Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Μάτση Χατζηλαζάρου, "Κρυφοχώρι"




απόγεμα


Μαύρη γάτα γυαλιστερή
λάγνα σα μάτι
κατοικίδιο
εσύ ελεύθερο
στην ηδονή έχεις
μιαν ανάσα αλλόκοτη
ήμερη ήμερη ήμερη
η ράχη σου βρίσκει
μες στο δωμάτιο
όλα τα λησμονημένα χάδια

κι αν δοκίμαζα με σένανε
τα ξόρκια μου
κι αν σε ονομάτιζα
Γριγρίτσα μου γυαλιστερή
εσύ ελεύθερη

όχι καλύτερα
να σε πω Γριγρία
γυαλιστερή μου λάγνα
Γριγρία
μαύρη σα μάτι
παίζεις καθώς γράφω
ψευτοδαγκάνεις το στιλό μου
Γριγρία λεβεντιά
ξένοιαστα ζυγώνεις
τη μελάνη ή το λόγο
παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά
μα ποτές το ρήμα πεθαίνω





βράδυ


Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα
ανακάλυψε πως
μαζί της δεν έσερνε μόνο
τον στίχο της Βάρκιζας
αλλά και λίγην άμμο
που ’τριζε σιγά σιγά
μες στον ποδόγυρο
ενός φουστανιού
γι’ αυτό λέει
πάντα ακούω το άγχος
εκείνης της ώρας
που όλα θρυμματίστηκαν
κι έγιναν ένα
με την αμμουδιά
σάπια και άχρηστη
είμαι εδώ μόνη
πάνω στα τελευταία
συντρίμμια της ζωής που ξέρω
η πίκρα μου η θλίψη
πλέουνε συνεχώς
κατά τη θάλασσα
σαν τα ψόφια ψάρια
που κατηφορίζει ο Σηκουάνας
Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα
θέλεις να βγεις
έλα      ανοίγω την πόρτα
φύγε και συ
δε χωράνε πια τα ψέματα





άσμα


Σήμερα νομίζω
τελευταία φορά
θα σε τραγουδήσω γιατί
εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που
κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
ένα Ζήτω με ψηφία
και λίγες πούλιες
μαύρες ή τριανταφυλλιές
μες στο χώμα τής αρένας
δε σπαρταράνε βέβαια όπως
η δράση
η σάρκα
που είσαι
όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη
κατάκαρδα
είπα τι χρειάζεται
και λέω δεν πειράζει
δεν πειράζει πετάμε όλα τα λόγια
όπως να ’ναι
η αγάπη
ξεντύνει τα κορμιά
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
με κλείνεις
με στολίζεις φυτά
και τα περιποιέσαι
με μυρίζεις
με διψάς
με κρατάς
ξαφνικά
με λύνεις
και γελάω ακόμα ακόμα
πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που
μετά λασπώνουνε κι έχουνε για νήμα τα φύλλα του φθινόπωρου
άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω
γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα
χρόνους και χώρους πολλούς
με αντικείμενα
με ορέξεις
με δάση με άγριες φράουλες
με ζωγραφική
εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράγματα και τα
ονόματά τους και τη φθορά τους
τι άλλο
είναι ο κύκλος
από την ίριδα του ματιού σου
ακτίνα μελαχρινή
ριπή
της ορμής
τι άλλο
είναι η ύπαρξή μου
από μια νέα σφαίρα
με τα έπιπλα
με τη φύση
όταν μ’ αγαπάς
μικρή εικόνα στρογγυλή
μες στην ίριδα του ματιού σου
είμαι
σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο
κοντά στη θάλασσα
άσπρο το αλάτι της
ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά
αισθάνουμαι τον ήλιο μαύρο
και τα μάτια σου
άλλοτε είμαι
λαχανιασμένη
σκύβω το πρόσωπο
χιονίζει δυνατά
ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο
μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι
και η ίρις του ματιού σου
που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες
κουκίδα είναι      αητού πέταμα
και διαγράφει πράξεις
τοπία
ή ζωές
έτσι θυμάμαι
τι σχήματα αφήνει
όποιος ξεριζώνει δέντρα
και όποιος χτίζει γιοφύρια
γιατί εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που
κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
χαμογελάς
και μου τάζεις
κάτι γοβάκια
από δέρμα μανταρινιού
μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς
σαν άγρια άλογα
λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια
ρίχνεις παράξενα ζάρια
με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου
φυτρώνουν τα λόγια
ανάμεσα     μια νυχτερίδα
στα σμιγμένα φρύδια
με τη σελήνη
τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος
και το βλέμμα σου
είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου
με μένα





Από τη συλλογή «Κρυφοχώρι» [εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)].
Πηγή: «Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985», εκδ. Ίκαρος, 1989.

Στην εικόνα: Javier Vilató, Η Μάτση Χατζηλαζάρου με τη γάτα της Γριγρία.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Το εγκώμιο της σκιάς"




Λαβύρινθος


Πόρτα ποτέ δε θα υπάρξει. Κι είσαι μέσα
και το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν·
δεν έχει ούτε μπρος ούτε πίσω όψη
ούτε περίβολο ούτε κέντρο μυστικό.
Μην ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος
που πάλι διακλαδίζεται σε άλλον,
και πάλι διακλαδίζεται σε άλλον,
κάπου τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο
σαν τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει
ο ταύρος που είναι άνθρωπος κι η αλλόκοτη,
πολύμορφη όψη του σκορπάει τον τρόμο
μέσα σ’ αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι.
Δεν υπάρχει. Να μην ελπίζεις ούτε καν
μέσ’ απ’ το φοβερό σκοτάδι να φανεί το τέρας.





Ρουμπαγιάτ


Η φωνή μου στου πέρση τα μέτρα γυρίζει
και πως ο χρόνος είν’ εκείνα, μου θυμίζει
τ’ άπληστα όνειρα που υφαίνεις μέρα νύχτα
κι ο μυστικός Ονειροπόλος σ’ τα σκορπίζει.

Και μου θυμίζει ακόμα πως η φλόγα είναι στάχτη
η σάρκα σκόνη, το ποτάμι οφθαλμαπάτη
που καθρεφτίζει στα νερά του τη ζωή μας
καθώς μας παρασέρνει στ’ ανοιχτά σε άλλα πλάτη.

Και μου θυμίζει πως το αγέρωχο μνημείο
που υψώνει η έπαρση, είναι μόνο ένα σημείο,
μια λάμψη ασήμαντη, ένα μικρό χαλίκι
μέσα σ’ Εκείνου το απύθμενο ορυχείο.

Και μου θυμίζει πως τ’ ολόχρυσο αηδόνι
κελαηδά για μια στιγμή κι ευθύς ψηλώνει
και χάνεται στης νύχτας τους βυθούς, που τ’ άστρα της
σαν το πολύτιμο χρυσαφικό κλειδώνει.

Πέφτει το φως του φεγγαριού σ’ αυτόν το στίχο
που γράφεις, και η λάμψη του πάνω στον τοίχο
του κήπου γίνεται μαρμαρυγή γλαυκή
ψάχνοντας μάταια της φωνής σου τον ήχο.

Να ’σουν κι εσύ όπως τις στέρνες −που αιώνες
κάτω απ’ το φως του φεγγαριού αστράφτουν μόνες−
ένας υδάτινος καθρέφτης που αντιγράφει
κάποιες παράξενες, αιώνιες εικόνες.

Αν ξανάρθει του πέρση η σελήνη, κι οι χαμένοι
της άμμου ορίζοντες, στο χρυσάφι βαμμένοι.
Το χτες είναι τώρα. Κι εσύ είσαι οι άλλοι
εκείνοι που έχουν γίνει χώμα πια: οι πεθαμένοι.





Επίκληση στον Τζόις


Διάσπαρτοι σε σκορπισμένες πολιτείες
όλοι μαζί και ταυτόχρονα μόνοι,
υποδυόμασταν τον πρωτόπλαστο Αδάμ
που έδωσε στο κάθε πράγμα τ’ όνομά του.
Απ’ τις πλατιές κατηφοριές της νύχτας
εκεί που συνορεύει με τα χαράματα της μέρας,
γυρεύαμε (ακόμα το θυμάμαι) λέξεις
για τη σελήνη, για το θάνατο, το πρωινό
και τις υπόλοιπες συνήθειες του ανθρώπου.
Γίναμε ο εικονισμός, ο κυβισμός,
οι αποσυνάγωγοι, οι αιρεσιάρχες
που τα μωρόπιστα πανεπιστήμια εκτιμούνε τώρα.
Επινοήσαμε την απάλειψη της στίξης
τα κεφαλαία γράμματα,
στιχουργήματα των βιβλιοθηκάριων της Αλεξάνδρειας
σε σχήμα περιστεριού.
Στάχτη το έργο των χειρών μας
και η πίστη μας φλεγόμενη πυρά.
Εσύ, στο μεταξύ,
στις πολιτείες της εξορίας,
αυτής της εξορίας που για σένα ήταν
το αποκρουστικό μα επιλεγμένο σου εργαλείο,
το όπλο της τέχνης σου,
ύψωσες τους δύσβατους λαβυρίνθους,
απειροστικούς και άπειρους
εντυπωσιακά ασήμαντους,
πιο πολυάνθρωπους κι από την ιστορία.
Θα πεθάνουμε χωρίς ν’ αντικρίσουμε
το θηρίο το δίμορφο ή το ρόδο
που αποτελεί το πολυδαίδαλο κέντρο σου,
η μνήμη όμως συγκρατεί τα φυλαχτά της,
τις απηχήσεις της απ’ τον Βιργίλιο,
και έτσι στους δρόμους της νύχτας
διασώζονται οι έξοχοί σου κάτω κόσμοι,
τόσες διακυμάνσεις, τόσες μεταφορές
και τόσα μαλάματα των ίσκιων σου.
Τι σημασία έχει η δικιά μας δειλία
αν έχει η γη έστω κι έναν γενναίο,
τι σημασία έχει η λύπη
αν μέσα στους καιρούς κάποιος ένιωσε ευτυχισμένος,
τι σημασία έχει η χαμένη γενιά μου,
αυτός ο θολός καθρέφτης,
αν τα βιβλία σου τη δικαιώνουν.
Είμαι οι άλλοι. Είμαι όλοι εκείνοι
που περισώθηκαν απ’ τον πεισματικό σου μόχθο.
Είμαι όλοι εκείνοι που χωρίς να τους ξέρεις τους σώζεις.



Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης



Από τη συλλογή «Το εγκώμιο της σκιάς» (1982).
Πηγή: «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα»,
Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης.
Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006.

Στην εικόνα: ο Jorge Luís Borges, φωτογραφία της Grete Stern, 1951.
Πηγή για την εικόνα: Wikipedia.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Χρίστος Λάσκαρης, "Τέλος του προγράμματος"




Ο ΤΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ


Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα.
Ό,τι διαβάζετε,
είναι ο τρόμος της ψυχής μου.

Δοσμένος σε παραλλαγές.





ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Περίλυπη γίνεται η ψυχή μου
το απόγευμα της Κυριακής,
όταν ο ήλιος
πίσω από τις πολυκατοικίες χάνεται.

Αυτό το αίσθημα
το ζούσα έντονα παιδί,
καθώς
−πάλι Απόγευμα Κυριακής−
μετά από ’ναν περίπατο στην εξοχή,
μπαίναμε σιωπηλοί
στους σκιερούς δρόμους της πόλης.





ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΡΟΜΑΚΙΑ


Ζηλεύω τους μεγάλους δρόμους.
Μοναχικοί,
τραβούν μακριά,
ερωτευμένοι με το άγνωστο.

Ενώ τα δρομάκια,
σέρνουνται στις φτωχογειτονιές·

σε τρομερά αδιέξοδα.





ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ


Πιάνω τον εαυτό μου πότε πότε
να αναστενάζει,
βαθιά
με αναφιλητό.

Σα να ’χει μέσα μου σαλέψει
κάποιο ναυάγιο.





ΕΠΑΡΧΙΑ


Πέρασε και το τελευταίο τραίνο.
Τα όνειρα
τραντάχτηκαν για μια στιγμή
μέσα στις κάμαρες
κι ύστερα ησυχία,
τίποτα.

Έξω το φεγγάρι
έγλειφε τους τοίχους.





Από τη συλλογή «Τέλος του προγράμματος».
Πηγή: «Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα», β΄ έκδοση, εκδ. Γαβριηλίδης 2009.

Στην εικόνα: Bruno Catalano «Les Voyageurs / Le Grand Van Gogh».
Πηγή για την εικόνα:
https://antikleidi.com/2013/04/19/bruno-catalano/

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Πολύνα Γ. Μπανά, "Δύο ποιήματα"




ΔΗΛΩΝΩ «ΟΙΚΙΑΚΑ»
ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ


Ο χρόνος έχει παγώσει και συρρικνωθεί
στις καθημερινές οικιακές ασχολίες.


Χρειάσθηκε     ένας άγνωστος ιός,
                           μια πανδημία
                           &
                           μια απαγόρευση κυκλοφορίας,


λίγο μετά την είσοδό μου στα πενήντα,
για να με καθηλώσει
η ευκολία
με την οποία το πόδι μου γλίστρησε
μες στο στενό γοβάκι της απλής νοικοκυράς,

απ’ την οποία ευπειθώς κράτησα τις αποστάσεις
(υψώνοντας, από μικρή,
στη δική μου βραχονησίδα,
την κυματίζουσα σημαία
της πιο αδιαπραγμάτευτης,
γυναικείας ενδυνάμωσης).


Ως γνωστόν,
σχεδόν ποτέ και σε κανένα
δε δίνεται η ευκαιρία
να περιηγηθεί
στην αντιπέρα της δικής του κοσμοθεωρίας, όχθη.


Και ναι μεν, το γοβάκι ήτανε, πλέον,
αμετάκλητα μικρό για τα μέτρα μου (και τα σταθμά μου),
αλλά, για ένα δίμηνο-τρίμηνο,
υπήρξε μία εξόχως σπάνια θητεία
στην άλλη πλευρά των -γυναικείων- πραγμάτων.





ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ  ΔΕΣΜΟΙ  (ΚΑΙ ΤΡΙΓΜΟΙ)
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ SARS-CoV-2


Η πιο σκληρή νέα πραγματικότητα
εκτυλίσσεται μέσα στο σπίτι
και όχι εκτός.

Ο κατ’ οίκον εγκλεισμός και
ο διαρκής αναγκαστικός συγχρωτισμός
επισύρουν την πιο βίαιη αναμέτρηση
με τη μέχρι πρότινος λανθάνουσα (;) υποψία

ότι λίγο γνωριζόμαστε
κι ακόμη λιγότερο συμπαθιόμαστε,
αν και, υπό νορμάλ συνθήκες,
συνθέτουμε -αυτό που λένε- οικογένεια.

Άλλο, όμως, να συναγελαζόμαστε με χρονόμετρο,
συνωθούμενοι, το πρωί, μπροστά στο μπάνιο
και καθήμενοι, το βράδυ, μπροστά στην τηλεόραση,
(διάγοντας, βολικά, όλη τη μέρα μας, με «ξένους»:
φίλους, συναδέλφους & συμμαθητές/συμφοιτητές)

κι άλλο να σκουντουφλάμε, συνεχώς,
ο ένας πάνω στον άλλο,
αγωνιώντας
πως κάτι πρέπει (να βρούμε για) να πούμε.



Πολύνα Γ. Μπανά



Πρώτη δημοσίευση


Στην εικόνα: Francisco Goya, «Capricho № 43, El sueño de la razón produce monstruos. (The Sleep of Reason Produces Monsters)» (1799).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, "Δύο ποιήματα"




Είναι ένα στάχυ


Είναι ένα στάχυ έωλο
Ψηλώνει σε τσιμεντένια δώματα
Αντένες ατενίζει ορίζοντες οδοντωτούς
Σείεται σε συρμών συρίγματα
Λικνίζεται σε καλώδια ηλεκτροφόρα
Γέρνει κάτω από αερογέφυρες
Πλαγιάζει σε πέτρινα νεφελώματα
Ούτε που το κατάλαβε πως βρέθηκε εδώ
Αν έμεινε ζούφιο αν μέστωσε
Σκιρτά στο πέταγμα χαρταετών στο μωβ της ανε-μώνης
Άλτης σε χώρα α-θαυμάτων
Στα άγανα χελιδονόψαρα
Στην ψίχα χρυσαλλίδα κόκκινη
Στη ρίζα σιδερένια πέδιλα
Στη ράχη ασήκωτο βράχο
Απ’ τα φυλλώματα γλιστρούν γυρίνοι αφυδατωμένοι
Γύρω μονάχα αμμοχάλικα
Το φίδι πάντα εκεί λουφάζει στην αμυγδαλή
Μέχρι τη χασμωδία της στιγμής του θεριστή το δρεπάνι
Κι όλο κάτι ψάχνει μα ακόμα δε βρήκε τί-πο-τα
Ούτε και πρόκειται καθώς φαίνεται

Μόνο μια καρδερίνα σπαρταρά αιμάτινη
Κι ένας πανσές βελούδινος





Η λέξη


Η λέξη
ν’ αποκαλυφτεί
Τις λάτρευε
σωρό τα λεξικά
Μονίμως βυθισμένος
εντρυφούσε ξεφυλλίζοντας
Τη ρίζα το θέμα την κατάληξη
την ετυμολογία την κλήση
και προπαντός το σημαινόμενο
Να τις γνωρίσει
να τις κάνει κτήμα του
−ποίηση λογίζονται άλλωστε−
Τη γλώσσα άριστα να κατανοεί
να την κατέχει
Σκυμμένος στα βιβλία
μελετούσε
Έφτασε κουρασμένος στο γιαλό
κάθισε κι αγνάντευε το πέλαγος
Βαθιά μέσα από τα μάτια βλέποντας
−ως δια μαγείας−
ενορατικά
του φανερώθηκε
Άρρητη





Προδημοσίευση από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα», η οποία αναμένεται να δημοσιευτεί εντός του 2020 από τις εκδόσεις Ρώμη.


Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ), του The Uppsala University Alumni Network, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και Karin Boye Sällskapet. Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο μετάφρασης σουηδικής ποίησης και μια συλλογή διηγημάτων. Ποιήματα και διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, σουηδικά, γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά.



Στην εικόνα: Félix Vallotton, «The Sheaves» (1915).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Αλέξανδρος Μαυρογένης, "Τέσσερα ποιήματα"




Γενναιόδωρες μέρες


Ο κίτρινος ποταμός ξεχυνόταν ανεμπόδιστος,
από τις κορυφές των πεύκων μέχρι τα ταπεινά χόρτα,
έλουζε τα μαλλιά των κοριτσιών και δρόσιζε την όψη τους.
Τα βουνά ανέπνεαν ελεύθερα χωρίς το γκρίζο σεντόνι στο κορμί τους
τα πουλιά τιτίβιζαν συνθήματα για την εαρινή επέλαση.
Φιλόξενες οι σκιές των δέντρων έδιναν στέγη σε φίλους και συγγενείς,
για να ξεδιπλώσουν τους μύχιους συλλογισμούς τους.
Τούτη τη μέρα ήρθες στον κόσμο και λάμπρυνες το σπίτι μας.
Σου εύχομαι η ζωή να σε ευλογήσει με τόσο γενναιόδωρες μέρες!





Θα μας περιμένει


Λαχταρήσαμε μια βαθιά ανάσα,
από τότε που εισέβαλε η απειλή στον αέρα.
Πόσο απότομα στένεψαν οι δρόμοι!
Μετρημένα τα βήματα, οι σπατάλες απευκταίες
η προσοχή, η πιο θωρακισμένη πανοπλία.
Τα παράθυρα δεν φτάνουν για να κοπάσει η πείνα των ματιών
αντλούμε εικόνες από την τράπεζα των αναμνήσεων.

Ο λευκός τοίχος δεν είναι το πεπρωμένο μας, ούτε οι σφραγισμένες πόρτες.
Το σπαθί των αποστάσεων δεν θα κόψει καρδιακούς δεσμούς
επίπονη η στασιμότητα, αλλά το τρένο της αγάπης ταξιδεύει ακόμα
της καθημερινότητας το ποτάμι αναπαύεται χωρίς να στερεύει.

Θα ανοίξουμε άφοβα τις πύλες
θα κινηθούν πάλι οι δείκτες των ρολογιών.
Η φλόγα θα επιστρέψει στα λημέρια μας
χιλιάδες σπίρτα θα ανάψουμε με τις φωνές μας.
Τα ποδήλατα θα τραβήξουν την ανηφόρα
η χαρά θα συναθροιστεί γύρω από τις κούνιες.
Ο ναός της γνώσης θα λειτουργήσει ξανά,
για να εφοδιάσει τους οικοδόμους του αύριο.

Η γαλάζια φίλη θα μας περιμένει
θα υποδεχτεί ξανά τις γελαστές παρέες,
τους σκεπτικούς διαβάτες, τα ονειροπόλα ζευγάρια.
Ποτέ δεν μας εγκατάλειψε, ποτέ δεν όρθωσε εμπόδια
η αγκαλιά της ήταν πάντα ορθάνοικτη.





Θαύμα


Χορεύουν τα ερωτοφυή πλάσματα πάνω στα δεκτικά νερά της λίμνης
τα χελιδόνια βουτούν στα βάθη του ουρανού,
μια ανάσα από τη γη, σαν να μας χαιρετούν.
Σημαδεμένο το κορμί της ελιάς, μα με ρίζες βαθιές
οι καταπράσινοι λόφοι επικρατούν ολοκληρωτικά της γύμνιας
οι παπαρούνες μεταγγίζουν τη φωτιά τους στις φλέβες του κάμπου.

Θαύμα χωρίς μάρτυρες δεν λογίζεται,
σαν τα φιλιά της βροχής να μην αγγίζουν το χώμα,
το τρυφερό χέρι του ανέμου να μην χαϊδεύει τα φύλλα.
Μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια στην πανδαισία,
να στερήσουμε από τα χρώματα και τις λέξεις
το προνόμιο να την υπηρετήσουν;

Χρέος μας να συμπαρασταθούμε στην πλάση,
τη μήτρα της αιώνιας ζωής, να ομολογήσουμε το θαύμα,
να το υπερασπιστούμε σαν να ήταν η στερνή πηγή.





Νερούδα


Πολ Βερλέν, Γιαν Νερούντα, γέννησαν τον Πάμπλο Νερούδα.
Τον Παύλο, τον απόστολο του έρωτα, των γήινων απολαύσεων
τον ραψωδό του λαού, τον συγγραφέα του έπους των ανθρώπων του μόχθου.
Του προσέφεραν τον σπόρο, ολόκληρος ο κάμπος όμως ήταν δικό του παιδί.
Τα στάχυα μια δεύτερη ζωή κέρδισαν μέσα από τον επιδέξιο στιχοπλόκο
και η θάλασσα της φαντασίας μας βάλθηκε να γίνει ωκεανός.

Στο δικό του σύμπαν ούτε ένα αστέρι δεν περίσσευε, κάθε πλάσμα
        ακτινοβολούσε
όλοι και όλα μιλούσαν, ακόμη και όσα ήταν το πεπρωμένο τους η σιωπή.
Ήταν εύλογες οι αντιρρήσεις του, γιατί τα δέντρα να μην μιλούν;
γιατί να ακούμε μόνο το ψιθύρισμα των ανέμων πάνω στο στωικό τους σώμα;

Είχε δύο ακούραστους εργάτες στη διάθεση του, τα δύο του μάτια
σαν σφουγγάρια ρουφούσαν κάθε σταγόνα του σήμερα
τροφοδοτούσαν με ενέργεια το αιρετικό του εργοστάσιο.
Αυτό αντιμαχόταν τη βιομηχανία του κομφορμισμού, τα προϊόντα της
        υποκρισίας
κρατούσε αναμμένη τη μηχανή της επανάστασης και δεν επέτρεπε στο
        νου να σβήσει.

Μας χάρισε πλήθος μολύβια εκείνο το εργοστάσιο,
για να γράψουμε το δίκαιο με βάση τους νόμους του ουράνιου τόξου,
για να απαλλάξουμε τις λέξεις από τα σύνορα τους,
για να χαράξουμε ασύλληπτους δρόμους με πυξίδα την αγάπη.



 Αλέξανδρος Μαυρογένης



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Frederic Edwin Church, "Syrian Landscape" (1873).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.