Δελτίο θυέλλης
Στο τσιρτσιβί της εκκλησίας δυο γριές, με γούνες, κινητά, τσιγάρα και τις μάσκες να κρέμονται από το αυτί, μιλούν, χειρονομούν, αδιαφορούν για τον ήλιο του Οκτώβρη, ακόμα κι όταν λούζει ολόκληρη μια νέα μαμά η οποία στο ένα χέρι κρατάει ένα μπαλόνι, στο άλλο την κούπα του καφέ, το μωρό κλαίει, σκύβει να το αγκαλιάσει κι από το V της άσπρης μπλούζας πετούν δυο ολόλευκα περιστέρια.
Μεγάθυμος ο ήλιος, ως αυτός ο αληθινός θεός, συνεχίζει Νοέμβρη μήνα, να λούζει με το γλυκό του φως, εμάς, τα σπίτια μας, τους δρόμους, τα λιβάδια, τα λιγοστά κοπάδια με τα γίδια.
Στο τσιρτσιβί της εκκλησιάς η γριά με τη μάσκα να κρέμεται στο αφτί, ανάμεσα σε άλλες δυο γριές, καπνίζει αρειμανίως, όλες μαζί καπνίζουν και μιλούν, χειρονομούν και λένε. Τσιγάρο, καφές πικρός και μαύρα γυαλιά. Άντρας δεν έχει θέση στο τραπέζι τους.
Ωστόσο, μια ηλιαχτίδα χτυπάει στο πλατανόφυλλο, εξοστρακίζεται, κυλάει στο κεραμίδι, γλιστράει στον κόσμο της γριάς, κι αυτή γελάει, αστειεύεται, χτυπάει τη διπλανή στην πλάτη.
Ενώ ο ήλιος κυλάει πάλι στα κεραμίδια αμέριμνος, ζεσταίνει ολοένα και περισσότερο με το ευεργετικό του φως τις συντροφιές των ανθρώπων περασμένης ηλικίας που πίνουν τον καφέ τους, καθώς η κληματαριά και τα τέσσερα δέντρα έχουν αραιώσει αρκετά τα φύλλα τους, η γνωστή κυρία στο τσιρτσιβί με τη μάσκα στο αυτί, ήρθε, παραμέρισαν, της κάναν τόπο οι φίλες της −θα ’ναι κάποια σημαντική− σε θέση μπρος στην πόρτα κι απέναντί της όλοι εμείς εδώ οι χαζολογούντες κι ενώ, λέω, όλα είναι στη θέση τους και τίποτα δεν προμηνά μεταστροφή καμιά, η ΕΜΥ ετοιμάζει δελτίο καιρού.
Ο ήλιος θα κρυφτεί. Πυκνά σύννεφα θα γεμίσουν τον ουρανό. Νερά θα πέσουν με ορμή. Ξερά ποτάμια θα ξεχυθούν τυφλά. Φρεάτια θα φουσκώσουν και θα πετάξουν τα καπάκια. Θα ξεσπάσουν άνεμοι γυριστοί. Θα γκρεμιστούν καμινάδες, δέντρα με ρίζες αβαθείς και ό,τι δεν είναι καρφωμένο καλά στον τόπο του.
Ενήλικες και υπερήλικες βιδωθείτε, στερεωθείτε κι εσύ κυρία στο τσιρτσιβί, με το αυτοκρατορικό σου ύφος, άλλαξε στέκι.
Νέοι και ενήλικες σταματήστε να γυρνάτε σαν σβούρες, καθίστε στα σπίτια σας τις ώρες που θα λείπει ο θεός.
Θύελλα δεν υπήρξε. Ο ήλιος κρύφτηκε για λίγο πίσω από ένα παντελόνι. Οι αέρηδες μας χάιδεψαν γλυκά τα αυτιά. Τη νύχτα που κοιμόμασταν έπεσαν πέντε έξι στάλες βροχής. Ακόμα πέφτουν μερικές αυτή την ώρα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Έδεσσας. Ο φίλος ακόμα να φανεί. Στο σταυροδρόμι στέκομαι μήπως τον δω να έρχεται από καμιά μεριά. Κάπου κερνάνε κονιάκ και πικρό καφέ. Αργεί. Μάλλον δεν θα έρθει. Σίγουρα δεν θα έρθει. Το παίρνω απόφαση πως δεν θα τον ξαναδώ. Η μνήμη του ολοζώντανη γυρνάει στον Σταθμό, στην οδό Σαρανταπόρου, στους Καταρράκτες που πωλούσε τα βιβλία του, στο σπίτι του της οδού Γ. Σεφέρη τα τελευταία χρόνια.
Ο ήλιος που κρύφτηκε και η απαλή βροχή πάνε γάντι με την ετήσια απουσία του.
Γιώργος Σιώμος
Σημείωση
Τσιρτσιβί: η αστρέχα, η άκρη άκρη της κεραμοσκεπής, από όπου πέφτουν τα νερά της βροχής, καθώς και ο από κάτω χώρος.
Πηγή για την εικόνα: Αρχείο Ποιητικού Πυρήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου