Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Δημήτρης Ιορδ. Καρασάββας, "Ναυτικόν Φυλλάδιον"




ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Σημείον αναφοράς ένας ύφαλος στην καρδιά σου
κι ένας ναυαγοσώστης βάλθηκε να σώσει
όλα εκείνα που καταράστηκαν οι χαμένοι της ζωής σου.

Σημείον γεωγραφικόν στον χάρτη του κορμιού σου
κι ένας ανιχνευτής βάλθηκε να βρει
τα μήκη και τα πλάτη της ψυχής σου.

Σημείον μαγνητικόν στο έδαφος του νου σου
κι ένας αλλοπαρμένος Πρίγκηπας
να ψάχνει στα έγκατα της καρδιάς σου.

Σημείον αναφοράς ένας ύφαλος στην όρασή σου
κι ένας παλιός πολεμιστής
να ψάχνει θριάμβους στο κορμί σου.



(Από την ενότητα ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑ)




ΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

Μετρούσα τα κορμιά της πληρωμένης
                                       ηδονής
κι έτσι θυμόμουν τα λιμάνια της
                                        οργής
εκεί που έχτιζα μνημεία σ’ αξέχαστες
                                       αγάπες
που μου κρατούσαν πάντοτε την
                                        ψυχή
αιχμάλωτη σ’ ένα χρυσό κλουβί γεμάτο
                   ελπίδες.



(Από την ενότητα ΟΣΤΡΙΑ)




“ΑΝ”

Αν διαβάζοντας τον Κίπλινγκ
στη γέφυρα τα πυρωμένα βράδυα
Αν γινόμουνα ο κυνηγός
κάθε χαμένης ευκαιρίας
Αν γνώριζα την ηδονή
σε κάθε λιμάνι
Αν ένοιωθα την πίκρα
του ναύτη στη στεριά
Αν με συνέθλιβε το όνειρο
Τότε θα ήμουνα ένας τρελός
που κυνηγούν οι Ερινύες.



(Από την ενότητα ΛΕΒΑΝΤΕΣ)




ΝΑΥΤΙΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ

Στην Ερυθρά Θάλασσα το ’58
Άραψ ενός Αιγυπτιακού περιπολικού
ελέγχει τα χαρτιά μας.
Του δείχνω τα δικά μου,
μού λέει σ’ άπταιστα νουβικά
“Κύριε δεν εγγράφει το πασπόρτι
ημερομηνία θανάτου”…



(Από την ενότητα ΠΟΝΕΝΤΕΣ)




Από τη συλλογή «Ναυτικόν Φυλλάδιον», εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1998

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Γιώργος Χειμωνάς, "Οι χτίστες"




Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.

Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαρειά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως.





Απόσπασμα από το βιβλίο "Οι χτίστες", Κέδρος, 2008.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης, "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου"





Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Ένιωθα ξένος σ’ αυτήν την πόλη παρ’ όλο που η οικογένειά μου είχε εγκατασταθεί εδώ προ αμνημονεύτων χρόνων. Γι’ αυτό όταν η Ελένη γδυνόταν κι έβγαζε τις φουρκέτες απ’ τα μαλλιά της, τα μαλλιά της έπεφταν ασυγκράτητα και σκέπαζαν όλα τα αινίγματα. Με κόπο έβρισκα ύστερα το δρόμο της επιστροφής. Και πάντα στο δρόμο ο τυφλός με το φλάουτο: έπαιζε μια σιγανή μουσική που έκανε τα πουλιά να κατεβαίνουν και να τσιμπολογούνε τα μικρά στίγματα που αφήνουν οι αιώνες πάνω στα μάρμαρα.



ΜΙΚΡΗ ΙΛΙΑΔΑ

Δε ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο.
Και το πρωί «καλημέρα» λες, «καλημέρα» σου λένε.
                                                                      Κι η σφαγή συνεχίζεται.



ΠΟΙΗΤΕΣ

Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
                                                      την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.



ΔΑΚΡΥΑ

Δρόμοι προς τις μεγάλες ηδονές που βγαίνουν έξω απ’ το χρόνο
περιπέτειες των αδέξιων ερωτικών χεριών, μες στο σκοτάδι, η
                 αιωνιότητα ενός αγγίγματος –
τελικά οι ιστορίες μας έμειναν μισοτελειωμένες σαν μια
                 παιδικότητα.
Κάποτε θα κλάψω τόσο πολύ που θα εξευμενίσω όλα τα ρόδα.



ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ έναν
         κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.




Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, Έκτη έκδοση, 1990

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Μια τράπουλα γεμάτη πειράματα και παιχνίδια"





Μια τράπουλα γεμάτη
πειράματα και παιχνίδια

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
Η τράπουλα του καλοκαιριού
Εκδόσεις Ars Poetica, 2012, σελ. 80


Στην Ελλάδα το καλοκαίρι είναι μια θεότητα εκτυφλωτική και απόλυτη, που δημιουργεί ένα είδος αμηχανίας. Η περίφημη γενιά του ’30 ανέδειξε τους ορίζοντες του θέρους στις πραγματικές διαστάσεις, όχι σαν τουριστική ατραξιόν αλλά σα βαθύτερο μυστικιστικό τοπίο όπου φύση και ψυχή ταυτίζονται σ’ ένα μωσαϊκό ετεροπροσδιορισμών. Όμως θα έλεγα δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτή τη σπουδή. Το αστικό περιβάλλον στις επόμενες δεκαετίες υπήρξε πιο δεσμευτικό, το θέρος αποτέλεσε κομμάτι της ζωής στην πόλη, το καλοκαίρι νοήθηκε πάλι σαν ένας κρίκος της αλυσίδας των τεσσάρων εποχών, εποχή ερωτική σίγουρα, σεξουαλική, ταξιδιάρικη, περιπετειώδης− αλλά έλειψε αυτή η δυναμική οπτική ενός κόσμου τόσο οξυμένου, σχεδόν τρομακτικού, εκεί που η αθωότητα κι η μαγεία συναιρούνται σε μια δυνητική περιδίνηση γύρω από την αληθινή ταυτότητα της ύπαρξης.
Έκανα αυτόν τον πρόλογο, για να μιλήσω για το βιβλίο Η τράπουλα του καλοκαιριού του Δημήτρη Παπαστεργίου, που ανήκει σε αυτή την κατηγορία των δημιουργών που είναι δέσμιοι της καλοκαιρινής θεότητας. Υπάρχει μια αίσθηση ανολοκλήρωτου σε αυτό το βιβλίο, που όμως συνυπάρχει με μια τάση φιλόδοξη να ανέβει ο πήχης κι η σύνθεση να αναμετρηθεί με το σύμπαν της καλοκαιρινής αιθρίας. Η δυναμική της σύνθεσης, το μεγάλο ποίημα, η μεγάλη φόρμα. Αλλά κι ο πειραματισμός με τη μικρότερη φόρμα. Η αναπνοή του κάθε ποιήματος αναζητά την κατάλληλη μορφή. Ένα ευρύ πεδίο μορφικών πειραματισμών. Ο Παπαστεργίου φλερτάρει με όλα τα είδη της μορφής, γιατί θεωρεί ότι έχει να αναμετρηθεί με ένα περιβάλλον τόσο άναρχα και χαοτικά δομημένο, κι από την άλλη τόσο παραστατικό και ερεθιστικό, που στρατολογεί άμεσα τον εαυτό του σε μια διαρκή άσκηση εναρμόνισης μορφής και περιεχομένου. Το όλο εγχείρημα είναι φιλόδοξο και αθώο παράλληλα. Αν γίνουμε αυστηροί κριτές, θα λέγαμε ότι η σύνθεση αναδεικνύει τις υπερβολικές της απαιτήσεις ενώ η πιο μικρή φόρμα βοηθά το ποίημα να διαχειριστεί πιο στέρεα τα υλικά του. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι αιωρείται στην ατμόσφαιρα ο πειρασμός της μακριάς πνοής, της ευρύτερης σύνθεσης, της σταδιακής εξάπλωσης σε πιο περίπλοκους και απρόβλεπτους ατραπούς. Οι πειραματισμοί της φόρμας είναι παράλληλα ένα παιχνίδι κι ένας προβληματισμός για τον τρόπο εκφοράς του θέματος. Έτσι δημιουργείται ένα κλίμα ρευστότητας, το νόημα αναζητά διαρκώς τη μορφή, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει ατελές και αμήχανο.
Όμως υπάρχει κάτι που αφήνει από την όλη διαδικασία μια αίσθηση ευφορίας, μια πραγματική επιβράβευση της προσπάθειας κι αυτό νομίζω είναι η αθωότητα κι η παιδική αφέλεια (με την καλή έννοια) που αναδεικνύονται διάφανα στα ποιήματα. Έτσι, ο Παπαστεργίου, κατά κάποιο τρόπο, θεμελιώνει την όλη προσπάθεια στον πυρήνα της παιδικής παντοδυναμίας, κυρίαρχο στοιχείο της αληθινής λογοτεχνίας. Τι θέλω να πω ακριβώς; Πολλές φορές ο ποιητής είναι ένα παιδί που αισθάνεται παντοδύναμο ότι θα κυριαρχήσει στον κόσμο, θα τον ανακαλύψει, θα τον μετουσιώσει στα δικά του δεδομένα, θα πορευτεί και θα φτιάξει τη δική του πραγματικότητα. Τέτοια παιδιά αρέσκονται να την κοπανάν συχνά από το σπίτι, μόνα τους ή με λίγους φίλους να σκορπάν τις ώρες τους στη φύση, να απολαμβάνουν τη δροσιά της περιπέτειας, να σκαρφίζονται καινούρια παιχνίδια, καινούρια επεισόδια, νέες φάρσες, να φτιάχνουν πρόχειρες κατασκευές που τις θεωρούν μαγικές. Συνήθως τέτοιες κατασκευές την άλλη μέρα είναι διαλυμένες από τον άνεμο. Εδώ η «τράπουλα του καλοκαιριού» είναι ένα παιχνίδι, μια συρραφή τρυκ και κατασκευών, μια χαριτωμένη και αθώα επιχείρηση σύνθεσης μεγαλόπνοων αποστολών, με στόχο τον έρωτα και το καλοκαίρι. Οι διακοπές του θέρους αυτονομούνται, γίνονται ένα προσωπικό σύμπαν, μια σημειολογία ζωής.
Το βιβλίο κερδίζει από την αίσθηση της παιδικότητας, της αγνότητας, του ανολοκλήρωτου, του λάθους. Επειδή προσωπικά είμαι ταγμένος με τρόπο θρησκευτικό σε ποιητές όπως ο Ελύτης (παιδική παντοδυναμία), πεζογράφους όπως ο Παπαδιαμάντης (μεσογειακή φύση), ξένους συγγραφείς όπως ο Γκόμπροβιτς (το θέμα της ανωριμότητας), βρίσκω την ατέλεια αυτού του βιβλίου ως μεγάλο προτέρημα, ένα βιβλίο απολαυστικό. Υπάρχει κάτι μαγικό. Κι αυτό είναι το ζητούμενο. Υπάρχουν ποιήματα αρκετά μεστά και ολοκληρωμένα όπως το «Βέροια, Κυριακή πρωί» όπου ο χρόνος και ο χώρος ρευστοποιούνται, η «Μεταμόρφωση» με την ιστορία της ενηλικίωσης μιας κοπέλας που παράλληλα αποτελεί ένα σχόλιο γύρω από τη ρευστότητα της μορφής, το «Ερωτικό έργο αναρριχώμενο» με την ανανταπόδοτη ερωτική προσμονή, το «Χταπόδι» με θέμα την ηθική αποκατάσταση της αλήθειας της φύσης, − αλλά η τράπουλα, μαγική όπως είναι, αν την ξεφυλλίσεις διαθέτει και ποιήματα γεμάτα παιδική αγάπη για τη μάνα και τον παππού, νησιώτικα τοπία όπως η Θάσος, η Πάρος κι η Νάξος, δροσερά κορίτσια που γεμίζουν το πλάνο με τη θηλυκότητά τους. Η φύση ηγεμονεύει, ο ήλιος κι η ζέστη σε αγκαλιάζουν. Το γαϊτανάκι της σύνθεσης μπορεί να είναι ασταθές κι ατελές αλλά ξεπηδούν εικόνες που σε σαγηνεύουν. Όσο ξεφυλλίζεις την τράπουλα, μεθάς από ήχους-αισθήσεις-χρώματα. Τα τζιτζίκια βουίζουν, η θάλασσα χαμογελά.

Ιγνάτης Χουβαρδάς


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πόρφυρας» τεύχος 146, Ιανουάριος-Μάρτιος 2013

Eugenio Montale, "Η μπόρα"




Η ΜΠΟΡΑ


      Les princes n’ ont point d’yeux pour voir ces grand’s merveilles,
      Leurs mains ne servent plus qu’à nous percécuter…
                                                       AGRIPPA D’ AUBIGNÉ, «À Dieu»


Η μπόρα που ξεχύνει επάνω στα σκληρά
τα φύλλα της μανόλιας χαλάζι και μακρόσυρτες
μαρτιάτικες βροντές,

(οι ήχοι του κρυστάλλου στην βραδινή
φωλιά σου σε ξαφνιάζουν, κι απ’ τον χρυσό
που έσβησε επάνω στο μαόνι, στα φύλλα
των χαρτόδετων βιβλίων, καίει ακόμα
ο κόκκος από ζάχαρη στην κόγχη
των ματόφυλλών σου)

η λάμψη που αυγάζει
δέντρα και τοίχους και τους ξαφνιάζει σ’ εκείνη
την στιγμιαία αιωνιότητα —μάρμαρο μάννα
και καταστροφή— που φέρνεις μέσα σου
χαραγμένη σαν καταδίκη και που σε δένει
μ’ εμένα περισσότερο απ’ τον έρωτα, παράξενη
         αδερφή, —
κι έπειτα ο άγριος κρότος, τα σείστρα, το τρέμουλο
των ταμπούρλων πάνω από τον απαίσιο λάκκο,
το ποδοκρότημα του φαντάγκο, και στον αέρα
κάποια χειρονομία σαλεύει…
                                                               Σαν τότε
που γύρισες, εσήκωσες το χέρι,
με καθαρό το μέτωπο από το σύννεφο των μαλλιών σου,

και με χαιρέτησες — για να χαθείς μες στο σκοτάδι.



Μετάφραση: Νίκος Αλιφέρης




Από το βιβλίο «ΦΙΝΙΣΤΕΡΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», εκδ. ΑΓΡΑ, 1995.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Ευγένιος Αρανίτσης, ''Καλοκαίρι στο σκληρό δίσκο"




ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ ΣΚΛΗΡΟ ΔΙΣΚΟ


0111

Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Αναγνώστης (οι
4 μεγάλοι μας ποιητές που δεν ήξεραν ελληνικά




0101010

contra errores graecorum, το μοντέρνο Σημείο δείχνει το ίδιο το δεί-
χνειν.

Ερμή, προστάτη των βιβλίων μου, κάνε λεία Σου το Σημείο και θα
σαι πάντα φτωχός.




011011

ενθάδε κείτε ο ποιητής μας †ηλίας λάγιος

που κάποιοι είπαν πως είν’ αλήτης και κάποιος άγιος.

όλη και όλη η περιουσία του: ένας πλάγιος

τρόπος του λέγειν. ήταν ο στόχος του πάγιος:

να κατουρήσει στου ποιήματος το πηγάδι.ως

τώρα απέτυχε. διαβάτη, φάρσα· ο τάφος άδειος




Από τη συλλογή «Καλοκαίρι στο σκληρό δίσκο», Νεφέλη 2002

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Αλέξανδρος Αραμπατζής, "Πανσπερμίες"




ΠΑΝΣΠΕΡΜΙΕΣ


1.
Στης Τροίας το κακοτράχαλο κάστρο, με τις γαϊδουραγκαθιές στις πολεμίστρες, οικουρούν οι τρυφερές παρθένες που έχουν ένα χάλκινο δαχτυλίδι στην θηλή, γιατί ο σκληρός πολεμιστής μαζί με το γάλα πρέπει να γλείψει χαλκό για να χυθεί στην μάχη απογαλακτισμένος από την μητρική μωρία.


2.
Αν αυτό που ήδη είναι ένα όρυγμα μπορεί να γίνει δοχείο για σκέψεις που χυθήκανε μόνες τους σαν χυλός στο τηγάνι, τότε ας αποκαλύψουμε τους μυστικούς μας κώδικες στον λαντζέρη των βεβαιοτήτων μας κι αυτός θα φωτίσει την κάθε τους πτυχή τρίβοντας γερά με απορρυπαντικό όλα μας τα μυστικά σκεύη κρυμμένα ανάμεσα στις μαραμένες αγριοτριανταφυλλιές.


3.
Το μπλε δεν μου αρέσει σαν χρώμα αλλά μου αρέσει σαν όνομα. Το μπλε γονατίζει το χώμα της γης όπως ο παλαιστής γονατίζει τον αντίπαλο. Το μπλε είναι το μόνο χρώμα που δεν το βάφουμε αλλά μας βάφει.


4.
Φορτωμένος ένα βαρύ ρολόι στην πλάτη του, ένας χαμάλης που κουβαλούσε σακιά παραγεμισμένα με χρόνο στο λιμάνι, παραπάτησε και το ρολόι έσπασε. Τη ίδια ώρα το πλοίο ξεκινούσε και οι ναυτικοί πετούσαν τα σακιά στη θάλασσα. Ο χαμάλης, που δεν αμειβόταν ποτέ για τον κόπο του, γιατί ο χρόνος δεν είναι εμπόρευμα, δάκρυσε. Ένας μόρτης του φώναξε: ρε μπάρμπα, αφού δεν τον πουλάς, ούτε τον αγοράζεις, μόνον τον κουβαλάς στην καμπούρα σου, γιατί δεν τα παρατάς; Δεν μπορώ, είπε, είναι η σάρκα του πεπρωμένου μου.


5.
Η λαμπηδόνα της αμαρτίας άναψε στην καρδιά μιας κυρίας. Ένας αρβυλοφόρος φώτισε μ’ ένα σπίρτο το πρόσωπό της κι αυτή έλιωσε σαν το κερί.


6.
Πριν ακόμα πουριτανοί με εγκυκλίους ερανικών επιτροπών λανσάρουν αναερόβια ήθη σε εξουθενωμένα ποίμνια που με δρεπάνια και δικράνες βίωσαν το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, όπως άλλοτε οι κανίβαλοι  βίωσαν τον μαγικό ρεαλισμό, κάποιοι φύλαρχοι στα μέρη μας, κάποιες πρωτοχρονιές, ντουφεκάγανε στο ψαχνό τον αγέρωχο υπερρεαλισμό. Εις μάτην.


7.
Ανάμεσα στις οσμές γιαουρτοσκόρδιου και καμένου τραχανά μια ζουμερή ταβερνιάρισσα μου δώριζε πόντους για να μπλέκω σε ζήλειες και καυγάδες. Μια μέρα, όμως, έσβησε από μέσα μου ο ιπποκόμος και γεννήθηκε ο ιππότης. Δυστυχώς δεν θυμάμαι τι έγινε μετά.


8.
Πάντα μ’ ένα μπουκάλι  βότκα σφηνωμένο στα γόνατα γράφω ποιήματα. Μετά πίνω την βότκα και χώνω τα ποιήματα μέσα στο μπουκάλι. Ποίημα χωρίς το άρωμα βότκας δεν είναι ποίημα, είναι μουσταλευριά.


9.
Εδώ μεγάλωσα, εδώ τυραννήθηκα, εδώ υπόφερα. Τελικά, το εδώ, είναι το πλέον σαδιστικό όργανο εκτέλεσης εντολών της ειμαρμένης.


10.
O χαζός του χωριού έβλεπε τα άστρα και τον ουρανό και μονολογούσε: τι με νοιάζουν τα άστρα και ο ουρανός; Έβλεπε τα βουνά και τη θάλασσα και μονολογούσε: τι με νοιάζουν τα βουνά και η θάλασσα; Έβλεπε τα σπίτια και τους ανθρώπους και μονολογούσε: τι με νοιάζουν τα σπίτια και οι άνθρωποι; Δεν με νοιάζει τίποτα, δεν με νοιάζει τίποτα, μονολογούσε. Μετά σκέφθηκε: αφού δεν με νοιάζει τίποτα μήπως έγινα θεός;


Αλέξανδρος Αραμπατζής

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, "Ο ποιητής έξω"




    Ο ποιητής έξω από βιτρίνα βιβλιοπωλείου

στέκεται μόλις. Ημερομηνία εκδόσεως; Τυπο- γραφείον και μέθοδος εκτυπώσεως; Χρώματα και παραστάσεις; Ας πούμε 22 Φεβρουαρίου 1971. Τυπογραφείον Ασπιώτη-Έλκα, Αθήνα. Λιθογρα- φικώς (σύστημα όφσετ) επί υδατογραφημένου χάρτου. Πολύχρωμον, ως απεικονίζεται. Μέσα στο κατάστημα η πωλήτρια τον κοιτάζει σα χαμένη:
    – Δεν έχουμε τέτοια συλλογή κύριε. Αν μπο- ρούσατε να θυμηθείτε τον ακριβή τίτλο…
    Κι εκείνος:
    – «Λεπτομέρειαι του λαιμού πλουσίως διακεκο- σμημενου διχρώμου αμφορέως δεικνύοντος δύο κυρίας ισταμένας ένθεν και ένθεν ιερού δένδρου».
    Βαθιά μέσα του ελπίζει ότι μία των ημερών η ποίησή του θα ανταγωνίζεται την πυκνότητα γραμματοσήμου.




    Ο ποιητής έξω στη βροχή

χωρίς ομπρέλα. Να προχωρήσει, θα βραχεί. Να κάνει πίσω, θα βραχεί. Να στρίψει δεξιά, πάλι θα βραχεί. Να στρίψει αριστερά, το ίδιο θα κάνει. Στέκεται ακίνητος, κάθετος σα βροχή.





    Ο ποιητής έξω από τα νερά του

σε μια έκθεση ζωγραφικής. Στέκεται μπροστά στον πίνακα. Βλέπει τη ροδιά φουντωτή, απλώνει το χέρι και κόβει ένα ρόδι από τα χαμηλά κλαδιά. Ο ζωγράφος το αντιλαμβάνεται εκνευρισμένος:
– Υπαινίσσεσθε κάποιου είδους συγγένεια μεταξύ μας, κύριε; Ζω χρόνια μακριά από την πατρίδα.




    Ο ποιητής έξω από την πόρτα της έμπνευσης.

Ιδού
    Η αντανάκλαση του προσώπου του
    Το νοερό αποτύπωμα
    Το ποιητικό προσωπείο
    Η ξεκάθαρη φόρμα
    Το καλλιτεχνικό είδωλο
    Τόσες φορές έφαγε πόρτα ο ποιητής
    Κατάμουτρα.




    Ο ποιητής έξω από την κλειστή πόρτα

ιατρείου σκαρώνει στιχάκια. (Δίπλα του αναμένει, επίσης κατάχλωμη, νεαρή τραγουδίστρια.)

    Κι όσο εγώ μετρώ τις ώρες, τα λεπτά
    πόδια των γυναικών θα καταφθάνουν
    υψηλά και αγέρωχα, σκέλη απτά
    στης φαντασίας τ’ ακροδάχτυλα.

    Κι όταν εσύ κλείνεις τα μάτια, οι λεπτοί
    καρποί των τραγουδιών θα θορυβούν
    υψωμένοι, βραχιόλια-ήχοι καυτοί
    στης νύχτας το μικρό λοβό.
    Θα σε δω στο θάνατό μου με γέλια.




Από τη συλλογή «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΞΩ», εκδ. ΑΓΡΑ, 2004

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Σημείωμα Μαρτίου 2014


(Νίκος Εγγονόπουλος, "Ποιητής και Μούσα", 1938)


ΠΟΙΗΤΙΚΗ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ

Στην αρχή ήταν ένα κείμενο. Όχι, αυτό δεν ήταν ούτε χρονογράφημα, ούτε μικρό πεζό. Αυτό προσγειώθηκε στο χαρτί με μια πρωτόγνωρη χαρά. Φτερουγίζοντας σαν σπουργίτι. Αυτό εντέλει ήταν ποίημα. Ακολούθησαν κι άλλα, τα συμμάζεψε λίγο και πήγε να τα δουν δυο-τρεις άνθρωποι του χώρου. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε ήταν μάλλον ενθαρρυντικές: Λίγη αφαίρεση ακόμα, λίγο να χαλιναγωγούσε κάποιες συναισθηματικές εξάρσεις, λίγο κόψιμο σε κάτι «μου-σου-του» και η ποιητική αλήθεια δεν ήταν μακριά. Τους άκουσε. Έπρεπε να τους ακούσει. (Είχε κατά νου κάποιους που πήγαν τα ποιήματά τους σε μια …τσούχτρα και μετά από αυτά που άκουσαν, έκαναν χρόνια να ξαναγράψουν). Μια χαρά τα λέγανε οι άνθρωποι. Μόλις καταλάγιασαν τα συναισθήματα που αφήνει μια κριτική, τα ξαναδούλεψε τα ποιήματα. Απέρριψε μάλιστα και μερικά που μετά από καιρό είχαν «ξεθυμάνει» τελείως. «Φλυαρίες» μονολόγησε.
Για καλή τύχη βρέθηκε και εκδοτικός οίκος. Μικρός αλλά έντιμος. Είχε και κάτι μικρές οικονομίες στην άκρη… Μα βέβαια, τώρα, στο βιβλίο, τα ποιήματα είχαν άλλη χάρη. Είδε μάλιστα και τι έπρεπε να αποφύγει τη δεύτερη φορά. Θα συνέχιζε. Όσο άντεχε θα συνέχιζε. Κι ας απείχε από κέντρα αποφάσεων και ζώνες επιρροών. Κι ας μην έκανε μια ξεκούραστη δουλειά. Ήταν ένας μαραθώνιος που απαιτούσε αντοχές, κόπωση και περισυλλογή. Έβλεπε κάποιους να βγάζουν δυο-τρεις ποιητικές συλλογές και μετά να το παίζουν εκδότες, κριτικοί και συντεχνιακοί δοκιμιογράφοι και να κάνουν αστειάκια. Έβλεπε άλλους να το γυρνάνε στο διήγημα και στο μυθιστόρημα: Δεν πουλάει η ποίηση, ήταν το επιμύθιό τους. Μα για το πούλημα γίνονται όλα; Θέλει υπομονή. Υπομονή, αγάπη και δουλειά. Θυμάται τον Μαγιακόφσκι που έλεγε πως : «Η ποίηση είν’ ένα ταξίδι / σ’ άγνωστη χώρα. / Η ποίηση είναι ταυτόσημη / με την παραγωγή ραδίου. / Για μια και μόνο λέξη / λιώνεις χιλιάδες τόνους / γλωσσικό μετάλλευμα.» (στη «Συνομιλία μ’ έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως») και αργά τις νύχτες σε ένα ιδιότυπο ορυχείο λιώνει και ξαναλιώνει τόνους γλωσσικού μεταλλεύματος. Κι ολόγυρα τεράστιοι σκούροι όγκοι τα ποιήματα και οι λέξεις που δεν τα κατάφεραν…

Τριάντα χρόνια μετά συνεχίζει να γράφει. Και δεν είναι εύκολο όπως αρχικά φαινόταν ή όπως φαίνεται σε κάποιους. Και το σώμα να κουράζεται εύκολα πια. Και η ανεργία να χτυπάει τις πόρτες μία μία με το κοντάκι του όπλου της. Και το Αιγαίο σε κάποια ακτή να ξεβράζει πτώματα μεταναστών. Και ο σεισμός να αφήνει ξεσπιτωμένους τους ανθρώπους στην Κεφαλονιά μες στο καταχείμωνο. Και ένα όμορφο κορίτσι στη Βενεζουέλα να πέφτει νεκρό με μια σφαίρα στο κεφάλι…

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου


ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ - ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ