Οι σαράντα έφηβοι
Στην
αρχή ήταν το χάος
κι
ένα μεγάλο τραπέζι
στρωμένο
μ’ ένα εκθαμβωτικό τραπεζομάντηλο
πάνω
του υπήρχαν σαράντα κρυστάλλινα ποτήρια
σαράντα
αγριόκυκνοι
κατέβαιναν
από τον ουρανό
και
γίνονταν ωραίοι έφηβοι
έπιναν
σιωπηλοί νερό απ’ τα ποτήρια
και
περνούσαν τα χρόνια.
Μια
μέρα ένα ποτήρι έσπασε με θόρυβο
έτσι
γεννήθηκε η μοναξιά του διψασμένου.
Το
άλλο πρωί οι έφηβοι
έφυγαν
με στρατιωτικά καμιόνια.
Γράμμα σ’ έναν πεθαμένο
Σου
γράφω πως σταμάτησα την ποίηση
για
να μπορώ να έρπω ευκολότερα
ανάμεσα
στις φλούδες των ανθρώπων
που
φαγώθηκαν απ’ τις φάλαινες του αιώνα μας.
Τώρα
έχω φαρδιές καμπαρντίνες
κι
ελάχιστα κόκαλα
για
να χωρώ στις περιστάσεις
λίγα
μελανά κουτιά
που
περισσέψαν απ’ τις ιστορίες μας
και
μια νεκρή υπηρέτρια
που
υφαίνει τα απέραντα μαλλιά της.
Σου
γράφω πως σταμάτησα την ποίηση
υπάρχουν
άλλωστε τραύματα νωπότερα
ύπουλες
μαχαιριές στα ρούχα
και
βρώμικο χιόνι στα φτερά των πελαργών
γέρικοι
λύκοι που φορούν τις νύχτες
τις
προβιές των εραστών μας
και
βελάζουν.
Νύχτα Χριστουγέννων
Ωραία
που πετάνε οι νεκροί γύρω απ’ το δέντρο
άρχισε
κιόλας ν’ αραχνιάζει η γιορτή
κι
αυτές οι σεβάσμιες κυρίες στο τραπέζι μου
με
τα βαριά βελούδα και τα πέπλα
είναι
οι λύπες
ζυγίζουν
αρώματα και δηλητήρια
σε
λεπτές ζυγαριές
πίνουν
λικέρ και τζιν
και
παίζουν πόκερ.
Στα
χέρια τους έχουν έντεκα οστεώδη δάκτυλα
απ’
έξω χιλιάδες αρουραίοι ξύνουν τους τοίχους.
Οι τρεις πλοίαρχοι
Σάββατο
μεσημέρι
τρεις
γέροι πλοίαρχοι περνούν από τη λαϊκή
χρυσά
σιρίτια και σβησμένα αστέρια
πρόσωπα
σμιλεμένα απ’ το νερό
φυσάει
ο πουνέντες
και
φουσκώνει τα μαλλιά τους
μαύρα
κοχύλια γλιστρούν απ’ τα μανίκια τους
εκείνοι
κρατούν ένα διχτάκι
και
ψωνίζουν με λαχτάρα
πράγματα
που δεν βρίσκουν στο βυθό
όπου
περπατούν αδιάκοπα εδώ και αιώνες.
Βγάζουν
κασέλες με πολύτιμα πετράδια
βγάζουν
πουγκιά με χρυσάφι κι αγοράζουν
απ’
τους χαρούμενους λόφους των καρπών
από
τα λάφυρα των συλημένων κήπων.
Ο
ένας έχει λίγο χιόνι στο σακάκι
και
τον λένε Σκοτ
τον
άλλο τον φωνάζουν Μπαρμπαρόσα
ο
τρίτος θαρρώ πως είναι ο Νίκος Καββαδίας.
Από
τη συλλογή «Ο ράφτης Ραντοσλάβ από το 1470», εκδ. Ίνδικτος 2002
Το φουστάνι
Mη
το φορέσεις τούτο το φουστάνι
Είναι
στοιχειωμένο από έρωτες που έσβησαν
Και
βίαιους χωρισμούς
Το
κέντησε με αγκάθια η μοδίστρα του
αυτός
που έβαψε το ακριβό μετάξι του
τρελάθηκε
ένα βράδυ
κι
αυτός που σου το χάρισε
χάθηκε
σ’ έναν πόλεμο
ένας
περίεργος άνεμος φυσάει
πότε
πότε απ’ τις πτυχές
φαίνεται
από μέσα ένα γκρεμισμένο σπίτι
και
κάποιος με μια λάμπα που τρέχει αιμορραγώντας
κι
άλλοτε πάλι τις νύχτες πετάει μαζί με τα πουλιά
θροΐζοντας
ανατριχιαστικά στα δέντρα.
Μη
το φορέσεις τούτο το φουστάνι
Είναι
ποτισμένο με αρσενικό και με χαλκό
Αν
βγεις στη βροχή θα σε σκοτώσει
Είναι
δεμένο με μια παλιά αγάπη
Αν
το φορέσεις θα ’ρθει να σε βρει
κάτω
απ’ το δέρμα, μέσα απ’ τις ραφές.
Το
ποίημα «Το φουστάνι», δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε
Κατερίνα Καριζώνη, «Ρεσάλτο»:
και
Κατερίνα Καριζώνη, «Το κόλπο του Μπαρμπαρόσα»:
Πρόσκληση
Την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016
και ώρα 6 μ.μ.
σας προσκαλούμε στην παρουσίαση
Την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016
και ώρα 6 μ.μ.
σας προσκαλούμε στην παρουσίαση
του νέου βιβλίου της Κατερίνας Καριζώνη
«Η πόλη των αθώων»,
στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας
(Έλλης 8)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου