Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
Χειρονομούσε απελπισμένος
Περνούνε τραίνα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.
Έρχεται και ξανάρχεται παλιά πληγή που δεν λέει να κλείσει
Είναι ένα παραμελημένο περιβόλι η πόρτα του σάπια απ’
Τη βροχή ο φράχτης του ένας σωρός πέτρες
Όσα κλήματα γλίτωσαν σκαρφάλωσαν σ᾿ αγριοκερασιές
Εκεί περιφέρεται περίλυπη ανάμεσα στα δέντρα
Μιλάει στα σύννεφα κι εκείνα βρέχουν μπορεί
Να κλάψει ελεύθερα είμαι κρυμμένος πίσω
Απ’ τον κορμό μιας Βελανιδιάς δεν αντέχω άλλο
Τρέχω ανοίγοντας τα χέρια και χάνεται στην αγκαλιά μου
Και βρέχει σκέφτομαι πως είναι όνειρο
−Θε μου πόσος σπαραγμός χωράει σ᾿ ένα όνειρο−
Συνηθισμένη ιστορία −θα πείτε−άλλοι την ξεπερνούν εύκολα
Μα εγώ τη φορώ κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι.
Άδειασα, ρημάχτηκα για χατίρι σου κι εσύ
Ρίχνεις μπόι κι ομορφαίνεις απ’ το στερνό μου
Τα μακριά σου δάχτυλα κι από τις ρίζες της
Ξεπηδάνε τριαντάφυλλα που με πληγώνουν
Και με μεθάνε.
Το μισό στα χιόνια και τ’ άλλο μισό στο μπάσο κλαρίνο
Η αγάπη μου έρχεται ανάμεσα σε δυο εφιάλτες
Ταχτοποιεί τα σεντόνια και γυρίζει στον ύπνο της
Χέρια και χείλια υποσχέσεις μια άλλης ζωής
Αργό ατέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου
Γράφω γιατί το ποτάμι με ξυπνάει με τις κραυγές του
−Πέστροφες κόντρα στο ρέμα κι ελάφια σκύβοντας για νερό−
Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν τη Νεμέρτσκα από φωτογραφίες
Γιατί το δάσος ουρλιάζει −ζητώντας τ’ αγρίμια του−
Ταχτοποιεί τα σεντόνια και γυρίζει στον ύπνο της
Χέρια και χείλια υποσχέσεις μια άλλης ζωής
Αργό ατέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου
Γράφω γιατί το ποτάμι με ξυπνάει με τις κραυγές του
−Πέστροφες κόντρα στο ρέμα κι ελάφια σκύβοντας για νερό−
Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν τη Νεμέρτσκα από φωτογραφίες
Γιατί το δάσος ουρλιάζει −ζητώντας τ’ αγρίμια του−
Την ώρα του δείπνου στη δρύινη τραπεζαρία.
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Αυτά τα ποιήματα −αθώα τοπία− κρύβουν ένα σωρό
Κινδύνους μπορεί να σας φέρουν σε δύσκολη θέση οι
Στίχοι τους εκ πρώτης όψεως κατανοητοί γίνονται
Δυσνόητοι στην περιοχή τους συννεφιάζει απότομα
Πέφτουν χοντρές στάλες βροχής στα φυτά που παίρνουν
Το σχήμα του σταυρού οι στροφές τους απότομες με
Τον αγέρα να σφυρίζει ψηλά και κάτωθε το βουητό
Της θάλασσας άλλοτε απειλητικό κι άλλοτε
Μακρύ κι απελπισμένο και μην σκεφτείτε την
Ανάπαυλα στο χέρσο διάστημα ανάμεσα στις
Αβύσσους γιατί αυτή η περιοχή της περισυλλογής
Της προετοιμασίας και του μεσημεριάτικου ύπνου
Είναι Ναρκοθετημένη.
ΧΛΩΡΟΦΥΛΛΗ
Η χλωροφύλλη των δέντρων κρατούσε τις φωνές μας
για τις
Δικές της κραυγές το άλλο καλοκαίρι κλωνάρια φορτωμένα
Φρούτα ωριμάζοντας μηνιαίες περιπέτειες σ᾿ ερημονήσια
Χάσαμε ο ένας τον άλλον σ᾿
εκείνη την περιπλάνηση στο
Δάσος σε πρόσμενα όλη νύχτα παίζοντας σκάκι με τον
ύπνο
Ο Βασιλιάς χασμουριόταν στο θρόνο του, έχανα ένα
Ένα τα πιόνια μου μονάχα το μαύρο άτι χτυπούσε τις
Οπλές του πηδώντας γύρω στη βασίλισσά του τρέποντας
Σε φυγή τους αντιπάλους χαράματα που γύρισες
Με τ᾿ αγριμάκια στην αγκαλιά σου τυλιγμένα στην
Πρωινή πάχνη το πρόσωπό σου νοτισμένο δρόσο ή
Δάκρυα; πότε γίναν όλα αυτά; σε ποια ζωή;
Ήμουν εκεί τζάκι αναμμένο ανοιχτή αγκαλιά πιστό
Σκυλί ζητιανεύοντας μιαν υπόσχεση μην ξαναφύγεις.
ΛΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ
Μυρωδιές από ζαρζαβατικά και φρούτα τον γύριζαν
Τριάντα τόσα χρόνια πίσω δεκαεξάχρονο αγόρι
Ξαπλωμένο πλάι στο ποτάμι αγριοπερίστερα
Κόβοντας το διάστημα σε πλατιές λωρίδες
Ο χρόνος χρειαζόταν επιδέσμους για τις πληγές του
Στην ιτιά ο πόνος του αηδονιού μποστάνια
Μ’ όλα τους τα υπάρχοντα παράδεισος κι ο θόρυβος
Του νερού ισοκράτης της Βιβλικής συμφωνίας
Βατομουριές γέρνοντας τα αιμάτινα κλωνιά τους
Στο νερό νάρκισσοι κι η Τζούλια στ’ άσπρα
Να ’ρχεται απ’ το μονοπάτι παλιέ καημέ
Μνήμη από μπομπότα μέλι κι άγουρο
Φιλί εικόνες και μυρωδιές τον πολιορκούν ώς
Το άλλο τετράγωνο με τα μεγάλα κτίρια ρουφιάνοι
Θυρωροί κλητήρες καρφιά τον υποδέχονται
Ενώ πίσω του βουίζει απειλητικό −ώριμα
Θυμωμένα στάχυα− το χαμένο καλοκαίρι.
Κινδύνους μπορεί να σας φέρουν σε δύσκολη θέση οι
Στίχοι τους εκ πρώτης όψεως κατανοητοί γίνονται
Δυσνόητοι στην περιοχή τους συννεφιάζει απότομα
Πέφτουν χοντρές στάλες βροχής στα φυτά που παίρνουν
Το σχήμα του σταυρού οι στροφές τους απότομες με
Τον αγέρα να σφυρίζει ψηλά και κάτωθε το βουητό
Της θάλασσας άλλοτε απειλητικό κι άλλοτε
Μακρύ κι απελπισμένο και μην σκεφτείτε την
Ανάπαυλα στο χέρσο διάστημα ανάμεσα στις
Αβύσσους γιατί αυτή η περιοχή της περισυλλογής
Της προετοιμασίας και του μεσημεριάτικου ύπνου
Είναι Ναρκοθετημένη.
Δικές της κραυγές το άλλο καλοκαίρι κλωνάρια φορτωμένα
Φρούτα ωριμάζοντας μηνιαίες περιπέτειες σ᾿ ερημονήσια
Ο Βασιλιάς χασμουριόταν στο θρόνο του, έχανα ένα
Ένα τα πιόνια μου μονάχα το μαύρο άτι χτυπούσε τις
Οπλές του πηδώντας γύρω στη βασίλισσά του τρέποντας
Σε φυγή τους αντιπάλους χαράματα που γύρισες
Με τ᾿ αγριμάκια στην αγκαλιά σου τυλιγμένα στην
Δάκρυα; πότε γίναν όλα αυτά; σε ποια ζωή;
Ήμουν εκεί τζάκι αναμμένο ανοιχτή αγκαλιά πιστό
Σκυλί ζητιανεύοντας μιαν υπόσχεση μην ξαναφύγεις.
ΛΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ
Τριάντα τόσα χρόνια πίσω δεκαεξάχρονο αγόρι
Ξαπλωμένο πλάι στο ποτάμι αγριοπερίστερα
Κόβοντας το διάστημα σε πλατιές λωρίδες
Ο χρόνος χρειαζόταν επιδέσμους για τις πληγές του
Στην ιτιά ο πόνος του αηδονιού μποστάνια
Μ’ όλα τους τα υπάρχοντα παράδεισος κι ο θόρυβος
Του νερού ισοκράτης της Βιβλικής συμφωνίας
Βατομουριές γέρνοντας τα αιμάτινα κλωνιά τους
Στο νερό νάρκισσοι κι η Τζούλια στ’ άσπρα
Να ’ρχεται απ’ το μονοπάτι παλιέ καημέ
Μνήμη από μπομπότα μέλι κι άγουρο
Φιλί εικόνες και μυρωδιές τον πολιορκούν ώς
Το άλλο τετράγωνο με τα μεγάλα κτίρια ρουφιάνοι
Θυρωροί κλητήρες καρφιά τον υποδέχονται
Ενώ πίσω του βουίζει απειλητικό −ώριμα
Θυμωμένα στάχυα− το χαμένο καλοκαίρι.
Από τη συλλογή «Η πέμπτη έξοδος», 1980.
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική
Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση,
συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.
Ο Τάσος Πορφύρης (1931-2025) γεννήθηκε στον Άγιο
Κοσμά Πωγωνίου (πρ. Κακουσιούς ή Καξιούς). Το 1938 κατέβηκε στην Αθήνα, όπου ο
πατέρας του είχε ανοίξει ζαχαροπλαστείο με τον ξάδελφό του στην οδό Γ΄
Σεπτεμβρίου 24. Τον χειμώνα του 1941 επέστρεψε στο χωριό του. Τον χειμώνα του
1945 προς 1946 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου αποφοίτησε από τη Β΄
Μέση Εμπορική Σχολή, στα Πατήσια, το 1949. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το
1961 με την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα
(εκδόσεις Γεμεντζόπουλος). Aκολούθησαν τα ποιητικά βιβλία Το εγκαταλειμμένο σπίτι (Θεσμός, 1968), Flash Back (Λύσεις, 1971), Τοπίο
(Λύσεις, 1973), Η πέμπτη έξοδος
(Σημειώσεις, 1980), Τα λαβωμένα
(Έρασμος, 1996), Σώμα κινδύνου
(Ύψιλον, 2004), Έρημα (Ύψιλον, 2008),
Χρονοσυλλέκτης (Ύψιλον , 2011), Οι μέσα μας πληγές (Ύψιλον, 2015) και οι
συλλογές πεζογραφημάτων Η δοντάγρια
(Σοκόλης, 2006) και Τα σπίτια
(Πανοπτικόν, 2013). Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις και Σημειώσεις
και συνεργάτης πολλών περιοδικών (Λύσεις,
Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά
Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Νέα Σύνορα, Οροπέδιο, Πλανόδιον
κ.ά.). Μετέφρασε ξένη ποίηση για περιοδικά: από τα αγγλικά ποιήματα των E.
Pound, T.S. Eliot, D. Thomas (σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη, περιοδικό Λύσεις - τχ. 1, 2 και 3, 1967, 1968 και
1969), από τα γαλλικά ποίηση του Jean Tardieu (σε συνεργασία με τη Ρένα
Κοσσέρη, περιοδικό Λύσεις, τχ. 6,
1970), καθώς και ποίηση των Τσέχων Antonin Bardusek, Vitezlav Nezval, Zosef
Hanglik (περιοδικό Νέα Σύνορα, τχ.
69-70) και του Χιλιανού Nicanor Parra (περιοδικό Φηγός, τχ. 16, Γιάννενα 2003). Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες
γλώσσες (ανθολογία Poetas Siglo
XXI-Antologia Mundial, κ.ά.). Το 2013 οι Εκδόσεις των Φίλων κυκλοφόρησαν
μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Νεμέρτσκα: Ποιήματα 1961-2011. Επίσης, επιμελήθηκε τις ανθολογίες Πολυφωνικόν: Ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης
(Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2002), Ανθολογία
της Βροχής: Ποιήματα 107 ποιητών, Ελλήνων και ξένων (Τροπικός-
Παπαδόπουλος, 2003) και Αν διψάσεις εγώ
θα σου γίνω νερό: Ο ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας [1922-1987] (Γαβριηλίδης, 2018), και δημοσίευσε κριτικά μελετήματα
για τους ποιητές Δημήτρη Παπαδίτσα, Άνθο Πωγωνίτη (Βασίλη Καραφύλλη), κ.ά.
Πηγή για το βιογραφικό του ποιητή: Βιβλιονέτ.