Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Γιώργος Τσιαπλές, "Τρία ποιήματα"




[Η Μαρία εν άστει]


Να ’μαι πάλι πίσω
στην πολύβουη φυλακή,
χωρίς φωτοστέφανο –
το σώμα μου περίγραμμα σε σοβά,
στα βλέμματα των περαστικών που συναντώ
λιμνάζει η έρημος.

Επέστρεψα.
Ήρθα να κρυφτώ από Εκείνον
που ξεθώριασε στα μάτια μου
σαν πολυκαιρισμένο ψηφιδωτό.

Την ημέρα κρύβομαι.
Φοβάμαι μήπως με αναγνωρίσει
κάποιος απ’ τους παλιούς μου εραστές,
όπως εκείνος που το στέρνο του
μύριζε θερισμένο χωράφι
σε εκείνο το πλοίο από την Αλεξάνδρεια.

Τώρα πλέον ευαγγελίζομαι τη μοναξιά.
Ο Λόγος του δεν μου αρκεί.
Τρέφομαι με τις ιστορίες των ανθρώπων.





[Πηνελόπη]


Τιμή και δόξα είπαν:
«Αιώνια απόδειξη της συζυγικής πίστης
και καρτερίας».
Υπολόγισαν τη μοναξιά σου
ισάξια με τα χτυπήματα του αργαλειού σου.
Και για να σε θυμούνται οι επερχόμενοι
ύψωσαν το άγαλμά σου
μπροστά από το food market της γειτονιάς.





[Αίνος]


Στέκεις ιερός και επιβλητικός.
Ο μύθος ισχυρίζεται ότι ήσουν ένα τραγούδι
που επιχείρησε να φτάσει στον ουρανό χωρίς να τα καταφέρει.
Μα εγώ το γνωρίζω
πως δεν είσαι τίποτα άλλο
παρά ένα πουλί
που ραμφίζει τα πλευρά του για να τραφούν οι άνθρωποι





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Simon Vouet, «Magdalene» (1614-1615).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.



Ο Τσιαπλές Γιώργος γεννήθηκε το 1975. Σπούδασε Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές στη Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. το 2015. Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Κεφαλονιά.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Κωνσταντίνος Βορβής, "Τα ποιήματα"





ΝΕΚΡΙΚΟ ΑΣΜΑ


Αυτό το κορίτσι με τα ματωμένα μάτια
Αυτό το κορίτσι του πνιγμένου ουρανού
Απόψε θα πεθάνει.

Ακροβασία κοιμισμένη του ονείρου
τα άστρα εκπίπτουν και βυθίζονται
μέσα στο βλέμμα της
όαση από φυτά σαρκοβόρα
σχεδιασμένη μακριά από την πόλη
στην περιοχή με τα φουγάρα, στην
όχθη των διυλιστηρίων

Θεοί της νύχτας
αφήστε στα χέρια της το νόμισμα
για να περάσει στην άλλη όχθη
του μολυσμένου ποταμού

Θεοί της νύχτας
με μελανό φόρεμα ντυμένη
να τη δεχτείτε στο υπερπέραν

Απόψε το κορίτσι με τα ματωμένα μάτια
θα πεθάνει.





ΑΤΙΤΛΟ


Οδήγησε μέχρι το τέλος του δρόμου
εκεί που η άσφαλτος έδινε
την θέση της σε χαλίκια
και βλάστηση ξερή.
Απείχε πια σαράντα χιλιόμετρα
από την κοντινότερη επαρχία
και η σιγή της υπαίθρου, της θάλασσας
καθήλωνε το τοπίο.

Κατέβηκε από το αμάξι
με τα σκονισμένα παράθυρα
και τα πόδια του βυθίστηκαν
σ’ ένα λεπτό στρώμα άμμου
νωπό απ’ την πρωινή βροχή

Μπροστά του είχε μονάχα
το απέραντο κενό της θάλασσας

Άρχισε τότε να περπατά
κατά μήκος της ακτής
παίρνοντας στα χέρια του κλαδιά
και ξεραμένα φύκια

Κάτω από τα τρία άστρα
που ορίζουν τον θώρακα του κόσμου
έσκαψε με τα χέρια του την άμμο
πλάθοντας μια αυτοσχέδια εστία
Άναψε την φωτιά
και κάθισε κοιτώντας το νερό...

Βαθιά στις εκτάσεις του ουρανού
μέσα στο σώμα των φλεγόμενων ξύλων
στις μαύρες ίριδές του
η πυρκαγιά απλώθηκε
σκορπίζοντας λιλιπούτειους ήλιους
σε κάθε σπιθαμή του ορίζοντα…

Πίσω του άκουσε τότε τα βήματα
να χαράσσονται αργά πάνω στην άμμο
Ήταν ο άνθρωπος με το χάλκινο πρόσωπο

Ο αιώνιος θεράπων της φωτιάς





Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΑΦΥΓΗ
 
 
Η μεγάλη διαφυγή
Τοπία και πόλεις βυθισμένες
σε μια αλλόκοτη καταχνιά
Σταθμοί που προσπερνάς
Και άνθρωποι χωρίς χέρια
να σε χαιρετούν

Το σκοτωμένο όνειρο





ΠΟΡΕΙΑ


Πώς θα περάσει αυτή η νύχτα
βαθιά στα έγκατα
στις κατακόμβες του ουρανού
περπατά μόνος
το βήμα του σταματούν πλακάκια σπασμένα
και απειλές γεννημένες στο μέλλον

Πώς θα διαβεί τον ποταμό





Από τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα», Εκδόσεις Σιγαρέτα, 2025.



Ο Κωνσταντίνος Βορβής γεννήθηκε στην Λάρισα. Ζει και γράφει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει σαράντα βιβλία ποίησης και πεζών. Είναι συνεργάτης της Οδού Πανός.


Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Σέιμους Χήνυ, "Κορδέλες" (Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)


Από αριστερά προς τα δεξιά: (μπροστά) ο τόσο χαρούμενος Σέιμους (περίπου 11 ετών), η Ανν, η Σήνα,
(πίσω) ο Πάτρικ και ο Χιου, γύρω στα 1950 (με την άδεια της οικογένειας Χήνυ).


«Κορδέλες» του Σέιμους Χήνυ
Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου


Κορδέλες


Στο όνομα των χρωμάτων,
Στο σμαραγδί, μπλε του αραβοσίτου,
Ρουμπινί, στο κίτρινο της ώχρας και το άσπρο,
 
Στο όνομα των μπουκλών και των βοστρύχων,
Των πουά, των χωριστρών και των κοτσίδων
Και των διπλοδεμένων φιόγκων…

Σήμερα φτάνει ο φωτογράφος
Με την κουκούλα και τον τρίποδά του
Και με το πτυχωτό ανασυρόμενό του ρύγχος,

Ένα πεντάποδο θηρίο
Όλο χειρονομίες και χαζολογήματα
Που μαζί θα τ’ αντιμετωπίσουν,

Απόμακρα και στιβαρά και σοβαρά
Σαν ορφανά που στήθηκαν στην κουπαστή
Τις τελευταίες μέρες του θαλάσσιου ταξιδιού,

Πέρα απ’ το όριο των εαυτών
Που μέλλεται να γίνουν,
Το μόνο π’ απομένει απαράλλαχτο ακόμα

Το πρώτο χέρι απ’ τον γκρι σοβά στον τοίχο
Του σχολείου, συν
Τα κλασικά του Νησιού Φερ πλεχτά

Μοτίβα, συν τα ονόματά τους στον κατάλογο της τάξης
Αντιγραμμένα επάνω στις σανίδες του θρανίου,
Με καλλιγραφημένα γράμματα –

Όλα αυτά, κι οι αυστηρά δεμένοι φιόγκοι,
Κι ένα δεξί μπράτσο κι ένα αριστερό,
Καθένα τους να φαίνεται πως αγκαλιάζει τ’ αλλουνού

Τον ώμο, όπως διετάχθη.








Το ποίημα στην Αγγλική:

Ribbons


In the name of the colours,
Emerald, cornflower blue,
Ruby, primrose and white,

In the name of ringlets and curls,
Polka dots, partings and plaits
And double-tied bows…

To-day the photographer comes
With his tripod and cowl
And plaited retractable snout,

A five-legged beast
Of gesticulation and blather
They’ll outface together,

Steady and far off and solemn
As orphans posed at a rail
In the last days of sail,

Beyond the pale of the selves
They are due to become,
The one thing immutable still

The roughcast grey of the wall
Of the school, plus
The knitted classic Fair Isle

Patterns, plus their names on the roll
As transcribed on the slats of the bench,
In a copperplate hand –

All that, and the strictly tied bows,
And one right arm and one left,
Each placed to be seen round the other’s

Shoulder, as ordered.



Τα διάσημα πλεκτά ζακάρ πουλόβερ και καπέλα του νησιού Φερ.



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Σέιμους Χήνυ (Seamus Heaney, 13 Aπριλίου 1939 – 30 Aυγούστου 2013) γεννήθηκε στην Κομητεία του Ντέρι, στη Βόρεια Ιρλανδία. Χαρακτηρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος Ιρλανδός ποιητής μετά τον Γέητς. Σε αναλογία, άλλωστε, με το ποίημα του τελευταίου «Το σπίτι μου», όπως αναφέρει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο Σέιμους Χήνυ έστησε «το δικό του σπίτι-ποίηση: με τα “αδαμάντινα απόλυτα των πραγμάτων”, τα χώματα, τα εργαλεία της καλλιέργειας και της ταφής, τα αντικείμενα που η φυσική τους κατάσταση είναι η σιωπή».

Η δημοτικότητά του οφείλεται, κατά ένα μέρος της, στο ίδιο του το θέμα, «τη σύγχρονη Βόρεια Ιρλανδία, με τις φάρμες και τις πόλεις της που μαστίζονται από τις εμφύλιες διαμάχες, την αγροτική κουλτούρα και τη γλώσσα της που κατακλύστηκαν από την αγγλική κυριαρχία». Αναστοχαζόμενος πάνω στις «Ταραχές» στη χώρα του ο Σέιμους Χήνυ, έγραψε ποιήματα γι’ αυτές, αλλά και «ελεγείες για φίλους και γνωστούς που είχαν πεθάνει στη διάρκειά τους». Έγραψε πάνω από 20 βιβλία ποίησης και κριτικής, ενώ επιμελήθηκε και πολλές ανθολογίες.

Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (1985-2006) και διετέλεσε Καθηγητής Ποίησης στην Οξφόρδη (1989-1994). Πέραν των πολλών τιμητικών διακρίσεων και βραβεύσεών του, το 1995 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Στις 9 Οκτωβρίου του 2025 ο εκδοτικός οίκος Faber & Faber εξέδωσε τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα Ποιήματα του Σέιμους Χήνυ» σε επιμέλεια των Rosie Lavan και Bernard O'Donoghue, μαζί με τον Matthew Hollis. Μεταξύ αυτών συμπεριλήφθηκαν και 25 αδημοσίευτα μέχρι στιγμής ποιήματά του, με την επιμέλεια της οικογένειάς του. Ανάμεσά τους και το μεταφρασμένο πιο πάνω ποίημα, «Κορδέλες», το οποίο πρωτοδημοσίευσαν οι Irish Times στo φύλλο της 4ης-10-2025, συνοδεύοντάς το με τη μοναδική φωτογραφία του ποιητή με τα 4 από τα 8 αδέλφια του, που κοσμεί και το παρόν δημοσίευμα.






Πηγές
- https://www.irishtimes.com/life-style/people/2025/10/04/seamus-heaney-poem-ribbons/
- https://www.poetryfoundation.org/poets/seamus-heaney
- Σέιμους Χήνυ (1996). Τα ποιήματα του βάλτου. Εισ.-Επιλ.-Μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 8.

Πηγές εικόνων
Εκτός από τις δύο παραπάνω, και οι εξής:
- H σελίδα του εκδοτικού οίκου Faber & Faber στο Instagram: @faberbooks
- Kαι μία εμπορική-διαφημιστική ιστοσελίδα του διαδικτύου με τα (παιδικά) πλεκτά ζακάρ πουλόβερ και καπέλα του νησιού Φερ.

Τέλος, μια συνέντευξη του ποιητή του 1996, στην οποία περιγράφει, μεταξύ άλλων, πώς έμαθε ότι του απονεμήθηκε το Νόμπελ, ενώ βρισκόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και δη στην Πύλο:



Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Κώστας Θ. Ριζάκης, "γυμνός επί τα μάτια"





υποθηκαίγων


δεν σίγουρα δεν αιφνίδια φεύγουν
όλα στο καθώς κόμπιασα αληθές το
εύτρομον του ό λ ο ι ξεροσφυρίζει ο
φάρυγγας πώς δά ναν το χωνέψεις ότ’

είθισται πια ο θάνατος ζωές ναν διευθύνεις
ν’ αναστατώνεις στρέμματα του παρελθόντος

νόστου (εις μάτην αυριοποίημα ξεπουπουλίζεις νότες)





η εμπειρομάτα


κλωστούλα τήν μετάξινη κλωστήν στο
υποτυπώδες πλην ατσάλινον βελόνι άρτι
περασμένη συν κ’ η του μέσου δακτυλήθρα
σπρώχνουσα βοηθητικά το όλον σκηνικό
τί έραβες τί ράβεις μήνα μπαλώνεται στα

ύστερα εξήντα χρόνων πλεύσις θαλασσινή ώστε

κάθε στροφή του τιμονιού μιαν αρμαθιά ναυάγια





ανθούσιος


αχνίζει στο τοπίον παλλευκάζον ο ίσκιος
δεν καταδέχεται να επί χωμάτων κ’ ήδη
κατεβεί δεσπόζεις μόνον μέχρις άκρων τ’
άβουλον περιβόλου χιονάκι μα έως γκρέιντερ

η ματιά ξεπουπουλιάζ’ ιδές το ύψος κάθ’ αιώνιου





Από τη συλλογή «γυμνός επί τα μάτια», ΑΩ Εκδόσεις, 2025.
Εικαστικό εξωφύλλου − εικαστική παρέμβαση: Χριστίνα Καραντώνη.




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαοκτώ συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 220 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα, Σ.Σ. Σταμπόγλη ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα, Η. Νικοπούλου, Λ. Καλλέργη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή η, γυμνός επί τα μάτια, ΑΩ Εκδόσεις 2025. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Δύο ποιήματα"





ΥΠΕΡ ΑΝΘΕΩΝ, ΣΕΛΗΝΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΩΝ

                                  Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.

                                  Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
                                  στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

                                  Στις αίθουσες που οι ρήτορες
                                  εκπολιτίζουν το κοινό
                                  με τα φαντάσματά μας.

                                  Τι γυρεύω.

                                  Πάνος Θασίτης, «Ο νεκρός ποιητής»



Νομίζω πως αδικείς τα λουλούδια,
αδικείς και το φεγγάρι.
Άλλωστε ποτέ δεν τα ρωτήσαμε.
Αδιάφοροι πάντα για τις προτιμήσεις τους.

Ποτέ δεν ντράπηκα για το λευκό διατσέντο
ή το γεράνι στον κήπο μου      ποτέ
δεν κουράστηκα να γράφω γι’ αυτά,
να τους μιλώ και ν’ αλαφρώνω
κάθε που τα κρίματα κατάτρωγαν
                                                   το στήθος μου.
Πάντα μικρός
στης δικής τους ταπεινότητας το ύψος.
 
Δεν θρηνούν τα λουλούδια, δεν οιμώζουν
                                       τα μπάρσαμα.
Ξένο στο κάλλος τους το μάλαμα, κι η δάφνη
μυριστικό του δείπνου φυλλαράκι − όχι νίκη.

Κι αν αρνήθηκα τις ανθοδέσμες
ήταν για τα χέρια που τις πρόσφεραν, όχι
για τα άνθη. Τούτα τα λυπόμουν, έτσι δεμένα,
τόσο μακρινά, τόσο ξένα
στα δάχτυλα που τα προσφέρουν...

Ναι, και το φεγγάρι ποτέ δεν ήταν εύκολο.
Όχι το ζαχαρένιο εκείνο
                          το γλυκό σαν μάντολα
σε βλέμμα μέσα μελωμένο,
παρά το άλλο,
          μοναχικό και πράο,
που η Σιωπή με ήχους το τυλίγει,
ώσπου εναγώνια ν’ αναδώσει
της ψυχής μας τη φωνή.
Σκληρό,
                           πολύ σκληρό κάποτε
σαν κοφτερή κάτω απ’ τον ήλιο μάκελλα
                           τις ώρες του σκάλου.
(Εκεί,
στης σιωπηλής μου φίλης το κηπάκι,
έρχονταν συχνά
οι θυγατέρες του Πανδίωνα
κάτω απ’ το δέντρο να σκάψουν το μεγάλο,
όχι της λησμονιάς το μπάρσαμο για νά ’βρουν
                                                          πάρεξ
της ψυχής τους το χαμένο
ν’ ανασύρουν  τζοβαΐρι).                                  
 
Στάθηκε ποτέ κοινότοπη η φύση; ανάξια
σπηλιά για τους κατατρεγμένους, ή
τους άλλους,
τους τρελούς που με φτερά πετούνε
                                                         κέρινα;
Υπάρχει πάντα ένα φεγγάρι
από χίλια μάτια σπαραγμένο.
Μα τούτο δεν το λες αβάσταχτο.

Όσο για τους ρήτορες,
με τόσες εταιρίες πια ποιητικές και συντεχνίες,
με τόσα συμπόσια κι επιτροπές
και φεστιβάλ
δικαίως να μπερδεύτηκαν,
κι αναζητούνε σίγουροι το φάσμα σου
σε τόσα φόρα και ιδρύματα
αντί για τα νησιά της εξορίας σου, ας πούμε.

(Άλλωστε
αδιάφορος δεν ήσουν σ’ όλ’ αυτά.
Μετείχες).

Μην απορείς λοιπόν.
Είναι πολύ δύσκολο (σχεδόν ακατόρθωτο)
να μας βρουν κάπου αλλού.

(Εμένα πάντως αν με γύρευαν,
ε κ ε ί   α κ ρ ι β ώ ς
θα ήθελα να ψάξουν: μες στα λουλούδια,
στο αβάσταχτο φως του φεγγαριού).


                                                     10.12.2020





ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΜΥΡΙΝΗ

                                  Και μέσα σε δάσος από μάσκες,
                                  ζήτησε να ζήσεις.

                                                 Κώστας Καρυωτάκης



Θα κατέβουμε πάλι στο λιμάνι
το πλοίο να υποδεχτούμε του νέου χρόνου
που σε λίγο καταφτάνει.

Εορταστές ξανά
μ’ ευχές     βεγγαλικά και κρότους
την τελευταία τούτη νύχτα του παλαιού ενιαυτού
ξεπροβοδίζοντας
δίχως τίποτε ν’ αλλάζει
(ανεπίδεκτοι      κουφοί σε όσα πέρασαν,
σε όσα θά ’ρθουν). Κι ωστόσο
ΑΠΑΝΤΟΧΗ  βαφτίζουμε το πλοίο
− σαν να μπορεί να σβήσει
ό,τι γράφτηκε
                              ή ν’ αλλάξει
το αίμα των ανθρώπων έν’ ακόμη σκαλί
σε τούτη τη φθαρμένη κλίμακα
της μέρας και της νύχτας.
                                                        Λευκό
απέραντο σεντόνι μας σκεπάζει.
                                                             Δεν είναι χιόνι.
Είναι η χαμένη ανάσα μας     τ’ αστέρια
που ξέμειναν να φέγγουν
μ’ ένα φως χλωμό
δίχως τον χτύπο της καρδίας μας.
Κι οι δρόμοι
πουθενά δεν οδηγούν. Σειρήνες μόνο
περιπολικών κι ασθενοφόρων.
                                                         Είναι η ελπίδα
που έγινε ανάθεμα      δέντρα
που τα φύλλα τους πέφτουν,
όταν ο φόβος απλώνεται.
 
Τώρα ξέρεις.
             Όλα μπορούν ν’ ανατραπούν.
Κόρη ερατή και πολυθάλμιος να σε ξεκάνει,
όπως τον άρρωστο η αρρώστια ή
να σε πάρει βλάμη του
ο Χάρος στις μαδάρες,
αντί στους κάμπους της ζωής
                       νεκρός κολλήγας να δουλεύεις.

Θυμάσαι πώς αρχίζουν
                      και πώς τελειώνουν όλα;
Πώς μεγαλώνεις ένα πρόβατο
                                                        για να το σφάξεις;
Πώς ξαποστέλνεις σαν τραγί
                             το πρωτινό σου ίνδαλμα;

Κάθε χρόνος
ένας έρωτας που γρήγορα ξεφτίζει.
Πέτρα που ανεβάζεις στην κορφή    κι αυτή
κατρακυλά με φόρα πίσω στο γουβιασμένο χώμα, 
στη νομοτέλεια του μαγνήτη.     
                            Κύκλος
της ελπίδας και της διάψευσης.

Κάθε χρόνος και μια ρυτίδα
στο σακούλι των γηρατειών. Αυτά με τρομάζουν.
Ο ξεπεσμός της σάρκας     η στέγνια
του μυαλού    η δυσφορία των άλλων
σαν πέσεις
                      και πρέπει να σε σηκώσουν.
Ο κόπος που νικά την αγάπη.
Αυτά με τρομάζουν − όχι ο θάνατος.
 
Ρωτάς: Πότε θα πετάξουμε τις μάσκες;
Ποιες απ’ όλες;
Τις φανερές ή τις ύπουλες;
Τις πρώτες εύκολα κανείς τις ξεφορτώνεται.
Μα τις άλλες,
που κατάφαγαν το πρόσωπό μας,    άντε
να τις βγάλεις! Κόλλησαν στο πετσί,
έγιναν δέρμα μας,
                                  δεν βγαίνουν.
Μην περιμένεις.
Άλλος λοιμός αυτός. Άλλο τροπάρι.
Κανένα εμβόλιο δεν μας σώζει.
 
Πανσέληνος απόψε. Η τελευταία
του έτους που φεύγει.
Παγωμένο φεγγάρι το λένε.
                                                    Γιατί τάχα;
Νά ’ναι πιο κρύο απ’ τα χέρια μας,
απ’ τα ντουβάρια που κλειδώνουν τη ζωή μας;
(Βγήκαν οι μπάτσοι με μεγάφωνα
και σαλαγούν
τα πρόβατα στη στρούγγα).
Κανείς δεν πιστεύει στον θάνατο,
σ’ αυτούς που κάθε μέρα μάς μετρούν
και λένε  θα πεθάνετε.
                                   Μα πιστεύουμε
στον θάνατο που γεννιέται
και πεθαίνει μαζί μας. Που πιστός
μας συντροφεύει πάντα
− πιο ταπεινός από μάς,
λιγότερο επίμονος ή ξένος.

                                                        Φεγγάρι.
Το μόνο φωτεινό σ’ αυτή την έρημη
επίπλαστη Πρωτοχρονιά.
Το μόνο γεμάτο
τώρα που άδεια η πλατεία ξεπαγιάζει
μες στους χτύπους ενός αόρατου εκκρεμούς.


                                                    Πρωτοχρονιά 2021





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Albert Pinkham Ryder, «The Lovers' Boat» (1881).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Βαλζύνα Μορτ, "Ζαν Πωλ Μπελμοντό" (Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)

 


 
Βαλζύνα Μορτ | "Ζαν Πωλ Μπελμοντό" | 2009

(Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)


αρχίζει με το πρόσωπό σου από πέτρα
όπου τα χείλη αναπαύονται σαν δύο φώκιες
σε παραθαλάσσια αχλύ από καπνό τσιγάρου
κυκλοφορείς ανάμεσα στους δρόμους—
το να τους αριθμείς
είν’ άχρηστο όσο το να κατονομάζεις κύματα.

                        (αυτή η πόλη για έναν λόγο είναι τόσο γοητευτική—
                        έχει φτιαχτεί απ’ το πλευρό σου)

συνεχίζει με το
       σημαδεμένο από το φόρεμα
κορμί μου. στέκομαι στο όριο
επάνω σε τακούνια που μοιάζουνε σαν έκτα δάχτυλά μου
και σου δείχνω
κάπου να παρκάρεις.

το ίδιο βράδυ
πλαγιάζοντας μαζί σου
                                          στην αυλή των σκύλων
          —λουλούδια μού δαγκώνουνε την πλάτη!—
ψιθυρίζεις:

                    όσο πιο πολύ κοιτώ τα κέρματα στις ρώγες σου
                    τόσο πιο καθαρά βλέπω στο προφίλ σου τη Βασίλισσα.

για σένα, σώμα και χρήμα είναι το ίδιο
όπως το αβγό και η κότα.
το «γυναικείο πορτοφόλι» σαν μεταφορά
σού διαφεύγει.
κλέβοντας, σου αρέσει να ψελλίζεις:
ένα πορτοφόλι είν’ ένα πορτοφόλι είν’ ένα πορτοφόλι είν’ ένα πορτοφόλι.
επίσης:
ένα πραγματικό πορτοφόλι μες στο χέρι σου αξίζει
όσο δυο πορτοφόλια μεταφορικά πάνω στο στόμα σου.

μου λένε πως
               είσαι ένα σώμα
                            δεμένο στην ακτή από το σκουριασμένο αίμα του.
το τραύμα σου πάνω στο στήθος σου μπλαβίζει σαν κοράκι.
τους λέω —όπως συμφωνήθηκε— ότι είσαι η δική μου νιότη.
το μήλο που με δάγκωσε για να ξεχάσει τη δική του γνώση.

ο θάνατος βάζει στο χέρι σου σαν ένα χρυσό νόμισμα την κάθε νέα μέρα.
όσο η δωροδοκία μεγαλώνει
να την απαξιώνεις γίνεται δυσκολότερο.
γίνεται πιο δυσβάσταχτο τη χρυσή καρδιά σου να σηκώνεις.

τα χέρια σου γνωρίζουν πως τ’ αμάξι έχει μία μέση
και το όπλο —έναν λοβό.
με πας εκεί που κάποτε σήκωσε ο ποταμός τις φούστες του
και ντροπιασμένος ο Θεός από τη θέα,
διέταξε να καλύψουν την ντροπή με μία πόλη.

η πλατεία του χορού της
τη νύχτα συρρικνώνεται στο μέγεθος
μισανοιγμένου στόματος ενός βρέφους που κοιμάται.
αδύνατον να δω τη διαφορά ανάμεσα στα τεντωμένα χέρια των ζητιάνων
και στων σκυλιών τις γλώσσες που σταλάζουν.
αδύνατον να δεις τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια—
              τα δικά μου —των τραπεζιών —των καρεκλών —των άλλων.

αυτή η πλατεία του χορού είναι ένα κλουβί
όπου τ’ ακορντεόν χαμογελούν σε σώματα βιολιών διαμελισμένα.
ζητιάνοι γλείφουν απ’ τα χείλη τους λεπτό αέρα.
γυναίκες στροβιλίζονται στη σάλσα χαράζοντας
το στήθος σου με τις λεπίδες
από τα μεσοφόρια τους τα λερωμένα με παιώνιες.






Το ποίημα στην αγγλική γλώσσα:
Jean Paul Belmondo


it begins with your face of a stone
where lips repose like two seals
in a coastal mist of cigarette smoke
you move through the streets—
listing them
is as useless as naming waves.

                       (that city is so handsome for a reason—
                       it was made out of your rib)

it continues with my
          skidmarked by a dress
body. i stand on the border
on heels like my sixth toes
and show you
where to park.
 
that very night
lying together
                         in the dogs yard
        —flowers are biting my back!—
you whisper:
           the longer i look on the coins of your nipples
           the clearer i see the Queen’s profile.
 
for you, body and money are the same
as the chicken and the egg.
the metaphor of “a woman’s purse”
escapes you.
stealing, you like to mumble:
a purse is a purse is a purse is a purse.
also:
a real purse in your hand is worth
two metaphorical purses over your mouth.

they tell me
          you are a body
                        anchored to the shore by its rusting blood.
your wound darkens on your chest like a crow.
i tell them—as agreed—that you are my youth.
an apple that bit into me to forget its own knowledge.

death hands you every new day like a golden coin.
as the bribe grows
it gets harder to turn it down.
your heart of gold gets heavier to carry.

your hands know that a car has a waist
and a gun—a lobe.
you take me where the river once lifted its skirts
and God, abashed with that view,
ordered to cover that shame with a city.

its dance square
shrank by the darkness to the size
of a sleeping infant’s slightly open mouth.
i cannot tell between beggars’ stretched hands
and dogs’ dripping tongues.
you cannot tell between legs—
                      mine—tables’—chairs’—others’.

that dance square is a cage
where accordions grin at dismembered violin torsos.
beggars lick thin air off their lips.
women whirling in salsa slash you
across the chest with the blades
of their skirts soiled with peonies.






ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Βαλζύνα Μορτ (Valzhyna Mort), ποιήτρια και μεταφράστρια, γεννήθηκε στο Μινσκ της Λευκορωσίας (πρώην Σοβιετική Ένωση) το 1981. Το 2005 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Cornell και γράφει στην αγγλική και τη λευκορωσική γλώσσα, ενώ μεταφράζει από τη λευκορωσική, τη ρωσική, την ουκρανική και την πολωνική γλώσσα. Είναι αποδέκτρια διάφορων υποτροφιών, τιμητικών διακρίσεων και βραβείων. Μεταξύ άλλων, για την ποίησή της γράφτηκε ότι «αντιπαραβάλλει δυναμικά τον λυρικό με τον αφηγηματικό στίχο, φέρνοντας κοντά το παρελθόν και το παρόν, το ατομικό και το συλλογικό» (Paula Erizanu, The Calvert Journal). Η συλλογή της, «Music for the Dead and Resurrected» (FSG, 2020), θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία του 2020 από τους «New York Times» και το National Public Radio (NPR), και της απονεμήθηκαν γι’ αυτήν το Διεθνές Βραβείο Ποίησης «Griffin» του 2020 και το Βραβείο «Rilke UNT» του 2022. Η ποιήτρια είναι γνωστή για τις ηλεκτρισμένες απαγγελίες της.
Η Βαλζύνα Μορτ ήταν προσκεκλημένη του Κύκλου Ποιητών στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2025).

Το μεταφρασμένο παραπάνω ποίημά της, που απόσπασμά του πρωτοδημοσιεύτηκε από τη γράφουσα στο facebook τον Οκτώβριο του 2014, παρατίθεται εδώ στην πληρότητά του, όπως εμφανίζεται στο αμερικανικό περιοδικό Poetry (Δεκέμβριος 2009). Aνήκει δε στην ποιητική της συλλογή «Factory of Tears» (Copper Canyon Press, 2008). 


Πηγές:
Poetry Foundation
valzhynamort.com/

Πηγές εικόνων:

Η ανάγνωση του ποιήματος από την Βαλζύνα Μορτ στο 2ο Ετήσιο Φεστιβάλ Ποίησης της Νέας Υόρκης στις 22-07-2012:
https://vimeo.com/showcase/2016120?video=46203200


Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Τάσος Γαλάτης, "Ανιπτόποδες και σφενδονίτες"




ΑΝΙΠΤΟΠΟΔΕΣ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΕΣ


Θέλω να πεθάνω για να μην πονώ·
ο μόνος στίχος από τα παλιά ρεμπέτικα
που τραγουδώ συχνά πυκνά
καμιά φορά κραυγάζοντας
και κάποτε με ουρλιαχτά στο έρμο σπιτικό μου.

Μα τότε ήτανε αλλιώς
τότε ο θάνατος ήταν ακόμη ανύπαρκτος
κι ας έτρεχε ποτάμι το αίμα στα βουνά
κι ας στέναζαν οι φυλακές κι οι εξορίες
κι ας έφτασε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης
το μήνυμα στην εκκλησιά
πάνω που ο στεντόρειος Παπα-Στρατής
βγάζοντας τον Εσταυρωμένο
βοούσε το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου»
πως πάει, ο πατέρας μου σκοτώθηκε
στο άγριο μακελειό της Βαμβακούς
κι η μάνα μου γκρεμίστηκε λιπόθυμη απ’ το στασίδι.

Τότε που παίρναμε την κατηφόρα για το ρέμα
ο Μπάτης, ο Κουσκούνης, κι ο Μπουμπούνας
η Νίκη του Μαλαφέκα, το αγοροκόριτσο
ο Κατραμάδος κι ο Τιγκίρης
κι άλλοι πολλοί με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ’ το μεγάλο μακελειό
καί τινες μάλιστα εξ αυτών
εντός ολίγου ποδοσφαιριστές δαφνοστεφείς
ανά το Πανελλήνιον
ξυπόλητοι, με τις πατούσες μαύρες από το λιγνίτη
τραγουδώντας το ηρωικό
«είμαστε αλάνια» (δις)
στις ανθισμένες λυγαριές της ποταμιάς
ψάχνοντας ποιος θα βρει το πιο γερό τσατάλι
για να ταιριάξει τη σφεντόνα του.
Ανιπτόποδες και σφενδονήτες
στην Καλογραίζα του ’47, ’48 και ’49
με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ’ το μεγάλο μακελειό
κι όλοι μας διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα.





ET IN ARCADIA EGO


Περιεργάζομαι τις ελληνάδικες ακρογιαλιές
τους δήθεν κίονες, τα κάλπικα ρουμάνια·
το σπουδαιοφανές φλαμανδικό τοπίο
που δεσπόζει αύθαδες στην αίθουσα αναμονής
μου δίνει τέλος τη χαριστική βολή.

Ζω, είναι βέβαιο, σε μιαν ανύπαρκτη πατρίδα
εδώ σ’ αυτούς τους τοίχους, σ’ αυτές τις κίβδηλες πλαγιές
αφήνουν τη στερνή πνοή τους
οι σάτυροι και οι βοσκοί της Γορτυνίας
τ’ αγόρι που έτρεχε στις όχθες του Μυλάονα
ο έφηβος που κολυμπούσε στις πηγές του Λούσιου.

Κι εγώ ένα πάππος
ένας Σειληνός ξεδοντιασμένος
τρεκλίζοντας στις ερημιές της λεωφόρου.





Από τη συλλογή «Ανιπτόποδες και σφενδονίτες», Γαβριηλίδης 2005.
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.





Ο Τάσος Γαλάτης (1937-2025) γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, με καταγωγή από τη Νέα Φιγαλεία της Ολυμπίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό "Πανσπουδαστική" (Απρίλιος 1962). Το πρώτο του βιβλίο "Μυθολογία του δάσους" (1962), χαρακτηρίστηκε από την κριτική "σαν μια παρουσία από τις σπανιότερες μέσα στην παραγωγή των νεοτέρων" (περ. "Διάλογος", τχ. 2, Θεσσαλονίκη 1962). Για το δεύτερο βιβλίο του "Τα παροράματα" (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: "σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα". Το 2006 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του "Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες". Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά από τον George Thaniel (Γιώργο Δανιήλ). Ο Τάσος Γαλάτης υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού.
 
Πηγή για την εικόνα και το βιογραφικό: Βιβλιοnet.
 
 

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Αμαλία Ραπτοπούλου, "Κάτοικος βυθού"





Μουσικές επιδείξεις


Το πιάνο με ουρά είν’ εκεί.
Τα πλήκτρα γυαλίζουν
κάτω από τους προβολείς.

Το κοινό αγωνιά.
Η σκηνή μια αρένα.

Ένας μαύρος κροκόδειλος
με κοφτερά δόντια,
χάσκει γελαστός στη μέση της αίθουσας,

Και με περιμένει.





Μαμά


«Και τι θα γίνουν τώρα,
τ’ ασημικά μου, τα χάλια,
οι πίνακες,
οι πορσελάνες μου;
Αυτά ήταν ο μόχθος μου,
αυτά είναι η κληρονομιά σου»
Με κοιτάς με αγωνία.
Μαμά.

Κι εγώ βουτώ μέσα στο βλέμμα σου,
και βγαίνω στην αντίπερα όχθη,
εκεί όπου στέκεται
βουβό και παραπονεμένο,
ένα κοριτσάκι εξάχρονο, θλιμμένο,
που ακόμα περιμένει,
χρόνια και χρόνια,
τη Μαμά του,
να τελειώσει τις δουλειές
με τ’ ασημικά της, τα χαλιά
τις πορσελάνες και
τους πίνακές της,

Για να το πάει στο πάρκο

Μια βόλτα.





Άλλη μια φορά και πάλι


Το «Δεν χρειάζεται»
τέντωσε με σιγουριά
το πέτρινο σώμα του
απέναντί μου.

Ύστερα
το «Δεν πειράζει»
ήρθε να μαζέψει στοργικά,
τα φτερά της πεταλούδας
που είχε πάλι τρακάρει με φόρα
στον τοίχο.





Βροχή


Μοιάζει η καρδιά μου
Με μουσκεμένη πολιτεία

Βιαστικά οι διαβάτες
διασχίζουν τους δρόμους της

Κρατούν πάνω απ’ τα κεφάλια τους
πολύχρωμα νούφαρα,
που στροβιλίζονται βρεγμένα, με χάρη

Τα φώτα των τροχοφόρων
λαμπυρίζουν σαγηνευτικά,
σαν ιδανικά πεφταστέρια,
μέσα στα νερά.

Τα μπερδεύω ξανά
με τα μάτια σου.

Όταν βρέχει στην πόλη,

Μου λείπεις πιο πολύ.





Επιτάφιος


Σήμερα Παρασκευή,
όλοι ξαφνικά,
γίναμε Μαρίες Μαγδαληνές,
συντετριμμένες και θρηνωδούσες
μπροστά στο θείο δράμα.

Θυμηθήκαμε με σπαραγμό την καλοσύνη,
τη θυσία για τον συνάνθρωπο,
την άνευ όρων αγάπη.

Σχεδόν το πιστέψαμε...

Από Δευτέρα με το καλό,
όλοι πάλι,
Ιούδες, Πέτροι, Θωμάδες,
Φαρισαίοι, Τελωνες,

Έμποροι του ναού.





Από τη συλλογή «Κάτοικος βυθού», εκδ. Παρέμβαση, 2025.




Η Αμαλία Ραπτοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
    Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έλαβε τον τίτλο Ιατρικής ειδικότητας Ρευματολογίας καθώς και τον τίτλο Διδάκτορα της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο Κρήτης. Από μικρή ηλικία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία και την ποίηση, όμως η ενασχόλησή της με τον γραπτό λόγο προέκυψε μέσα στην τελευταία πενταετία ως διέξοδος προς έναν κόσμο ονείρου και φαντασίας, όπου υπάρχει τόπος και χρόνος για να έρχονται στην επιφάνεια ανεκπλήρωτες επιθυμίες, παιδικά κι εφηβικά οράματα και χαμένα στο βάθος του χρόνου, όνειρα ζωής.
    Ποιήματά της πρωτοδημοσιεύτηκαν στον διαδικτυακό τόπο «Ποιητικός Πυρήνας», έχουν συμπεριληφθεί στον συλλογικό τόμο «Ο χρόνος που περνά και χάνεται» και «Ταξίδι» από τις εκδόσεις «Παρέμβαση», στον 20o και 22ο τόμο του λογοτεχνικού περιοδικού «Νόημα» από τις εκδόσεις “GRDiscoverybooks” και «Γράφημα» και στον συλλογικό τόμο «Σταγόνες Άνοιξης» με επιμέλεια itravelpoetry. Το «Κάτοικος Βυθού» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.