Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Μαρία Πανούτσου, "Δύο ποιήματα"




Τα του σύμπαντος είναι όλα μια σημαία άσπρη

Τριλογία


Ο Θεός


η αγκαλιά μου ανοίγει σαν ένας πάνλαμπρος κάμπος,
εκεί διακλαδίζεται σαν ένα χταπόδι τεράστιο, ένα δένδρο
με τις γειτονικές του ρίζες, να αγγίζει ένα ποτάμι θωλουρό

η αγκαλιά μιλάει για τους Ωρωπούς
το δένδρο, για την γη
και το ποτάμι, για την ιστορία

οι ρίζες χάνονται μέσα στου χώματος την μουντάδα
και εκεί, σμίγουν πλάσματα χωρίς όνομα
εκεί κι’ ο θεός κρυμμένος, ξεκουράζεται


~*~


Ο γείτονας


οι ήχοι από καρέκλα που μετακινείται
η πόρτα πόσες φορές ανοίγει και κλείνει
ένα βράδυ άκουσα ένα κλάμα
ένα άλλο βράδυ άκουσα τους βόγκους
δεν ξέρω αν ήταν από πόνο ή από τον πόνο του έρωτα
ένα άλλο βράδυ με ξύπνησαν οι φωνές τους
άκουσα όλο τον καυγά
ευχάριστες μυρωδιές φτάνουν σε μένα
αναγνωρίζω όλο το μενού της βδομάδας
σηκώθηκα και ήπια καφέ θυμήθηκα έναν δικό μας καυγά
άφησα την γνώση μου παρακαταθήκη σε εκείνη την γειτονιά
θα με θυμούνται για πολύ καιρό
δεν θυμάμαι τι έλεγα,
όπως και δεν θύματα τι έλεγαν οι γείτονες εκείνο το θλιβερό βράδυ
έμεινε, εκείνη η ένταση, εκείνοι οι τόνοι της απελπισίας


~*~


Το παιδί


Η μυρωδιά του παιδιού, η μυρωδιά του παιδιού
Η υγρασία του στόματος, η υγρασία του στόματος
Το άνοιγμα των ματιών, το άνοιγμα των ματιών
Η ταχύτητα, η ταχύτητα, η ταχύτης
Η χάρις του σώματος, η χάρις του σώματος,







Συνύπαρξη με έναν άγνωστο (α, β, γ)

Έλα τώρα, λύτρωσέ με από τον βαρύ
καημό, κι όσα ποθεί η ψυχή μου
να γίνουν, τέλεσε, κι η ίδια εσύ
σύμμαχος γίνε.

Σαπφώ 


α΄


απ’ το αυλάκι των δαχτύλων μου
προβάλλει το σκοτάδι των ματιών σου
ίδρωτας και νεκρά κύτταρα
κι’ η μυρωδιά του δέρματος

ανοίκειος είσαι καθώς πλησιάζεις αργά
και τόσο οικείος όταν απομακρύνεσαι
αυτό το τρελό παιχνίδι εντυπώσεων
το μάθαμε καλά στης θλίψης τα μονοπάτια

αν εμποδίζεις τα χέρια μας να ενωθούν
να γίνουν ζυμάρι από λατρείας φως,
μην περιμένεις η αυγή να φέρει ευλογία
ούτε να πεις λόγια καρδιάς

είναι τα σύννεφα χωρίς νερό
και ασπρουδερά και η νύχτα τα σκορπίζει
μα είναι ο κόσμος μου εσύ,
και εγώ ο δικός σου κόσμος

εσύ να φέρεις το νερό, εσύ και τον καρπό να σπείρεις
είναι τα βήματα κοντά και η αγάπη θεία
είναι και ο φόβος μου τραχύς
και μην τόνε σκλαβώνεις



β΄


ας μιλήσω σήμερα για το φως
το έπος της ανατολής
για την τελεσφορούσα ένταση
για την ολοκλήρωση και το θαύμα

ας μιλήσω σήμερα για τον ιδρώτα της δημιουργίας
για την λαχτάρα της ένωσης
κλείνω όλο το σύμπαν ανάμεσα σε δυο αγκύλες
μια παρένθεση και μέσα η περίληψη της ζωής μου

πόσοι άνθρωποι χωράνε στην καρδιά μου,
θα στριμώξω άλλους τόσους,
όσους αγαπούν το άνθρωπο που κρύβω,
πίσω από την μορφή μου



γ΄


η φιγούρα σου με ακολουθεί καθώς σκεπτική εγώ
μαθαίνω την δική σου γλώσσα όχι για
να μείνω ερεθισμένη
αλλά για να κλείσω μέσα στην λαχτάρα μου την σκιά σου




Μαρία Πανούτσου
[2019-2020]




Στην εικόνα: Edgar Degas, «Melancholy», [(Oil on canvas), (late 1860's)]
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Ντέμης Κωνσταντινίδης, "Οι ψυχές αυτές μένουν απούλητες"




Του παππού


Το σύρμα γύρω απ’ το χαρτόνι,
το ξύλινο μέτρο με το σφυρί.
Καρφάκια ριγμένα στο κουτί τους
περιμένουν όπως τ’ άφησες,
κάτι να μαστορέψεις...

Γιατί οι τοίχοι ξεφλούδισαν
και ξηλώθηκαν τα λούκια.
Η αποθήκη γκρέμισε,
δε τη στηρίζουν παρά κλαδιά―
παίρνει επιδιόρθωση τούτη η ερημιά;





Το χειροκρότημα


Η παράσταση
στο μισοάδειο τσίρκο
μόλις τέλειωσε.

Πόσο λυπάμαι
τους δύστυχους τους κλόουν
τους ακροβάτες.

Οι άνθρωποι πια
τσιγκουνεύονται και το
χειροκρότημα.





Το θέμα


Το θέμα είναι να σ’ αγνοεί η στατιστική.
Να μην έχουν ιδέα για σένα,
να μην έχουν εξουσία σ’ ό,τι σε αφορά.
Να μην είσαι γι’ αυτούς νεκρός ή ζωντανός,
να μην είσαι αριθμός.
Ξένος για τα κιτάπια τους να ζεις
και να πεθαίνεις.





Η εξουσία του μηδενός

                                                        Στο Βασίλη


Δεν υπάρχει οδική βοήθεια για τον άστεγο,
δεν έμεινε από λάστιχο,
δεν άναψε η μηχανή―
θα ’ναι εκεί,
και αύριο και όσες μέρες χρειαστεί.
Γιατί αυτός και μόνο αυτός
κάνει πράξη την απεργία του ενός.
Και μόνο αυτός αποθεώνει
την εξουσία του μηδενός.





Η στάση


Στον φωτεινό πίνακα
δεν αναγγέλλονται δρομολόγια.
Τόση ώρα καθισμένος εδώ
και κανένας δεν πάτησε.
Μόνο ένας σκύλος
μετράει τις ανάσες του στο κρύο.

Ψαχουλεύω τις τσέπες του παλτού μου,
αλλά βρίσκω μόνο χνούδια
κι ένα διαφημιστικό κουτάκι σπίρτα.
Δεν πειράζει, μου γνέφει,
αυτή η στάση δεν υπάρχει
παρά μόνο για τους αδέσποτους.





Εφ’ ω ετάχθη


Από μικρός στη γαλαρία
στα πίσω πάντοτε θρανία
στα πίσω πάντοτε καθίσματα
στους πίσω τάφους.





Από τη συλλογή «Οι ψυχές αυτές μένουν απούλητες» (2020).
Πηγή: Ανοιχτή Βιβλιοθήκη (https://www.openbook.gr/).
Το βιβλίο μπορείτε να διαβάσετε στον σύνδεσμο:
https://www.openbook.gr/oi-psyches-aytes-menoyn-apoylites/
Άδεια διανομής: Creative Commons BY-NC
(Αναφορά δημιουργού - Μη εμπορική χρήση).

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Εύα Σταματοπούλου, "Της ψυχής μου αναλλοίωτο φως"




Τοκετός


Έρχεται μία στιγμή
Που ορμάς και ρίχνεσαι
Κάτω από τη σκάλα της
Φυσικής επιλογής και εξέλιξής σου
(σαν τον Όσκαρ Μ. με το ταμπούρλο του)
Γιατί σ’ έχει κουράσει πρόωρα
Η μνήμη ενός γερόντου μοναχικού
Που ’βαλε φωτιά σ’ όλες τις προτομές
Τους βωμούς και τις κορνίζες.
Ξυπνάς την επομένη
Το έδαφος σείεται ακόμα
Και η στέγη σου πλακώνει
Ένα έμβρυο
Που σου χαρίζει τη φορεσιά του
Και εσύ φοράς τα καλά σου – επιτέλους
Μπουσουλάς μασουλώντας
Και αρχίζεις να ντύνεις με νέα ρούχα
Τις βαλίτσες σου –
Τα παλιά ήταν για πέταμα
(στις χωματερές, ούτε καν ανακύκλωση)
Σου χαμογελάνε και λάμπεις
(κάποτε μάσκα και σκιασμένα προσωπεία)
Σε φιλούνε και κλαις
(η αγχόνη του Ισκαριώτη στο σάλιο τους τότε)
Σε αρπάζουνε από το χέρι
Κι αρχινάς το χορό
(κάποτε κάγκελα και πίεση που σ’ έπνιγε)
Τρυγάς τις κουβέντες με νόημα
Στύβεις το λακκάκι στα μάγουλα
Και μεθάς το μπλέξιμο στους βοστρύχους σας
Αιωνία σου η μέθη
Δεν ζητάς καν το κατοπινό ξύπνημα
Τόσο απόμακρα όλα αυτά
Ούτε καν σ’ άλλη ζωή.
Θεέ μου σε ευχαριστώ
Που δεν με αφήνεις να μεγαλώσω.





Χους


Χωματογεννημένη και
Χωματόπλαστη
Ψάχνω να ισορροπήσω απάνω στη Μάνα Γη
Καθώς το βλέμμα μου
Με θέρμη τους ουρανούς λατρεύει
Κι εγώ στρέφω τη ματιά μου
Προς τα πάνω
Προς τα μέσα
Μα αρνούμαι
Να την αφήσω να φωλιάσει
Στο χωμάτινό μου καταφύγιο για πολύ
Γέρνει η ζυγαριά μια προς το χώμα
Και μια προς το Άυλο
Απορία μου δυνάστρια:
Ποια η θέση μου στον κόσμο
Των ελάχιστων Τροφών
Με μιαν άψυχη παλάντζα;


(Αθήνα, 1993)





Ο προφήτης


Κι απέμεινε άδειος ο Προφήτης
Ντυμένος, πακεταρισμένος
Σε παχουλών λόγων μανδύα
Ξεκοιλιασμένων ονείρων τάφο
Εξαγγελίες οραμάτων που
– ναι, τι σύμπτωση διαβόλου! –
συνέβαιναν πάντα να μένουν
στης Νεφερτίτης σαρκοφάγο
θήκη ελπίδας βαλσαμωμένης.

Και είχε πιστέψει ο αγύρτης
Πως των Θεών είχε τη χάρη
Πώς θα κατάφερνε μονάχος
Πόλεις να ανοικοδομήσει
Ηπείρους πάλι να αναστήσει
Βουνά πελώρια να σαρώσει
Και της ψυχής μας Ατλαντίδες
Απ’ το φρικτό πνιγμό να σώσει.

Και τώρα στέκει εκεί στο βάθος
Με κούφιο βλέμμα, μαύρη όψη
Κι ενώ καινό σαν ατενίζει
Μες στο κενό να ξεψυχάει.
Δελτίο καιρού σαν να ακούει
Που θλιβερό και σιωπηλό
Το κύκνειο άσμα μας ψελλίζει
Τους γιους του Αιόλου φανερώνει
Μαιανδρικά τους κατατάσσει
Στις άμεσου μέλλοντος αφίξεις –
Έτσι κι αυτός να ξέρει μοιάζει
Πως κάποιων τέλειων μικρόκοσμων
Το τέλος όλο και πλησιάζει.


(Αθήνα, 1993)





Νηστεία εδάφους ή Σαρακοστής άπαντα


Τόσο πεινασμένοι πια για λίγη αγάπη
Που γλείφουμε τα χέρια
Όσων μας χαϊδεύουν
Ελαφρά στο μέτωπο
Ή που το δάκρυ μας σφουγγίζουν
Λίγο πριν πέσει καταγής

Τόσο διψασμένοι πια για καρδιοκτύπια
Που σβήνουμε με μια μονοκοντυλιά
Όλη τη ζωή μας
Και τη φορτώνουμε με κόπο
Σε μια κιτρινισμένη φωτογραφία τσέπης.


(Αθήνα, 07.03.1995)





(Μου αρέσει το) Κυπαρισσόξυλο


Στο μάγουλο
Μία χαρακιά από κυπαρισσόξυλο
Και η μυρωδιά απ’ το τζάκι να γεμίζει το στόμα
Στο σάλιο δροσοσταλίδες γιασεμιού
Και μία πάχνη πασχαλιάς στη μασχάλη.

Κυπαρισσόξυλο λιβάνι στη σάλα
Η θάλασσα άγρια λοξοκοιτάζει και αφροί
Μπλέκονται πετώντας στις τούφες
Και τα κουμπιά του νέου φορέματος
Κυπαρισσί – αγαπημένο
Σαν τα μάτια ξανά και τα μάτια σου
Κυπαρισσόξυλο – να άγγιζα, Θεέ μου
Με τη ματιά να χορεύει στις φλόγες του – έστω.
Στο πλάι απ’ το σπίτι μια μάντρα
Με πασχαλιές και αγριοξυλουριές
γιασεμιά, φτέρες και πεύκα
και στην άκρη ένα άγριο κυπαρίσσι.





Από τη συλλογή «Της ψυχής μου αναλλοίωτο φως», (.poema..) εκδόσεις, 2014.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Κλείτος Κύρου, "Περίοδος χάριτος και άλλα ποιήματα"




Από την ενότητα
Περίοδος χάριτος
Δέκα σπουδές κι ένας επίλογος


ΣΠΟΥΔΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


Πάντα υπάρχει μια τελευταία φορά στο κάθε τι φίλοι και γνωστοί σου κάθε τόσο κατεβαίνουνε στον κάτω κόσμο απόγειοι άνεμοι τους σπρώχνουν ολοένα και βαθύτερα πολλές φορές αναρωτιέμαι αν εκεί θ’ αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον μέσα στους στίχους μου ελλοχεύουνε γυναίκες με άγρια οράματα διάβασα το γράμμα σου θα γράψεις ύστερα από χρόνια κι έκλαιγα όλο το πρωί





ΣΠΟΥΔΗ ΕΚΤΗ


Κρύσταλλα σιωπής αστράφτανε στα πεζοδρόμια μιλούσες για τους ποιητές και για τα έργα τους αεροβατούνε όπως τα παιδιά έλεγες από μακριά μια ψαλμωδία υψωνόταν το απόβροχο στον ουρανό ψίθυροι απατηλοί στ’ αυτιά σου υποθάλπαν έρωτες θαμμένους υποθάλπαν υποδόριες μνήμες άραγες πού θα ’μαστε όταν νυχτώσει πάντοτε φτωχός στα πλούτη και στα λόγια τόσα όνειρα πώς θα τα εξαργυρώσεις




Από την ενότητα
Άλλα ποιήματα
Α'


ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΧΡΟΝΟ


Ακόμη κι όταν
Οι αγάπες τελειώνουν
Ο χρόνος προχωρεί

Στη στιλπνή του επιφάνεια
Αφήνεις αποτυπώματα
Διαμπερή
Πάντα ευανάγνωστα
Για τους ειδικούς
Που αποτιμούν το κόστος





Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΚΩΦΑΛΑΛΩΝ


Κι ύστερα
Έχανες τα λόγια σου
Έσκυβα τα μάζευα
Και το βράδυ τα μύριζα
Άκουγα στον ύπνο μου
Αναφιλητά

Νιφάδες έπεφταν φωτιάς
Ήμουν γεμάτος όνειρα
Ποιήματα εγκαύματα

Σήκωνα τα χέρια ψηλά
Τ’ ανεβοκατέβαζα
Όπως οι σηματωροί





ΑΣΠΡΟ/ΜΑΥΡΟ


Είναι φορές
Που οι στίχοι μου
Ηχούν
Σαν τουφεκιές
Σε σκοτεινό φαράγγι

Κι άλλοτε
Απελεύθεροι
Βογκούν
Μέσα στα μύρα
Και στις διαστολές
Της Βαβυλώνας




Από την ενότητα
Άλλα ποιήματα
Β'


ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΘΑΥΜΑΤΩΝ


Ξανά και ξανά στα βήματά τους
Στα γαλανά τους βλέμματα που σ’ οδηγούνε προς τη θάλασσα
Μνήμες λανθάνουσες του γένους μας φυλακισμένες
Στα βάθη της Ανατολής ή στους κρυψώνες
Κάτω απ’ τον ήλιο της Καππαδοκίας ξυπνώντας κάθε τόσο
Κάποιους πυρρίχιους ψηλά στα οροπέδια
Κινήσεις ζυγιασμένες δίχως αποκλίσεις
Οργιαστικές φωνές σαν τότε που αλλότριες γυναίκες
Φράζαν το δρόμο μας κι εμείς τις παίρναμε
Για να μας ανεβάζουνε στον έβδομο ουρανό

Κι ύστερα ξεσπιτωμοί και ατέλειωτες περιπλανήσεις
Ν’ αλλάζεις δόγματα θρησκείες ή φορεσιές να συλλαβίζεις
Τη γλώσσα των πτηνών να μην μπορείς αόρατος να γίνεις
Κι ας ρίχνεις φίλτρα μαγικά στο αίμα σου να βάφεσαι
Στα χρώματα του δειλινού και να σε φανερώνουν
Τα ίχνη των πληγών από τ’ αδέσποτα και καταλυτικά
Φιλιά να συλλογίζεσαι πως είναι λίγο θάνατος
Η κάθε μετακίνηση πώς να μεταφερθούνε τέλος πάντων
Τα σκεύη εκείνα για μεγάλα όνειρα
Για μια καινούργια αρχή

Διαδρομή μέσα στον Χρόνο
Και πόσο χρόνο άραγε κρατάει μια διαδρομή
Με φόντο ένα παράθυρο πάνω απ’ το κύμα
Να βλέπει προς την άλλη όψη της αγάπης





Από τη συλλογή «Περίοδος χάριτος και άλλα ποιήματα» (1992).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Κλείτος Κύρου, Εν όλω συγκομιδή [1943-1997]», εκδ. Άγρα, α΄ ανατύπωση: Δεκέμβριος 2006.

Στην εικόνα: πορτραίτο του ποιητή, φιλοτεχνημένο από τη Lona Condu (1995).
Το έργο κοσμεί το οπισθόφυλλο της συγκεντρωτικής έκδοσης.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Αντώνης Μπουντούρης, "Απύρετοι πολιορκημένοι"




ΑΠΥΡΕΤΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ


Πράγματι
το πένθος αν τραβήξει ως το τέλος
υπάρχει ελπίδα να μας εξαγνίσει.

Για να φανεί στο βάθος η πολιορκία.

Του παράφορου κύματος η σπρωξιά
που τσάκισε ανέμελους γλάρους
και βεβαιότητες.

Η θερμοκρασία των πολλών παραμένει σταθερή.
Η ανταλλαγή σιωπής το νέο νόμισμα.
Η βασιλεία του Ιδιωτικού το πολίτευμά μας.

Το Τέρας της Αδηφαγίας λένε πως θα μείνει
Απύρετο ακόμη για καιρό.
Ο εφιάλτης της Ανάπτυξης διασωληνωμένος.
Ο ασεβής Ερυσίχθονας αποκρουστικός
θα τρώει τις σάρκες του.

Όσο πλαταίνει η εξορία μέσα μας
η Φύση βρυχάται.

Το αλώνι στενεύει.

Ο χορός αργεί.
Μα θάρθει.

Κι όταν έρθει
γοργά θ’ αγκαλιαστούμε και θα
σμίξουμε στον κύκλο.
Ασφαλείς.



Αντώνης Μπουντούρης





Στην εικόνα: Jean-François Millet, «Spring Landscape with Rainbow» (1868-1873).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Μαρία Θεοφιλάκου, "Οι άνθρωποι θέλουν να σου μάθουν"




Οι άνθρωποι θέλουν να σου μάθουν


Ω ναι, «πέφτει βροχή,
διψάνε οι καρδιές», μικρή μου Αριάδνη
Το δέρμα των ανθρώπων
Τα χώματα το μίσος
Η δύναμη της ποίησης
Τα λίγα χέρια τεντωμένα σε βοήθεια
Όλα, μπλεγμένα σ’ ένα μακρύ
Αγκυλωτό συρματόπλεγμα
Που όσο πάει το χαϊδεύουν
Στάλες αίματος

Αυτό το πρωί
Που εσύ έβγαλες το πρώτο σου στιχάκι
Στην ηλικία των πέντε ετών
−τόσο μικρή−
Βροχή έπεφτε
Πάνω στον γκρεμισμένο κόσμο



Μαρία Θεοφιλάκου



Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα:
"The Mediterranean Route", Miratovac, Serbia 2015 - photo by Moises Saman / Magnum Photos.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, "Τέσσερα ποιήματα"




Σαν ξεχασμένο ένα βαγόνι στο σταθμό


Μερικά ρούχα θα βάλει στη βαλίτσα
τώρα που τα καιρικά φαινόμενα
είναι ομαλά κι επιτρέπουν
ένα ταξίδι στον εαυτό του.
Αλλά και πάλι κάποιες σκέψεις
τον αποτρέπουν και αφήνει την απόφαση
σαν ξεχασμένο ένα βαγόνι στον σταθμό.


Νέα Πέραμος, 14 & 16 Αυγ. 2019





Ο άγγελος Ζάναξ


Ο άγγελος Ζάναξ κατεβαίνει σε 15 λεπτά
και με σκεπάζει μ’ ένα σεντόνι ηρεμίας.
Δεν φοβάμαι πια τον γκρεμό ούτε τον πνιγμό.
Βρίσκομαι σε μια γλυκιά γαλήνια ερημιά
και βλέπω πέρα να χορεύουν
η ρίγανη, το κύμινο, η κανέλα,
το χαμομήλι, η μαντζουράνα και το δεντρολίβανο.
Αφουγκράζομαι το συνεχόμενο σύρσιμο της ζωής που φεύγει.
Νιώθω την πέτρα και το χώμα αδέρφια μου.
Όταν έρχεται η ώρα θες δεν θες παραδέχεσαι
αυτά που κάποτε σε φόβιζαν και δεν ήθελες να σκεφθείς.
Δεν θα βρεθώ ποτέ ξανά στον λόφο
με τα καλαμπόκια και τα χρωματιστά στρογγυλά κολοκύθια.
Δεν θα βρεθώ ποτέ ξανά στους λόφους και στα βουνά,
στα μονοπάτια και στα χωράφια που ίδρωσα και δίψασα.
Τρως το μήλο της ζωής και μένουν λίγα κουκουτσάκια.


Δράμα, 14-15 Οκτωβρίου 2019





Και είναι χάραμα


Το βράδυ καθώς σκούπιζα τα ματογυάλια,
έπεσε το δεξί γυαλί κι έγινε θρύψαλα.
Και ευτυχώς που έπεσε αυτό
γιατί διαβάζω με τ’ αριστερό γυαλί.

Η σκέψη μου αστραπιαία διασχίζει την ψυχή μου.
Και είναι χάραμα,
μιάμιση ώρα μόνο έχω κοιμηθεί.
Φοβάμαι εγκεφαλικό
κι ας πήρα μισό Ζάναξ κι Ατακάν.
Πήρα βιβλίο, πίνω χαμομήλι.
Περίπου σε μια ώρα η γυναίκα μου θα σηκωθεί,
είναι διευθύντρια σε παιδικό σταθμό.


Δράμα, 14 Νοέ. 2019





Ως τουρίστας της μνήμης


Η καμήλα μπογιά και τσιγάρο.
Για καιρό ξεχασμένα επανέρχονται πάλι.
Όμως όλα στο τέλος θα βρεθούν
στον καιάδα της λήθης.

Όμως πάντα μένει και κάτι,
αναμνήσεις σαν δάσος απολιθωμένο.
Κι όσο τα χρόνια θα περνούν
να το επισκέπτεσαι ως τουρίστας της μνήμης.


Δράμα, 9 & 13 Ιαν. 2020




Κωνσταντίνος Ιωαννίδης




Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Théodore Frère, «Camel».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.