Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Τόλης Νικηφόρου, "Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα"




αίνιγμα


με κάποιο τρόπο μαγικό
η ανάμνηση έχει γίνει προσμονή
κι όλες οι σκονισμένες μέρες μου
έχουν λουστεί στα μάτια σου
αστράφτει η Κυριακή στη γειτονιά
σαν καθαρό πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο

λοιπόν τι να ’ναι αυτό το ρίγος
αυτή η εξαίσια λάμψη
οι σπίθες στο μισάνοιχτο παράθυρο
το ξεχασμένο άρωμα στο χώμα
η μουσική που πάλι ακούω στο μπαλκόνι μου
τι να ’ναι αυτό το κόκκινο πουλί
ανάμεσα στα φύλλα
μεθυστικό σαν άνοιξη;

φωνή, ανάσα, ανάλαφρο περπάτημα
ή ξαφνικό χαμόγελο
τι να ’ναι αυτό το θαύμα;





μαθαίνω πάλι να διαβάζω


όπως σε σκοτεινό δωμάτιο
από τις χαραμάδες εισχωρεί
παρήγορη μια αχτίδα φως
και ξαφνικά στη μνήμη
μ’ ένα δειλό φτερούγισμα
αστράφτει το γαλάζιο
μαθαίνω πάλι να διαβάζω
τα μυστικά φωνήεντα στο άγγιγμά σου

το βλέμμα μου στο όνειρο
μαθαίνω πάλι να εμπιστεύομαι
στο μονοπάτι που ελίσσεται
ανάμεσα σε απαλές καμπύλες
ως τη διάφανη κοιλάδα της παλάμης σου

αυτός ο δρόμος δεν αρχίζει και δεν φτάνει
δεν έχει λύση το αίνιγμα
η ισόβια μαθητεία στο θαύμα





όσα για λίγο τιθασεύει η προσμονή


πορτοκαλί ημίφως στο δωμάτιο
μισάνοιχτα τα χείλη
μισάνοιχτα τα γυναικεία γόνατα
όσα για λίγο
πολύ λίγο τιθασεύει η προσμονή

μάτια υγρά απάτητα
ψιθυριστή φωνή
ένα ρίγος ανεπαίσθητο
που διατρέχει την επιδερμίδα
και τη βελούδινη κομμένη ανάσα

μετέωρη η στιγμή
πάνω απ’ την άβυσσο
μετέωρη η φωτιά
στις χαραμάδες
μέχρι το πρώτο άγγιγμα
το πρώτο εκείνο αχ





κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας


καμιά φορά αργά το βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό μας σπίτι
με προσμονή την πόρτα ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας

με το κλειδί στο χέρι ακόμα
το σιδερένιο εκείνο, το μεγάλο
από δωμάτιο σε δωμάτιο τριγυρίζω
αγγίζοντας, μυρίζοντας και βλέποντας σχεδόν
σε κάθε αέρινο μου βήμα

μήπως και είναι κάπου εδώ
πάντα ζεστό το χέρι του πατέρα
του αδερφού μου η προστατευτική αγριάδα
κι αυτή της μάνας μου
η πανταχού παρούσα απουσία
μήπως και είναι εδώ
το καλογυαλισμένο μας βαρύ τραπέζι
η φωτογραφία που χαμογελάει στον τοίχο
με τα πολύχρωμά του σχέδια το χαλί
μήπως και είναι εδώ
το πάτωμα, οι τοίχοι, το ίδιο το σπίτι
μήπως ακόμα μπαίνει από την μπαλκονόπορτα
η απέραντη πλατεία που αγαπούσα

και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι κλαίω
κλαίω απελπισμένα στ’ όνειρό μου
τα δάκρυά μου όλα τα θαμπώνουν
όλα όσα το φως της μνήμης καταυγάζει





δεν είμαι μόνος


κάποιες στιγμές
κάποιες πολύχρωμες κλωστές
που αιωρούνται στο κενό
μες στην ομίχλη

μάτια γαλάζια
φωτεινά
μάτια γλυκά
κι όμως θλιμμένα, μακρινά
πηγές της μνήμης

ο ήχος μιας φωνής
φωνής από πολλές φωνές
και μουσική
καθώς προφέρει απαλά
το λάμδα στ’ όνομά μου

πέρα απ’ τον κόσμο
με καλούν
πέρα απ’ τον κόσμο
τις καλώ

κι είμαστε ένα
μέσα μου όπως πάντα ένα
εγώ και οι σκιές
οι αγαπημένες μου σκιές

δεν είμαι μόνος





μια κιμωλία στον μαυροπίνακα


ξαναδιαβάζω τα ποιήματά μου
χρόνια μετά βυθίζομαι στα χρώματα
στη μουσική των λέξεων
έκπληκτος διακρίνω
να αναδύονται γρίφοι και αινίγματα
εκστατικά φωνήεντα
που θέλγεται το άγνωστο να μου υπαγορεύει

κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα
αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα
μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά
ανάμεσα στα δάχτυλα του





Από τη συλλογή «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα», εκδ. Μανδραγόρας, 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου