Όταν έβγαινε η Κική ανάμεσα σε ρούχα και καυσόξυλα
όπως τα μάτια της γάτας
ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα
έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει
ανάμεσα
στους τοίχους και την άσφαλτο
Τα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Υπήρχαν όμως μέγαρα. Ή έτσι
τουλάχιστον τα ονόμαζαν. Τριώροφα έως πενταώροφα κτίσματα, συνήθως γκρίζα και
γυμνά, με ψηλοτάβανα διαμερίσματα που όχι σπάνια μοιράζονταν δύο πολυμελείς την
εποχή εκείνη οικογένειες. Με μαυροφορεμένη γιαγιά και ξαδέλφη απ’ το χωριό. Με
σόμπα πήλινη ή σιδερένια και μπουριά στο σαλόνι, με φουφού, φανάρι και
παγωνιέρα στην κουζίνα. Με την ταράτσα στην κορυφή της σκάλας για ν’ ανεβάζουν
στρώματα τις καλοκαιρινές νύχτες μικροί και μεγάλοι. Και με στενόμακρα πίσω
μπαλκόνια με τη μπουγάδα και στοίβες τα καυσόξυλα για τον χειμώνα.
Κάτω από τον μισοκαμμένο
και σε φάση ανακατασκευής Άι Δημήτρη, στην ανατολική πλευρά της ωκεάνιας
Πλατείας Δικαστηρίων που ποτέ δεν δικαίωσε το όνομά της, ανάμεσα στα μέγαρα της
Μητσαίων και τα μέγαρα της Φιλίππου, σχηματιζόταν μια αδιέξοδη πρασιά που, από
τη μια μεριά κατέληγε στα μέγαρα της Αμύντα κι από την άλλη, σε κείνα της
Αγνώστου Στρατιώτου. Τα νότια λοιπόν μπαλκόνια της Μητσαίων αντίκριζαν τα
βόρεια πίσω μπαλκόνια της Φιλίππου και το δικό μας πίσω μπαλκόνι από την
Αγνώστου Στρατιώτου τα πλαγιοκοπούσε και τα δύο. Κάπως έτσι ήταν και κάπως έτσι
παραμένει η γεωγραφία του χώρου.
Το δικό μας πίσω μπαλκόνι
ήταν για μένα γυμναστήριο, με κυρίαρχο βέβαια το στοιχείο της επίδειξης,
ησυχαστήριο όπου κουβαλούσα και καταβρόχθιζα τα απαγορευμένα βιβλία και
περιοδικά της εποχής για λίγο μακριά από το πατρικό βλέμμα, και παρατηρητήριο.
Από το σημείο εκείνο δεν μπορούσα βέβαια να δω τη μέσα αυλή όπου η κυρία Μ.
έκανε μπάνιο ολοτσίτσιδες τη Λούλα και την Πόπη αλλά μπορούσα να παρακολουθώ
τις πεινασμένες γάτες με ακροβατικές ικανότητες, μπορούσα να περιεργάζομαι τα
τροφαντά κουνέλια της Αρμένισσας και τα ετερόκλητα μυστηριώδη αντικείμενα που
είχαν συσσωρεύσει στις γωνιές οι άλλοι ένοικοι της αυλής. Μπορούσα ακόμη κατά
διαστήματα να ερεθίζω αρκετά τους γείτονες. «Τα φάγατε τα σίδερα», έσκουζε με
στιγμιαία παρουσία στο άσπρο μέγαρο της γωνίας η γριά γκιόσα, όπως τη
χαρακτήριζε άσπλαχνα ο πατέρας μου, πολύ πριν πάψω εγώ να τη φοβάμαι, πολύ πριν
μάθω η λέξη τι σημαίνει. Παρατηρητήριο και γιατί μπορούσα, κοιτάζοντας προς τα
πάνω, να περιμένω και να περιμένω μήπως κάποτε εμφανιστεί στο δικό της μπαλκόνι
η Κική.
Η Κική ήταν συμμαθήτριά μου
στο ταπεινό δημοτικό της γειτονιάς απέναντι από το φημισμένο Πειραματικό
Σχολείο. Κάπου εξήντα παιδιά χρόνια ολόκληρα στην ίδια αίθουσα με τη φοβερή και
τρομερή κυρία Μπέλλα στην έδρα, ογκώδη, κουτσή και γηραλέα, με σκαμμένο πρόσωπο
πάνω από το μεγάλο της πηγούνι, και με τη βίτσα στο δεξί της χέρι.
Τη δική μας κυρία Μπέλλα.
Με την τσακαλοπαρέα αγγελική στα πίσω πάντοτε θρανία και την Κική να λάμπει
μπροστά και πλάγια σε πλήρη θέα.
Σαν παιδί μπορούσα να
επισημάνω ακαριαία το ουσιώδες και το ουσιώδες ήταν ότι η Κική είχε ιδιοποιηθεί
με απόλυτη φυσικότητα την ασάφεια του ονείρου. Ίσως να έφταιγε εκείνη η διάφανη
ομίχλη που την τύλιγε και που κανένας άλλος δεν διέκρινε. Ίσως και να θάμπωναν
τα μάτια μου από το φως που εξέπεμπε μόνο για μένα, ίσως όλα αυτά να ήταν απλώς
γέννημα της παιδικής μου φαντασίας. Το βέβαιο ήταν πως δεν έβλεπα ένα ψηλό
λεπτό κορίτσι εντεκάχρονο με αρμονικά χαρακτηριστικά αλλά μια ουσία ρευστή και
φλογισμένη που δεν τολμούσα να πλησιάσω, που το περίγραμμά της είχε ήδη γεμίσει
τα μάτια μου. Έτσι, άλλο εννοούσε η δασκάλα όταν έλεγε Κική, άλλο η γιαγιά της,
άλλο οι συμμαθητές και οι φίλες της και άλλο εγώ, σίγουρα άλλο εγώ.
Οι έξι ώρες στο σχολείο
δεν έφταναν με τα κορίτσια έτοιμα για το ψου-ψου και το πνιχτό γελάκι. Οι
βουτιές που έκανα στο χώμα, παίζοντας μπάλα μπροστά στον Άγιο Νικόλαο και κάτω
από το μπροστινό της μπαλκόνι, δεν έφταναν. Δεν έφταναν τα γκολ που κάποτε και
με ηρωικές προσπάθειες πετύχαινα. Έπρεπε να τη βλέπω με την άνεσή μου στο πίσω
το μπαλκόνι, το δικό της του τελευταίου ορόφου, το δικό μου μόνο του δεύτερου.
Ίσως και γιατί εκεί είχα την αίσθηση ότι δεν τη μοιραζόμουν με ξένους και
άσχετους, ότι τελείως αδιάφορος πίσω από τις αστυνομικές σελίδες της Μάσκας,
μπορούσα να την απολαμβάνω ακίνδυνα.
Έβγαινε λοιπόν η μεγάλη
αδελφή της και η ξαδέλφη της, έβγαινε και έμπαινε η γιαγιά της, μια ασπρομάλλα
αρχοντογυναίκα που ξεφυσούσε σε κάθε κίνηση, έβγαινε και ο ξάδελφος της και
φίλος μου, ο Βασιλάκης. Ε, κάποτε έβγαινε και η Κική. Έβγαινε η Κική ανάμεσα σε
κρεμασμένα ρούχα και καυσόξυλα και ακουμπούσε νωχελικά τα λευκά μπράτσα της στα
κάγκελα χωρίς να βλέπει πουθενά. Ύστερα γύριζε λίγο το κεφάλι δεξιά, κοιτούσε
ώρα πολύ ίσια μπροστά και, σαν να είχε θυμηθεί κάτι απροσδιόριστο, έστρεφε
κάποια αιώνια στιγμή και προς το μέρος μου. Στον ελάχιστο χρόνο που έκανε το
βλέμμα της να ευθυγραμμιστεί με το δικό μου, εγώ είχα ταμπουρωθεί πίσω από τις
σελίδες και συλλάβιζα τις λέξεις που με τρόπο μαγικό θα μ’ έκαναν ιπτάμενο ήρωα
της εποχής για να εκτοξευτώ στον μίζερο ουρανό και να τη συγκλονίσω με την
ακαταμάχητη παρουσία μου. Όταν τολμούσα τελικά να ξεμυτίσω, η Κική είχε
αποχωρήσει στα ενδότερα.
Αυτή η ιεροτελεστία
συνεχίστηκε επί δύο ή τρία χρόνια, από την τετάρτη ως την έκτη δημοτικού.
Εκείνη σίγουρα όλα τα καταλάβαινε με το αλάνθαστο, έστω και πρώιμο, θηλυκό της
ένστικτο, σαν τις αρπακτικές γάτες της γειτονιάς που οσμίζονταν το φαγητό απ’
τα πενήντα μέτρα, άσχετα αν καμιά φορά όταν πλησίαζαν δεν το έβρισκαν της
αρεσκείας τους. Και βέβαια θα πρέπει να την κολάκευε η άνευ όρων παράδοσή μου
παρά τις απελπισμένες προσπάθειές μου να επιδείξω ψυχραιμία. Την κολάκευε ως το
σημείο που δεν την ενοχλούσε και ο απόηχος από τα μάλλον ειρωνικά της σχόλια
είχε φτάσει σε μένα μετά περίπλοκη διαδρομή από τον Λαζαράκη, τον Φουστάνα με το
παρατσούκλι, έναν από τους πιο στενούς μου φίλους.
Εγώ τα αγνοούσα όλα και
συνέχιζα απτόητος. Συνέχιζα, τι; Αυτά τα ελάχιστα και μια-δυο φορές με φίλους
από τη γειτονιά να τραγουδάω παράφωνα το βράδυ ερωτικά σουξέ της εποχής,
περνώντας τάχα τυχαία κάτω από το σπίτι της. Συνέχιζα να παραδέρνω ανάμεσα σε
μια διαρκή υποψία γελοιοποίησης και μιαν αβάσιμη ελπίδα. Συνέχιζα ώσπου ήρθε
μια μέρα η γιαγιά της στο σχολείο και κεραυνοβολήθηκα όταν την είδα, έχοντας
πλήρη επίγνωση της ενοχής μου. Ήρθε να διαμαρτυρηθεί με ορεσίβια προφορά του
ονόματός μου, που μάλλον αδικούσε την επιβλητική εμφάνισή της. Γιατί ο μικρός
τούς ενοχλούσε με τις καντάδες, τις φιγούρες του και τ’ άλλα.
Η κυρία Μπέλλα την άκουσε
προσεκτικά, αποστρέφοντας χαρακτηριστικά τους οφθαλμούς, και τη διαβεβαίωσε ότι
θα επιλαμβανόταν του θέματος. Όταν έφυγε, μου τράβηξε μια γερή κατσάδα μέσα
στην τάξη αλλά δεν με έδειρε με τη χερούκλα της όπως είχε κάνει σε αναλόγου
μεγέθους παραπτώματά μου στο παρελθόν. Ακούστηκε μάλιστα να μονολογεί με μια
γκριμάτσα αηδίας, «έφερε κι αυτή τη γιαγιά της στο σχολείο».
Σύντομα ακολούθησε, ως
πρωτοτυπία, και δεύτερη χαριστική βολή. Μου ψιθύρισαν ότι η Κική δεν έβγαινε
στο πίσω μπαλκόνι για να δει εμένα, ούτε καν τυχαία, αλλά για να ανταλλάξει
οπτικά σινιάλα με τον Ιάσονα απέναντι, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, είχε το
μοναδικό ποδήλατο της γειτονιάς και ήταν ομολογουμένως πιο ωραίος ή ωραίος
σκέτα.
Έχουν περάσει από τότε
πάνω από σαράντα πέντε χρόνια. Με όλα όσα αυτά σημαίνουν. Την Κική δεν την
ξαναείδα ποτέ. Ούτε καν σαν υποψία σε κάποιο δρόμο. Κι ας μέναμε στα ίδια
σπίτια και στην ίδια πόλη το μεγαλύτερο διάστημα. Λες και είχε προσβληθεί θανάσιμα
ο θεός των ανέλπιδα ερωτευμένων, ο θεός των μικρών και των ηττημένων, και
απομάκρυνε τα βήματά μου από την παρουσία της, με τον ίδιο τρόπο που πριν εκεί
τα οδηγούσε. Μια-δυο φορές μονάχα άκουσα να αναφέρεται το όνομά της χωρίς να
ρωτήσω, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Όμως κάπου βαθιά μέσα μου η Κική
υπάρχει. Ακέραια και εκθαμβωτική όπως τότε. Ίσως για να μου θυμίζει με τρόπο
τελειωτικό αυτά που στη ζωή μας δεν μας δόθηκαν. Αυτά που ξέρουμε καλά πως
είναι αδύνατο να μας δοθούν.
Τόλης Νικηφόρου
Από τη συλλογή διηγημάτων «Αγνώστου Στρατιώτου»,
εκδ. Μανδραγόρας 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου