Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Κώστας Θ. Ριζάκης, "το πρότυπο"





το πρότυπο


μάζευεν εν σπουδή φύλλων τήν κ’ ήδη
ακριβήν στοιβάζει παρουσίαν γωνιά
γωνιάν τής πίσω αυλούλας εύκαρπος
στάθηκεν άμα η συγκομιδή τοσούτων
κλάδων λίαν λεπτών πλην σθεναρών
το δέμας σκάλωσεν δένδρου ώς τα μισά
τής κορυφής πρόχειρον στέγαστρον πάει

κούρνιαζε υποκάτου πριν αφορίσετε «άστεγος»

δείτ’ αύριον στο σινεάκ φόρα παρτίδα έγχρωμον
                                                          ήρωα τον ταρζάν



                                              Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαέξι συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Rihard Jakopič, «Homeless (Brezdomec)» (1943).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Το κορίτσι με το ψάθινο καπέλο"





ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΨΑΘΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ


«Θα χρειαστώ τη σκάλα σας. Συγγνώμη που διακόπτω
μα επείγει στην Γκουέρνικα τη λάμπα να αλλάξω·
ευχαριστώ», είπε το κορίτσι με
                                                         το ψάθινο καπέλο
και τριακόσιοι άγγελοι στου Ιακώβ τον ύπνο
έπεσαν καταγής μεμιάς και γκρεμοτσακιστήκαν.

(Παλαιότερα, εν αγνοία της, κατ’ εντολή τού Νώε
την Κιβωτό σφραγίζοντας, απ’ έξω άλλους τόσους
απέκλεισε, στο έλεος των βιβλικών υδάτων −
έτσι συνέβη η ναυτική εκείνη τραγωδία,
η μεγαλύτερη στην ιστορία των αγγέλων).


Τέτοια, η απέναντι γριά, φαντάζεται τη νύχτα
και βγαίνει στο μπαλκόνι της γεμάτη αγωνία
να δει για το κορίτσι με το ψάθινο καπέλο −
που τόσα χρόνια λύσσαξε να παρακολουθεί−

τον τελευταίο άγγελο που απέμεινε στον κόσμο.





ΣΙΝΕΦΙΛ


Στην ταινία «Ο ταχυδρόμος», ήσουν
η Ματίλντε του Νερούδα,
στη «Μεγάλη Υπόσχεση», η Άννα·
στην άλλη, με τ’ αερόστατα, η Αμέλια ήσουν −
ώς και τον Μπάτμαν είδα, για την Ρέιτσελ που σου μοιάζει.

Πάντως
κάθε φορά που η πρωταγωνίστρια κινδυνεύει,
όρθιος
φωνάζω
«Πρόσεχε Μαρία!»





Από την υπό έκδοση συλλογή «Αλήθειες & Μυθεύματα  [24 ώρες]», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΩ.


Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα:
Gustave Courbet, «Woman in a Straw Hat with Flowers», 1857 (oil on canvas).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια όπου και ζει. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του, Η τράπουλα του καλοκαιριού (Ars Poetica, 2012, Furor Scribendi (Ars Poetica, 2013), Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (Σαιξπηρικόν, 2015), Έλαβον (Σαιξπηρικόν, 2017), Τα μεροκάματα ενός έρωτα (Εντευκτήριο, 2019), Της μιας ανάσας ποιήματα (Κουκκίδα, 2021), Όλα στο μαύρο (Ρώμη, 2022), Οκτώηχος Της Αχανούς (Ρώμη, 2023) και Κάτοψη (Ρώμη 2023). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος, "Αίας"




Αίας
(αποσπάσματα)


(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη −κάτι σαν αρχαίος χιτώνας− που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη − σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τι βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):


Γυναίκα, τι κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, − σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τι πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με −

[…]

Ε, να, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος· − κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια −
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γραντζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,

άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, −τι ήταν;− ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιος κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι
μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα −
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει
απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω −

[…]

Τότε σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι − με στέγασε μια άσπρη
τρεμάμενη αψίδα, − πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες
σαλεύοντας στον αέρα καταφατικά − μεγάλες φιλικές παλάμες
χειροκροτώντας άηχα τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο
μ’ εμπιστοσύνη πάλι, − ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν, μη λυπάσαι.

Σε βεβαιώνω είμαι ήσυχος τώρα· − ούτε το θάνατο των άλλων
ούτε και το δικό μου αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου
η απάτη των θεών κι η αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη
των συμπολεμιστών μου, − είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τι να τα κάνω
τ’ άσκοπα λάφυρα και τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;
Να φυλαχτείς από τι; Και με τι τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες −
τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου
που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν στ’ ακρογιάλι
κοιτάζοντας το χάραμα χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος
καμιάς αναμονής κι ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου
είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη
τόσο βαθιά, −πλησιάζει η άνοιξη− μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια.

[…]

Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, −
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω τους ολημερίς − δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες − δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.

[…]

Τι καλά θα ’ταν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να μικραίνεις,
ασάλευτος, κουλουριασμένος όλος, σκεπασμένος, κρυμμένος
κάτω απ’ την πεσμένη ασπίδα σου, σκουριασμένη κι αυτή απ’ τις βροχές και τ’ αλάτι,
με τις παλιές ηρωικές παραστάσεις της όλες σβησμένες, κι έτσι από μέσα
να σφίγγεις το λουρί της προς τη γης ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα −

Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει κάποιος
μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,
γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες
θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα βαθιά σου
γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο
το σχήμα της ταπείνωσής σου· − αυτόν τον ήχο τον ακούω, με κυριεύει
σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό μου,
τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει
με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους − ποιο θάρρος,
όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός μας;
Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα
όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Αχ, τίποτε δικό μας· − ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· − ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.

[…]

Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα − κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα
που έσβηναν όλα μες στο χρόνο − βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία
κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,
στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια
ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.

Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τι θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τι σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.

Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο −
Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.

Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· − ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.
Τι όμορφη μέρα, −ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό− Γεια σου, γυναίκα.


(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού − γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· «πάει ο αφέντης· − το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά το». Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).

ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967 − Ιανουάριος 1969




Από την ποιητική σύνθεση «Αίας».
Πηγή: Τέταρτη διάσταση [1956 – 1972]. Κέδρος. 28η έκδοση.

Στην εικόνα: Carlotta Gargalli, «Aiace», 1814 (detail).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Το αρχείο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας




Πρώτη παρουσίαση του αρχείου του πολυβραβευμένου συγγραφέα
Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου στο ψηφιακό αποθετήριο Medusa
Το Σάββατο 9 Νοεμβρίου στις 12.00 το μεσημέρι
στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας.


Τον Απρίλιο του 2023 άρχισε η παράδοση της δωρεάς της συλλογής του πολυβραβευμένου συγγραφέα Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος στην αρχική επιστολή δωρεάς του στη Βιβλιοθήκη «βλέπω αυτή τη δωρεά και σαν επιστροφή τόσο στον τόπο (όπου λειτούργησα για λίγο το πρώτο ιατρείο μου!), όσο και στον ειδικό χώρο της βιβλιοθήκης, όπου με πρωτοβουλία του Γιάννη Τροχόπουλου, οργανώθηκε μία από τις πρώτες τιμητικές παρουσιάσεις των Βιβλίων μου».
    Η σύμβαση δωρεάς που υπεγράφη μεταξύ της Βιβλιοθήκης και του συγγραφέα-δωρητή όριζε, μεταξύ άλλων, ότι η παραλαβή του υλικού θα γίνεται τμηματικά. Ήδη, έχουν παραληφθεί 19 φάκελοι με 1.200 τεκμήρια.
     Το αρχείο περιλαμβάνει αρθρογραφία του, επιστολές, φωτογραφίες, σημειώματα για έργα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και κριτικές για το λογοτεχνικό του έργο. Επιπλέον, περιέχει υλικό από τη συμβολή του ως στρατιωτικός γιατρός στη διοργάνωση επιστημονικών  συνεδρίων, καθώς και για την ίδρυση της Κινηματογραφικής Λέσχης Καβάλας. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα στο σώμα του αρχείου κατέχουν τα τεκμήρια που αφορούν στη ζωή και το έργο των Νίκου Καββαδία, Ηλία Πετρόπουλου, Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, Γιώργη Παυλόπουλου και Νίκου Καχτίτση.
     Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας σε συνεργασία με τις εκδόσεις Κίχλη και το Λύκειο Ελληνίδων Βέροιας διοργανώνουν, με αφορμή τη δωρεά αυτού του σημαντικού αρχείου στη Βιβλιοθήκη και την ολοκλήρωση της επανέκδοσης όλου του έργου του συγγραφέα Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου από τις εκδόσεις Κίχλη, την εκδήλωση με τίτλο «Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ήλιος Αρχειοθέτης μνήμης Τόπων και Αισθημάτων»

το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024 στις 12.00 το μεσημέρι.

Ομιλητές:
Η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη, θα απαντήσει στο ερώτημα γιατί η γραφή του Η.Χ.Π. παραμένει αγέραστη στον χρόνο, αρυτίδωτη. Θα αναφερθεί στη γλώσσα, στο χιούμορ και σε κάποιες τεχνικές αφήγησης που χρησιμοποιεί στα κείμενά του. Θα κάνει και μια σύντομη αναφορά στη σημασία του αρχείου για τη μελέτη του έργου του.

Ο φιλόλογος- ερευνητής, Χρήστος Σκούπρας που επιμελείται του αρχείου, θα κάνει μία σύντομη περιγραφή του, θα μιλήσει για τους τρόπους αξιοποίησης του από τους ερευνητές και θα αναφέρει
δύο-τρία σύντομα παραδείγματα - "ιστορίες" από τον πλούτο των τεκμηρίων.

Ο συγγραφέας Γιάννης Καισαρίδης θα μιλήσει για τη σχέση του συγγραφέα με τον τόπο μας (Βέροια, Νάουσα) και για τη μεγάλη σημασία της δωρεάς του αρχείου του στη Δ.Κ.Β. Βέροιας.

Τον συντονισμό θα έχει η δημοσιογράφος-κριτικός βιβλίου Λαμπρινή Κουζέλη.


Με την υποστήριξη της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας Future Library
Επικοινωνία: Maestria Cultural Events

Live Streaming από την Υπηρεσία ΔΙΑΥΛΟΣ
https://diavlos.grnet.gr/room/1602?eventid=17031


Βιογραφικό Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου


 
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, γιος γνωστού δικηγόρου της πόλης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό Αργώ και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Σκαπτή Ύλη και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης. Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με το βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Ιατρική Επιθεώρησης Ενόπλων Δυνάμεων. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος Οι «Φρακασάνες» στο περιοδικό Αργώ. Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα Ταχυδρόμος (Καβάλας), Διάλογος (Θεσσαλονίκης), Διάλογος (Λεχαινών), Αντί, Χάρτης, Χρονικό, Το Τέταρτο.
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων πεζογράφων. Χαρακτηριστική του έργου του είναι η κυριαρχία του νοσταλγικού αισθήματος για την εποχή της νεότητάς του και η πικρή διαπίστωση του αδύνατου της επιστροφής της και της σκληρότητας της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσω ωστόσο μιας γραφής λιτής, έντονα υπαινικτικής, έμμεσα κριτικής και διακριτικά ειρωνικής.
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και κριτικογραφία βλ. Σπύρος Τσακνιάς, “Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος”, στο “Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67”, τ. Στ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σ.154-168 και Αλέξης Ζήρας, “Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Χ.” στο Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1697-1698.
[Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ]

ΒΡΑΒΕΙΑ:
Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω 1996
(για τη συλλογή διηγημάτων Ροζαμούνδη)
Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών 2010
(για το σύνολο του έργου του)
Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω 2010
(για τη συλλογή διηγημάτων Ο θησαυρός των Αηδονιών)
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2015
(για το σύνολο του έργου του)


ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΒΕΡΟΙΑΣ
Έλλης 8, 59132 Βέροια.
Τ 2331024494
http://www.libver.gr
email: info@libver.gr

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Σταύρος Βαβούρης, "Τα ακαριαία: Εμείς"





ΤΑΞΙΔΙ


Θα ταξιδέψω πάλι μες στα μάτια σου,
αν κι από λίμνες άλλοτε
μοιάζουνε τώρα επίφοβες
και όλο ομίχλη θάλασσες.

Ποιος ξέρει, τι τα κατοικούνε πια,
τι δράκοντες, τι δόκανα έχουν στήσει
για την τρελή μου διάθεση
τόσες φορές ναυαγισμένη μέσα τους
κι εν τούτοις πάντοτ’ έτοιμη
για μια καινούργια περιδιάβαση
                       στα σκοτεινά νερά τους.





ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

                                     Στον Γιώργο Σαββίδη
                                               που το αγάπησε


Μ’ άλειβε απόψε το φεγγάρι όλη τη νύχτα
γαλάζια πίσσα και χρυσή,
όπως αλείβουμε ένα σώμα αγαπημένο
με λάδι στην ακρογιαλιά.
Συλλογιζόμουν: αύριο
θα μ’ έχει κάνει είδωλο
για ν’ αλωνίζω πια στην παραλία
κάτω από τον ήλιο, το πρωί.
Ώσπου με κάλυψε έτσι ολόγυμνο
από το πρόσωπό μου απάνω
ίσαμε τα νύχια των ποδιών.

Σε μια στιγμή μεσουρανώντας
έστρεψε το κρανίο του τάχα μου τυχαία
χαμήλωσε, με κάρφωσε
έτσι όπως έκλεινα τα μάτια, ανύποπτος
και μ’ ένα σπίρτο αστραπιαία
μου ’βαλε πυρκαγιά.
Λαμπάδιασα και κόρωνα ίσαμε την αυγή.


                                                                1982





ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ


Μη, μην περάσεις στην απέναντι μεριά.
Δεν είν’ αψίδες φωτεινές,
στημένες καρμανιόλες είναι
που υποδύονται αναμμένες τις αψίδες
για να περάσεις κάτω από τα τόξα τους
τάχα μου νικητής.
Πού νικητής και πώς;
Θα σ’  α - πο - κε - φα - λί - σουν.

Μείνε λίγο ακόμα
στη σχετική ασφάλεια της σκιάς.
Ένα κερί που θα σου φέρω
όσο μπορώ πιο γρήγορα
θα ’ν’ αρκετό, ώσπου να ξημερώσει.
Γιατί θα ξημερώσει, μην τ’ αμφισβητείς.
Κάποια μέρα ξημερώνει τέλος πάντων.
Για όλους μας. Ξημερώνει.





GIUDICI, AD ANNA, GIUDICI*


Σπρώξε τους τότε τους ανίδεους
τους χαμερπείς και ξέφυγε
για μια στιγμή, για λίγα δευτερόλεπτα
απ άρχοντες αστάθμητους κι αόρατους
αλλά και σταθμητούς
π’ άρον άρον θα σε σέρνουν
σαν την Άννα Μπόλεϊν στο δήμιο.

Ξέφυγέ τους κι ούρλιαξε:
«Δικαστές, για μένα δικαιοκρίτες, δικαστές».

Όχι για να σε βγάλουν λάδι δηλαδή·
όπως εσύ,
όλοι τις έχουν κάνει τις λαδιές τους
όπως και η Άννα φυσικά.
Αλλά
τα χρόνια που ’ρχονται τουλάχιστον Μετά
να σε δικάσουν έντιμα
κι έστω, να σε καταδικάσουνε Σωστά.


____________
Σημείωση:
Giudici, ad Anna Giudici: Δικαστές, για την Άννα, δικαστές.
Άρια από την όπερα «Anna Bolena».






Τα ακαριαία: Εμείς (1984).
Πηγή: «Σταύρος Βαβούρης, Πού πήγε, ώς πού πήγε αυτό το ποίημα [1940-1993]», εκδ. Ερμής 1998.

Στην εικόνα: Caspar David Friedrich «Seashore in the fog» (1807).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Σωτήρης Σαράκης, "Οδός Κολοκοτρώνη"





ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ


Τον είδα, χάιδευε τους θάμνους
άκρη του δρόμου, και κατάλαβα
είναι παιδί στο μακρινό
χωριό του, κι ήθελα να του πω
τ᾿ αγκάθια, πρόσεξε
θ᾿ αγκυλωθείς, μα έτσι κι αλλιώς
δε θα μ᾿ ακούσει, φαίνεται ζωηρό
παιδί, θα πληγωθεί, θα τρέξει
λίγο αίμα, τότε

θα γίνει πάλι ο συνομήλικός μου
κύριος στον δασικό
δρόμο του Υμηττού, πόσες φορές
απ᾿ το πρωί δεν έχω γίνει ο ίδιος
έξι κι εφτά χρονών κι ύστερα πάλι
ο κουρασμένος οδοιπόρος, τον βαραίνουν
τα χρόνια, τον μπερδεύουν
οι αγριελιές, τα σχίνα, η χλόη, τα μικροσκοπικά
άνθη με το βαθύ τους μπλε, σταφύλια
τα ονομάζαμε, του κούκου, κουκοστάφυλα! αυτά

όλα αυτά τα δήθεν
αθώα άνθη και φυτά, χωρίς
να σε ρωτούν, σε πάνε
κάθε τόσο εκεί, ποιος ξέρει
τις σκοτεινές προθέσεις τους, μπορεί
κάποια φορά να σε κρατήσουν
στα έξι, στα εφτά σου χρόνια οριστικά
να σε κρατήσουν.


Από την ενότητα
«Καθ’ οδόν»





ΦΩΣ


Ηθοποιός σημαίνει φως
τραγούδησε πριν από χρόνια
      ο Δημήτρης Χορν
κι αλήθεια πως μπορεί
σε σπάνιες, εννοείται, περιπτώσεις
να σημαίνει φως, όπως επίσης

και ποιητής μπορεί
σε σπάνιες, πάντα,
      περιπτώσεις να σημαίνει
σκοτάδι και ξανά
σκοτάδι, εν τέλει φως

όπως οι δύο εκείνες
αρνήσεις που παλαιόθεν
καταλήγουν σε κατάφαση.


Από την ενότητα
«Με τους νεκρούς, με τους αγέννητους»





Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ


Αργούσε απελπιστικά ο αναμενόμενος
διορισμός μου ως φαροφύλακα, ρωτούσα
τους αρμοδίους, ρωτούσα
τον πατέρα μου, τη μάνα, ύστερα
ρωτούσα τα παιδιά μου, πότε

πότε επιτέλους θά ᾿ρθει
ο αναμενόμενος διορισμός μου, πότε
θα αναλάβω υπηρεσία, πότε θα εκπληρώσω
τον επί Γης προορισμό μου· ή μήπως

ή μήπως με εξαπάτησε ο Δημιουργός ή μήπως
όλα ήταν ιδέα μου, καιρός
την αιωνία κόλαση ν᾿ αρχίσω να αποδέχομαι, όταν

ήρθε επιτέλους ο διορισμός, μα οι φάροι
είχανε πια αχρηστευτεί, η τεχνολογία
τους είχε προσπεράσει, δείγματα
μόνο ανάβανε σ᾿ απόκρημνες
ακτές για τους ρομαντικούς, περίπου αργόμισθος
θ᾿ ανέβαινα στο βράχο, ή και εξ αποστάσεως
θα διεκπεραίωνα το ρόλο μου

δέχτηκα ωστόσο το διορισμό, θ᾿ ανέβω
στον ποθητό μου βράχο, θ᾿ ατενίζω
το πέλαγος μέρα και νύχτα απολαμβάνοντας
τον δύσκολο, μονήρη βίο μου και –ποιος ξέρει–
μπορεί να γίνει και το θαύμα, ένα καράβι
στα κύματα χωρίς ελπίδα να χτυπιέται, θα το δω
και θά ᾿βρω τρόπο, αρχαίο τρόπο, θα το σώσω
μ᾿ όλους τους ναύτες του θα σώσω
το καράβι, και θα σώσω
την άτυχη ψυχή μου.


Από την ενότητα
«Τα ερωτήματα»





ΑΚΛΟΝΗΤΟΙ


Καινούργια τρέλα είν’ αυτή
φρίξαν οι συντηρητικοί, καινούργια
τρέλα, τι θα πει αναπτύσσεται
αλλάζει, αναπαράγεται, για δες
εκεί ένα ψίχουλο στεριάς, πιο μαλακό
δε γίνεται, η πρώτη πέτρα
που θα κυλήσει απάνω του το λειώνει, τι
ψάχνουν πια, τι ανόητα
πειράματα, φρίξαν
οι συντηρητικοί, εδραίοι
βράχοι, συμπαγείς
ακρίτες θαλασσόδαρτοι

ακλόνητοι
στέκουν ακόμα εκεί
και φρίττουν.


Από την ενότητα
«Κοσμο-γραφικά»





Ο ΤΟΠΟΣ


Γνωρίζει ο τόπος τη φωνή σου.
Γνωρίζει ο τόπος τη φωνή σου· όταν
δεκαετίες απανωτές μετά βρεθείς
στις ερημιές των παιδικών
και εφηβικών σου χρόνων, μέρη
απόκοσμα, καλείς
τους εντόπιους νεκρούς σου, ο τόπος

αποκρίνεται, γνωρίζει
τους νεκρούς σου και γνωρίζει
τη φωνή σου, προπαντός
γνωρίζει τη σιωπή σου, ανέκαθεν
σ’ αυτό συντονισμένοι, ώστε μπορείς

ήσυχος πια μπορείς
ν’ αποχωρήσεις, κι ας το ξέρεις
πως είναι αυτή η τελευταία επιστροφή σου.


Από την ενότητα
«Προς τη σιωπή»





Από τη συλλογή «Οδός Κολοκοτρώνη», εκδόσεις Κουκκίδα, 2024.




Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Από το 1967 ζει στην Αθήνα όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Έχουν εκδοθεί δώδεκα ποιητικές συλλογές του, από τις οποίες οι επτά πρώτες βρίσκονται τώρα συγκεντρωμένες στους τόμους: Δοκιμασίες και δοκιμές (Κουκκίδα, 2011) και Στιγμή στο χάος (Κουκκίδα, 2014). Συνεργασίες του (κυρίως ποιήματα) υπάρχουν στις σελίδες γνωστών λογοτεχνικών περιοδικών. Ακόμη, ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες ή αναρτηθεί στο Διαδίκτυο, ενώ αρκετά έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες.


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης, "Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα"




Πατρίδα

Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδειές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κ’ αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.

Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.





Πλατύς δρόμος

Μητέρα
σε συλλογιζόμουνα πολύ τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα
κάτω απ τ αντίσκηνο.
Όταν θα γύριζα καμμιά φορά
σκεφτόμουνα να σ αγκαλιάσω.
Μητέρα, δεν πειράζει που τα σεντόνια μας τρύπησαν
μυρίζει τόσο όμορφα η κρεμμυδόσουπα που μου ’τοίμασες
− έτσι σκεφτόμουνα να σου πω.

Μα βγάλε, λοιπόν, τα χέρια απ' το πρόσωπό σου
κοίταξέ με.
Ο κόσμος είναι ένας δρόμος πλατύς.
Μπορεί να τον διαβεί κανείς
και μ ένα ξύλινο πόδι
μητέρα.





Σε περιμένω παντού

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά
Θα θυμάμαι τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω απ’ το τρυφερό σου στόμα
κι ο έρωτάς μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
γιατί σ’ αγαπώ.

Μη χάσεις το θάρρος σου. Εμείς πάντα το ξέραμε
πως δεν χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.
Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται
οι σκοτωμένοι του αγώνα μας.

Κλείσε το σπίτι
δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ’ όποιο μέρος της γης
σ’ όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο.

Εκεί −
θα σε περιμένω, αγάπη μου.





Λαϊκές ιστορίες

Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς
για τα βρόμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι
όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα
μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος.
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια
μένουν ανύπαντρα.

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε
και πολεμήσαμε.

Αυτή είναι η ιστορία μου.





Ποιητική

Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.

Κι όταν πεθάνω και δε θα ’μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.




 
«Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα» (Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956).
Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση [Τόμος 1]», εκδ. Κέδρος, 14η έκδοση 2003.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Ηρώ Νικοπούλου, "Το Θαύμα στην Εντατική"





Ταποθαμέναμας


Ξεμακραίνει το σιωπηλό φίδι της πομπής
και χάνεται
πάντα χάνεται αλλά μένει
σκέφτομαι πάλι ταποθαμέναμας
σαν τα παιδιά
δεν έχουν φύλο
δεν έχουν παρελθόν ούτε ιδιότητες
δεν είναι εργάτες δικηγόροι δάσκαλοι γιατροί
δεν είναι μάνες κλέφτες στρατηγοί
κομμωτές αδελφές πολιτικοί ή κρεοπώλες
είναι απλώς
ταποθαμέναμας.
Πότε-πότε ανάβουν
τα κρύα βράδια τους φανοστάτες
σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
ή κουρδίζουν ατέλειωτα
μ
 αφηρημένο χαμόγελο τις λατέρνες στην Πλάκα

Αλλού πάλι ταποθαμέναμας δεν ξέρουν
και πολεμούν ακόμα στα Στενά
στην Τριπολιτσά στη Χιμάρα
βλέπεις κανείς δεν τόλμησε να τους μηνύσει
Ταποθαμέναμας είναι αισιόδοξα και τρυφερά
τα βράδια κουρνιάζουν στον ύπνο μας
ρουφούν την ανάσα μας στο πηχτό σκοτάδι
τα χαράματα μάς χαρίζουν τα όνειρά τους
για μια γουλιά καφέ κι ένα αποτσίγαρο
ύστερα ζαλώνονται πάλι τ’ άρματα
και πολεμούν αδιαμαρτύρητα στο πόστο μας
ελπίζοντας πάντα να συγχωρεθούν
για να ζήσουν ξανά





Ο χρόνος που περνά και χάνεται


Πάει εκδρομή στις λαϊκές
με παπούτσια αθλητικά
και ψαθάκι του ήλιου
γεμίζει χρώματα το καροτσάκι
γλαρωμένα ψάρια μεσημεριάτικα
Με το μούχρωμα τραβά κατά τα νερά
κι επιβλέπει τον άνεμο
από τους σιωπηλούς γερανούς
των ναυπηγείων
Στις μεγάλες αντάρες
τεμπελιάζει του παίρνει καιρό
όμως εντέλει αποκαθιστά τον ορίζοντα
σαν το νερό στο αλφάδι
Τα καλοκαίρια ασβεστώνει ξωκλήσια
Το μαρτιάτικο ξημέρωμα
παραδίδει ωδική στα πουλιά
Σαβανώνουν οι αράχνες του
κοιμητήρια και χαμοσπηλιές
γεφύρια κι ουρανοξύστες
τον αντιγράφουν οι καλλιτέχνες
και ξιπάζονται ανεπανόρθωτα
άλλοτε πάλι αργοπορεί σαν ξένοιαστος
πάνω σ’ οργωμένο χώμα
ποδοποτάει την σοδειά και χάνεται

Πού πάει ο χρόνος όταν φεύγει
Βάζει τα παπούτσια του και σε κυνηγά
γαλαξιακό γίνεται φως
στο μάτι μακρινού τηλεσκοπίου
σύνθημα γίνεται στο στόμα
εκ γενετής αλάλων
Κάνει την πρωινή γυμναστική του
στο πρώτο κλάμα ενός μωρού
Κόλουρος είναι και φυσά
μέσ’ απ’ την ουρά του
κι όλο επιστρέφει
μέσα από παλιά σπασμένα
Ζενίθ μεγαλόπρεπα
Ο Μέγας Ωρολογοποιός που
κουρδίζει τον υπερφίαλο πετεινό
και τα ταπεινά του πάγκου ρολόγια
με βήματα ανεπαίσθητα αθόρυβα
ανύπαρκτα
και πάντα πέφτει ύστερα απαλά
χιονίζει τρυφερή καρβουνόσκονη
στις απορημένες μας πλάτες


Από την ενότητα
«Το Θαύμα στην Εντατική»





Το σπίτι στη Σαλαμίνα

                Μνήμη Μύρας και Νάσου Νικόπουλου


Λάσπες θεμέλια τσιμπούσια και γέλια
δωμάτια ψηλά με βαθιούς ουρανούς
πευκάκια λιγνά τρομαγμένα
ξεμαλλιάρικα γύρω τα βάτα του δάσους
παιδιά σκυλιά θαλασσόνερα αγκαλιασμένα
μ’ αστέρια στις χούφτες προζύμι
της νύχτας ψιχάλες κι αλάτι φυρό
στης Φανερωμένης το θάμπος
αφανέρωτης τότε ζωής γλυκασμός

Τώρα ζει μοναχό του
ανατολής και δύσης τη ρέμβη
μες στον πυκνό του αέρα
μπαινοβγαίνουν οι ώρες ψιθυριστά
με τον ήλιο στα πλάγια
στριφογυρνάνε στα τζαμωτά
σα μέλισσες κήπου
την άυλη τρυγούνε τη γύρη
Κουβέντες παλιές φουντώνουν το δείλι
βουίζουν με ήρεμο πάθος
τρίζει το τζάκι φλέγεται για μια ρίζα ελιάς
τα πουλιά κελαηδούν και τις νύχτες
τυλίγονται τα κυπαρίσσια στις μακριές τους σκιές
λόγια ξεχασμένα κουρνιάζουν στις φυλλωσιές
και πάντα αδικημένες οι γάτες ολόγυρα
φύλακες πιστοί των ψυχών

Στο σπίτι της Σαλαμίνας
τις Κυριακές τριγυρνούν
μες στις χνουδωτές τους ρόμπες
οι φωτεροί του απόντες
κοιτούν κατάματα το πέρα στο Πέραμα
πίσω από τα τζάμια
μισοκλείνουν τα μάτια
στων νερών το στραφτάλισμα
στης Ελευσίνας το πλάι
παινεύουν το μωβ της αρμπαρόριζας
που αναπαύεται στο βορινό παρτέρι
τους μικρόφυλλους oro di bogliasco κισσούς
πεινασμένα που βυζαίνουν τους τοίχους
τ’ αειθαλή λιγούστρα
που αλεξίσφαιρα λάμπουν στο φως
ύστερα γυρνούν την πλάτη στη θάλασσα
στο βάθος πλάι στο πιάνο περιμένει ο Ναμπούκο
να πιούνε μαζί καφέ στο σοφρά
σε φλιτζάνια διαφανή με κίνηση αργή
που αιωρείται διαθλασμένη στο φως
από κάτω ακούγεται ρυθμικός πάντα
ο ξύλινος αργαλειός να υφαίνει τα Νήματα
Όλα ανασαίνουν ήσυχα πάνω απ’ το κύμα
το σπίτι με την τετράγωνη λιακωτή του αγκάλη
κι όλες τις βρύσες του ξάγρυπνες
για την ξηρασία που ξημερώνει
χαμογελούν αχνά στον Καιρό
με την σοφία του βράχου


Από την ενότητα
«Τόποι»





Ναυτικός


Κάτω από λάμπα θυέλλης
τη θέση του ψάχνει στο χώμα
σειρά οι γραμμές κι οι χαράξεις
πάνω σ’ εκείνες πάλι τις πρώτες
στου αστρολάβου τις αζιμούθιες προβολές
Δεν είναι πια ταξιδευτής
τα ταξίδια που ήταν τα έκανε
Το ένα έκτο τώρα του κύκλου τού φτάνει
να φανταστεί τα υπόλοιπα
πα’ στον εξάντα που άρπαξε τότε
από παλιό φορτηγό
Των άστρων το δίχτυ κοιτά
πίσω απ’ το τζάμι
τ’ αντίγραφο τ’ ουρανού
που φορά στον καρπό του
για την ώρα του σύμπαντος μέσα του
Αλλά δεν είναι πια ταξιδευτής
ούτε καν σε γκαζάδικα
είναι μονάχα ξένος πολύ
παντού και βαθιά του
δια βίου μετανάστης
στο σπιτικό και στα λόγια της
που ψάχνει για τ’ αχαρτογράφητα
νέα λήμματα της στεριάς
όπως
συντροφιά στη μέσα φωλιά

Ζει κάθε μέρα το πένθος που πρόκειται
με πρόκες μπηγμένες βαθιά στο σκαρί του
Ξέμπαρκος στηρίζεται στη κουπαστή της βεράντας
τις νύχτες βουλιάζει στην αφρισμένη θάλασσα των γιωταχί
αναπολεί σιρόκο γαρμπή και πουνέντε
τους χάρτες προβάλει των άστρων
στης σάλας τις σαλεμένες σκιές
διαταγές μουρμουρίζει στο δρόμο
Και κάθε πρωτοχρονιά χαρίζει το παλιό του τσιμπούκι
στον ζωγράφο του γνωστού πορτρέτου
μήπως και τα μάγια λυθούν





Εργολάβος


Δεν ήξερε πως πέθαιναν τα σπίτια
πως τα τραβούσαν προς τα κάτω
από τις ρίζες οι νεκροί τους
υδραυλικά καλώδια σωλήνες
τρίζαν βογκούσανε πριν πέσουν
τα πορτόφυλλα για μήνες

Δεν είναι η αντιπαροχή παιχνίδι
πανωσήκωμα λειψό
της ύπαρξης επόμενο στασίδι
αλλά της πόλης αυτόγνωμη πορεία
Δεν ήξερε πως πέθαιναν τα σπίτια
οι ήχοι και τα φώτα τους
οι κήποι τους κι η καθημερινή συνήθεια

Δεν ήξερε για νέες προοπτικές
νανοτεχνολογία και ίνες οπτικές
ξεκίνησε κι ας στέναζε η γη
στο στιβαρό το σκάψιμο
σωμάτων πεισμωμένων
που τράβαγαν γραμμές
για λήψεις νέων δεδομένων
ολόγυρα σκορπώντας χώματα
υψώνοντας αντένες
ακόμα πιο ψηλές
κι από παλιά αετώματα


Από την ενότητα
«Άνθρωποι»





Από τη συλλογή «Το Θαύμα στην Εντατική», ΑΩ Εκδόσεις, 2024.
Η εικόνα του εξωφύλλου είναι λεπτομέρεια από το έργο της Ηρώς Νικοπούλου, Αγγελικά σχήματα ΙΙΙ (λάδι σε καμβά 180x150 εκ.).




Η Ηρώ Νικοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει εκθέσει έργα της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία ποίησης και πέντε πεζογραφίας. Ποιήματα και διηγήματά της μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Έχει συμμετάσχει σε πολλά Διεθνή Φεστιβάλ ποίησης, ενώ ένας τόμος ποιημάτων της κυκλοφορεί στα Ισπανικά. Από το 2010 συνδιευθύνει με τον Γιάννη Πατίλη την ιστοσελίδα για το μικρό διήγημα Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι. Το 2019 το λογοτεχνικό περιοδικό Σίσυφος αφιέρωσε το 17ο τεύχος του στο ποιητικό και πεζογραφικό της έργο. Είναι μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.