Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Νυχτερινά"




ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ


Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών

Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι

Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών

Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι’ αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους

Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.





ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι
        ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ’χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.






ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ

της Magali, της Τατιάνας

Ι


Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας
        απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της
        νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του
        νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα
        γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε
        κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον
        καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια
        ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο
        τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί
        ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα
        φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την
        πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.





IV


Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα
        δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ’μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;

Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες
        καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.





V


Ποιος απαντάει; ποιος όρθιος μπρος στην πόρτα
Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε
Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο

Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν
Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου
Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο
Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις
        χαραμάδες του
Κι αν ’ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας

Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος
Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα
        παιδί σου
Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει
Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ’ταν
        καλύτερα
Να σάλευαν μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα
Μη βρίσκεις τ’ αυτιά μου και τις κόγχες μου
Θα ’ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή
Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιους ρωμαλέους
Παρά να ’ναι η φωνή μου παραμορφωμένη
Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει

Τι σε ρωτώ όλα τ’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν
Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά
Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ
Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα
        ανθρώπων
Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ’κοψε το
        τραίνο
Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη
Ν’ ακολουθούνε τη σιγή τους.





VI


Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη
        θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές
        φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ’μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ’μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σε όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ’μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θε μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.





Από τη συλλογή «Νυχτερινά» (1956).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου