυστηρίου εκυμάτιζε πάνω τους
ως οίκτος αψαύστων η γλώσσα
και από το βαθύ των σπλάχνων τους
τάρταρο
ξυπνούσε πόθος αλιεύοντας
αστρώα όνειρα
μες στην υγρότητα των σωμάτων
κραυγάσματα φέροντας
λέξεις θραύσματα θεών νοήσεις.
Έτρεμε η σάρκα τους τρίζοντας
την σκιερή τους ύλη
κι εσπάραζαν τα βλέφαρά τους
να μην δουν
μες στη θυμέλη της κλίνης τους
ιερό τον χρόνο μυθοποιό
θεό μέγα
ποίημα να τεχνουργεί πλοίο
από τις στάχτες τους.
Σημείωση:
Για την παρούσα ανάρτηση επιλέχθησαν ποιήματα ποιητριών και ποιητών που έως
τώρα δεν είχαμε ανθολογήσει στο ιστολόγιό μας.
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020
Ειρήνη Μπόμπολη, "Ποιητής και Ποίημα"
Ποιητής
και Ποίημα
Γράφει η Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογος
Η πιο λαμπρή ποίηση που δόθηκε ποτέ στον κόσμο,
δεν είναι παρά μια αδύναμη σκιά της αρχικής σύλληψης.
Σέλλεϋ
Μια
ιδιάζουσα και αρκετά δύσκολη να αποδοθεί, σχέση. Ωστόσο, άκρως γοητευτική.
Η
ιδέα έρχεται αιφνίδια, αστραπιαία («Είναι
η αστραπή που κρατάει σπαθί», θα πει ο Σέλλεϋ). Έρχεται και μετεωρίζεται
γύρω από το κεφάλι του ποιητή, επίμονα. Ξέρει ότι όπου και να πάει, ό,τι και να
κάνει, είναι εκεί, δίπλα του και πολλές φορές κρούει πάνω του ενοχλητικά. Ακόμα
και τότε που φαίνεται ότι μάλλον τον ξέχασε, αυτή επιμένει να ασχοληθεί μαζί
της.
Πώς
ο γλύπτης επιλέγει το λαμπρότερο μάρμαρο για το έργο του; Έτσι και ο ποιητής
επιλέγει την πιο φωτεινή ιδέα του και την καμαρώνει σαν ατόφιο μάρμαρο. Την
κοιτάει, την ξανακοιτάει και προσπαθεί να ανακαλύψει τα μυστικά της. Η εξόρυξη,
η γέννα του ποιήματος πρέπει να γίνει τελετουργικά και επιδέξια. Άρτια. Ο
ποιητής είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ δυνάμεως και ενέργειας. Μέσα στην ιδέα
εγκυμονεί έτοιμη η εντελέχεια του μέλλοντος ποιήματος, όπως μέσα στο μάρμαρο
εγκυμονεί η δυνατή προοπτική του
αγάλματος.
Εκεί
όμως που ο ποιητής καταφαίνεται μέγας ή όχι είναι ο βαθμός μαεστρίας του να
εξορύξει τον κρυμμένο πόνο της ιδέας και να ποτίσει με αυτόν όλο το ποίημα. Ο
πόνος ενδέχεται να είναι σκοτεινός και αδυσώπητα μαύρος, να έχει στοιχεία ροκ ή
μέταλ, αλλά κάλλιστα μπορεί να κρύβεται και στη διάθλαση του φωτός. Κάλλιστα θα
μπορούσε να μεταπλαστεί σε ένα υπέροχο ποιμενικό άσμα ή σε έναν αξεπέραστο
δεκαπεντασύλλαβο.
Ο
ποιητής πρέπει να αφουγκραστεί τη μουσική των στίχων και των λέξεων, να
αποκωδικοποιήσει τον ρυθμό και εν ανάγκη να τον χορέψει σε ξέφωτα αρχαίων ιερών
πριν ξεκινήσει τον μεγάλο τοκετό. («Θα
πρέπει ο ρυθμός και η αρμονία των στίχων να διασώζει την ηχώ μιας ατέρμονης
μουσικής», Σέλλεϋ, Υπεράσπιση της ποίησης). Χορεύοντας στην μουσική μέθη, θα ανοίξει τη ραγισματιά,
για να εισέλθει το φως, να φωταγωγήσει περίλαμπρα την ιδέα και να της δώσει
φτερά.
Όπως
η ψυχή, για να φτερωθεί, χρειάζεται τον έρωτα (Πλάτων), έτσι και η ποιητική ιδέα
για να μετασχηματιστεί σε τραγούδι, χρειάζεται το πάθος και το ταλέντο του
δημιουργού της. Ο ποιητής θα στοχαστεί ακόμα και για το χρώμα ή τα χρώματα που
είναι φυλακισμένα μέσα στην ιδέα. Πρέπει να αποφυλακίσει όλα τα συστατικά. Να
συλλάβει την τέλεια μορφή του περιεχομένου.
Όταν
γίνει αυτό, το ποίημα εξέρχεται θριαμβικά, ακροβατώντας στις πιο ανάλαφρες
λέξεις του. Σκοπός του ποιητή είναι ακριβώς αυτό το αλαφροπάτημα. Να μην
βαρύνει η ύλη, να μην καθηλωθεί η ιδέα. Σκοπός του ποιητή είναι να το απαλλάξει
από την ύλη λέξεων και περιεχομένου, να του δώσει όραμα και στόχο υψηλό. Να το
απαλλάξει από βάρβαρους συναισθηματισμούς και μονομέρεια. Όπως το άγαλμα εξαϋλώνεται
μέσω της ομορφιάς του, έτσι και το ποίημα μέσω της αβάσταχτης φωτεινότητάς του.
Ο
μεγάλος ποιητής αρνείται το ίδιο του το ποίημα, το ακυρώνει. («Ό,τι κι αν είναι αυτό, εγώ είμαι εναντίον
του!», Γκράουτσο). Μέσω αυτής της ακύρωσης το νομιμοποιεί στη σφαίρα της
αιώνιας τέχνης. Όταν το ποίημα φτάσει στον τελικό προορισμό του, δεν υφίσταται
ως ποίημα. Γίνεται ιδέα. Γιατί ο όρος ποίημα δηλώνει κάτι εν τη γενέσει του. Το
ποίημα εν τη γενέσει του φιλοσοφεί εαυτό και εράται το τέλειο. Όταν φτάσει στον
προορισμό του, αυτοκαθηλώνεται και οδηγείται στην άρση της γήινης περιπέτειάς
του.
Τα
μεγάλα έργα είναι αυτά που γίνονται σύμβολα και αρχέτυπα αιωνιότητας, όταν
καταφέρουν να απαλλαγούν από το γήινο πάθος τους. Αν ήταν η ποίηση μόνο
επιδέξιο αράδιασμα από λέξεις και ευφυολογήματα, θα ήταν εφήμερη και θνητή. Η
ποίηση είναι η ιδέα, που μετά την ποιητική της ή καλλιτεχνική περιπέτεια θα
λάμπει διαρκώς όλο και πιο πολύ. Η Αφροδίτη της Μήλου θα ζει και όταν το άγαλμα
καταστραφεί, η «Ενάτη» του Μπετόβεν θα δονεί τα σωθικά μας κάθε φορά που θα
γινόμαστε παιδιά, χωρίς ακουστική επανάληψη, η φεγγαροντυμένη του Σολωμού θα
λάμπει στο δροσάτο φως σε κάθε προσέγγιση της αληθινής ομορφιάς.
«Έλεγα πως την είχα δει πολύν καιρόν
οπίσω
Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο
λογισμός μου
Καν τ όνειρό μου όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου!
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι
αστοχισμένη
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει»
Δ. Σολωμός,
Κρητικός
Ο ποιητής μετριέται με τον βαθμό εξαΰλωσης και αναίρεσης που πέτυχε στο δημιούργημά του. Ο ρόλος του τελειώνει όταν κατανοήσει ότι το ποίημα δεν του ανήκει. Ήταν απλά ο μέγας αρχιερέας της ιερής γέννας του. Σαφώς τραγικός, αφού ο ρόλος του προσδιορίζεται και επιτάσσεται από το ένστικτο, τη μαεστρία και το ταλέντο που υπάρχουν μέσα του. («Η πιο λαμπρή ποίηση που δόθηκε ποτέ στον κόσμο, δεν είναι παρά μια αδύναμη σκιά της αρχικής σύλληψης», Σέλλεϋ).
Ο
Ποιητής θα πορεύεται μοναχικός έως ότου κληθεί ξανά σε κάποια άλλη ποιητική
ιερουργία. Η σχέση ποιητή και ποιήματος είναι σχέση ζωής και θανάτου. Είναι
σχέση θανάσιμα διαλεκτική σε ένα συμπαντικό σύστημα ανοιχτό και άπειρο...
Στην εικόνα: Joseph Severn, «Posthumous Portrait
of Shelley Writing Prometheus Unbound» (1845).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020
Ντέμης Κωνσταντινίδης, "Τέσσερα ποιήματα"
- Περιοδικό Ονειρο+πόλος # 5 (ελεύθερη ανάγνωση στον ακόλουθο σύνδεσμο)
- Ανοιχτή Βιβλιοθήκη: https://www.openbook.gr/oneiro-polos/
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020
Κατερίνα Καριζώνη, "Αρχαία δίψα"
τις γερασμένες γυναίκες
να στέκονται στις πόρτες των πολυκατοικιών.
Φορούν θλιμμένες μάσκες και μιλούν
για εκείνους που γηροκομούν στο σπίτι
και για τους άλλους που πέθαναν πριν από χρόνια
γνωρίζουν σπάνιες αρρώστιες και συνταγές
φάρμακα με δυσκολοπρόφερτα ονόματα.
λεν πως τα μάτια τους βλέπουν μόνο τα χειρότερα
μοιάζουν με παράξενες μέλισσες συμπονετικές
τρυγούνε άγνωστα λουλούδια
που φυτρώνουν στις πληγές τους
τρυγούνε τα χαμένα χρόνια τους
βγάζουν μέλι πικρό και το μοιράζονται
βγάζουν δηλητήρια από τα δάκρυά τους και τα πίνουν
έχουν γκρίζα κοντά μαλλιά, δεν είναι πια ωραίες
κάτω απ’ τη γλώσσα κρύβουνε ένα κεντρί
κάτω απ’ τα ρούχα τους ένα κλουβί με καρδερίνα.
για να αποφύγετε μελλοντικά το αλτσχάιμερ
πάντα κάποιο γράμμα περισσεύει
και κάποιο δεν σου φτάνει
γι’ αυτό να δείχνετε μεγαλοψυχία και υπομονή·
στη λέξη αλήθεια
τα γράμματα είναι πιο πολλά
απ’ όσα φαίνονται
και προπαντός απ’ όσα σας ζητούνται·
στη λέξη εγώ υπάρχει ένας αριθμός γραμμάτων
αυστηρά προσωπικός που δεν χωράει πουθενά·
η λέξη θάνατος γράφεται στα μαύρα τετράγωνα
με μια μελάνη που σβήνει ό,τι γράφει
στα άσπρα κρύβονται πολύ συχνά παγίδες
με σημασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν λέξεις
παρά μονάχα το κυνήγι των γραμμάτων
που δεν οδηγεί όμως πουθενά.
πάρτε καλύτερα μικρό καλάθι
με λίγο ψωμί και κρέας για να ταΐσετε το λύκο
που ελλοχεύει στο βάθος του σταυρόλεξου.