Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Πέντε ποιήματα"





ΤΟ ΛΑΜ, ΤΟ ΜΙΜ, ΤΟ ΣΑΔ, ΤΟ ΑΛΕΦ
                              ( χαντίθ )

                             Εν Μεδίνη. Εδάφια 10


1.   Σαν τον ορφό
      απάνου στο καμάκι ο Προφήτης
      μες στην αρπάγη του αγγέλου
                   σπαρταρούσε

2.   Τόσο φριχτά
      το στήθος του επίεζεν ο άγγελος
      που λες
      και θα ’λιωνε η καρδιά
      καθώς
                  αναμεσός στα μυλολίθαρα
      του μαλαμάτου ο καρπός
      μια σκόνη γίνεται λευκή
                                            και πάναγνη

3.   Έτσι
      −μέσα στον τρόμο και τα ρίγη−
                          από το σπήλιο
      έξω εσύρθη
                           ο Προφήτης
      ώς τη ζεστή
                           της εύμορφης Χαντίτζα
                                      την αγκάλη

4.   Και είπε − Σκέπασέ με

5.   Κι ο άγγελος ψηλά
      εστάθη
             − Μέγα του Θεού
                                              Σιγίλλιον

6.   Και κάτου
                         δεν εσίμωνε
      κει
             οπού δυο ρόδα ολάνοιχτα
      εξάνοιγε τα στήθη
                                     της Χαντίτζα

7.   Κι ο νάρδος
      απ’ το μπουγάζι των μαστών
      την ευωδιάν εξέχυνε
                                            στη νύχτα
      καθώς
      στα μέρη των Γραικών
      την άνοιξη
                          τα κίτρα

8.  Και πέταξε μακριά
      ο Γαβριήλ
      σαν μπόρα ξαφνική

9.   Κι εχάθη

10. Τώρα
                 που πια
       αχός ανάκουστος
       στα χείλη του Προφήτη
       εθρόιζε
                     το Λαμ
                              το Μιμ
                                       το Σαδ
                                               το Άλεφ


                                                  16.3.2009





SIMPLICISSIMUS

                         Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται...


Εν τέλει
                όλα βολεύτηκαν
(δέντρα, πρόσωπα, λιθάρια, καρδιές).
Παρά την σθεναράν αντίστασιν, την τόσην
                                          αυταπάρνησιν
υπό το άτεγκτον φως,
στο τέλος
                  όλα βολεύτηκαν, Ποιητή,
εδώ
        μέσα στο γκέτο των Ελλήνων
κάτω απ’ τον αθόρυβο τροχό
τον παντοδύναμο
                                της μέρας.

                                                    Πουλιά
που αντάλλαξαν τον ουρανό
μ’ ένα κλουβί
                         άλλοι λακέδες των δομέστικων
κι άλλοι
               πιστοί
                           στο μόλεμα του κέρδους.
Αδιάφορο. Αρκεί
που τόσο αίμα πέρασε,
                                          κουράστηκε.
Κι ωστόσο
βουίζει κάποτε καθώς
η μύγα πάνω στο πτώμα που σκουλήκιασε.
                                              Κι ο μικρός τυμπανιστής
−ο άλλοτε πλάνης− μεγάλωσε πια,
αράδιασε κουτσούβελα, έκαμε λεφτά      και πίνει
                                               τον καφέ του στο Φίλιον.
(Εισάκουσε
                      την υλακήν των σκύλων σου,
κι ευλόγησε το επιούσιο κόκκαλο
στα κοφτερά τους δόντια,
                                                Κύριε).

Η πέρδικα μια βέρα ονειρεύεται
(να γείρει πια σαν νοικοκύρης
στο πλευρό της το ξεφτέρι).
                                                  Κι ο ρέμπελος
ν’ αρπάξει χύνεται το στέμμα
του Θεού που καρατόμησε.
                                                  Ύποπτος
όχι γι’ αυτό που ανατρέπει
                              αλλά γι’ αυτό που υποσχέθηκε.

Θυμήσου.
Κάθε που μιλούν για λευτεριά
                                               η Προδοσία χαίρεται.

Κι οι Άλυσες διψούν
                                      βροντάουν εις τα μνήματα


                                                                      8.6.2009





ΟΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΖΩΗΣ


Διαβάζω
κυρ Αλέξανδρο απόψε
και σε σκέφτομαι.

Ανοιχτά παράθυρα
                                    δεν υπάρχουν
το λέει και το τραγούδι
κάτω
στον μικρό καφενέ του Δημητρού.

Τριακόσιες πενήντα πέντε μέρες
ίδιες κι απαράλλαχτες σαν το γαζί
της ραπτομηχανής μας
Ευρυδίκη.

Ίδιες κι απαράλλαχτες
για δέκα μέρες
σ’ ένα μικρό
                       γαλάζιο
                                      ακρογιάλι.

Ω, να συναίνεσε ψηλά
η λίγη άνεση που λαχταρούσες
                                εδώ κάτω
αδελφούλα;
                      καταπώς
κι ο κυρ Αλέξανδρος ικέτευε
έτσι
        καθώς διαβάζω απόψε
στην κόχη ετούτη τη λιγόζωη
μες στην καρδιά
                               του θέρους;

Κοιτάζω την ήμερη φωτιά
                                    στ’ ακροθαλάσσι.
Έχω ξεχάσει τη φλόγα πού καίει
                            δίχως ν’ αφανίζει,
τον άνθρωπο που ζει δίχως ν’ αρπάζει….

Κρατούν
τη σπίθα της ακόμη τα λιθάρια;

Ξέρουν
              ανάβουν τη φωτιά σαν άλλοτε
                                    οι άνθρωποι;

Τη φωτιά
                  που γύρω της η αγάπη
                                                       μεγαλώνει,
ξένοιαστα τα δέντρα πλάι της
                                                       θροούν,
τα ζώα την αγγίζουν;

Ξαφνιάζομαι
σαν κάτι να φτερούγισε στη λάμψη της.

Και πέρα
φεγγαρόπετρα το πέλαγος
χιλιάκριβο
                    πελώριο
                                     τάμα.


                                            1.8.2009


_________
Σημείωση:
Ο στίχος Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν, ανήκει στον Δημήτρη Παπαδίτσα.






ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝΤΕΣΠΑΝΙ

                                    Ο ποιητής τρέφεται με παξιμάδια
                                    από φεγγάρι.
                                         Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα


Απόψε το φεγγάρι

μεγάλο
στρογγυλό ταψί
γεμάτο παντεσπάνι.

Τα παξιμάδια
μάς τελείωσαν, Ραμόν.


                      11.10.2009





ΤΙ ΘΑ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ


Ένα καλάμι για να ψαρεύω στο γλαυκό
Δυο κρίνα του γιαλού
Τον γλάρο που πάντα θα με κυνηγά
και τη μικρή φωτιά, μια νύχτα, στ’ ακρογιάλι

Το παιδί που υπήρξα
Τις γαλάζιες πεταλούδες του Αχέροντα
Τον άγνωστο αυλητή
σ’ ένα ξωκλήσι της Συκής
αόρατον να παίζει μες στη νύχτα

(Κι ήταν Λαμπρή μυρόβλητη
                 που δεν θα λησμονούσα)

Τη φωνή του κόρακα μέσα στο φως
Το μωβ των λουλουδιών το μεσημέρι
Ένα ξημέρωμα στο Πήλιο
Μια κύρτη

Δυο μήλα στο παράθυρο
Ένα γυαλάκι αγιόνερο,
                                           ένα κλωνάρι βάγιο
Κι ένα κοράσι ολόγδυμνο
με τα μαλλιά του ξέπλεκα πεσκίρι για το αίμα


                                                                   11.5.2011



Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα:
«Parsifal vor der Gralsburg», painted by Hans Werner Schmidt, Weimar, 1928.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή, Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.


Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Νίκος Προσκεφαλάς, "Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω"




Από το Α΄ Μέρος
Εντός των τειχών οι μάχες



Πίσω από την πόρτα


Κάθε φορά που μισανοίγει
απ’ τον αέρα
η πόρτα
άλλη η εικόνα πίσω της
Τη μια φορά
ένα τασάκι με αποτσίγαρα
την άλλη μια άδεια μπαταρία
άλλοτε ένα πλαστικό λουλούδι
ένα ποτήρι μισοάδειο
κι ένα μολύβι που εξαντλήθηκε να σημειώνει
Πιο σπάνια η εικόνα
του Αϊ-Νικόλα με τα φιλάνθρωπα γένια
να σώζει στις ρυτίδες του μετώπου του
άβρεχτους τους ναυαγούς
και πόσους να προλάβει

Κάθε φορά που μισανοίγει η πόρτα
ένα παιδί πίσω της
που ψήνεται στον πυρετό
και πότε σπαρταρά μέσα στις παραισθήσεις του
ψάρι πιασμένο στα δίχτυα ανυποψίαστο
κι αλαφιασμένο
πότε άντρας γίνεται
δένει το σάκο του στον ώμο
και ξαναρχίζει την πορεία του
στην κόψη της χαράδρας





Γενόσημα δάκρυα


Ακόμα και τα δάκρυα
σε μικροσκοπικές αμπούλες
κυκλοφορούν στις μέρες μας
σε φαρμακεία διανυκτερεύοντα
κυρίως
αποκλειστικά για εισερχόμενη
χρήση

Γενόσημα δάκρυα
εργαστηρίου
ταχείας εξάτμισης
γρήγορα ξεψυχούν σε λίμνες
αποξηραμένες





Συνομιλία


Κρυώνω του είπε
αγκάλιασέ με
Μα είναι Μάιος
προχωρημένη άνοιξη
της είπε
πώς και κρυώνεις
Του φάνηκε αυτή η δικαιολογία
η πειστικότερη
Αργότερα άρχισε να της μιλά
εκείνη τίποτα δεν άκουγε
Δεν είναι πως δεν ήθελε να ακούσει
Είναι που μία μία
κάτω έπεφταν
οι λέξεις του
τσακίζονταν έσπαζαν
σε χίλια δυο
κομμάτια.





Από το Β΄ Μέρος
Χαραμάδα φυλακισμένη



Επ’ αυτοφώρω


Βρέθηκε τελικά ο τρελός
που άφηνε κάθε πρωί
μοβ χρυσάνθεμα στις εξώπορτες των σπιτιών
γιατί είχε στην αυλή του
−όπως έδειξε η έρευνα−
όλα τα είδη στα χρώματα όλα
Δίκαια θεωρήθηκε ύποπτος
ανταρσίας
Στην απολογία του επικαλέστηκε εξάρτηση
από απαγορευμένες ουσίες
θάρρος ελπίδα τέτοια πράγματα
μα δεν τον πίστεψαν

Συνελήφθη εντέλει
όπως ακούστηκε
για της απελπισίας
τη δημοσία προσβολή





Το ίδιο παραμύθι


Έρχεται κάθε βράδυ
και μου διαβάζει με επιμονή
το ίδιο παραμύθι
για μια ψυχή που κάποιος την αγάπησε
κι από τέρας που ήταν
έγινε πεντάμορφη

Μόλις ξημερώσει
μπροστά στην πόρτα μου
το παραμύθι σπαράζει ματώνει
Βρυχάται και λυσσάει
της ημέρας το τέρας
Πεντάμορφες ψυχές δαγκώνει
στάζει απ’ το στόμα του
το αίμα
Μα εκείνη σαν τίποτα να μην συνέβη ποτέ
επιμένει
να μου διαβάζει
το ίδιο κάθε βράδυ
παραμύθι





Το τελευταίο ποίημα


Ελάτε λοιπόν σας προκαλώ
ελάτε να δείξουμε όλοι τα σημάδια μας
έτσι όπως χαράχτηκαν στον χάρτη
του κορμιού μας
ελάτε τις ουλές τους να αγγίξουμε
το βάθος καθεμιάς χαράδρας
να μετρήσουμε
βαθιά στο στήθος μέσα να τρυπώσουμε
να γυμνωθούμε όσο αντέχουμε
ο ένας εμπρός στα μάτια του άλλου
κι έπειτα γύρω απ’ τη φωτιά κατάματα
να κοιταχτούμε επιτέλους
δεν έφταιγα δεν έφταιγες να πούμε
να λυτρωθούμε από τις μαύρες πύλες
που περάσαμε

Κι όταν εξαντληθούμε
από την τόση αλήθεια όταν συντριβούμε
κι αποκάνουμε
με τη βροχή του με το έλεός του
τη φωτιά μας να σβήσει
άκακος σπλαχνικός ουρανός
κι ένα μεγάλο να μας υπαγορεύσει ποίημα
το τελευταίο το πλέον αληθινό





Εκείνο που υποψιάζεσαι και σε ξυπνά στον ύπνο, εκείνο που αγνοείς αλλά βαθιά το ξέρεις, εκείνο που αισθάνεσαι μα αδυνατείς να περιγράψεις, εκείνο που σε περιβάλλει και ανασαίνεις μέσα του, εκείνο που σου λείπει και το ψάχνεις, εκείνο που στερείσαι και ποθείς, εκείνο που τις νύχτες θόλος ανοίγει διάπλατος και σε σηκώνει, εκείνο που σε πλακώνει αλλά του δίνεσαιγια να σωθείς από του μηδενός την μαύρη λήθη
το είπαν ουρανό.
Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης





Από τη συλλογή «Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω», εκδ. Εύμαρος, 2024.



Ο Νίκος Προσκεφαλάς γεννήθηκε το 1970 στην Πάτρα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Κείμενά του, ποιητικά και πεζά, έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοπους (artinews, περί ου, fractal, frear), ενώ άλλα έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες (Ό,τι Χαρτοκόπτει, εν τω άμα, Χαρτογραφεί, εκδ. Ρώμη 2021 και Εφ’ ενός γίγνεσθαι, Ανθολόγιο 2022, εκδ. Ρώμη 2023). Η κριτική κειμένων αποτελεί επίσης ένα από τα πεδία των ενδιαφερόντων του. Κριτικά του κείμενα έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Σταφυλή και Καρυοθραύστις, αλλά και στους παραπάνω ηλεκτρονικούς ιστότοπους.
Ζει και εργάζεται στην Πάτρα, ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Χριστίνα Γεωργιάδου, "(Γ)ράμματα"





Απόδειπνο


Έχω μέσα μου ένα πορτοκάλι·
στάζει χυμούς στ’ απόδειπνο
            την ώρα των νεκρών
                          ώρα που τα φαντάσματα
            βγαίνουνε απ’ τους τάφους

Ένας ολόχρυσος καρπός
            απλώνει ρίζες
                          στα όνειρά μου
στοιχειώνει τα σπλάχνα μου
πνίγεται στο αίμα μου

Δίχως του
οι οργασμοί μου σάπιοι

Κάποιες βραδιές
στα σπάργανα το τυλίγω
            το νανουρίζω
            τρομαγμένη
                          μη χαθεί

μη νεκρωθούν
οι κάλπικοι παράδεισοί του


Από την ενότητα «Γράμματα σ’ εμένα»





Η απόκοσμη ευγένεια του κενού


            Έτσι όπως
σκιρτούν τα δέντρα
κάτω απ’ το βάρος του χιονιού
κι η νύχτα τρεμοπαίζει
στο άγγιγμα χίλιων κεριών
Όπως ανορθόδοξα αγαπώ
            να λιώσω
στις κρυστάλλινες φλέβες σου
και τo μωβ των χειλιών σου
            να μουδιάσει
            τη σκέψη μου

έτσι
αθόρυβα υποκύπτω
στην απόκοσμη ευγένεια
του κενού


Από την ενότητα «Γράμματα σ’ εσένα»





Μετασκέψη


Βάλε στο κενό
πέντε δέντρα
έναν ουρανό
και λίγο ήλιο
κι έχεις μια γη

Έτσι.
Μην περπατάς
κατάμονος
σε μια απέραντη ευθεία


Από την ενότητα «Γράμματα στον κόσμο»





Μαριονέτες


Παίζουμε όλοι σε μια σκηνή
Σκηνή αποπλάνησης ή βιασμού
Σκηνή θανάτου ή σκηνή πάθους
Μύριες σκηνές
Χειροκροτούμε εκστασιασμένοι
εαυτούς και αλλήλους
στο τέλος κάθε έργου

Κι όμως
είμαστε άθλιοι ηθοποιοί
Χάνουμε συχνά τα λόγια
Αγνοούμε πού πρέπει να μπούμε ή να βγούμε
καθώς και πώς

Αλλάζουμε τις ατάκες·
κάποτε και τους ρόλους

Οι μόνοι που παίζουνε καλά
είναι κάτι απατεώνες,
συγγραφείς (γράφουνε μόνοι τους τους ρόλους),
και λίγοι − ελάχιστοι −
ευνοημένοι από τη μοίρα
Πώς ξέφυγαν αυτοί
του πεπρωμένου
αγνοώ

Χειροκροτήστε τους όμως
Είναι αξιομνημόνευτοι
− οι μόνοι


Από την ενότητα «Γράμματα στο μπουκάλι»





Μούσα


Όταν είναι να γεννηθεί
ένας ποιητής
το έτερόν του ήμισυ
μένει αγέννητο

Ξεκολλάει από πάνω του
κάπου εκεί στην εφηβεία
Του δίνει στα χέρια
              μία πένα

Του κάνει έρωτα κρυφά
μες στο σκοτάδι
(μοιάζει μ’ ονείρωξη η όλη ιστορία)

Τα μάτια του θολώνει
να βλέπει κάθε διάσταση

Πτώματα σπέρνει στο διάβα του
               να θυμηθεί το επέκεινα

Δεν έχει άλλες ζωές
Μόνο αυτή


Από την ενότητα «Γράμματα στην ποίηση»





(Απο)χωρισμός


Πρώτα πρέπει
ν’ αφήσουμε πίσω
τους νεκρούς μας
Να τους βάλουμε
               για ύπνο
να τους σκεπάσουμε
να τους φιλήσουμε
               για καληνύχτα

Κι υστέρα
να τιμήσουμε το χώμα
που πάτησαν
Να τρέξουμε,
να παίξουμε,
να χορέψουμε
πάνω του

Και να φυτέψουμε
λουλούδια.
Πολλά λουλούδια.
Να ρουφήξουν
από το χώμα
όλους τους χυμούς
Να μας χαρίσουν
               ήλιο


Από την υποενότητα «Τρία Υστερόγραφα»





Κραδαίνει συχνά η ποίηση σπαθιά, όχι λουλούδια. Λύνεται η γλώσσα και ξαμολιέται να πει την ιστορία της και την ιστορία του κόσμου. Κι αυτό γίνεται σε περιόδους μακρύ χειμώνα. Όταν στον κόσμο βρέχει βόμβες. Όταν η κυριαρχία του παραλόγου αυξαίνει. Όταν τα κορμιά γεμίζουν πληγές. Όταν οι ψυχές γεμίζουν πληγές. Όταν τα μυαλά γεμίζουν πληγές. Τότε τα γράμματα γίνονται ράμματα.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)





Από τη συλλογή «(Γ)ράμματα», Έναστρον, 2025.
Εικόνα εξωφύλλου: Γιάννης Πρώιος, Ότι εγεννήθην ως ασκός
(από τον κύκλο Νεκρώσιμος Ακολουθία Εικόνων).




Η Χριστίνα Γεωργιάδου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία, Γαλλική Φιλολογία, καθώς και Μετάφραση. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη ως καθηγήτρια αγγλικών. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές. Η ποιητική συλλογή Σπορά εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Κυριακίδη και έλαβε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2017 στα Θ΄ Πολυδούρεια. Η ποιητική συλλογή Γόος εκδόθηκε το 2019 από τις εκδόσεις Δωδώνη.
Το παραμύθι Αχ παππού παραμυθά τιμήθηκε με έπαινο από το Σωματείο Λόγου και Τέχνης Αλκυονίδες στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος και Παραμυθιού το 2018. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Έναστρον το 2022.
Από τον Νοέμβριο του 2023 είναι ραδιοφωνική παραγωγός στον 904. Συμπαρουσιάζει με τη Σίσσυ Πολυκάρπου τη ραδιοφωνική εκπομπή Λογοτεχνικοί Παλμοί της Θεσσαλονίκης.
Η συλλογή (Γ)ράμματα (Έναστρον, 2025) είναι το τρίτο ποιητικό της βιβλίο.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Ρία Φελεκίδου, "Ο ασφαλής ποιητής"





ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Με το φθινόπωρο δεν πολυμιλώ
Δε σηκώνουν οι βροχές εξομολογήσεις
Πέφτουν επάνω τους βίαια
Ένα γίνονται με το χώμα τα μυστικά
Ψάχνεις να βρεις το χαμένο όνομα μες στις λάσπες
Τη μυρωδιά του σε σωρούς από φύλλα

Με το φθινόπωρο πολλά πολλά δεν έχω
Όλο ακούσιες επιστροφές και αντίο
Δεν ξέρει υποσχέσεις να μοιράζει
Από το τίποτα να χτίζει κόσμους
Ο αέρας του σφυρίζει ανάμεσα
Στους πύργους που αντέχουν απ’ το καλοκαίρι
Το νέο σκηνικό της άμμου εγκαθίσταται στα μάτια
Έγινε πια αόρατη εικόνα που τα τσούζει
Ό,τι περισσεύει διαλύεται στο φως που χαμηλώνει

Χρόνια και ψάχνω επίμονα τις εκδοχές του
Τόσοι το ύμνησαν
Κλείνω τ’ αυτιά μου στα κελεύσματα του ατόφιου ήλιου
Τα μάτια μου στα γαλανά της κάλλη
Στο κίτρινο ανοίγομαι με απλωτές μεγάλες
Ο καιρός βοηθάει
Ούτε κρύο ούτε ζέστη
Αυτό είναι το φθινόπωρο
Ένας χρυσός μέσος όρος της θλίψης
Ευλογία όταν μετριέσαι με
Το κενό επαναλαμβάνω ακούραστα
 
Τι τα θέλεις
Έρχεται η νύχτα αποφασισμένη
Να σφραγίσει τα στόματα
Να παίξει έναν ρόλο
Το σκοτάδι ευεργετούσε πάντα τους χαμένους
Τους ποιητές και τους αριθμομνήμονες
Δε χάνουν δευτερόλεπτο της μεταμόρφωσης
Μετρώντας από μέσα

Μα τι τα θέλεις
Η νύχτα φτάνει γρήγορα
και δίχως τυμπανοκρουσίες
Δεν προλαβαίνεις να θλιβείς ή ν’ ανανήψεις
Να πιεις απ’ το μελάνι της για να πετάξεις
Ή χίλιοι κόμποι να σε δέσουν από λέξεις
Ψέματα ή μάγια

(Είναι απλώς μια ακόμη νύχτα φθινοπώρου
Μια επίπεδη απουσία φωτός στον χρόνο)





ΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΠΙΞΕΛ


Οι μέρες μας είναι φτιαγμένες από πίξελ
Σε ορθογώνιες πληροφορίες διαιρούνται τα κορμιά μας
Πλατφόρμες με επιλογές αναβοσβήνουνε μπροστά μας
Εισάγουμε στιγμές και ανασύρουμε τις μνήμες

Ολόιδια ολογράμματα περιφερόμαστε διαμέσου
Κρατώντας τον ρυθμό σαν κουρδισμένοι
Κι αφού τακτοποιηθούνε οι αισθήσεις στα ντουλάπια
Μια νέα βιοποικιλότητα ανθίζει στα γραφεία

Λιπαίνεται από τα κομποστοποιημένα λόγια
Αναπληρώνει υγρασία απ’ των μισόλογων τα σάλια
Και μέσα στον πολτό των άνευ σημασίας
Ανέλπιδα ψυχομαχούν οι πρώην δωρικές αλήθειες.

Υ.Γ. Αν κάτι ξέφυγε είναι μια ανάγκη

Ένα θολό πτηνό
Ένα απροσδιόριστο στον χώρο
Χορεύει με αθωότητα ζητάει
Μια εκκρεμότητα ορφανή
Μες τους καιρούς τσαλαβουτάει
Μα –αυτό δεν κρύβεται–
Μοιάζει να στροβιλίζεται τυφλό χωρίς ελπίδα.



Από την ενότητα «Έκκεντρα»





ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;


Να βγάλεις τα δόντια της Ποίησης
Είναι μια κοπιαστική δουλειά

Στην επικεφαλίδα
Στρίβεις εκατέρωθεν την τανάλια
Κι όπως τεμαχίζονται οι συλλαβές
Χαμηλότονες οιμωγές
Από ξέμπαρκα φωνήεντα

Ζωηρές υλακές
Σύμφωνα αιμόφυρτα
Διανθίζουν τον κάματο με ηδονή
Εκτέλεση μετά μουσικής
Η αρχή τόσο εύκολη πάντα

Το κύριο σώμα πιο συμπαγές
Ή πιο απροσδιόριστο δείχνει
Με κρεμάμενες λέξεις
Και κρεμασμένα όνειρα
Φίλιους γλωσσοδέτες
Κι ανοίκεια περάσματα
Στο φως ή το σκοτάδι

Ένα σχέδιο χθόνιο
Κρυμμένο στο κωδικό βλέμμα
Του Ποιητή
Αυτό το αίνιγμα
Πρέπει να αποκεφαλίσεις
Πριν σε καταπιεί

Και εκεί μπορεί να βρεις τα σκούρα
Ανάμεσα στους δόλιους στίχους
Γκρέμνια και δαίδαλοι

Πάλεψε είναι μόνο λέξεις
Ο Ποιητής πάντοτε δραπετεύει
Στις νεώτερες όσο τις χτίζει

Πάλεψε έχει τον τρόπο
Για τον θάνατο η τανάλια
Εκτός αν ίσως
Βρούνε απάγκιο στον μυχό της

Δίνουνε κάποτε οι Ποιητές στις λέξεις
Γενετικές πληροφορίες για τις μάχες
Να κάνεις την τανάλ-ι-α φωλιά σου
Το πιο πανούργο απ’ τα ποιητικά τεχνάσματα.

ΥΓ.
Ό,τι και να γίνει όμως
Οι ποιητές −όλοι το ξέρουν−
Κολυμπούν στις θαμπάδες των γυαλιών τους
Κι είναι φορές που πνίγονται
Από καθημερινά κύματα σκόνης
Κρύβουν τα δάχτυλά τους
Στις ποντικοπαγίδες
Κάθε ξεφωνητό ένας καινούργιος στίχος
Μόνο όταν μαθαίνουνε τη μυρωδιά τους
Τα τρωκτικά δεν καταδέχονται
Τα τελευταία δάχτυλα
Αυτά θέτουν εν τέλει
Επί τον τύπον των ήλων

(Πόση ζημιά να κάνεις
Με τα κουρέλια των χεριών.)



Από την ενότητα «Ποιητικολογώ»





ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΦΤΕΡΑ

                                           Για την κόρη μου


Κι ήξερα πως όταν λέω «κοτσύφι»
Γλιστρώ σημαίνει στο κουκούλι της λέξης
Αλλάζω σε κάμπια εγκυμονούσα
τα τρυφερά της σύμφωνα
το όνειρο της χαμηλής πτήσης

Κι ήθελα να αθροίζω γέλια
Ακριβά υλικά στο κρησφύγετό της
Χοάνη άχρονες εκπλήξεις στο μαξιλάρι της
Σε ένα σούσουρο νότες σοφές
Ένα σπιτάκι με θηλιές από αγάπη

Κι ήτανε πριν βγούμε στη σκηνή με τα φώτα
Για να ντυθούμε τις καινούργιες μας πράξεις
Ήσυχα να ξεχειμωνιάσω στον τοσοδούλη λοβό της
Να γεννήσω −το έταξα− ώς την άνοιξη
     τα καινούργια φτερά της

(Να με βρίσκει πεταλούδα άφτερη να τριγυρνώ
     στη σκιά απ’ το φως της.)





ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ


Όλα τα σηκώνουν οι καιροί.
Έκαναν μπράτσα γερά από τις βαριές θλίψεις
Αστείρευτες τραγωδίες σέρνονται στα πλακάκια

Γλύφει το αίμα τις ακμές παρόν πάντα
Κι άλλοτε σα νεροποντή
Τις μικρές πνίγει μαργαρίτες
Πριν προλάβει να τις στολιστεί
η στρατιά των παιδιών που χάνεται
στη χειμωνιάτικη αποστροφή των δρόμων

Περπατούν κατάμονα σε σκονισμένες μέρες
Περπατούν σε όρθια αγκάθια
Γυρίζουν το κεφάλι στα θυμωμένα σύννεφα
Δεν είναι με το μέρος τους ο καιρός
Μοιάζουν κι οι αστροφεγγιές να τα εμπαίζουν

Περπατούν όμως περπατούν
Πότε ένα ένα πότε πολλά μαζί
Πότε με τους δήμιούς τους αντάμα
Πότε με την ερημιά
Πότε πλάι πλάι με την αντάρα
Πότε δοκιμάζοντας να αντιγράψουν τη φωνή των πουλιών
Κι είναι μια γλώσσα ατέλειωτη
Ένα επίμονο τιτίβισμα στο βάθος του μυαλού
Στη βάση του λαιμού τους
Στήνει αντίσκηνο με βαθιούς λαρυγγισμούς

Θα γίνει ο τρόπος τους να διηγούνται

Κι είναι ένα ταξίδι τραχύ το ταξίδι τους
Λίγο Οδύσσεια λίγο τρόμος λίγο θάνατος
Κι είναι ένα αλλοπαρμένο ζώο το ταξίδι τους
Στο τέλος γίνεται φίλος τους
Ή τα καταπίνει
Και κάποτε φτάνουν
Πάντα κάπου φτάνουν
Πάνω ή κάτω απ’ τη γη ξαποσταίνουν
Τα μάτια τους έχουν μεγαλώσει
Πνίγονται από τις εικόνες
Από τα παραμύθια που κύλησαν στις πέτρες
Εκεί τα συνάντησα

Εκεί πήραν μια ανάσα κι άρχισαν
Να μας λένε την ιστορία τους
Να πιάνουν απ’ την αρχή τη ζωή τους

Στη βαθιά ακατανόητη γλώσσα των πουλιών.



Από την ενότητα «Ξόρκια»





Από τη συλλογή «Ο ασφαλής ποιητής», Εκδόσεις Κουκκίδα, 2025.
Εικόνα εξωφύλλου: Φωτεινή Χαμιδιελή.





Η Ρία Φελεκίδου σπούδασε νομικα στο ΑΠΘ και δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, του ετήσιου προγράμματος παιδαγωγικής κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ, και απόφοιτος της Σχολής Σεναρίου του Αντέννα.
Εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα, εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με εμπειρία στη διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Εξέδωσε δεκατρία παιδικά βιβλία, τρεις ποιητικές συλλογές και μία νουβέλα.
Αυτή είναι η πρώτη διπλή της συνεργασία με τις εκδόσεις Κουκκίδα.


Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Τόλης Νικηφόρου, "μια νύχτα κι ένα όνειρο"





η μαγική στιγμή


απρόσμενα αναδύθηκε στο φως
και με κοίταξε ίσια στα μάτια
μ’ ένα γλυκό παιδικό χαμόγελο

μα ήταν πολύ άβολη η στιγμή
κι εγώ κάπως το κράτησα στο νου
με σκοπό να το αγκαλιάσω αργότερα

αργότερα όμως και δεύτερη φορά
το ποίημα σπάνια αναγνωρίζει
έμεινε πικραμένο κι εξατμίστηκε
προς το καταφύγιο των θαυμάτων

αν χάσεις εκείνη τη μαγική στιγμή
ανώφελα θα είναι μετά τα δάκρυά σου





άγριος ποταμός


στέκομαι μπροστά στο ράφι
με τα πενήντα τόσα βιβλία μου
και θυμάμαι στην εφηβεία
να δηλώνω με βλέμμα σκοτεινό
κανένας δεν μπορεί να με εμποδίσει
να κάνω αυτό που θέλω
μόνο ο ίδιος μου ο εαυτός
και αυτό που θέλω μια για πάντα
είναι να ταξιδέψω, να ερωτευτώ
και να γράψω ένα ράφι βιβλία

στο πεπρωμένο μου πηγάζει
ένας άγριος ποταμός
που σαρώνει όλα τα εμπόδια





μια παράξενη βροχή


όταν μέρες ανέφελες του φθινοπώρου
πέφτει αργά μια επίμονη βροχή
εκεί που αγριολούλουδα φυτρώνουν
είναι τα αδικαίωτα σ’ αγαπώ
στο μυστικό επουράνιο καταφύγιο
που θυμούνται και δακρύζουν





παλιά και νέα γειτονιά


στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων
ήταν γιορτή
ένα τέταρτο με νοικιασμένο ποδήλατο
όπως και μια πάστα στο χαρτί
όλοι ήταν σχεδόν φτωχοί
αλλά κανένας δεν παραπονιόταν

στη γειτονιά της ωριμότητάς μου
το αυτοκίνητο είναι συνηθισμένο
όπως και ένα ταξίδι στο εξωτερικό
όλοι είναι σχεδόν πλούσιοι
αλλά συχνά παραπονιούνται

η απληστία κάνει τα πάντα να χάνουν
την αξία, τη γεύση και το άρωμά τους





μια νύχτα κι ένα όνειρο


όνειρα έβλεπα όλη τη νύχτα
εφτά η ώρα ξύπνησα
Δεκέμβρη μήνα με την παγωνιά
και μέσα στο σκοτάδι ανασηκώθηκα
πήγα στο μπάνιο σκουντουφλώντας
έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο
και όταν σήκωσα τα μάτια
είδα ρυτίδες κι άσπρα μαλλιά
μια θλίψη στον καθρέφτη

έμεινα σαν παράλυτος εκεί
δεν καταλάβαινα τι μου συμβαίνει
αφού το περασμένο βράδυ
είχα βγει ραντεβού στην ερημιά
δεκαοχτώ χρονών με το κορίτσι μου

και ξαφνικά θυμήθηκα τα όνειρα
που έβλεπα όλη τη νύχτα
σπουδές δουλειά ταξίδια έρωτες
λες κι ήταν όλη μου η ζωή
μια νύχτα μονάχα κι ένα όνειρο

μια νύχτα κι ένα όνειρο





Από τη συλλογή «μια νύχτα κι ένα όνειρο», εκδ. Μανδραγόρας, 2025.
Έργο εξωφύλλου: Paul Nash.