Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Μαρία Αγγελοπούλου, "Έκλειψη ηλίου"




Έκλειψη ηλίου

To αν με βγάλει ο δρόμος μου
για σένα δεν πηγαίνει.

Δε χρυσώνω χάπια εγώ
– παίζει –
να σε φοβάμαι.

Κατά την έκλειψη ηλίου
η τόση δα σελήνη
κοτζάμ μαντράχαλο
τον σκοτεινιάζει.

– και δως του οι ινδιάνοι
τα φλογισμένα βέλη τους –

Και δως του εγώ
εσένα να φοβάμαι.

Τα βέλη των ινδιάνων
στην τελική
τον κάμπο λαμπαδιάζουν.



Μαρία Αγγελοπούλου

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Σταυρούλα Σκουτέρη-Σιώμου, "Πέντε ποιήματα"




ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΑΝΤΗΛΙΑ

Πως μπορεί φθινοπώρου αντηλιά
Πνοή της Άνοιξης να δώσει
Και η πέτρα στον πρώτο πηλό
Τον έρωτα να πλάσει
Το τέλος αρχή
Τη γυναίκα κορίτσι
Που το πρώτο φιλί θα χαρίσει.

Χελιδόνια ενοχές μη γυρνάτε
Φωνές ξεχασμένες
Το λυγμό της σιωπής
Ας ακούσω.




ΓΙΑΛΙΣΚΑΡΙ

Σπασμένες Αφροδίτες
Τα βήματά σας έσβησε στην ταπεινωμένη αρχή
Ο παφλασμός των κυμάτων
Και ο άηχος βίος σας βότσαλο που χάθηκε
Στο πορφυρό της Δύσης

Κι όμως
Αφήνετε πίσω σας μια αιώνια ανατολή
Και τον οίστρο των κοριτσιών κάτω απ’ τα ρείκια
Να ζωγραφίζουν το μέλλον.




ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΨΙΧΑΛΑ

Την ανάσα της γης
Με την πρώτη βροχούλα εμύρισα
Βροχή της αγάπης
Σταγόνα της ζωής.

Φωνές της γης
Με την πρώτη βροχούλα άκουσα
Φωνές βουβές
Φωνές παράπονο.

Και έγινε η βροχή αγίασμα
Την ψυχή να μαλακώσει
Αυτών που έφυγαν
Και τους ξεχάσαμε.




ΚΑΘΗΚΟΝ

Ξυπόλυτοι γυμνοί κι απαλλαγμένοι
Ας κοινωνήσουμε απ’ τα ουράνια της μάτια
Ας βαφτιστούμε στο γαλάζιο τους
Ήσυχοι κι αθόρυβοι
Να μην ταράξουμε το απέραντο.

Και ας κρατήσουμε στη χούφτα μας
Το χαμόγελο της άνοιξης που άνθισε
Στα ροδοπέταλα μαγουλά της.

Απαλά καθαρά σφιχτά να μην αλλάξουμε
Την γραμματοσειρά  της πνοής της
«χαχαχαχαχαχα»
Την γραμματοσειρά της Ελπίδας της Ζωής της Δανάης.




ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ

I
Κραύγασα με την σιωπή
Προκάλεσα με την άρνηση
Ζητιάνεψα με την γραφή
Να σταματήσει η ευθεία
Που μήνα το μήνα
Χρόνο το χρόνο
Έχτιζε το λευκό κελί της ψυχής μου.


II
Άκαμπτο το ΕΓΩ
Κι ο δείκτης τρόπαιο
Περήφανα υψωμένος
Διασχίζοντας τον Αχέροντα
Καταδεικνύει το κουφάρι του
Συνθλιβόμενος στην πύλη
Μιας άλλης ζωής που δεν υπάρχει.



Σταυρούλα Σκουτέρη-Σιώμου

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Καίτη Στεφανάκη, "Όζα ροζ"




Aνεπαρκής αφήγηση σε μέρη δύο

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Στο καφενείο οι άνδρες κάπνιζαν κι έπιναν τσικουδιά σιωπηλοί. Είχαν γυρίσει απ’ την κηδεία του Πατερογιάννη.
Ούτε στην εκκλησία ούτε στο νεκροταφείο είχε ακουστεί μιλιά. Ούτε μοιρολόγια ούτε θρήνοι. Μόνο το σιγανό αναφιλητό της χήρας άκουσαν όσοι στάθηκαν δίπλα της. Ήρεμο, χωρίς αυξομειούμενες εντάσεις ή ξεσπάσματα, χωρίς κατάρες ή όρκους για εκδίκηση.
Τον είχε μαχαιρώσει ο Γιώργης. Παιδί σχεδόν ακόμα, στα δεκατέσσερα, το πιο ήμερο αγόρι του χωριού. Βάδιζε δύο ώρες κάθε μέρα για το Γυμνάσιο στο κοντινό μεγαλοχώρι.
Τον έβλεπαν να φεύγει αξημέρωτα και να γυρίζει κουρασμένος το απόγευμα. Τον φώναζαν να μπει στο καφενείο πριν πάει στα χωράφια ή στα πρόβατα. Δεν άφηνε τη μάνα του να καταγίνεται με αυτά.
Κάποιοι τον καμαρώνανε κι έλεγαν πως αυτός απ’ το χωριό τους σίγουρα θα γινότανε μεγάλος και τρανός· άλλοι πάλι ζηλεύανε, άλλοι απλά ειρωνεύονταν, όπως σε κάθε εκκλησία του δήμου, έστω και σε μικρογραφία.
Του έδιναν και οδηγίες για τα ζώα, τις ελιές, τα αμπέλια. Και, ανάμεσα στις συμβουλές, όλο και ανακάτευαν, δήθεν αστεία, λόγια φαρμακερά, γεμάτα δόλο.
Οι ίδιοι άντρες τού μιλούσαν για τιμή, πατροπαράδοτες αξίες, για ιστορίες παλιές μα ζωντανές ακόμα.
Δεν άργησαν να κάνουν το παιδί να το πιστέψει πως ο Πατερογιάννης καλόβλεπε τη μάνα του. Και πως τη νύχτα έμπαινε κρυφά στην κάμαρά της. Ο Γιάννης δεν ανήκε στην παρέα τους. Με ένα σαράβαλο φορτηγό, το κατράκι, εκτελούσε δρομολόγια κάθε μέρα απ’ το χωριό στη Χώρα.
Έλεγαν πως αυτό ήτανε μεγάλη προσβολή στη μνήμη του πατέρα του, αυτού του αξέχαστου, σεβάσμιου προεστού. Κάθε φορά άναβαν και μια σπίθα παραπάνω στο παιδί, που, αφοσιωμένο ώς εκείνη την στιγμή στα γράμματα και στις δουλειές, πήρε να τους πιστεύει. Άγραφοι νόμοι όριζαν πως η ντροπή έπρεπε να ξεπλυθεί με αίμα. Κάτι σαν μύηση στον κόσμο των ανδρών.
Νύχτα παραφύλαξε τον Γιάννη ο Γιώργης. Έγινε χωρίς λέξεις. Μάτια πολλά παρακολουθούσαν στο σκοτάδι. Δεν ήτανε οι γάτες.
Τον εφυγάδεψαν οι ίδιοι με ένα καΐκι από το Πάνορμο. Μαζί του η μάνα και ο μικρότερος Μιχάλης.
Στο καφενείο σώπαιναν πλέον. Ήξεραν ποιος είχε δώσει στον Γιώργη το μαχαίρι. Δεν είπαν λέξη στους χωροφύλακες που ήρθαν απ’ την πόλη. Κι αυτοί, σκοντάφτοντας παντού σε μια σιωπή ιδιαζόντως απειλητική, δεν τόλμησαν να ψάξουν παραπέρα. Φίλεψαν τον επικεφαλής με ένα σφαγμένο ερίφι, μια νταμιτζάνα τσικουδιά και ένα κεφάλι ώριμη γραβιέρα, και τους συνόδεψαν αποφασιστικά ώς την άκρη του χωριού.
Έχτισαν ένα εικονοστάσι εκεί που βρέθηκε στα αίματα ο Πατερογιάννης. Η νεοφώτιστη χήρα του θα γινότανε από εδώ και πέρα το νέο θέμα στις κουβέντες τους. Εκείνη ευτυχώς δεν είχε γιο. Άλλο παιχνίδι θα άρχιζαν όμως τώρα: Μέτρο το μέτρο, θα μετακινούσανε τα σύνορα από τα χωράφια της να μεγαλώσουν τα δικά τους. Στοιχήματα θα βάζανε στο καφενείο, ποιος θα ’μπαινε βαθύτερα. Αφού δεν είχε άντρα, ξέφραγο ήτανε το αμπέλι.

Ο Γιώργης, η Άννα και ο Μιχάλης έφτασαν κάποτε στον Πειραιά. Με ενδιάμεσες στάσεις στα Κύθηρα, στη Μήλο και στη Μάνη. Δύσκολα χρόνια. Δουλειά όλη μέρα και οι τρεις τους. Νυχτερινό σχολειό και ατέλειωτη η φτώχεια.
Είκοσι χρόνια αργότερα ωστόσο, ο Γιώργης είχε δικό του δικηγορικό γραφείο στο Κολωνάκι. Κρητικοί και Μανιάτες, πολιτικοί κι επιχειρηματίες ήταν οι σταθεροί πελάτες του. Δεν είχε χάσει δίκη. Το κοφτερό μυαλό του έβρισκε πάντα τρόπους να μεταστρέφει τα αρνητικά σε θετικά, πάντα για το συμφέρον του πελάτη.

Αυτά είναι τα βεβαιωμένα γεγονότα. Με πολλά κενά, ομολογουμένως.
Ο αφηγητής οφείλει να παραδεχτεί πως αρκετά σημεία τού διαφεύγουν, πως δεν τα ξέρει πια και όλα. Έχει επιπλέον την αναίδεια να διατυπώνει υποθέσεις, μάλλον για να διασκεδάσει την ανεπάρκειά του.

Τι είχε στην ψυχή του εκείνο το αγαθό κι ανυποψίαστο αγόρι; Πώς μπόρεσαν οι άρχοντες του κόσμου, οι εκπρόσωποί τους δηλαδή, οι κατοικοεδρεύοντες σε καφενέ ορεινού πολίσματος της Κρήτης, να μετατρέψουν τόσο εύκολα ένα αγνό παιδί σε υπερασπιστή της ανδρικής τιμής, σε εκδικητή μιας μνήμης πατρικής; Δεν είχανε μερίδιο στις τύψεις;
Ο αφηγητής τολμά να ισχυριστεί πως ενοχές δεν εντοπίστηκαν διόλου εντός τους. Συνέχισαν να πίνουν τσικουδιά και αρειμανίως να φουμάρουν, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητά τους.
Δεν αποκλείεται και να καμάρωναν ακόμα, πως μέσω του Γιώργη υπεραμύνθηκαν των ιερών και αρσενικών οσίων, δίδαξαν μάλιστα αξίες και παραδόσεις στην επόμενη γενιά. Βέβαιο είναι πάντως πως με τον Γιώργη δεν ασχολήθηκαν ξανά. Δεν τον επισκεφτήκανε ποτέ εις τας Αθήνας, ούτε για την ελάχιστη διευκόλυνση.
Επιβεβαιωμένο είναι επίσης ότι ο Γιώργης, Γεώργιος πλέον, ήλθεν εις γάμου κοινωνίαν με θυγατέρα υπουργού, κοινώς καλοπαντρεύτηκε. Ξέρουμε ακόμα πως είχε πάντα τη μητέρα του μαζί του. Τα πρωινά, πριν φύγει, εκείνη του έφτιαχνε καφέ. Κι αυτός, όταν επέστρεφε αργά στο σπίτι, πρώτη εκείνην καλησπέριζε, που τον περίμενε άγρυπνη στην κάμαρά της.
Κάποιοι αφηγούνται πως ήτανε το φως του, η ψυχή του. Πως δεν ξεστόμισε ποτέ πικρή κουβέντα στη μητέρα για όσα είχαν συμβεί· πικρή κουβέντα ή το όνομα του Γιάννη. Ούτε εκείνη, όσο ζούσε, τον ρώτησε ποτέ γιατί. Κι έζησε αλήθεια ώς τα βαθιά γεράματα.
Εδώ ο αφηγητής δεν απορεί, έτσι ήτανε το πρέπον κι έτσι έγινε.


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Την έκπληξη την έκανε ο Μιχάλης, ο μικρός. Δεν έπαιρνε τα γράμματα, αλλού έπαιρνε στροφές, στις μηχανές, τα αυτοκίνητα και τις γυναίκες, κάθε είδους. Έγινε ταξιτζής στην πιάτσα του λιμανιού.
Από νωρίς αντικατέστησε το όνομα του φρόνιμου αδελφού με την προσφώνηση μαμάκια, στη δε μητέρα απαξιούσε να απαντήσει τις λιγοστές φορές που αποτολμούσε να τον ρωτήσει κάτι. Γύριζε το βλέμμα του αλλού, κάπου στο άπειρο, έχωνε το χέρι του στην τσέπη και χάιδευε τα STOP που είχε πάντα εκεί, διά πάσαν ευκαιρίαν, όπως έλεγε. Ένιωθε μιαν υπεροχή βεβαίως, εκεί ανάμεσα στα σκέλια· την ένιωθε συχνά να διογκούται.

Ήτανε Αύγουστος τότε που ο Μιχάλης ξαναπήγε στο χωριό. Μπορεί να είχαν περάσει και τριάντα χρόνια. Έξι Αυγούστου μάλιστα, του Σωτήρα Χριστού, με μεγάλο πανηγύρι στο χωριό. Μπήκε στην εκκλησία, λειτουργήθηκε και, αφού πήρε άρτο και αντίδωρο, άρχισε να περιδιαβαίνει τα σοκάκια του χωριού.
Πολλά είχαν αλλάξει από τότε. Είχε μεσολαβήσει, βλέπετε, και ένας πόλεμος, μια Κατοχή, μια Απελευθέρωση. Ερχόταν τώρα λεωφορείο της γραμμής. Στα πανηγύρια έπιναν μπύρες και ουίσκια, μικρόφωνα είχανε τώρα στο λαούτο και στη λύρα, γεμάτη η πλατεία από Ντάτσουν. Αγροτικά τα λέγανε και είχανε γίνει, παρότι ακόμη με συμβατική εξάτμιση, οι καταλύτες για τα νέα ήθη.
Είχε προηγηθεί και η επέλαση ξανθόμαλλων καλλονών απ’ τον Βορρά. Τα Ντάτσουν έγιναν άδυτα ερωτικής μυήσεως, ναοί εκτόνωσης των κακοτράχαλων ανδρών. Βέβαια, ξεχώριζαν ακόμα τις γυναίκες σε αγίες, μητέρες που αναμάρτητα τους έφερναν στον κόσμο, και σε πρόθυμες θεραπαινίδες που με άλλους τρόπους άνοιγαν τα σκέλη. Σταμάτησαν ωστόσο να τελούν αιματηρές θυσίες στον βωμό της πατριαρχικής θρησκείας τους. Ευτυχώς.
Η ανδρική τιμή υπολογιζόταν τώρα σε άλλη μονάδα μέτρησης: πόσες τουρίστριες, πόσες φορές.
Κάποιες αξίες όμως έμεναν απαράλλαχτες, μόνο που αναβαθμίστηκαν τεχνολογικά. Ας πούμε, οι ζωοκλοπές τώρα επιταχύνθηκαν, όντας μηχανοκίνητες ― λόγω των Ντάτσουν, βλέπετε. Αλλά και τα δενδρύλλια της κάνναβης έχαιραν εξαιρετικής περιποιήσεως, έχοντας αποκτήσει υπεραυτόματο μηχανισμό ποτίσματος, με συνεχή φροντίδα εξ αποστάσεως. Τα φονικά γίνονταν πλέον για άλλους λόγους.

Τριγύριζε ο Μιχάλης στο χωριό λοιπόν. Δεν γνώριζε κανέναν και, μετά από τόσα χρόνια, ούτε τον αναγνώριζε κανείς. Δεχόταν τα συνεχή κεράσματα σε κάθε πόρτα, ήξερε πως θα ήταν προσβολή να αρνηθεί, ευχόταν Χρόνια πολλά, έλεγε Στην υγειά του! και προχωρούσε. Δεν έδινε συστάσεις για τον εαυτό του, κι όταν ρωτούσαν, ξενομπάτης μόνο έλεγε πως είναι. Τους φαινόταν κάπως γνωστός μα σίγουροι δεν ήταν, ποιον τους θύμιζε... Ούτε ήξεραν σε ποιανού την υγεία σήκωνε το ποτήρι κι έπινε. Ε, στην υγειά του νοικοκύρη, υπέθεταν εντέλει.

Στην αυλή του σχολείου είχαν αρχίσει κιόλας τα όργανα να παίζουν, από παντού μοσχοβολούσανε ψητά, μύριζε φαγοπότι και γιορτή. Έπινε και χόρευε όλη νύχτα.
Κατά τα ξημερώματα, ακόμα μεθυσμένος, βρέθηκε να στέκεται μπροστά στο εικονοστάσι του Πατερογιάννη. Στηρίχτηκε με κόπο να μην πέσει, ύψωσε το ποτήρι του και είπε Στην υγειά σου, ρε μπαγάσα! Μεγάλη χάρη σου χρωστώ! Ξεστόμισε τα λόγια αυτά και ευθύς όλο το οινόπνευμα εξατμίστηκε από μέσα του. Και τώρα, περπατώντας σε ευθεία, νηφάλιος και στητός, πήρε τον δρόμο για τη Χώρα.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και στο χωριό κατέφτασε μεγάλο δέμα. Μια μεγαλόπρεπη εικόνα του Χριστού Σωτήρα Παντοκράτορα, περίτεχνα αγιογραφημένη, με χρυσαφένιο φόντο και επίχρυση κορνίζα, δωριζόταν στην εκκλησία του χωριού. Εις μνήμην Ιωάννου αφιερωνόταν εις Κύριον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, η εικόνα ετούτη από τον δούλο του Θεού Μιχαήλ, ευγνωμονούντα διά την σωτηρίαν του. Στην κάτω δεξιά γωνία απεικονιζόταν ο δωρητής να δέεται γονατιστός μπροστά στον Παντοκράτορα και πίσω του να λαμπυρίζει ένα κίτρινο ταξί.
Στις έξι Αυγούστου κάθε χρόνο ο Μιχαήλ κατέβαινε στο πανηγύρι του Σωτήρα. Τα πρώτα χρόνια μοναχός, μετά με τις γυναίκες του τις τρεις και τα παιδιά μαζί τα έξι, αργότερα και με τα εγγόνια του, πάνω από δέκα, και τα δισέγγονα, δεν ξέρω πόσα. Όλες και όλοι τον ελάτρευαν, κορώνα στο κεφάλι τους τον είχαν. Έφτασε και ξεπέρασε τα ενενήντα.
Αυτά με βεβαιότητα τα ξέρει ο αφηγητής. Ήταν παρών συχνά και ο ίδιος, κι ωστόσο ακόμα αναρωτιέται:
Ποια χάρη χρώσταγε ο Μιχαήλ στον Γιάννη και αφιέρωσε στη μνήμη του τέτοια ξεχωριστή εικόνα; Και ο Σωτήρας Χριστός πότε και πώς και από τι έσωσε άραγε τον δούλο Μιχαήλ;


Δεν δύναται κανείς να δώσει απαντήσεις. Οι απορίες μένουν.




Από τη συλλογή διηγημάτων "Όζα ροζ", Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015


(Φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης)

Βιογραφικό
Καίτη Στεφανάκη (Ρέθυμνο 1951)
Ιστορικός της τέχνης, καθηγήτρια της γερμανικής γλώσσας, μεταφράστρια.
Σπούδασε ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με διδακτορική διατριβή στη βυζαντινή εικονογραφία. Επιμελήθηκε εκθέσεις Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών σε Γερμανία και Ελλάδα, καθώς και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της γερμανικής συμμετοχής στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα «Θεσσαλονίκη 1997». Δίδαξε τη γερμανική γλώσσα στο Ινστιτούτο Goethe Θεσσαλονίκης [1989-2010]. Έχει μεταφράσει κυρίως καταλόγους εικαστικών εκθέσεων και άρθρα περί διδακτικής ξένων γλωσσών.
Πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Εντευκτήριο και Θεσσαλονικέων Πόλις, καθώς και στο διαδίκτυο:
www.eyelands.gr,
http://entefktirio.blogspot.gr,
http://ppirinas.blogspot.gr,
http://yannisvaitsaras.blogspot.gr.

Διακρίθηκε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της ιστοσελίδας Eyelands [Ιστορίες για την Ελλάδα, 2012, Ποιητικό Ημερολόγιο, 2013, Έρως και κρίση, 2014].
Πήρε μέρος στη Λογοτεχνική Σκηνή 2014, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του «Παρά θιν’ αλός» του Δήμου Καλαμαριάς, με υπεύθυνο τον Γιώργο Κορδομενίδη.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

D. H. Lawrence, "Οικείοι", (μετάφραση - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)




Οικείοι

Δε νοιάζεσαι για την αγάπη μου; ρώτησε με πικρία.

Της έδωσα στο χέρι τον καθρέφτη, και της είπα:
Παρακαλώ, θέσε τα ερωτήματα αυτά στο σωστό πρόσωπο!
Παρακαλώ, υπόβαλε όλα σου τα αιτήματα στα κεντρικά!
Σε όλα τα ζητήματα συναισθηματικής αξίας,
παρακαλώ, προσέγγιζε άμεσα την ανωτέρα αρχή!

Έτσι, της έδωσα στο χέρι τον καθρέφτη.
Και θα μου τον είχε σπάσει πάνω στο κεφάλι,
εάν το μάτι της δεν έπεφτε στην αντανάκλασή της
και δεν την καταμάγευε αυτή για δυο δευτερόλεπτα
ενόσω εγώ τρεπόμουν σε φυγή.



Μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου



Intimates

Don't you care for my love? she said bitterly.

I handed her the mirror, and said:
Please address these questions to the proper person!
Please make all requests to head-quarters!
In all matters of emotional importance
please approach the supreme authority direct! -

So I handed her the mirror.
And she would have broken it over my head,
but she caught sight of her own reflection
and that held her spellbound for two seconds
while I fled.



Επίμετρο:
Ο σε όλους γνωστός κυρίως ως μυθιστοριογράφος, D. H. Lawrence (11 Σεπτέμβρη 1885 - 2 Μάρτη 1930), ξεκίνησε, γράφοντας ποιήματα, και συνέχισε να εκδίδει ποιητικές συλλογές σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η συλλογή Pansies, την οποία εξέδωσε το 1929. Το παραπάνω μεταφρασθέν ποίημα, Οικείοι, δεν συμπεριλήφθηκε σε καμμία από τις εκδοθείσες από τον ίδιο συλλογές· βρέθηκε σε ένα σημειωματάριό του, μετά τον θάνατό του, από τον Richard Aldington και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή More Pansies την έκδοση της οποίας επιμελήθηκε ο τελευταίος το 1932.

Πηγές: 
http://www.poets.org/poetsorg/poet/d-h-lawrence
http://www.poetryfoundation.org/bio/d-h-lawrence

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Κυριάκος Χαλκόπουλος, "Στον τελευταίο όροφο"




Στον τελευταίο όροφο

Ήταν η εποχή που οι σπουδές μου μόλις είχαν ξεκινήσει. Είχα φτάσει στην Αγγλία, στην κομητεία του Έσσεξ, και, τέλος, στο ομώνυμο πανεπιστήμιο. Ο γκρίζος αγγλικός ουρανός μού φαινόταν γοητευτικός. Η παγερή ατμόσφαιρα μού άρεσε επίσης, καθώς τη θεώρησα συγγενική με την κλειστή μου φύση, όμως από την άλλη ακόμα ζητούσα νέες γνωριμίες, σε αντίθεση με τη στάση που είχα ως προς αυτό μόλις λίγους μήνες αργότερα.
Η ακόλουθη ιστορία μού συνέβη εκείνη τη διερευνητική περίοδο, και νομίζω πως ήταν σημαντικό ότι ακόμα έλαβε χώρα όσο πολλά από τα στοιχεία που κατόπιν πήραν παγιωμένη μορφή στα φοιτητικά μου έτη ήταν αντίθετα αδιευκρίνιστα και μεταβλητά...

Τότε ίσχυε – παρόλο που είχα αρχίσει να γράφω λογοτεχνικά κείμενα δύο χρόνια νωρίτερα – πως δεν είχα καταλήξει σε μια σταθερή θεματολογία για το έργο μου, και αυτό με απασχολούσε σημαντικά. Είχα όμως άλλες απόψεις για το τι όφειλε να αποτελεί ένα λογοτεχνικό θέμα. Το πιθανότερο ήταν πως, παρά τις φιλότιμες σε ένα βαθμό προσπάθειές μου, είχα πέσει, δίχως να έχω κατά νου την συγκεκριμένη φράση, στην παγίδα που την ύπαρξή της παρουσίασε πολύ εύστοχα ο Φερνάντο Πεσσόα γράφοντας ότι «ο κακός ποιητής γράφει όπως νομίζει ότι όφειλε να νοιώθει». Αυτό σημειώθηκε σε αντιδιαστολή του καλού ποιητή, ο οποίος κατά τον Πεσσόα «γράφει όπως νοιώθει», και του μέτριου ποιητή, που «γράφει όπως νομίζει ότι νοιώθει».
Και, όντως, ήμουν ακόμα πολύ νέος, ούτε καν δεκαεννιά χρονών, και κυριαρχούσαν μέσα μου οι εντυπώσεις μου για τα θέματα άλλων λογοτεχνών. Είκαζα ότι όπως έγραφαν εκείνοι έπρεπε να γράφω και εγώ, διαφορετικά το έργο μου θα συναντούσε την αδιαφορία, ενώ αν τους μιμούμουν θα δρούσαν υπέρ μου οι δικές τους ανακαλύψεις, και έτσι θα μου εξασφάλιζα την αποδοχή.
Από την άλλη ήξερα, από αρκετές πλευρές, ελάχιστα τον εσωτερικό μου κόσμο, ο οποίος άλλωστε ήταν τότε ακόμα γεμάτος με ένα σωρό εφηβικές έριδες με άλλους ανθρώπους, που μετά βίας μπορούσα να τις ξεπεράσω έστω και στιγμιαία, ώστε να αφοσιωθώ στις προσπάθειες μου της λογοτεχνίας.
Ο τρόμος ως ένα από τα κύρια θέματα των κειμένων μου τότε δεν είχε κάνει την εμφάνισή του, παρά μόνο στο πρώτο διήγημα που είχα ποτέ γράψει, ενώ έπειτα ξεχάστηκε, και σίγουρα εκείνο το παγωμένο πρώτο φθινόπωρο μου στο πανεπιστήμιο του Έσσεξ δεν διανοούμουν καθόλου πως κάποτε θα αποτελούσα έναν λογοτέχνη που τα κείμενά μου θα χαρακτηρίζονταν από έναν τέτοιο σαφή συναισθηματικό τόνο.
Αυτό το σημείωσα διότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εκείνες τις μέρες ενδιαφερόμουν καθόλου για το συναίσθημα του τρόμου. Αν το σκεφτόμουν καθόλου τότε θα συμπέραινα πως αποτελεί κάποιο νοητικό φαινόμενο που οφείλεται σε λανθασμένη σκέψη, και πάντως δε θα του αναγνώριζα κανένα σπουδαίο χώρο στη λογοτεχνία, χαρακτηρίζοντάς το περιθωριακό, και γενικά ανούσιο. Γι’ αυτό και έχει ενδιαφέρον τώρα, πάνω από μία δεκαετία αργότερα, για εμένα, να μελετήσω εκείνη την αληθινή ιστορία τρόμου που μου συνέβη, τόσο απρόσμενα, και με τέτοιο, στιγμιαίο, φοβερό αποτέλεσμα στα νεύρα μου, καθώς βίωσα μία στιγμή αληθινής και βαθύτατης απειλής...

Όμως προτρέχω. Πρώτα θα ήθελα να περιγράψω λίγο περισσότερο την αντίληψή μου για εκείνο τον πανεπιστημιακό χώρο.

Όσοι δεν έχουν επισκεφτεί το πανεπιστήμιο του Έσσεξ θα είναι χρήσιμο να γνωρίσουν ότι αποτελεί ένα αρκετά εντυπωσιακό περιβάλλον. Παρόλο που τα κτίρια του είναι εντελώς σύγχρονης αρχιτεκτονικής, και κατά συνέπεια καθ’ αυτά δεν εμπνέουν ίσως μια ιδιαίτερη εντύπωση, από την άλλη είναι κτισμένο σε πολλαπλά επίπεδα, φτάνοντας αφενός ψηλά, πολύ ψηλά στους «πύργους» των εστιών, και αφετέρου βαθιά μέσα στη γη, στους υπόγειους χώρους όπου πέρασα αρκετές ώρες σε τάξεις, ή περιπλανώμενος στους ατέλειωτους διαδρόμους.
Μολονότι από άποψη μεγέθους δεν πρέπει να αποτελεί ένα ιδιαίτερα μεγάλο πανεπιστήμιο για τα αγγλικά δεδομένα, εμένα μου έκανε αμέσως εντύπωση, καθώς ο μεγαλύτερος χώρος μόρφωσης που είχα κατά νου ως τότε ήταν το σχολείο όπου φοίτησα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και εκείνος οπωσδήποτε έμοιαζε μικροσκοπικός σε σύγκριση με αυτόν του πανεπιστημίου.
Από την άλλη η φαινομενικά μικρή κτισμένη του έκταση λόγω της απομόνωσής του σε ένα λόφο το έκανε να μοιάζει αρκετά περιορισμένο. Η επικοινωνία με την κωμόπολη του Κόλτσεστερ δεν πραγματοποιούταν από εμένα σχεδόν ποτέ, και το ίδιο ίσχυε και για ένα μικρό χωριό που ήταν ο μοναδικός άλλος οικισμός που συνόρευε με το πανεπιστήμιο. Έτσι παρέμενα μέσα του, και μετά τις πρώτες μέρες άρχισα να νοιώθω σαφέστατα τα όρια εκείνου του χώρου πάνω μου, κάτι που τελικά δεν πρέπει να αμφιβάλω πλέον ότι συνέβαλε στην κρίση κατάθλιψής μου στη συνέχεια...
Αλλά, και πάλι, αυτό συνέβη λίγο καιρό μετά από εκείνον στον οποίο προσδιορίζεται χρονικά αυτή η ιστορία. Απλώς το γράφω για να επισημάνω τις ρίζες όλης της δυσοίωνης αίσθησης, που θα πρέπει να ήταν υπαρκτές – και σιωπηλά να αναπτύσσονταν – ακόμα και πριν το συμβάν που με τρόμαξε τόσο έντονα.

Ένα από τα πιο επιβλητικά μέρη του πανεπιστημίου για εμένα ήταν οπωσδήποτε η μεγάλη βιβλιοθήκη. Ήταν ένα ψηλό κτίριο, στην κορυφή του οποίου βρίσκονταν τα λογοτεχνικά βιβλία που με ενδιέφεραν, και έτσι περνούσα αρκετή από την ώρα μου εκεί. Το γεγονός ότι από τα μεγάλα παράθυρα στην μια πλευρά της μπορούσε να φανεί το άγριο δάσος στην άκρη του πανεπιστημίου με έκανε να αγαπώ τα τραπέζια που βρίσκονταν πλάι σε εκείνα, διότι πάντα μου άρεσε να κοιτάζω το δάσος, μέσα στο σκοτάδι του απογεύματος.
Έτσι εκείνο το απόγευμα είχα κατά νου και πάλι αυτή την προοπτική, να δω τη θέα του σκοτεινού δάσους, καθώς πλησίαζα τους ανελκυστήρες για να ανέλθω στην κορυφή του κτιρίου.
Α, οι ανελκυστήρες όμως, που παίζουν το ρόλο τους σε αυτή την ιστορία, αποτελούσαν κάτι αξιοπερίεργο, λόγω της ειδικής τους κατασκευής! Αυτό καθώς δεν είχαν καθόλου θύρες, και ούτε ποτέ ακινητοποιούνταν, αλλά αντίθετα ήταν ένας μηχανισμός αέναης ανόδου και καθόδου μιας σειράς από πλατφόρμες, που κάθε δύο καθόριζαν τα αρκετά φαντασιακά όρια αυτού του ανελκυστήρα, αφού βέβαια για παράδειγμα σε εκείνους που διαρκώς ανέβαιναν ίσχυε πως η πιο ψηλή πλατφόρμα ήταν ταυτόχρονα η οροφή για τον ένα ανελκυστήρα, και το δάπεδο για εκείνον που βρισκόταν αμέσως από πάνω του, με το δικό του δάπεδο να είναι η οροφή για τον αμέσως χαμηλότερο, και ούτω καθεξής.
Αυτή η κατασκευή, που δεν την είχα συναντήσει πουθενά άλλοτε, και ποτέ ξανά δεν την είδα κάπου, μου είχε κινήσει την περιέργεια, αλλά και μία ανησυχία. Σκεφτόμουν πως, οπωσδήποτε, σε κάποιο σημείο, αθέατο, πάνω και από το χώρο όπου ο ανελκυστήρας περιερχόταν φτάνοντας μπροστά από τον τελευταίο όροφο, οι πλατφόρμες που ανέβαιναν διαρκώς θα έπρεπε να μετατοπίζονταν στο πλάι, ώστε έπειτα να διαγράψουν μία οριζόντια πορεία και, τελικά, πραγματοποιώντας την αντίστροφη κίνηση, να εμφανιστούν τώρα σε κάθοδο και πάλι μπροστά από τον τελευταίο όροφο, στο διπλανό άνοιγμα μέσα από το οποίο επιβιβαζόσουν για την κάθοδο. Αυτό μου έμοιαζε λογικό, αφού όλο το σύστημα έπρεπε να είναι ενωμένο για να λειτουργεί. Εξάλλου κάθε άλλη εξήγηση παρέπεμπε σε ασυνήθιστα, παράλογα, και τελικά επίσης λιγάκι τρομακτικά εφευρήματα...
Δε θα μπορούσαν, για παράδειγμα, οι σειρές από τις πλατφόρμες που ανέβαιναν να είναι διαχωρισμένες από εκείνες που κατέβαιναν, διότι τότε θα απαιτούταν πολύ πιο λεπτεπίλεπτη κατασκευή, με άχρηστη πραγματικά περιπλοκότητα, ώστε να τις επαναφέρει στη γνωστή τους, αέναη πορεία. Και νομίζω ότι θα ήμουν πλήρως ικανοποιημένος από αυτή μου τη σκέψη, και θα θεωρούσα ως ολότελα κατανοητό από εμένα το σύστημα αυτών των πρωτοφανών ανελκυστήρων, αν δεν είχε συμβεί, τυχαία, να ακούσω την υπόδειξη κάποιου μέλους του προσωπικού της βιβλιοθήκης κατά την οποία δεν έπρεπε κανείς να δοκιμάσει να μείνει σε αυτούς πέρα από το σημείο όπου ανέβαιναν ή κατέβαιναν στους ορόφους που φαίνονταν.

Ενδεχομένως τότε να μην το είχα σκεφτεί πολύ, όμως η εξέλιξη των γεγονότων δείχνει ότι αυτή η παρατήρηση με είχε αρκετά τρομάξει. Βέβαια θα έκρινα – αν είχα κάνει και μια τέτοια σκέψη – πως αποκλειόταν οι πλατφόρμες να πραγματοποιούν κάποια επικίνδυνη κίνηση, για παράδειγμα αντί να μετατοπίζονται απλώς οριζόντια πάνω από τον τελευταίο όροφο και κάτω από τον πρώτο, να ενώνονται και οι δύο εκεί, σε ένα πολύ μικρότερο χώρο, να κολλάει η μία στην άλλη, δίχως να αφήνουν το παραμικρό μέρος όπου να μπορούσε κανείς να σταθεί... Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ επικίνδυνο, βέβαια, ή μάλλον θα ήταν θανάσιμο, διότι τότε κανείς που θα είχε παραμείνει σε αυτές πάνω από τον τελευταίο όροφο θα έβλεπε την πλατφόρμα-οροφή να χάνεται, κινούμενη παράλληλα προς μία σταθερή οροφή, ενώ η πλατφόρμα που ήταν το δάπεδο θα έτεινε να ακουμπήσει σε εκείνη την οροφή, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα να συνθλιβεί ο επιβάτης!
Μία τέτοια φαντασίωση πρέπει να με απασχόλησε, αν και δεν την πίστευα ως αληθινή. Το πανεπιστήμιο δε θα μπορούσε να είναι ένα άντρο ανεύθυνων ανθρώπων, που περιορίζονταν να δίνουν συμβουλές για να αποθαρρύνουν την παραμονή στους ανελκυστήρες, ενώ εδώ υπήρχε μία πραγματική, απίστευτη απειλή! Από την άλλη όμως νομίζω ότι η γενικότερη δυσπιστία μου απέναντι στους Άγγλους ασυνείδητα έκανε και αυτή την πιθανότητα να μοιάζει αν όχι υπαρκτή, πάντως σκόπιμο να διατηρηθεί κάπου μέσα μου, και να μη μπορεί να εξαλειφθεί οριστικά.

Άλλωστε κάτι που έμαθα αργότερα, πολύ αργότερα, για τον εαυτό μου, ήταν ότι διατηρούσα μέσα μου τέτοιους ιδιαίτερα έντονους φόβους για τους άλλους, για την προοπτική να με βλάψει η αδιαφορία τους, και να αγνοούν μάλιστα πως αυτό μπορούσε να γίνει. Αυτή η κρίση σίγουρα επίσης, στα βάθη της σκέψης μου, υπήρχε και επιδρούσε προς περαιτέρω ανάπτυξη του υποσυνείδητου φόβου για τους ανελκυστήρες στη βιβλιοθήκη.

Για την ώρα όμως ο φόβος για αυτό ήταν στιγμιαίος, και τον προσπερνούσα με άλλες σκέψεις, όπως εκείνη για το ενδιαφέρον θέαμα του δάσους από τον τελευταίο όροφο του κτιρίου.
Έτσι για άλλη μια φορά, εκείνο το απόγευμα, είχα βρεθεί σε αυτό το μέρος, και επιβιβάστηκα στον ανελκυστήρα με τον προορισμό τον τόσο αγαπητό.

Όντως είχα κάνει ελάχιστες σκέψεις ως τότε γι’ αυτό το ζήτημα. Μα είναι βέβαιο ότι η ακόλουθη είχε όντως γίνει: Είχα διανοηθεί πως θα ήταν σκόπιμο, τελικά, να αποφύγω να μείνω στον ανελκυστήρα πέρα από τον τελευταίο όροφο. Αυτό έμοιαζε εύκολο να επιτευχθεί, αλλά από την άλλη υπήρχε και μία πιθανότητα να μην είναι πραγματοποιήσιμο, η οποία ήταν να επιβιβαστούν, κατά παράβαση των νουθεσιών που επίσης είχαν ακουστεί, αρκετοί (πάνω από δύο) άνθρωποι στον ανελκυστήρα, και έτσι αυτός που μοιραία θα βρισκόταν πίσω από όλους να μην προλάβαινε να αποβιβαστεί. Γι’ αυτό και εκείνη την ώρα στεκόμουν, όπως και όλες τις άλλες φορές, στην άκρη της πλατφόρμας προς την πλευρά των ορόφων, με τη θέληση να απαγορεύσω στον οποιονδήποτε να μπει όσο βρισκόμουν και εγώ εκεί. Και πέρασα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήρεμα από τους ορόφους, μπροστά μου δεν βρισκόταν κανείς. Αλλά στον προτελευταίο όροφο, προς μεγάλο μου τρόμο, στεκόταν ένας εξαιρετικά παχύς άνθρωπος, ο οποίος, δίχως να λαμβάνει υπ’ όψη καθόλου τη στάση μου, έκανε ένα μεγάλο βήμα προς το μέρος μου, κάτι που με υποχρέωσε να πισωπατήσω...
Η στιγμή ήταν τρομερή: Αδιάκοπα σκεφτόμουν, για να με καθησυχάσω, ότι θα έχει τη σύνεση να κατέβει γρήγορα στον επόμενο και τελευταίο όροφο, σηκώνοντας το πόδι του λιγάκι περισσότερο για να σκαρφαλώσει στο επίπεδο του ορόφου πριν αυτό ευθυγραμμιστεί πλήρως με το δάπεδο του ανελκυστήρα μας. Πρέπει να το ευχήθηκα αυτό, εξαιρετικά έντονα μέσα μου. Αλλά, φυσικά, ο παχύσαρκος συνεπιβάτης μου δεν είχε ούτε μία τέτοια πρόθεση, ούτε τη λεπτότητα να μεριμνήσει καθόλου για εμένα. Αντίθετα έκανε πολύ ώρα να αποβιβαστεί. Τότε σκέφτηκα ότι έμελλε να ανακαλύψω, τελικά, τι υπήρχε πάνω από τον τελευταίο όροφο, αφού το άνοιγμα ανάμεσα στην πλατφόρμα της οροφής, και το επίπεδο του ορόφου είχε μικρύνει δραματικά!

Αλλά, ξαφνικά, ένοιωσα έναν τεράστιο τρόμο – όλα αυτά διήρκεσαν βέβαια μόνο μία στιγμή, αλλά έμοιαζε να διαιρείται διαρκώς μέσα μου αυτή – και χίμηξα πραγματικά προς το άνοιγμα, σκύβοντας όσο μπορούσα! Έπεσα στον όροφο από αρκετό ύψος, κατατρομαγμένος, καθώς τώρα σκεφτόμουν ότι παραλίγο να μπλεχτεί το σώμα μου ανάμεσα στο χάσμα που μίκραινε, και τον όροφο, με τη συνέπεια να κομματιαστώ!
Έμεινα, με τα μακριά μανίκια του πανωφοριού μου σωριασμένα πλάι στα χέρια μου, για αρκετή ώρα σε εκείνη τη στάση, και θυμάμαι ότι με μία έκφραση που θα πρέπει να δήλωνε την απόλυτη φρίκη κοίταξα μπροστά μου, λοξά αφού ακόμα ήμουν γονατισμένος, πέρα από την διάφανη πόρτα του κυρίως μέρους του ορόφου όπου ξεκινούσαν τα ράφια, εκείνον τον άνθρωπο που, αμέριμνος, δίχως καν να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, συνέχιζε να προχωράει με εξαιρετικά φαρδιά και αργά βήματα, όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό της μεγάλης αίθουσας.
Ένοιωθα ταπεινωμένος. Ένοιωθα ότι είχα δεχτεί ένα πολύ σοβαρό κτύπημα. Ένοιωθα ότι λίγο έλειψε να τραυματιστώ, ίσως και θανάσιμα! Και όλα αυτά εξ αιτίας της παγερής αδιαφορίας ενός τόσο αφύσικα κτηνώδους όντος, που όμως, φαίνεται, εκείνη την ώρα αντιπροσώπευε για εμένα συνολικά τη σκληρότητα της ζωής, που είχε εμφανιστεί, και εδώ, πέρα από μια θάλασσα, στην άλλη άκρη της Ευρώπης, για να με απειλήσει. Και, με αυτή τη σκέψη, τρέμοντας ακόμα, άρχισα να σηκώνομαι, και στάθηκα για ώρα μπροστά από την πόρτα εκείνη, ανασαίνοντας βαθιά, νοιώθοντας μία απέραντη θλίψη.




Από τη συλλογή διηγημάτων "Η Χρυσαλλίδα", που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Ανάτυπο.


Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος φοίτησε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου του Έσσεξ. Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα περιοδικά (Δέκατα, Ένεκεν, Ίαμβος, Εντευκτήριο, Άνευ, Αντί επιλόγου, Χίμαιρες, Σοδειά κ.α.) και σε ελληνικά έντυπα του εξωτερικού (Αγγλία, Γερμανία).
Οργανώνει και παρουσιάζει  κύκλους σεμιναρίων για τη Φιλοσοφία, υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Βιβλιοθηκών και Μουσείων του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Αρθρογραφεί για θέματα πολιτισμού στην εφημερίδα Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, όπου διατηρεί μια στήλη για τη Φιλοσοφία.
Είναι μέλος των εκδόσεων Ανάτυπο, όπου έχει την ευθύνη της οργάνωσης μέρους των λογοτεχνικών σειρών.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Γιώργος Ν. Σιώμος, "Αλφέζ"




Αλφέζ

Τη νύχτα που γεννήθηκε ο Αλφέζ, ο πατέρας του θυσίασε ένα αρνί. Με το αίμα του έλουσαν το κεφάλι του μωρού για να γίνει θαρραλέος άντρας όταν μεγαλώσει. Έδεσαν τον αφαλό του με τρίχες από την ουρά μιας καμήλας. Αυτή η καμήλα θα ήταν από δω και πέρα ιδιοκτησία του Αλφέζ. Ο πατέρας του για να μην μολυνθεί από το μίασμα που κουβαλούσε η μάνα του, πήγαινε και κοιμόταν σαράντα μέρες σε σπίτια φίλων.
      Μεγάλωνε ο Αλφέζ στη Σομαλία με την καμήλα του, με τα πνεύματα τα καλά και τα κακά που όριζαν την κάθε κίνησή του. Μάθαινε τη γλώσσα της φυλής του, αραβικά και αγγλικά. Μεγάλωνε κι έβλεπε τους τρανούς να τσακώνονται για τη μοιρασιά της άγονης γης, του λιγοστού νερού, της φτώχειας. Αγρίευαν τα πράγματα από μέρα σε μέρα. Πολλοί πέθαιναν απ’ την πείνα. Όταν έγινε δεκαοχτώ χρονών ο Αλφέζ, ήρθαν μια νύχτα στο σπίτι οι πιο κακοί, κι έσφαξαν τον πατέρα, τη μάνα, και τις δυο αδερφές του. Βίασαν τον Αλφέζ, τον άφησαν αναίσθητο κι έφυγαν.

Μάζεψε τα κουρέλια του ο Αλφέζ και μαζί με άλλους Σομαλούς έφτασε στην Ελλάδα με προορισμό τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία... Νοίκιασαν στην Αθήνα, μια αποθήκη σε υπόγειο. Δώδεκα φυγάδες σε δέκα τετραγωνικά. Την άλλη μέρα, τους είπαν οι παλιότεροι δικοί τους που ήξεραν ελληνικά, ότι τα μαύρα γράμματα που έβλεπαν στο ντουβάρι, τους προειδοποιούσαν: Αραπάδες να φύγετε. Θα σας κάψουμε ζωντανούς.
    Την τρίτη μέρα, στην οδό Ζήνωνος, καμιά σαρανταριά νομάτοι τούς επιτέθηκαν με βρισιές, κλωτσιές, ρόπαλα και σιδερογροθιές. Εκεί τον βρήκε αιμόφυρτο η Μάιρα και τον συμμάζεψε. Τρεις μέρες τον κράτησε στο σπίτι ώσπου να γειάνουν οι πληγές. Από τότε τον έβαλε στον κύκλο της και τον καλεί σε εκδρομές, ταξίδια, συναυλίες, γάμους και χαρές.

«Μάμα, μάμα», λέει ο Αλφέζ την εξηντάρα Μάιρα και λιώνει. Βρήκε τη μάνα που δεν είχε. Η Μάιρα είναι ψηλή γυναίκα, δυναμική και κουλτουριάρα. Με ένα τσιγάρο πάντοτε στα χείλη, παρότι ακολουθεί θεραπείες κατά του καπνίσματος. Φοράει χίπικα μπιχλιμπίδια και θέλει να φαίνεται πιο νέα απ’ ό,τι είναι. Κάνει γιόγκα και τρέχει σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων. Δείχνει να μην έχει ανάγκη από τίποτα. Τα καλοκαίρια βαράει χταπόδια με το ψαροντούφεκο στη Σύρο από όπου και κατάγεται. Είναι χωρισμένη κι έχει μια κόρη που βοηθάει τη Μάιρα στην περίθαλψη των ξένων μελαμψών, ιδίως των μαύρων Αφρικανών και των κατατρεγμένων.
   (Όταν η κόρη ήταν τριών χρόνων ήρθε ο πατέρας της από τη Σουηδία — όπου παντρεύτηκε μια πατριώτισσά του — να δει το παιδί του.
— Μόργκενσεν, του είπε η Μάιρα, εγώ θέλω ακόμα ένα παιδί. Θέλεις να το κάνουμε μαζί για να έχει και η κόρη μας κανονικό αδερφάκι; Ή να το κάνω με κανέναν άλλο;
Λογικό το βρήκε ο Σουηδός και γέννησαν ένα αγόρι).

Σε γάμο, που πήγε η Μάιρα με την παρέα της και τον θετό της γιο στην Αίγινα, ζήτησαν απ’ τον Αλφέζ, που δεν ξέρει γρι ελληνικά, να πει κι αυτός ένα τραγούδι στη γλώσσα της πατρίδας του. «Μάμα», είπε, και κοίταξε τη Μάιρα στα μάτια. «Πες το», κατένευσε αυτή. Πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε:

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί και γελασμένοι…

σε καθαρά ελληνικά με όλο τον αραβικό νταλγκά στο χρώμα της φωνής του.



11/7/2014
Γιώργος Ν. Σιώμος

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Παύλος Άμβερ, "Δύο ποιήματα"




Γιατί κανένα τέρας δεν πέθανε ποτέ

Τα χέρια του αγκάλιαζαν τη λαμαρίνα του πλοίου
Για να νιώθει την παγωνιά μέσα του
Για να σκουπίσει κάπου την μοναξιά τους
Το παιδί του έφευγε και η γυναίκα του έφυγε πέρυσι
Όχι όμως έτσι. Ήρεμα, ελεύθερα, αιώνια
Όχι, φυλακισμένη στα δίχτυα της αδικίας
Χωρίς αυτήν την κατεψυγμένη απουσία
Τα δάκρυα που εξατμίζονται
Πάνω στο θολό τζάμι της ανάγκης
Ο γιος του έκλαιγε και αυτός μάτωνε, στη σκέψη
«Πες μου, να φύγω Ναι ή Όχι;», έλεγαν τα μάτια του
Ψάχνοντας απεγνωσμένα μια προτροπή, μια αντίσταση, μια ελπίδα
«Πού είναι ο λαός μου;», ψιθύριζε η ψυχή του πατέρα
Και πετάξαν τα μαντίλια. Ζητωκραύγασαν. Ηδονίστηκαν
Το σπλάχνο του σπάραζε και αυτός πέθαινε, στην εικόνα
Και τα μαύρα πανιά φορέσαν ξανά, όπως τότε.
Και ο Μινώταυρος πάντα θα περιμένει την θυσία για να τραφεί.
Και έφυγαν. Όλοι έφυγαν. Χωρίς κουβάρι, χωρίς Αριάδνη, χωρίς ελπίδα.
«Πού είναι ο λαός μου;» ρώτησε, με αδειανά τα χέρια.
Πριν γυρίσει το βλέμμα στον τερατώδη λαβύρινθο της ζωής του…




Καλοκαίρι

Γκρίζα η άσφαλτος και τα χαλίκια άσπρα
Σαν ένας ουρανός με τα σύννεφά του
Δρόμος μακρύς, μοναχικός
Από αυτούς που το ταξίδι μετράει και όχι ο προορισμός
Την άπνοια του μεσημεριού
Έγδερνε μια γλυκόπικρη μουσική
Φωνούλα παιδιού, χλωμή και μόνη,
Τρυπούσε την μονοτονία μιας βόλτας στον ήλιο.
«Καρπούζια, τα δύο πέντε ευρώ»
Πόδια και χέρια αλυσοδεμένα πάνω στο δερμάτινο κάθισμα του αγροτικού
Η λαμαρίνα φυλακή που σιγοψήνει την ψυχούλα του
Μόνο με την κραυγή του να παλεύει
Μόνο με την ζωή του να δείχνει τον δρόμο στους απεγνωσμένους
Το σωματάκι του έτοιμο να σπάσει σα πυρόκλαδο
Τα μάτια του σπίθες μια ζωής αλλιώτικης
Καρβούνιαζε η φωνή του και στάχτη γινότανε
Μέσα στις φλόγες του καλοκαιριού.

Με κέρματα το έλουσες
Που ξεχύθηκαν σαν καταρράκτες
Παγωμένοι ποταμοί
Στα πυρακτωμένα χέρια του.
Του σώσαν τη ζωή
Ή την δικιά σου.
Πιο πολλά του ’δωσες από συμπόνια,
Καλύτερη για σένα θέση στον παράδεισο
Δεν είπε ευχαριστώ
Μα απλά ψιθύρισε
«Καρπούζια τα δύο, πέντε ευρώ»



                                                                     Παύλος Άμβερ
  

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ειρήνη Ιωαννίδου, "Τρία ποιήματα"






ΛΕΞΕΙΣ

Παιδί σου άρεσε να καταπίνεις εικόνες
και έπειτα την ώρα του τοκετού
να τις γεννάς πάνω σε μια λευκή λεωφόρο
– Λέξεις πια με το δικό σου δέρμα
το δικό σου σχήμα

Ήταν εύπλαστες, δίχως μέλη
Τους τα αφαιρούσες για να μοιάζουν με αγάλματα
να τις κοιτάς και να φαντάζεσαι μόνο εσύ
Είχαν μια γοητεία αυτές οι επεμβάσεις
Ανώδυνες,
μια Νίκη που δεν χρειάζεται τα φτερά της

Ήταν σπλαχνικές μαζί σου
Κάποτε σε άφηναν να τις κάνεις και πάλι εικόνες
Τότε έμπαινες μέσα τους
Τις μύριζες, τις άκουγες,
μπορούσες και να τις γεύεσαι




ΥΔΡΑΤΜΟΣ ΣΕ ΗΜΙΦΩΣ

Φλύαρο στόμα
Θέλεις να φυτέψεις εκεί
τον πλατύφυλλο
– στον ελαιώνα των προσδοκιών.
Λέξεις σε βάθος και πλάτος
Τις μετράς,
ένα στολίδι έπαρσης σε κάθε γραμμή

Κάθε φιλί στην κόψη
της προδοσίας
και ας σου γλείφω την πληγή.
Παράξενο πράγμα η επούλωση
με ένα τσάι και μια κουταλιά δάκρυα

Οι λέξεις γνωρίζουν κολύμπι
και ας μην διασώζονται
Ήδη υδρατμός σε ημίφως




ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ

Ανοίγεις την σελίδα –
ένα ποίημα
Δεν θα το διαβάσεις
γιατί η απόσταση θα το σβήσει
και ο χρόνος θα θέσει τα όρια

Ένα ποίημα
δεν διαβάζεται
σε καταβροχθίζει
σαν ιερή νόσος
σου τρώει τα σωθικά
το γεύεσαι
και σε κάνει δικό του

Όπως το σκοτάδι ακουμπάει
στη στέγη του σπιτιού
και οι τοίχοι σε συνθλίβουν
με αγάπη λευκή και ακατέργαστη –

Κλείνεις τη σελίδα
 μέσα στο μυαλό σου




Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Σημείωμα Σεπτεμβρίου 2015




Μια ποιητική βραδιά στην αγκαλιά του Ολύμπου

 Μία ιδιαίτερη συνάντηση αφιερωμένη στην ποίηση και την ποιητική δημιουργία σε καιρούς κρίσης, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι κατάφεραν να παραβρεθούν το βράδυ του Σαββάτου 22 Αυγούστου, στο πέτρινο θεατράκι του "Μήτια" στη Ραψάνη Ολύμπου, με οικοδεσπότες τους Βασίλη Σιουζουλή, Σωτήρη Παστάκα, και Γιώργη Σαράτση, οι οποίοι, αφού καλωσόρισαν τους παρευρισκόμενους, έδωσαν τη σκυτάλη στον ηθοποιό Κώστα Αβραμίδη και στο θεατρικό μονόπρακτο-κραυγή: «Πείτε στην Αγγελική ότι μετάνιωσα».
Ακολούθησαν αναγνώσεις ποιημάτων των προσκεκλημένων ποιητών (ποιήματά τους, εκτός από τους ανωτέρω, διάβασαν οι: Κατερίνα Καριζώνη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Marianne Catzaras, Αντώνης Αντωνάκος, Ηλίας Τσέχος, Παύλος Παρασκευαΐδης και Δημήτρης Παπαστεργίου), τοποθετήσεις, λόγος και αντίλογος.
Ο προβληματισμός έντονος. Το έσω βλέμμα (ή το βλέμμα έσω) λίγο πιο καθαρό. Καινούργιες φιλίες θεμελιώθηκαν και παλαιότερες ενισχύθηκαν. Το θέατρο "Μήτια" μια ζεστή αγκαλιά. Το κοινό μυημένο. Και ένας Κώστας Αβραμίδης που με το που τέλειωσε την εξαιρετική παράστασή του, η βραδιά είχε ήδη πετύχει και ίσως να ήταν το κλειδί για να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον.
Μία ακόμα συνάντηση αφορμή του λόγου, των στίχων, της ομορφιάς του τόπου και των ανθρώπων. Σαν μια απάντηση στο θράσος του καιρού, στη γελοιότητα των πολιτικών εκπροσώπων, στο ανέραστο πρόσωπο μιας καθημερινότητας που εξαπλώνεται επικίνδυνα. Με την ελπίδα η συγκεκριμένη δράση να γίνει η αρχή μιας εποχής πιο ποιητικής, πιο ερωτικής, πιο επαναστατικής.
Αυτές οι συναντήσεις έχουν κάτι το μαγικό. Όλα τα συναισθήματα και όλα τα χρώματα. Την αίσθηση ότι σταματάει ο Χρόνος και ότι έχουν ειπωθεί όλα. Και όταν φτάνουν στο τέλος τους, θλίψη, επειδή υπήρχαν κι άλλα να ειπωθούν και επειδή η επόμενη συνάντηση φαντάζει τόσο μακρινή.
Η ποίηση θα απαιτεί πάντα αντοχές και δαπάνη δυνάμεων αλλά θα προσφέρει πάντα λύτρωση και εκείνα τα χαμόγελα που θα δίνουν αστείρευτο κουράγιο για τα επόμενα.
Τα ποιήματα, η ευαισθησία, η λάμψη στα μάτια των περισσοτέρων, αλλά και η ανάγκη όλων να αγκαλιαστούμε πριν φύγουμε θα μείνουν ανεξίτηλα μέσα μας. Οι μνήμες της Ραψάνης είναι η κιβωτός της, και η επιτυχία της εκδήλωσης είναι ότι έβγαλε συγκίνηση και κερδήθηκαν πνευματικές σπίθες.
Το ραντεβού τον ποιητών ανανεώθηκε για την 3η ποιητική συνάντηση του ερχόμενου καλοκαιριού.





Φωτογραφίες: Thierry Watrinet