ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ
Στα
μάτια των πνιγμένων τα καράβια
είναι
μια νοσταλγία ατέλειωτη − θάλασσα η φωνή σου
δε μου κάνει
Αηδόνια
δεν ακούω. Για σε μικρέ βοριά
θα
το σκεφτώ πολύ άλλη φορά
αν
ξενυχτήσω κάτω από τα δέντρα σου.
Στέκομαι
απέναντι σου (ονειρεύομαι, ξυπνώ, συναλλάσσομαι
για
το καλό, πονώ και θλίβομαι μαζί σου) να βρω λοιπόν
δεν
είναι δύσκολο
ποια
ώρα της φωνής σου μου ταιριάζει.
(Προς
το παρόν η ποίηση είναι ψυχή)
ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ
Εκείνος
καροτσέρης στην αγορά
το
αλεύρι στις πλάτες, τα τσουβάλια με τα τσιμέντα
από
τις αποθήκες στις άλλες αποθήκες
και
σκόνη και φωνές και βαρέλια
με
το αγώγι όλη μέρα μαλώνει.
Λαντζέρισσα
εκείνη
άλλοτε
πάλι λιώνει τα χέρια της στην σκάφη
λησμονώντας
πολύν καιρό τον ουρανό.
Πότε
πότε
όταν
ξυπνάει η ματαιοδοξία και κοιμούνται τα παιδιά
ερημώνουν
οι δρόμοι κάπου μεσάνυχτα
ρίχνουν
οι δυο τους ένα ελαφρύ πανωφόρι στους ώμους
και
βγαίνουν βόλτα ώσμε το πρώτο γιοφύρι
εκεί
που τόσον καιρό έχουν να περάσουν.
ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ
Μόνο
εσύ τρυγόνα ξέρεις πόσον ωραίο είναι
τ’
άσπρο φεγγάρι πάνω στο βουνό, θολώνεις τo νερό
και
πίνεις θάνατο όταν χαθεί ἡ χαρά σου·
πάρε
λοιπόν και την αγάπη μου και κρύψε την
καθώς
εσύ γνωρίζεις
στη
ρίζα της αγριογκορτσιάς ή σ’ ένα ρωμαλέο καραγάτσι.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η
αρραβωνιαστικιά μου είναι κουτσή
κι
ως περπατούμε δίπλα στα ποτάμια
θαρρώ
πως μια καταποντίζομαι βαθιά στον ποταμό
κι
άλλοτε πάλι με τραβούν τα μαύρα της μαλλιά
ψηλά
στα κύματα που κελαηδούν αηδόνια…
Η ΑΣΠΡΗ ΠΟΡΤΑ
Από
δω κινούσε ο έρωτας. Μελαχρινή χλωρασιά
το
κόκκινο φόρεμα πώς σου πήγαινε!
Τρία
ξύλα η άσπρη πόρτα και μια λαμαρίνα ασβεστωμένη.
Για
μας η αρχή των φιλιών· του αγροφύλακα
η
πύλη του νόμου. Σαν το πουλί χαράματα
σαν
τη λαφίνα βράδυ η αγάπη μας έτρεχε να δροσιστεί.
Της
θάλασσας τα σπλάχνα πάνω στο τριφύλλι, το άνθος
της
μηλιάς πιο πάνω και ψηλά δυο φύλλα καρυδιάς με το φεγγάρι...
(Άκου
πώς νυχτώνει ένα αηδόνι στο ποτάμι!)
Καθώς
η φλούδα δένει τον κορμό ζητούσες να σε σφίξω·
τον
φόβο σου να λιώσω όταν αστροπελέκια σκίζανε τον ουρανό.
Τον
άλλο φόβο μέσα μου τον άκουγες;
Στην
άσπρη πόρτα τώρα ανοίχτηκε φαράγγι
κι
ο έρωτάς μας αλογάρης τ’ άλογα χουγιάζει
να
πέσουν στον γκρεμό. Στα μάτια σου η βροχή
μα
πέρα απ’ την αγνότητα μπροστά μου πάντα ένα
μαχαίρι
ματωμένο.
Σύννεφο
μικρό όμως αλλαξοκαιριάς πάει κι έρχεται
σύννεφο
αλλαξοκαιριάς!
Σφάξτε
τη φτώχεια η νύχτα να υποχωρήσει!
(Μικρή
μου Βαρβάρα, μικρή μου Ιουλία
μικρή
μου Ιωάννα, πω πω σας ξέχασα...)
Από
τη συλλογή «Μαυροβούνι» (1963), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Μάρκος
Μέσκος - Ποιήματα, Μαύρο δάσος Ι», εκδ. Γαβριηλίδης 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου