ΤΑΞΙΔΙ
Θα ταξιδέψω
πάλι μες στα μάτια σου,αν κι από
λίμνες άλλοτεμοιάζουνε
τώρα επίφοβεςκαι όλο
ομίχλη θάλασσες.
Ποιος
ξέρει, τι τα κατοικούνε πια,τι
δράκοντες, τι δόκανα έχουν στήσειγια την
τρελή μου διάθεσητόσες φορές
ναυαγισμένη μέσα τουςκι εν
τούτοις πάντοτ’ έτοιμηγια μια
καινούργια περιδιάβαση στα
σκοτεινά νερά τους.
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Στον Γιώργο Σαββίδη που το αγάπησε
Μ’ άλειβε απόψε το φεγγάρι όλη τη νύχτα
γαλάζια
πίσσα και χρυσή,
όπως
αλείβουμε ένα σώμα αγαπημένο
με λάδι
στην ακρογιαλιά.
Συλλογιζόμουν:
αύριο
θα μ’ έχει κάνει είδωλο
για ν’ αλωνίζω πια στην παραλία
κάτω από
τον ήλιο, το πρωί.
Ώσπου με
κάλυψε έτσι ολόγυμνο
από το
πρόσωπό μου απάνω
ίσαμε τα
νύχια των ποδιών.
Σε μια
στιγμή μεσουρανώντας
έστρεψε το
κρανίο του τάχα μου τυχαία
χαμήλωσε,
με κάρφωσε
έτσι όπως
έκλεινα τα μάτια, ανύποπτος
και μ’ ένα σπίρτο αστραπιαία
μου ’βαλε πυρκαγιά.
Λαμπάδιασα
και κόρωνα ίσαμε την αυγή.
1982
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Μη, μην
περάσεις στην απέναντι μεριά.
Δεν είν’
αψίδες φωτεινές,
στημένες
καρμανιόλες είναι
που
υποδύονται αναμμένες τις αψίδες
για να
περάσεις κάτω από τα τόξα τους
τάχα μου
νικητής.
Πού νικητής
και πώς;
Θα σ’ α - πο - κε - φα - λί - σουν.
Μείνε λίγο
ακόμα
στη σχετική
ασφάλεια της σκιάς.
Ένα κερί
που θα σου φέρω
όσο μπορώ
πιο γρήγορα
θα ’ν’
αρκετό, ώσπου να ξημερώσει.
Γιατί θα
ξημερώσει, μην τ’ αμφισβητείς.
Κάποια μέρα
ξημερώνει τέλος πάντων.
Για όλους μας.
Ξημερώνει.
GIUDICI, AD ANNA, GIUDICI*
Σπρώξε τους
τότε τους ανίδεους
τους
χαμερπείς και ξέφυγε
για μια
στιγμή, για λίγα δευτερόλεπτα
απ’ άρχοντες αστάθμητους κι αόρατους
αλλά και
σταθμητούς
π’ άρον άρον θα σε σέρνουν
σαν την
Άννα Μπόλεϊν στο δήμιο.
Ξέφυγέ τους
κι ούρλιαξε:
«Δικαστές,
για μένα δικαιοκρίτες, δικαστές».
Όχι για να
σε βγάλουν λάδι δηλαδή·
όπως εσύ,
όλοι τις
έχουν κάνει τις λαδιές τους
όπως και η
Άννα φυσικά.
Αλλά
τα χρόνια
που ’ρχονται τουλάχιστον Μετά
να σε
δικάσουν έντιμα
κι έστω, να
σε καταδικάσουνε Σωστά.
____________
Σημείωση:
Giudici, ad Anna Giudici: Δικαστές, για την Άννα,
δικαστές.
Άρια από
την όπερα «Anna Bolena».
Τα ακαριαία:
Εμείς (1984).
Πηγή:
«Σταύρος Βαβούρης, Πού πήγε, ώς πού πήγε αυτό το ποίημα [1940-1993]»,
εκδ. Ερμής 1998.
Στην εικόνα: Caspar David
Friedrich «Seashore in the fog» (1807).
Πηγή για
την εικόνα: Wikimedia Commons.