ΦΥΓΗ
Στην είσοδο της Μεγάλης Εβδομάδας
ανακαλύπτει την έξοδο.
Λεπτοί ήχοι προειδοποιούν την άφιξή
του.
Το σώμα του γυρεύει το σώμα της, να
αλώσει τους φόβους
να απαλύνει τις αδυναμίες.
Κάθεται κατάχαμα έχοντας δίπλα της μια
κούπα με νερό.
Ξεπλένει με κινήσεις αργές, πρώτα τα
χέρια της,
ένα-ένα τα πλήκτρα του λαιμού, το
σούρουπο από το πρόσωπό της.
Ύστερα παίρνει το ένα μετά το άλλο τα
πόδια του,
χαϊδεύει τις φλέβες, το σκληρό δέρμα, τις
πατούσες.
Η πνοή του επιπλέει στο νερό και
απλώνει σαν δέηση
σ’ όλο της το σώμα.
Κάθε χρόνο η ίδια στάση.
Κάθε χρόνο οι ίδιες κινήσεις, ανάμεσα
στα χέρια και τα μάτια.
Το πέρασμά του αιχμαλώτισε αιώνια τις νύχτες
της
ελευθερώνοντας πού και πού μια θυελλώδη
αναμονή.
ΜΝΗΜΕΣ
στη γιαγιά μου, Ερατώ
Τη βρήκα να κάθεται στο ξωπόρτι.
Κρατούσε στην ποδιά της ένα μεγάλο
τσίγκινο δίσκο
γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε
ξεχωρίζοντάς το σπυρί-σπυρί.
«Ετοιμάζω τα κόλλυβα» μου είπε. «Αύριο
είναι Ψυχοσάββατο».
Κοιτάζω επίμονα να διαβάσω αυτό που δεν
είναι σημειωμένο
σε κανένα γραπτό, που από μόνο του
είναι ολόκληρος
κόσμος· το μοναδικό δικό της βλέμμα, το
ομιχλώδες άσπρο
του ματιού στη σκιά των χρόνων της.
«Οι ψυχές», συνέχισε κοιτάζοντας τον
ουρανό,
«δεν βρίσκουν ανάπαυση· μία μέρα τον χρόνο
κατεβαίνουν στη γη και μας βλέπουν».
Ένα φως αντιφέγγιζε στις σκέψεις, και ο
λόγος της
έβγαινε σαν πρόσφορο. Παρατήρησα τις
χοντρές φλέβες
στα γέρικα χέρια της. «Κατεβαίνουν στη
γη, αγγίζουν
τα χνώτα μας και κάθονται στα κλαδιά
των δέντρων.
Αυτή τη μέρα δεν πρέπει να κλαδεύονται
τα δέντρα
γιατί οι ψυχές θα πέσουν στη γη, θα
πονάνε και κλαίγοντας
θα λένε τα παράπονά τους για τους
ζωντανούς…»
Έφερα την εικόνα στα μάτια μου:
το θρόισμα των ψυχών ανάμεσα στα κλαδιά,
τις ανάσες να ταλαντεύονται μες στο
διάστημα.
Μια ηρεμία στο βάθος της καθημερινής
κούρασης
κατακλύζει τις νύχτες, φέρνοντας στην
επιφάνεια
τις μαρτυρίες των πρωτινών
βγαλμένες μέσα από τους φόβους τους.
Η
ΑΦΟΡΜΗ
Ήταν οι αμμόλοφοι.
Το σπίτι που καθότανε μόνο του.
Η θάλασσα που γλιστρούσε σε μια
παραλία, αποκλειστικά δική της
και τ’ αρμυρίκια που φύτρωναν
ανεξέλεγκτα.
Ήτανε το φεγγάρι που γέμιζε μέρα με τη
μέρα
μέχρι που έγινε κόκκινο σαν μπάλα
παγωτό
και με καλούσε να το γευτώ·
κι ο άνεμος που έφερνε την άμμο στα
πρόσωπα
μιαν άμμο αβαρή, υγρή, που χρύσιζε και
κολλούσε στο δέρμα.
Κι εσύ που δεν ήσουν εδώ, μα γέμιζες τα
δωμάτια
μ’ έναν έρωτα ανεξέλεγκτο όπως τ’
αρμυρίκια.
Δεν ήσουν εδώ.
Μα ήσουν η αφορμή.
ΑΥΤΟΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Από το παράθυρο παρακολουθώ τον ήλιο
να κινείται στο γρασίδι.
Ο κήπος είναι μόνος.
Τα δέντρα ρίχνουν κλεφτές ματιές μεταξύ
τους.
Στη διπλανή πολυκατοικία ένα παράθυρο
ανοιχτό.
Στον τέταρτο όροφο μια γριά γυναίκα
φυλλομετρά ένα βιβλίο,
σταματά πάνω από κάποιες σελίδες,
τες προσπερνά, ξαναγυρίζει πίσω.
Σ’ αυτές τις σελίδες συναντάει τη νιότη
της
όταν ταξίδευε με ένα δικό της ήλιο.
Στα μάτια της λιμνάζει το πένθος
όπως όταν επισκέπτεται κανείς
μια νεκρή ανάμνηση.
ΠΑΛΙΑ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης
φυλάω τα παλιά ημερολόγια.
Τα ανοίγω πότε-πότε, όχι για να θυμηθώ
μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω.
Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία
που σκοτώνει με λεπτότητα.
Από τη συλλογή «Αρένα», εκδ. Μελάνι 2014
(Δίγλωσση έκδοση. Mετάφραση
στα αγγλικά David Connolly)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου