Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Αλέξης Τραϊανός, "Η κλεψύδρα με τις στάχτες"




Όνειρο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη

Νύχτα της Τετάρτης 29 του Γενάρη 1974


1.

Κι έπειτα ήρθες να που έπρεπε βέβαια νά ’ρθεις
Αγάλι σέρνοντας τη φρίκη μιας πληγής παντοτινής
Μέσα στου πιο αποτρόπαιου τέλους τον κρότο
Στο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νου

Να που έπρεπε την καρδιά σου κομμάτια να ’βλεπα
Κάτω από ’να ξεθωριασμένο πράσινο κουστούμι
Τυπικό και άψογο σ’ ένα λευκό τραπεζομάντηλο σκυμμένο

Πέρασαν τόσα χρόνια πέρασε ο καιρός
Πλυμένο κίτρινο παλιό το φως
Έπεφτε πάνω σου σαν τίποτα και σαν ανυπαρξία



2.

Να φανείς έτσι έπρεπε μες στου φωτός την αγκαθένια δάφνη
Σιωπηλός στου εαυτού σου το νεκρόδειπνο
Πετώντας απ’ τ’ άρρωστο κορμί
Σαν πατημένο ρόδο την καρδιά σου χάμου
Κι αφού την ξόδεψες την πιο τελευταία σου πλάνη
Το στρεβλωμένο αίμα σου στα μάτια μου ένιωσα
Να με τραβά και να με παίρνει
Πάμε με είπες πάμε μες στη νεκρή
Την έρημη σταματημένη επαρχία να βαδίσουμε



3.

Κι ενώ νύχτα ως τότε ήταν νύχτα της νύχτας
Και το φως απαιτούμενο
Το φως μάς άφησε στο σύνορο της πόρτας
Κι όμως σκοτάδι που προσμέναμε δεν είδαμε
Μόνο το πόδι σου μεγαλωμένο ξαφνικά μέσα στη νύχτα κοίταξα
Μέσα σε λάμψη να πατά όπως με θάνατο το θάνατό σου πάτησες
Και δες μου είπες
Μπορούμε να τα κάνουμε όλα όπως πρώτα
Εμείς που από ’κει που δεν είμαστε ερχόμαστε
Μπορούμε να τα κάνουμε όλα όπως πρώτα
Κι είναι το ίδιο οι ξεχερσωμένοι κήποι κάτω απ’ τα κεραμίδια
Κι η ανεμισμένη παραλία μια θαλασσογραφία σκονισμένη
Και τα σπίτια ξεφλουδισμένα απ τον άνεμο κοιτάζοντάς μας
           μ’ άδεια μάτια
Μια φορά μόνο για μια φορά και τούτο το ίδιο είναι
Κι ο ελαιώνας και τα ρόδα κινώντας απ τούς φράχτες
Προσμένοντας νά ’ρθουν για να μας γίνουν προσκεφάλι
Κι η σιωπή τρομαχτική μες στο κορμί σου σα μηδέν
Μικρό κι ατέλειωτο μηδέν και Απεραντοσύνη



4.

Εδώ σταμάτησες μέσα σ’ αυτά τα ίδια σπίτια που ναυάγησες
Εδώ σε κοίταξα δέντρο γυμνό δίχως το πρόσχημά σου
Στ’ αριστερό σου μάγουλο δυο ξυραφιές μένανε ξεραμένες
Για να μην ξέρω πια αν απ’ το θάνατο έρχεσαι ή τη ζωή
Για να μην ξέρω πια αν διαιωνίζεται ακόμα η ταραχή σου
Αν άψογος και μες στο θάνατό σου παραμένεις

Εδώ σε κοίταξα με το καρφί και με τις λέξεις
Εδώ με άφησες σηκώνοντας τα τσακισμένα σου φτερά
Μες στο λιωμένο φως μιας πενιχρής μπαλάντας
Ξανά για νά ’μπεις





Μια βραδιά με την Σύλβια Πλαθ


Ανεβοκατεβαίνω αυτό το ήρεμο γκρίζο
Τσιγάρα και συνήθειες του χειμώνα
Προφέροντας τ’ όνομά σου κοιτάζοντας τη φωτογραφία σου
Με το γέλιο σου να κουνιέται πίσω από το οινόπνευμα της λάμπας
Μερικά χρόνια προτού πεθάνεις απ’ το ίδιο σου το χέρι

Απ’ τα φύλλα μου λείπει το χαρτί που μου κλέψανε
Πρέπει να σε κουβαλήσω από ’κει που ήσουν
Μ’ ένα γυμνό λαμπτήρα μέσα σε κάθε μάτι
Το άσχημο φως της κατοχής σου

Τώρα ξέρω αυτό το φως πίσω από κάθε άγαλμα
Μα ποιος του κόλλησε αυτά τα άσπρα μαλλιά
άφησε με να επισκευάσω τις λέξεις μου εσένα το βλέμμα μου
Είδα ήτανε μια προσωπίδα τρομερή μέσα στη ζωή
Καθένας μας μ’ ένα κουτί και το κεφάλι του μέσα

Όχι δε θα έρθει κάνεις
Μη γελάς κι ας ήμαστε εδώ σ’ αυτό τον κλειστό σταθμό
Δίπλα στη θάλασσα κάτι θέλοντας να πω
Όπως θα ήθελα να το πω και δεν είναι
Και παρασέρνει σα σκοινί το πρόσωπό μου
Μπροστά στο λάκκο με το αλάτι και το ξύδι

Άφησέ με να μη σου μιλώ λοιπόν
Ήμασταν το ζευγάρι που δεν έχει που να πάει πια
Το τρένο έφυγε όπως στο σινεμά
Μπορείς να κρυφτείς στην τουαλέτα όλο το βράδι
Για να το δεις να φεύγει πάλι
Έγινε ο κόσμος για να βλεπόμαστε μισοί μες στο χαμό
Σαν ένα μισοφώτιστο πορνό
Μυαλό π’ αχνίζει ποίηση κι αλκοόλ
Τα μάτια μου τα εμποδίζουνε οι προβολείς
Μιας χώρας που λιώνει στο σπριπ τιζ

Ανεβοκατεβαίνω αυτό το ήρεμο γκρίζο
Συχωρέθηκα σε μια λέξη
Προφέροντας τ’ όνομά σου κοιτάζοντας τη φωτογραφία σου
Μερικά χρόνια προτού πεθάνεις απ’ το ίδιο σου χέρι

Το γκάζι μιλά καλύτερα απ’ τη σιωπή ή τους ανθρώπους
Μυρίζει όταν κανένας δεν έρχεται να μυρίσεις
Το ανοίγεις εσύ ή οι άλλοι για σένα ή για τους άλλους
Ένα ουδέτερο ρύγχος ίσως απ’ το ταβάνι

Ρύγχη λουλουδιών γκάζι λουλουδιών
Πολιορκούσαν το αίμα σου άφαντο
Μελανιασμένο σ’ ένα χαρτί της νύχτας
Ή στις 4 το πρωί ανάθεμα της ποίησης
Της σφιγμένης γροθιάς πάνω στο άπλετο μαύρο
Εκεί που σκόνταφταν τα μάτια σου προορισμός υακίνθων
Κάνοντάς το πάλι
Νόημα των λέξεων νόημα ματιών απονενοημένων
Χείλια του ποτέ πια
Στις 4 το πρωί με τις άσπρες κλεψύδρες του γαλατά
Ή αιώνια ώρα στο φιλντισένιο κορμί σου
Στο υγιεινό δωμάτιο με το κλάμα και τους καπνούς
Τους στίχους της σήψης ναυαγισμένους γύρω απ’ το αμπαζούρ
Και το ποίημα ανάποδο
Να πηγαινοέρχεται απ’ την κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα
Ανασταινόσουν και πέθαινες Λαίδη Λαζάρου


28.2.74





Ο μάγος


Θα προσπαθήσω να ευχαριστήσω τους θεατές
Τους σπάγκους το γυαλιστερό σου πριόνι

Είμαι στο κουτί σου φάλτσε μάγε
Με πονάς μάγε
Θα προσπαθήσω να σ’ ευχαριστήσω σαν κτήνος σφαγμένο

Τώρα δε βλέπω τίποτα πρέπει να φύγω
Η νύχτα στάζει από παντού
Μέσα στη μουσική τα κόκαλα του έρωτα
Τον άδειο σπασμό

Άφησέ με θα φέρω το φτωχό ζώο στην τρύπα του
Σέρνοντας πόνο το αίμα στις σκάλες
Θα κάθομαι μαζί του ακούγοντας τους αέρες
Αυτό το οξύ που με παραμόρφωσε

Ο μόνος που μου μίλησε ένας χαζός οδηγός
Μου ’πε το χαλασμένο του αυτοκίνητο να σμπρώξω
Λοιπόν τους γκρέμισα στο βάραθρο
Ο θάνατος είναι εθνικό προϊόν
Γέμισα ποντικοπαγίδες όλο το σπίτι
Κρέμονται σαν κλουβιά στο ταβάνι
Στο νεροχύτη στο σωλήνα αποχετεύσεως
Στο αραχνιασμένο κοστούμι του γάμου μου

Κανένα όνειρο κάτω απ’ την κρύα κουβέρτα
Κι οι τοίχοι τελειώνοντας κάπου απελπισμένα
Αδέξιοι σαν ποιήματα





Από τη συλλογή «Η κλεψύδρα με τις στάχτες» (1975).
Πηγή, η συγκεντρωτική έκδοση: «Αλέξης Τραϊανός - Φύλακας ερειπίων (Τα ποιήματα)», εκδ. Πλέθρον, 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου