Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Αλέξανδρος Σταματίου, "Και η γενναιοδωρία θα έχει απήχηση στις σαΐτες των παιδιών"



Και η γενναιοδωρία θα έχει απήχηση στις σαΐτες των παιδιών


Θα γυρίσει ο άνεμος και θα είσαι ευτυχής στα λιμάνια με το πορτοκαλί σου άρωμα.

Ναι, κροτούν τα παραφύλια το όνομα «Αργυρώ», φεύγουν για να βρουν και να συμφωνήσουν με τους ακατονόμαστους ρεμπεσκέδες, λιμοκοντόρους που λικνίζονται αηδιαστικά στους χορούς με τις καθώς πρέπει κυρίες των ελαφρόπετρων σαλονιών 

Στα καφενεία θα σου χορεύουν ξεδιάντροπα Ινδές ιέρειες προτείνοντάς σου τα χουφτωμένα βυζιά τους, κόρες των αρχόντων που ζουν στα καντούνια, εκεί που κρεμνάνε τα προικιά τους και ευωδιάζουν τα τσιγάρα των αλανιών.

Η ζωή των συζύγων θα γίνει κόλαση με τον ερχομό σου.

Η Κλεοπάτρα θα τρεμοσταλλιάζει στον φθόνο της και η πόλη θα ονειρευτεί την ελευθερία και τον πλούτο της.

Το θηρίο της λευκής ερήμου θα σταθεί ψηλά στον στύλο με τη φωταγωγία των άπληστων νεκρών.

Πλαστά χαρτονομίσματα παντού στο παζάρι.

Πλαστές σκέψεις στους βυθούς που ερευνούν οι γενναίοι των νόμων.

Θα τους μιλήσεις και θα σε κρίνουν.

Θα σε περάσουν από αρκετές γενεές…

Θα σκύψουν και θα φύγουν χωρίς οργάνωση και στοίχιση…

Μόνο οι γάτες θα γεύονται τα χνώτα σου.

Όταν ο ποιητής έγραφε για το θεωρείο πάνω από την σκηνή του βαρετού θεάτρου, μίλαγε για τις φωτοσκιάσεις του προσώπου σου…

Η Αλεξάνδρεια χαζοχάζευε τοτενές το όνομά της…

Με δάκρυα στα μάτια μνημόνευε τα παιδιά των ψυχών της.

Οι κατσαρίδες ήντουσαν μαύρες και σαλιασμένες μέσα στους λαβυρίνθους των στενών σοκακιών, εκεί που γέλαγαν με φτώχεια οι ταπεινοί της πόλης.

Αυτού του ύπουλου κόσμου και θεού.

Η πλημμύρα ήταν βάλσαμο, ο σεισμός καλλίτερος…

Το χρονικό του μεγαλείου της περιόδου των αυτοκρατοριών, που πάντα επιτίθεται με κόκκινα νύχια, θέλοντας να σκοτώσει την απλή όμορφη θεά.

Καθόντουσαν στα μεθυσμένα τους αποστάγματα. Κρυμμένοι από τη βροχή των χαμένων τους εμπειριών στα καζάνια των κενών καραβιών, στην αλμύρα της γλυκιάς ανυπακοής. 

Και τώρα…

Γεμάτοι θάνατο που τους μαλάζει τρυφερά, περιμένουν να κλάψουν για να θυμηθούν  τις ευαισθησίες που πέταξαν και έθαψαν στους άξιους τάφους τους.

Γι΄αυτό θρηνούν και χάνουν την αξιοπρέπειά τους και την ζωή τους…

Ρε κουτό…

Έριξες μια μέρα την τράπουλα και ο Ρήγας σε κυνηγούσε στους αριθμούς των αστεριών σου;

Ένοιωσες κραδασμούς στα μοναστήρια της Αλεξάνδρειας σιχασμένη από τη μπόχα της μουνίλας των άπλυτων καλογριών;

Ο Σέιχ Μπαμπά στον Τεκέ, στην λασπώδη βροχή, μεταμορφώνει την πλάση σε άρρυθμη καρδιά ή μήπως όχι;

Οι καμπάνες τότε ηχούν ζητώντας πιστούς κρεατοφάγους, που κρατούν με ζήλο την καυλωμένη τους ψυχή, μέσα στα στάχυα που ξεπροβάλλει η εκκλησία μόνη της, στην τραγωδία της…

Δεν θες να πιεις το πορφυρό κρασί…

Δεν θες να γίνεις κανίβαλος…

Θέλεις να τρέξεις ουρλιάζοντας πίσω στη μητέρα σου για να βρεις τον πατέρα σου…

Η μικρή Αλεξάνδρειά σου που έχει γίνει οδυρμός από τους ποιητές και τους φανταχτερούς μυστικοπαθείς λογίους, ξεπροβάλλει στα παράλια της Σμύρνης και προσπαθεί να μιλήσει την γλώσσα της Οδυσσού. Ναι την διάλεκτο εκείνη που σου μάθανε άγριοι Σλάβοι βαστάζοι, πίνοντας το δυνατό πνεύμα, αυτό που σε άλλους τόπους το λεν Αψέντι.

Δεν έφυγες, έκατσες με αυστηρότητα, κοροϊδεύοντας τους δαίμονες και τους θεούς του φτηνού Ολύμπου μπροστά στο μεγαλείο της Βαβυλωνίας.

Κατάφερες να υψώσεις τα μαύρα σου μαλλιά στους αράπηδες ναυτικούς, σε χαμένους πειρατές στα αυτοσχέδια σαλόνια των υπονόμων.

Да таму зборат многу...

Μιλούν πολύ και χαίρονται οι…

Ακριβοδίκαιοι κι αλάνθαστοι.

Δεν είναι κρίμα που βρίσκεσαι στα κόκκινα Βαλκάνια πίνοντας Τούρκικο καφέ, στον καφετζή που δεν ξέχασε ποτέ την πυραμίδα του και το Νείλο των ψαράδων…

Παχύς και βρώμικος βγαίνει ο καπνός από τα ρουθούνια σου, το βαρύ σέρτικο που σε κεράσαν θλιβερές καλυμμένες με το μανδύα των προσταγμών στα αιματοκυλισμένα παλάτια της πασίγνωστης φαντασίας που δημιουργεί την πραγματικότητα…

Δε θα έρθει η απροσδιόριστη στιγμή, που θα αγοράσεις τα κόκκινα παπούτσια από το πολύχρωμο «παζάρι του φευγιού» στην Χερτζεκ Νοβι…

Θα παζαρέψεις τις ιδέες σου στο νησί της Κίρκης…

Θα γυρίσεις θεά αράπω με μάτια μαύρα, που θα φέγγουν στα σκοτάδια των μισθοφόρων.

Το δίχτυ των ψαράδων θα γίνει ο ιστός του μυαλού μου που ζωντανεύει ηφαίστεια στα όρη με τα ξένα ζωηρά αερικά που κάποιος, ξέρω ποιος, τα έβαλε σε μια ανώφελη τιμωρία.

Ο προσταγμός σου, όλες οι φωνές και οι ήχοι από τα θροΐσματα των δασών, ζητούν έλεος στα βλέμματα των ανθρώπων που ήζησαν μέσα στον φθόνο…

Ελπίζει στα κύματα.

Ελπίζει στην Τραμουντάνα… Αυτή που βυθίζει καράβια, αυτή που κάνει τους ναυαγούς να είναι περήφανοι για την ρετσίνα που ξεχειλίζει από το Αιδοίο, την αρχή της ζωής.

Εγώ τι ελπίζω… Μάλλον σε εκείνον τον γλυκομίλητο και βαρετό σερβιτόρο που σου περιέγραφε  τη μέρα που λύγισες κι άφησες το σπασμένο κρυστάλλινο ποτήρι να σου κόψει τα χέρια…

Για την αναπνοή σου, που γίνεται ο καπνός των τσιγάρων και καίει τα χείλη…

Δεν έχουν τύχη τα τείχη…

Εγώ βρήκα τον δικό μου βαρετό σερβιτόρο. Μου αλλάζει τα σταχτοδοχεία μου συνέχεια, μέχρι να φέξει το άστρο που παρατηρώ και δεν γνωρίζω αν είναι όντως δικό μου…

Συνάμα, είδα το Τέρας μανιασμένο με αφρούς λευκούς να εκκρίνει από το στόμα του, ουρλιάζοντας στον απέναντι φεγγοβόλο Ψηλορείτη, κλαίγοντας δυνατά, ιαχές που μπερδεύουν τον αντίλαλο.     

Ξυπνούσα τους κοκκινοβαμμένους μαχητές στους κρυμμένους τάφους…

Εκεί στα βουνά του Μαρίοβο, οι ορεσίβιοι τις νύχτες δεν το ακούν. Κοιμούνται βαθιά και το ονειρεύονται.

Ζωντανός νεκρός περπατά και σκαρφαλώνει στα βράχια στις αιχμηρές πλαγιές…

Δακρύζει κόκκινα δάκρυα από το κρασί και τον έρωτα.

Του τρέχουν μύξες από τα ρουθούνια στα λεία βράχια, επίτηδες για να γλιστρά και να πέφτει στο κενό, έχοντας στο μυαλό του μόνο μια ευχή… Να δει το απόλυτο φως.

Το φως που θα του απαλύνει την τσουκνίδα σκέψη του.

Θέλει να τελειώνει με την απόλυτη κατάρα-καύλα του ήρωα…

Δεν θέλει στεφάνια κι ανδριάντες…

Θέλει μονάχα να τον θυμούνται. Να πάρει μια καλή θέση ανάμεσα στους θρύλους, ένα παραμύθι για όλα τα παιδιά που δεν έχουν μέλλον κανένα.

Θέλει το ουρλιαχτό του να γίνει μια ευχάριστη μελωδία και ηχεί τις νύχτες στις κορυφογραμμές. 

Θέλει ο λευκός αφρός και το λαρύγγι του να μεταμορφωθεί σε κύματα κάπου στο Αιγαίο. Στο ζωντανό αυτό πέλαγος.

Εκεί χάμου που οι ψαράδες γερνούν καθημερινά με μεγάλες ψαριές, πίνοντας γελαστά τσίπουρα, τις ιστορίες τους και τα ποτήρια-χούφτες τους.

Θέλει το θέλω του να γίνει η οργή των Αγίων που περιμένουν την στιγμή που θα επιτεθούν στον λιποτάκτη, στον κατακτητή, στον προδότη, στον αυλικό του Μεγάλου Βασιλέως τον Ηλίθιο τον Τρίτο.

Δεν φοβάται τον θεό…

Δεν φοβάται την λύσσα του…

Δεν φοβάται την έκφυλη μανία του…

Φοβάται τα κόκκινα μάτια του…

Φοβάται το κουβάρι που κρύβει βαθιά στο μυαλό του…

Φοβάται το κρυφτό ανάμεσα σε παροπλισμένους ξυπόλυτους μάγους.

Άκουσα τα ουρλιαχτά του, την τραγανή αναπνοή του από τα τσιγάρα, άκουσα το σκοτάδι του, τις εκλάμψεις του, άκουσα το τρέμουλό του, τις θυμισιές του…

Άκουσα και τα μάτια της που κρύβει στις παγωμένες του φλέβες…

Φοβήθηκα.

Ακόμα φοβάμαι…


Αλέξανδρος Σταματίου




Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι του Αλέξανδρου Σταματίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου