ΤΟΥ
ΘΗΡΙΟΥ
Μη
φεύγεις θηρίο
θηρίο
με τα σιδερένια δόντια
θα
σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα
σου δώσω ένα λαγήνι
θα
σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα
σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις
Θα
σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια
να
δεις τα βαπόρια πώς τρώνε
τις άγκυρες
που
σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
κι
οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες
Θα
σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
να
τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
θα
σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι
και
το σκύλο ουρανό
που
βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι
Θα
σου βρω πάλι τους ίδιους
στρατιώτες
αυτόν
που χάθηκε παν τρία χρόνια
με
την τρύπα πάνω απ’ το μάτι
κι
αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα τις
πόρτες
με
κομμένο το χέρι
Θα
σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο
Μη
φεύγεις θηρίο
θηρίο
με τα σιδερένια δόντια
Η
ΣΚΗΝΗ
Απάνω
στο τραπέζι είχανε στήσει
ένα
κεφάλι από πηλό
τους
τοίχους τούς είχαν στολίσει
με
λουλούδια
απάνω
στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο
σώματα ερωτικά
στο
πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και
πεταλούδες
ένας
μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη
γωνιά
Σπάγκοι
διασχίζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις
πλευρές
δε
θα ’ταν φρόνιμο κανείς
να
τους τραβήξει
ένας
από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα
στον
έρωτα
Η
δυστυχία απ’ έξω
έγδερνε
τις πόρτες
ΣΑΒΒΑΤΟ
Οι
νεκροί δυο βήματα πλάι μας
ησυχάζουν
ή
κάθονται ήσυχα
στα
σκαλοπάτια
με
μια σκούπα ματωμένη στο χέρι
όμως
οι ζωντανοί
έχουν
κάτι τεράστια κεφάλια
γεμάτα
πετρέλαιο
και
τα χέρια τους λιγδωμένα
με
λίπος
φτιάχνουν
βάρκες με μαύρα χαρτιά
που
φεύγουν
μία
μία
και
δίχως ήλιο
για
το μαύρο ουρανό
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Στο
ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και
σχήματα αράχνη
τα
φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα
ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες
κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η
βροχή
και
ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το
σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά
βαθιά πάνω στο βουνό
Το
μυαλό μου κουρασμένο
κι
ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια
πέφτουν ολοένα και
σπάζουν
πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα
ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’
το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μες
στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν
τα μεσάνυχτα
μακριά
ακουγόταν ένα βογκητό
Όλα
όσα βλέπω
τα
παράξενα σπίτια μού θυμίζουν εσένα
η
νύχτα μού θυμίζει εσένα
ένα
μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει
εσένα
κι
ο τάφος μού θυμίζει εσένα
τα
ψάρια τα λουλούδια μού θυμίζουν εσένα
όλες
οι φωτογραφίες όλα τα χρώματα
όλα
μού θυμίζουν εσένα
κι
όλα τ’ αγαπώ για σένα
Η
ΑΠΟΚΡΙΑ
Μακριά
σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το
γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου
δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα
παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν
μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε
χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε
τις καρδιές
μια
γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε
τα μάτια της σα νεκρή
μόνο
περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν
δυο με παγωμένα δόντια
Το
βράδυ βρήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο
μίσος
το
δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά
σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
Από τη συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο», (1952).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτος Σαχτούρης -
Ποιήματα (1945-1998)»,
εκδ. Κέδρος, 2014.
Στην
εικόνα: "Ο Σαχτούρης στο BRAZILIAN", σκίτσο του Αλέκου Φασιανού.
Πηγή:
https://anthologio.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου