Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Σταύρος Βαβούρης, "Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής"





Η ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ


Η θάλασσα θα ’χει δεχτεί
να πάρει τα καράβια στο ταξίδι τους
έπειτα απ’ το θρίαμβο της πληρωμένης Νύχτας
και τη φρίκη της Αυγής.
Επευφημίες.
Αδιάντροπες αφυπνισμένες άγκυρες.
Το αίμα. Το δέος. Σιωπή.
Μετά θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
κι ανέφικτη θα κατεβώ λίγα σκαλιά.
Βλέμμα οριζόντιο, λύπη οριζόντια.
Θα ’χω ανεβεί στο τελευταίο δάκρυ,
το δάκρυ που πετρώνει,
και γίνεται
αυτό που λεν οι ανήξεροι: φαρμακερή καρδιά.

Οι ακόλουθοι δε θαν το δουν,
θα βουλιάζουνε τα μάτια τους στις τύψεις·
θα βουλιάζουνε στη λίμνη των στιγμών,
όπως σε κάθε πίκρα τους
στηρίζουν κάτω από το θαμμένο τους πιγούνι την παλάμη
και με την εγκαρτέρηση νομίζουν πως θα στήσουνε
ό,τι ούτε ο θεός δεν μπόρεσε να φέρει δεξιά.
Έτσι, να εξευμενίσουνε τα βήματα της Μοίρας.
Μα το νόημα της ζωής μας δεν αλλάζει.
Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί
ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες,
και δεν το μαλακώνει ο πόνος μας
που διαφεύγει μέσ’ απ’ τις κινήσεις μας
που τις προετοιμάζει,
το σκοτεινό αυτό νόημα
που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό
μέσ’ απ’ τις επικλήσεις μας κι από τις προσευχές μας
δε θαν το δουν.
Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού.
Μα εγώ, πέρα απ’ αυτούς, χωρίς αυτούς
δεν θα ’μαι πια αχιβάδα στην τρεχάλα της συρμής του.
Στο ’να πλευρό μου πάντοτε η Φωτιά
μα στ’ άλλο η φρίκη μου βουβή
θα ’χουμε δει στο ματωμένο σου κεφάλι
τη λιμασμένη Μοίρα μου χορτάτη.

Δε θ’ απομένει πόνος πια.
Δε θα ’ναι πια μελωδικό τραγούδι κύκνου που πεθαίνει
δε θα ’ναι πια κλυδωνισμός τραυματισμένης νύχτας
κάτω από ρομαντικό φεγγάρι.

Θα μένει
μόνο αυτό το τραγικό άρωμα
η ανείπωτα πικρή εκείνη γεύση,
αυτή η στεγνή εντύπωση
που αν θες, την κάνεις σιδερένιο τραγούδι
−τσεκούρι, φωτιά−
αν θες την κάνεις λόγχη
−τσεκούρι, φωτιά−
που λησμονιά
ή μνήμη μουσική δεν γίνεται μονάχα.

Κι εδώ, δεν θά ’ρθει η θάλασσα να παίξει
με τις γυμνές νεράιδες του κρυφού μου κήπου,
δεν θά ’ρθει η θάλασσα να βρει φεγγάρι
δε θά ’ρθει μπάτης πια.

Στα ματωμένα βότσαλα τα βράδια
η αγρύπνια μου θα τριγυρνάει
αγέλαστη και μοναχή στους μόλους
με τη φωνή του πυρετού
για τα περαστικά θαλασσινά πουλιά
που αμέριμνα θα ’ρθουν
να φέρουν άνοιξη στο χώμα
που το στοίχειωσε η θυσία σου.

Θα ’χω μια λύπη που θ’ αγγίζει τ’ άστρα,
ψηλή, και κατακόρυφη.
Δε θ’ απομένει πόνος πια.
Αυτοί, μετά καθώς θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
θα βουλιάξουνε στη λήθη του καιρού.
Κι έπειτα
θα ’ρθούνε φαύλοι χρόνοι που θα πουν
ότι ήσουν τάχα ιέρεια στους Ταύρους,
θα ’ρθει να με λογχίσει η Ηλέκτρα.
Μ’ αν ήταν στο ’να μου πλευρό πάντα η Φωτιά,
αυτό το μέτωπο
δεν ήταν πάντοτε φωλιά
πικρών πουλιών που δεν λαλούν
δεν ήταν πάντοτε κυψέλη
για στείρες μέλισσες σιωπής και συμφοράς.

…Ότι σε πήραν σύννεφα
ότι είσαι τάχα ιέρεια στους Ταύρους.
Καρδιά οριζόντια. Λύπη οριζόντια,
για πάντα.
Ευθεία γραμμή, ατέλειωτη, χωρίς υποτροπή
ως την καρδιά του Χρόνου.
Εγώ
που κράτησα στα χέρια μου
το ματωμένο σου κεφάλι
μονάχα εγώ,
μπορώ να ξέρω την αλήθεια.





ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΑΣ


Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες
ότι μπορούσα να υψωθώ,
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.

Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μ’ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ως το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.

Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μ’ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.





ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΑΤΡΕΙΔΗΣ


Η μυρουδιά από ’να πορτοκάλι
λησμονημένο πλάι στο προσκεφάλι του
θα του ’φερνε οπωσδήποτε στο νου
σκίζοντας την καρδιά του σα μαχαίρι
τους πορτοκαλεώνες του αργολικού κάμπου
που μόνο για μια μέρα στη ζωή του
πάλι θα ξανάβλεπε·

Όμως καλά να πάθει.
Μέσα στα λουτρά «οις ενοσφίσθη»
θα πρέπει να θυμήθηκε
για μια στιγμή ακαριαία
αργά και μάταια θα κατάλαβε,
ότι ούτ’ ένας βασιλιάς
δεν έχει το δικαίωμα να πικραίνει,
να εξευτελίζει αυτούς
που χρόνια −πώς και πώς− τον περιμένανε
γιατί τον αγαπήσανε πολύ
φέρνοντας παλλακίδα στο παλάτι του
χωρίς τη θέλησή της, συν τοις άλλοις
δούλα ταπεινωμένη την τρελή Κασσάνδρα
κόρη βασιλιά, όπως οι κόρες του
του Ίλου απόγονη
του Ίλου −υπογραμμίζω− του ήρωα
και πολυ-αγαπημένη ενός Θεού
του Φοίβου
του εκηβόλου Απόλλωνα.





ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΤΡΕΙΔΗΣ


Ναι μεν τα κίνητρά σας ευγενή
(κίνητρα δολοφόνου ευγενικά;
Pour ainsi dire· passons),
ο φόνος όμως φόνος
επέμενε διακριτικά μα σταθερά ο εισαγγελεύς.
Η Ηλέκτρα φρένιασε· (μαινόταν:
Κι η μοιχεία; Κι η σφαγή του βασιλιά;)
Επέσειαν απειλές και σχετικές κυρώσεις
στ’ ατέρμονό τους πηγαινέλα οι αυλικοί.
Παραιτήσεις, υποδείξεις, δικηγόροι
κομφούζιο στον Άρειο Πάγο·
και κατά την ολομέλεια φυσικά στο τέλος
συμφώνως τω άρθρω τάδε…
του νόμου, νόμου… (κάποιου νόμου τέλος πάντων·
(αν είναι δυνατό, κανείς να συγκρατήσει
παράγραφους κι εδάφια
νόμων σε τέτοιο κυκεώνα;)
έχετε απαλλαγεί λόγω συγχύσεως
«πλήρους» μάλιστα συγχύσεως
είν’ η διατύπωση του σχετικού εγγράφου.
Σύγχυσις πλήρης…
Ίσως, δηλαδή, λόγω βλακείας.
Όχι ίσως. Ακριβώς.
Τέλος στο παλάτι, κεραυνός.

Και τώρα, κατεβείτε πρίγκηψ,
κύριε, πολίτα, Ορέστη Ατρείδη,
(πώς προσαγορεύεται, άραγε, ένας έκπτωτος;)
Ορίστε το εισιτήριο, τ’ ανάλογο συνάλλαγμα
και τα λοιπά απαραίτητα χαρτιά.

Πυλάδη, σεις
με τις σοφές σας συμβουλές
βιαστείτε: τις αποσκευές.
Το πλοίο πρέπει ν’ αποπλεύσει το ταχύτερο.

Για την προσωρινή σας −πρώτον− απομάκρυνση
δεν εννοεί να υποχωρήσει ο εισαγγελεύς.
Όσο για το θρόνο σας και τη διαδοχή σας −δεύτερον−
Κανείς δεν ξέρει.
Παίρνουνε χρόνια αυτά τα πράγματα.
Ίσως γυρίζοντας με της θεάς το ξόανο,
προβάλλουμε το ευγενικό προσκύνημά σας
θα ’χει λησμονηθεί κι η πλήρης σύγχυσις...

Ίδωμεν τέλος πάντων.

Υπάρχουν, βλέπετε, αθωώσεις
που ’ναι, περίπου − σαν καρατομήσεις
σαν καταδίκες στην εσχάτη των ποινών.
Σε θάβουν ζωντανό
−πώς να σας το πω: σε Διαγράφουν
κι ίσως, Ορέστη Ατρείδη
ακόμα, πιο πολύ.





Από τη συλλογή «Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής».
Πηγή: «Σταύρος Βαβούρης - Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940-1993)», εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1998.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου