Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Τρία μελοποιημένα ποιήματα"




Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου, μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου − σαν νεκρός − θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού − μη ελπίζεις −
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.


[1910]


Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Χρήστος Λεττονός
Η πόλις
Μουσική: Δήμος Μούτσης - Ποίηση: Κ. Π. Καβάφης




ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’ ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές −
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Προ πάντων να μην γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.


[1911]


Άλκηστις Πρωτοψάλτη - Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Μουσική: Δήμος Μούτσης - Ποίηση: Κ. Π. Καβάφης



ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΟΥ

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.


[1915]


Χρήστος Λεττονός: Θαλασσα του πρωιού
Μουσική: Δήμος Μούτσης - Ποίηση: Κ. Π. Καβάφης



Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Πάνος Κ. Θασίτης, "Δίχως κιβωτό"




ΠΡΩΙΝΟ

Γύφτισσα ζωή
Με χιλιάδες κουδουνάκια στ’ ανεμισμένα παρδαλά φουστάνια σου
Μοσκοβολάς χωράφι και φιλί
Και σε περνούν στις χαίτες τους χαράματα στην πόλη
Άλογα γοργά ζεμένα σε γλυκοτριζάτες σούστες.

Χείμαρρε από μήλα που αλογάριαστα κατρακυλάς
Στους παχνισμένους δρόμους
Ανάμεσα στα χρυσά κρόσσια της αυγής
Και στις ξυπόλητες πατούσες των παιδιών
Γερό το χέρι να ’ναι πάντα
Ζωή για να σ’ αδράχνει
Καθώς η χούφτα τ’ ανυπόταχτο βυζί.




ΤΩΡΑ

Τώρα που κάθε ανθός πλαγιάζει στο κλαδί του
Και κανένα θρόισμα δεν πάει χαμένο
Τώρα που κανείς δε βιάζεται
Δέξου με κάτω απ’ τα θολωτά τα χέρια σου
Σαν το παλιό καμπαναριό που ανοίγεται
Στο στερνό στο πιο πιστό και στο μόνο περιστέρι του.




ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ’ΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

Πρέπει να ’ρθει η άνοιξη με τ’ αμέτρητα άγουρα στηθάκια της
Και με τα σκουλαρίκια της τα κρυσταλλένια
Με τα γοργά της βήματα που ξυπνάνε τις ελπίδες
Με τη γαλάζια κραυγή της
Γιατί δεν πρέπει τώρα να φωνάξω
Κι εσύ δεν πρέπει τίποτα να ψιθυρίσεις
Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί για την ερημιά των ματιών σου
Όπου παγώνει ασάλευτη το σχήμα της η απελπισία
Για το νεκρό σου δέρμα για τα νεκρά μαλλιά σου
Για του κρεβατιού σου τα τέσσερα σίδερα
Γι’ αυτά τα νιάτα που κρέμονται στον ίσκιο σαν τ' άδεια ρούχα
               εκείνων που πέθαναν
Γι’ αυτόν τον απερίγραπτο χειμώνα.




ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Είμαστε δυο άνεμοι νυχτερινοί
Πουθενά πάνω σ’ εμάς δε βρίσκεται ένας δρόμος
Ένα τέλος μια αρχή ένα σχήμα.

Υποθέτοντας τους εαυτούς μας αγαπιόμαστε
Για τον τρόμο και τον ίλιγγο του αγνώστου μας
Για τη μοναχική συνάντησή μας πέρ’ απ’ το χνούδι του Κόσμου.
Αγάπη μου
Σεισμέ του νου μου.




ΑΠΟΓΕΜΑ

Ανεπίληπτος ουρανός
Ακίνητος
Τέλειος σαν κύκλος: απελπίζει
Απρόσιτη απόλαψη για μένα που τον βλέπω
Μες από ένα ύφασμα
Όπου καθίζει η στέρηση κι η φρίκη.

Και στο βάθος αόριστα
Να περνάς ανάγλυφο κάτ’ απ’ το χνούδι τ’ ουρανού
Σαν αιφνίδια ταραχή πίσω απ’ τις κουρτίνες
Σώμα αγαπημένο
Πιο μακρινό πιο ανύπαρχτο απ’ τ’ απόγεμα που σβήνει.




Από τη συλλογή «Δίχως κιβωτό» (1951), που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Πάνος Κ. Θασίτης, Τα ποιήματα», εκδ. Νεφέλη 2011.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου, "Ο θάνατος του Μύρωνα"




ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΜΙΚΡΑΣ

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό

Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα·
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα θα εγγίσει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας




Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ

Καμιά φορά μες στην προχωρημένη νύχτα, έβλεπα
δρόμο μοναχικό, αδιέξοδο, να συντροφεύει σπίτια
να χάνεται αθόρυβα μέσα σ’ αυλές. Και ήμουν
σαν αφημένος σε δικιά μου μουσική, ζώντας αδιάκοπα
με παραισθήσεις κι αυταπάτες

Μα τώρα που επιστρέφει το βαθύ σούρουπο, ακούω
σα λιτανεία να ’ρχονται μέσα στο βυσσινί σύννεφο, πλήθος
θόρυβοι μακρινοί, στρατιώτες μάχιμοι, ανεύθυνα παιδιά
άντρες της ακτοφυλακής και γυρολόγοι
έρχονται αθόρυβα, συρτά, νόμιμα για να πάρουν
ό, τι περίσωσα, κειμήλια κι αναμνηστικά, μα περισσότερο
θέλουν τον Μύρωνα που σκότωσαν αυτοί και τώρα
ζητούν ευθύνες και φωνάζουν και ξεσκίζουνε
τα ρούχα τους

                                            Κι έτσι τώρα πια βλέπω
δρόμο μοναχικό, αδιέξοδο, να πνίγεται
καθώς η νύχτα προχωρεί μες στην επίγνωση
μιας ξοδεμένης απερίσκεπτα θυσίας




ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Νύχτωνε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο· ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο

Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο

Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια και ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή του και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε

Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφευγαν με είχανε ποτίσει.




ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΜΥΡΑΣ

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν

Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα

                                                       Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά − απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα




ARS POETICA

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες




Από τη συλλογή «Ο θάνατος του Μύρωνα» (1954 - 1959), που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», εκδ. Νεφέλη 2007.

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Γ. Θ. Βαφόπουλος, "Στον ίδιο ρυθμό"




3

Σε περιμένω ακόμα κι’ ας το ξέρω πως δε θάρθεις.

Την ώρα αυτή, από μια παλιά συνήθεια, πάντα σκύβω,
φυλλομετρώντας άσκοπα κάνα τυχαίο βιβλίο.

Μα ενώ καλά το ξέρω πως δε θα ξανάρθεις πίσω,
μου αρέσει στον εαυτό μου να υποβάλλω την ιδέα,
πως, κινημένη απ’ την παλιά συνήθεια, θάρθεις πάλι.

Με την ελπίδα της αναμονής στο παραθύρι
σιμώνω κ’ εξετάζω τους διαβάτες που περνούνε.

Μα εσύ το ξέρω πως δε θα φανείς ξανά στο δρόμο.




7

Ήσυχα, απλά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.

Τ’ ωχρό λειψό φεγγάρι απάνω από την κεφαλή σου
άπλωνε λάμψη εκστατική, του εξαγνισμού στεφάνι.

Όμως γυναίκα αγέρωχη, της αμαρτίας η φλόγα
πράσινη λάμψη ανάδινε απ’ την κόρη των ματιών σου
κι’ ο σαρκασμός σερνότανε λευκός στα ωχρά σου χείλη.

Στο σκοτεινό πλακόστρωτο τα βήματά σου ηχήσαν,
χωρίς μια τύψη μαύρη στην ψυχή σου να ξυπνήσουν.

Έτσι στερνά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.




8

Μια νύχτα αγρύπνιας πέρασα, πλάι στα θλιμμένα ρόδα.

Η ανάμνησή σου, που άλλοτε τόσο γλυκειά μού εστάθη,
βάραινε εντός μου σαν το μύρο των θλιμμένων ρόδων.

Ήχοι σβησμένοι εφτάνανε απ’ της πολιτείας το βάθος
και, σαν τοξότες μυθικοί, βέλη βουερά τοξεύαν,
να διώξουν την ανάμνηση, που πλάι μου φτερουγούσε.

Τα ρόδα εσκύβανε χλωμά, σε λήθαργο υπνωσμένα,
μα η ανάμνησή σου επίμονα μεθούσε απ’ τ’ άρωμά τους.

Μια νύχτα σκοτεινή νοσταλγικά σ’ αναπολούσα.




10

Τη μουσική φωνή της πια δε θα την ξανακούσω.

Το ευγενικό χαμόγελο, σα φύλλο που ριγούσε
πάνω στα χείλη της, δε θα δονήσει την ψυχή μου.

Όμως μια ελπίδα αστόχαστη με βασανίζει πάντα,
στ’ όνειρο μιας αναμονής μάταιης λικνίζοντάς με,
πως θα ξυπνήσουν την ηχώ πάλι τα βήματά της.

Κι’ ακόμα σα να αισθάνομαι, στου ονείρου μου το βύθος,
τ’ άυλα της δάχτυλα απαλά να εγγίζουν την ψυχή μου.

Μα ένα όνειρο απατηλό πόσο μπορεί να ζήσει;




11

Στη μοναξιά μου πάντοτε θυμούμαι εσέ, Μυρτάλη.

Εψές, που με βαρειά καρδιά έφυγα απ’ το καφενείο,
και βρέθηκα ολομόναχος, θυμήθηκα εσέ πάλι.

Γιατί, γιατί στο πέρασμα του χρόνου όλα ν’ αλλάζουν,
να φεύγουν τα γεράματα και νάρχονται τα νιάτα,
κι’ ο μέγας κύκλος της ζωής να μένει πάντα ο ίδιος;

Σ’ αναλογίζομαι και κλαίω τους έρωτες, Μυρτάλη,
που πέθαναν κι’ αυτούς που ζουν κ’ εκειούς που θάρθουν αύριο.

Μυρτάλη, ο κύκλος της ζωής είναι ο ίδιος πάντα, ο ίδιος.




Από τη συλλογή «Τα ρόδα της Μυρτάλης» (1931) (ενότητα: «Στον ίδιο ρυθμό»)
Πηγή: «Γ. Θ. Βαφόπουλος - Άπαντα τα ποιητικά», εκδ. Παρατηρητής 1990.
Το πορτραίτο του ποιητή φιλοτέχνησε ο Πολύκλειτος Ρέγκος

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Μάρκος Μέσκος, "Μαυροβούνι"




ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ


Στα μάτια των πνιγμένων τα καράβια
είναι μια νοσταλγία ατέλειωτη − θάλασσα η φωνή σου
              δε μου κάνει

Αηδόνια δεν ακούω. Για σε μικρέ βοριά
θα το σκεφτώ πολύ άλλη φορά
αν ξενυχτήσω κάτω από τα δέντρα σου.

Στέκομαι απέναντι σου (ονειρεύομαι, ξυπνώ, συναλλάσσομαι
για το καλό, πονώ και θλίβομαι μαζί σου) να βρω λοιπόν
δεν είναι δύσκολο
ποια ώρα της φωνής σου μου ταιριάζει.

(Προς το παρόν η ποίηση είναι ψυχή)





ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ


Εκείνος καροτσέρης στην αγορά
το αλεύρι στις πλάτες, τα τσουβάλια με τα τσιμέντα
από τις αποθήκες στις άλλες αποθήκες
και σκόνη και φωνές και βαρέλια
με το αγώγι όλη μέρα μαλώνει.

Λαντζέρισσα εκείνη
άλλοτε πάλι λιώνει τα χέρια της στην σκάφη
λησμονώντας πολύν καιρό τον ουρανό.

Πότε πότε
όταν ξυπνάει η ματαιοδοξία και κοιμούνται τα παιδιά
ερημώνουν οι δρόμοι κάπου μεσάνυχτα
ρίχνουν οι δυο τους ένα ελαφρύ πανωφόρι στους ώμους
και βγαίνουν βόλτα ώσμε το πρώτο γιοφύρι
εκεί που τόσον καιρό έχουν να περάσουν.





ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ


Μόνο εσύ τρυγόνα ξέρεις πόσον ωραίο είναι
τ’ άσπρο φεγγάρι πάνω στο βουνό, θολώνεις τo νερό
και πίνεις θάνατο όταν χαθεί ἡ χαρά σου·
πάρε λοιπόν και την αγάπη μου και κρύψε την
καθώς εσύ γνωρίζεις
στη ρίζα της αγριογκορτσιάς ή σ’ ένα ρωμαλέο καραγάτσι.





ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


Η αρραβωνιαστικιά μου είναι κουτσή
κι ως περπατούμε δίπλα στα ποτάμια
θαρρώ πως μια καταποντίζομαι βαθιά στον ποταμό
κι άλλοτε πάλι με τραβούν τα μαύρα της μαλλιά
ψηλά στα κύματα που κελαηδούν αηδόνια…





Η ΑΣΠΡΗ ΠΟΡΤΑ


Από δω κινούσε ο έρωτας. Μελαχρινή χλωρασιά
το κόκκινο φόρεμα πώς σου πήγαινε!

Τρία ξύλα η άσπρη πόρτα και μια λαμαρίνα ασβεστωμένη.
Για μας η αρχή των φιλιών· του αγροφύλακα
η πύλη του νόμου. Σαν το πουλί χαράματα
σαν τη λαφίνα βράδυ η αγάπη μας έτρεχε να δροσιστεί.
Της θάλασσας τα σπλάχνα πάνω στο τριφύλλι, το άνθος
της μηλιάς πιο πάνω και ψηλά δυο φύλλα καρυδιάς με το φεγγάρι...

(Άκου πώς νυχτώνει ένα αηδόνι στο ποτάμι!)

Καθώς η φλούδα δένει τον κορμό ζητούσες να σε σφίξω·
τον φόβο σου να λιώσω όταν αστροπελέκια σκίζανε τον ουρανό.

Τον άλλο φόβο μέσα μου τον άκουγες;

Στην άσπρη πόρτα τώρα ανοίχτηκε φαράγγι
κι ο έρωτάς μας αλογάρης τ’ άλογα χουγιάζει
να πέσουν στον γκρεμό. Στα μάτια σου η βροχή
μα πέρα απ’ την αγνότητα μπροστά μου πάντα ένα
μαχαίρι ματωμένο.
Σύννεφο μικρό όμως αλλαξοκαιριάς πάει κι έρχεται
σύννεφο αλλαξοκαιριάς!

Σφάξτε τη φτώχεια η νύχτα να υποχωρήσει!

(Μικρή μου Βαρβάρα, μικρή μου Ιουλία
μικρή μου Ιωάννα, πω πω σας ξέχασα...)





Από τη συλλογή «Μαυροβούνι» (1963), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Μάρκος Μέσκος - Ποιήματα, Μαύρο δάσος Ι», εκδ. Γαβριηλίδης 2011

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Κατερίνα Καριζώνη, "Το κόλπο του Μπαρμπαρόσα"



Το κόλπο του Μπαρμπαρόσα

            « Η Πάρος εις την μέσην έχει ένα βουνίν υψηλόν τσιμαρόλον και όλον το νησίν κάμνει κούδαν. Εις το ακρωτήρι του μεσημερίου έχει βουνόπουλον στρογγυλόν και απάνω στέκει κάστρο, το λέγουν Κέφαλον.Και από κάτω εις την μερέαν του γριέγου έναι λιμένας. Εις την δεξιάν σου αφήνεις έναν ακρωτήριν και έναι βουνόπουλον και ράσεις εις οργίας ιβ΄... »


Ο Χαϊρεντίν σήκωσε το κεφάλι του απ’ τον πορτολάνο και τίναξε την μακριά χιονάτη −κάποτε κοκκινόχρωμη− κόμη του απ’ την οποία είχε πάρει το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα. Το χέρι του έδιωξε νευρικά μια τούφα που κατέβαινε ατίθαση στο φαρδύ του μέτωπο. Είχε πατήσει τα 70 ο ρείς, ήταν πια ένας παλαίμαχος της θάλασσας, ωστόσο ακόμα μάχιμος και πάντα ετοιμοπόλεμος − είχε γεννηθεί με το όπλο στο χέρι − κι απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα με το όπλο στο χέρι θα πέθαινε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν. Ένιωθε άγχος ο αρχιπειρατής πριν απ’ τη μάχη. Πάντα ένιωθε άγχος, παρόλο που ποτέ δεν το φανέρωνε. Θέλει κουράγιο για να κάνεις το κακό, χρειάζεται δύναμη για να χαλάσεις σπίτια και κορμιά, να διαγουμίσεις όνειρα. Θέλει συμβόλαιο με τον σατανά. Κι αυτό ο Μπαρμπαρόσα το είχε εξασφαλίσει. Έσφιξε με πείσμα τις γροθιές του. Θυμήθηκε τον αδελφό του, τον Ορούτς χρόνια τώρα πεθαμένο στο Αλγέρι. Του έλειπε κάτι τέτοιες στιγμές ο Ορούτς. Του έλειπε η φλόγα του που ήξερε να τη μεταδίδει και στους άλλους, το ατσάλι της ψυχής του. Μαζί είχαν βγει στην πειρατεία από παιδιά με ορμητήριο αρχικά τη Μυτιλήνη. Οι δρόμοι τους χωρίσανε κάποια στιγμή. Ο Ορούτς τράβηξε για την δυτική Μεσόγειο και την Αφρική και ο Χαϊρεντίν έμεινε στην Άσπρη Θάλασσα που την γνώριζε καλύτερα.
Ο Μπαρμπαρόσα σήκωσε τα μάτια του στη θάλασσα. Η Πάρος μόλις που φαινόταν μέσα στους ατμούς –αρχές Δεκέμβρη του 1537– η ομίχλη σκέπαζε τα νερά, έκρυβε την τουρκική αρμάδα. Η Παροικιά φαινόταν βυθισμένη σε νάρκη, το κάστρο σιωπηλό, το πόρτο ήσυχο και τα σκαριά λικνίζονταν μες στην καταχνιά. Ήταν γραφτό να γίνει δικό του το νησί, σκέφτηκε ο Χαϊρεντίν. Άλλωστε δεν του του γλύτωνε ποτέ κανένα. Πριν από λίγο καιρό είχαν πέσει οι Κορφοί. Κι ύστερα ακολούθησαν οι Παξοί, η Πάργα, η Κεφαλλονιά και το Τζάντε. Το Ιόνιο παραδόθηκε στους Οθωμανούς μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Αρχές Νοέμβρη ο Χαϊρεντίν χτύπησε τα Κύθηρα και τα ερήμωσε, άρπαξε 4800 κατοίκους απ’ την Αίγινα, διαγούμισε την Κέα και την Κύθνο κι αφάνισε τη Σύρο. Απ’ όπου περνούσε ο Μπαρμπαρόσα άφηνε πίσω του καμένη γη κι όσοι γλύτωναν απ’ το σπαθί του κατέληγαν στις τουρκικές γαλέρες. Μέσα σε λίγο καιρό είχε καταφέρει να διώξει τους Φράγκους και τους Βενετούς απ’ το Αιγαίο και να υποτάξει τους ατίθασους ρωμιούς, κυρίως αυτούς που τους λογάριαζε περισσότερο. Γιατί ήταν ρωμιός κι ο ίδιος κι ας το έκρυβε. Αυτό το άτιμο αίμα έτρεχε στις φλέβες του −δεν μπορούσε να το αλλάξει−. Στη Λέσβο είχε γεννηθεί ο Χαϊρεντίν από μάνα Ελληνίδα και πατέρα γενίτσαρο – τον είχαν αρπάξει κι εκείνον οι τούρκοι με τη βία απ’ το Κουσάντασι και τον έκαναν δικό τους.

Οι πρώτοι γλάροι ακούστηκαν στο πέλαγος κι οι γεμιτζήδες ανέβηκαν στο κάσσαρο, αγουροξυπνημένοι ωστόσο πάνοπλοι, έτοιμοι για τη μάχη. Κι αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι γκαλιοντζήδες, οι τοπτσίδες και πήραν τις θέσεις τους στα κανόνια. Οι μπούκες άνοιξαν. Ο Μπαρμπαρόσα ύψωσε το χέρι για να κάνει σινιάλο. Το γιουρούσι άρχιζε.
Στο μεταξύ ψηλά στο φρούριο του Κεφάλου άλλαζαν οι νυχτερινοί βαρδιάνοι με τους πρωινούς, όταν οι τελευταίοι διέκριναν καπνό να βγαίνει απ’ τις βίγλες της Άγουσας κι είδαν ξαφνικά μπροστά τους τα κουρσάρικα του Μπαρμπαρόσα με τα κανόνια τους στραμμένα στο νησί. Ο Νικολάκης Μοστράτος, εικοσιενός ετών, γιος φτωχού ψαρά του κυρ Κουμέντη, άφηνε τη νυχτερινή του βάρδια κι επέστρεφε στο σπίτι του στην Παροικιά. Άυπνος, χτυπημένος απ’ τον έρωτα, που του είχε πάρει το μυαλό και ούτε ύπνο είχε, ούτε ξύπνο, ούτε όρεξη για τίποτα πέρα απ’ την Δόνα Ευγενία, τη Ραγούση − είδε μπροστά του ξαφνικά τους στρατιώτες να τρέχουν έξαλλοι στους δρόμους ξεφωνίζοντας.
− Ο Παρπαρούσης, ο Παρπαρούσης με τα πλοία του. Τρεχάτε χριστιανοί στο κάστρο να σωθείτε.
Στάθηκε προς στιγμήν σαστισμένος κι έριξε μια ματιά γύρω του. Οι Παριανοί έβγαιναν τρομαγμένοι απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους κι έπαιρναν βιαστικά την ανηφόρα για το κάστρο. Έκανε στροφή επιτόπου κι αντί να τρέξει στο φρούριο, τράβηξε για το σπίτι της αγαπημένης του. Έφτασε ως την εξώπορτα με την ψυχή στο στόμα κι άρχισε να χτυπάει σαν τρελός.
− Δόνα Ευγενία… Ανοίξτε, ανοίξτε για το Θεό. Μας χτυπούνε τα τούρκικα σκυλιά. Πρέπει να φύγουμε.
Του άνοιξε μετά από λίγο η Ευγενία σαστισμένη φορώντας το καινούργιο νυφικό της που είχε φέρει για μια τελευταία πρόβα η μοδίστρα. Δεν πρόλαβε να κουμπώσει τα μαργαριταρένια του κουμπιά κι απ’ το άνοιγμα του ντεκολτέ ξεχείλιζε πληθωρικό το στήθος της. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταζε τον Νικολάκη σαν χαμένη. Σήμερα το απόγευμα θα έβαζε στεφάνι με τον κόμη Δάνδολο από την Βενετία. Ο κόμης είχε έρθει πριν από δύο μήνες στο νησί, γνώρισε τη δόνα Ευγενία και την ερωτεύτηκε παράφορα. Αν και πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια, δεν δίστασε να τη ζητήσει από τους Ραγούσηδες που δέχτηκαν αμέσως να τη δώσουν και μάλιστα το θεώρησαν μεγάλη τους τιμή. Γιατί ο κόμης ήταν πάμπλουτος με ακίνητα, καράβια, λατομεία στην Αστυπάλαια και στη Νίσυρο κι ένα δικό του ναυπηγείο στη Σάμο. Οι Ραγούσηδες που ήταν άρχοντες κι αυτοί με πολλά εκτάρια γης, ελαιώνες κι αμπέλια, είπαν το ναι με μεγάλο ενθουσιασμό. Η Ευγενία παρήγγειλε νυφικό από βενετσιάνικο μετάξι, πέπλο από αιθέριο πανί του Μαρακές και πασούμια κεντημένα με μαργαριτάρια της Μαγιόρκας, αγορασμένα στα πειρατικά παζάρια του νησιού. Κουμπάρος θα γινόταν ο ενετός δυνάστης Σαγρέδος Βερνάδο και μάλιστα είχαν συμφωνήσει να τους βαφτίσει και το πρώτο τους παιδί. Κι ενώ στο σπίτι έφταναν ήδη τα γαμήλια δώρα και η Δόνα Ευγενία έκανε την τελευταία πρόβα νυφικού, την αποφράδα εκείνη μέρα της 1ης Δεκεμβρίου του 1537, ακούστηκαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί απ’ τη θάλασσα και ο Μπαρμπαρόσα με τους πειρατές του βρέθηκαν έξω απ’ τα σπίτια των δύστυχων κατοίκων.
Βέβαια ο Νικολάκης ο Μοστράτος που ζούσε ένα δράμα όλον αυτό τον καιρό βλέποντας την αγαπημένη του να παντρεύεται κάποιον άλλο, δεν ήξερε αν έπρεπε να στεναχωρηθεί ή να χαρεί τώρα που όλα οδηγούσαν σε ακύρωση του γάμου. Ας σημειωθεί ότι η δόνα Ευγενία ουδέποτε είχε ανταποκριθεί στο απελπισμένο του αίσθημα. Τον αντιμετώπιζε μάλλον συγκαταβατικά, καθώς ο άτυχος νέος είχε ταπεινή καταγωγή αλλά βέβαια πάντα με συμπάθεια.
− Τρέξε να ειδοποιήσεις τον πατέρα μου, του πέταξε. Πήγε ως τον υποπρόξενο Φραντσέσκο Γεράρδη μαζί με τον κόμη. Γρήγορα να τους προλάβεις. 
Όμως οι κουρσάροι του Μπαρμπαρόσα είχαν κάνει κιόλας απόβαση κρατώντας μουσκέτα και κραδαίνοντας χαντζάρες κι είχαν αρχίσει να πλησιάζουν στην κατοικημένη περιοχή. Έφταναν ήδη οι αγριοφωνάρες τους απ’ την ακτή , ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν τα ποδοβολητά απ’ τους έφιππους βενετούς στρατιώτες που είχαν πλημμυρίσει το νησί: φάντηδες, κοντοτιέρους, γκονφαλονιέρους και ιππότες. Από τα τείχη έρχονταν ομοβροντίες κανονιών κι ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος γυρεύοντας καταφύγιο μέσα στο οχυρό που είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά.
Η Δόνα Ευγενία δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε καν το νυφικό της, όταν είδε ένα λεφούσι από πειρατές να πλημμυρίζουν το δρόμο που οδηγούσε στο πατρικό της σπίτι. Πετάχτηκε αμέσως έξω κι έτρεξε μαζί με τους άλλους στο κάστρο του Κεφάλου. Κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει πια από κει. Η Πάρος είχε γεμίσει πάνοπλους κουρσάρους.
Ο Μπαρμπαρόσα εφάρμοζε όπως πάντα, την ίδια τακτική. Λεηλατούσε σπίτια , έκαιγε σοδειές, γκρέμιζε εκκλησίες, έσφαζε τους γέρους, σκλάβωνε τους άντρες, άρπαζε τα αγόρια για γενίτσαρους και τις γυναίκες για τα χαρέμια των πασάδων. Ωστόσο το νησί αντιστεκόταν λυσσαλέα. Είχε αρκετό βενετσιάνικο στρατό κανόνια και πυρομαχικά. Οι μάχες δεν σταματούσαν ούτε τη νύχτα. Έλληνες και Βενετσιάνοι πολεμούσαν ηρωικά. Φαίνονταν αποφασισμένοι να πεθάνουν ή να νικήσουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πολιορκούσε το κάστρο του Κεφάλου ο ρείς. Ο ουρανός γέμισε καπνό , ο τόπος λαβωμένους, τα κτίρια κάηκαν, τα νερά κοκκίνισαν απ’ το αίμα, αλλά το φρούριο δεν έπεφτε. Ο Μπαρμπαρόσα τα χρειάστηκε. Είχε χάσει ήδη αρκετούς άντρες. Κατάλαβε πως δεν θα νικούσε εύκολα τους Παριανούς. Την τέταρτη μέρα μάζεψε το στρατό του και σήμανε υποχώρηση. Οι κάτοικοι άρχισαν να πανηγυρίζουν. Πίστεψαν ότι είχαν εξαναγκάσει τον Τούρκο να αναδιπλωθεί. Αλλά έκαναν λάθος.

Νύχτα, το φεγγάρι στη χάση του και ο ουρανός μπουκωμένος από τα σύννεφα. Ο Μπαρμπαρόσα πηγαινοερχόταν εκνευρισμένος μέσα στην καμπίνα της γαλέρας του ενώ δυο αξιωματικοί του μελετούσαν το χάρτη του νησιού. Ένας υπηρέτης μπήκε κρατώντας έναν δίσκο με την ασημένια τσαγέρια του ρείς γεμάτη τσάι. Ήταν γυναικωτός και σειόταν καθώς περπατούσε. Σέρβιρε το τσάι σε χαμηλά ποτήρια ρίχνοντας λοξές ματιές στους αξιωματικούς. Ο Μπαρμπαρόσα κονταστάθηκε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
− Χασάν, του είπε .Έλα εδώ!
− Στις διαταγές σου ρείς, προσκύνησε εκείνος.
− Κατέβα στο αμπάρι, έχουμε δυο σεντούκια με κλεμμένα. Βάλε γυναικεία ρούχα κι ένα μαξιλάρι στην κοιλιά σου να φαίνεσαι γκαστρωμένη, ετοιμόγεννη και μετά έλα πάνω.
Ο υπηρέτης τον κοίταξε σαστισμένος. Αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει το γιατί.
− Αμέσως, αφέντη, απάντησε. Και κατέβηκε στο αμπάρι. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχαν κουρσέψει από φράγκικο πλοίο και βρήκε μια μακριά γυναικεία φορεσιά. Τη φόρεσε, έβαλε ένα μεταξωτό μαξιλάρι μες στο σώβρακό του κι ανέβηκε επάνω. Ο Αρχιπειρατής τον κοίταξε χαμογελώντας πονηρά.
− Φόρα και μια μαντήλα στο κεφάλι, μουρμούρισε. Να μοιάζεις με γυναίκα κι έτσι σινάμενη, κουνάμενη να πας μπροστά στην πύλη του κάστρου και να παριστάνεις ότι είσαι έγκυος στον ένατο μήνα και σ’ έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Να πέσεις κάτω κλαίγοντας και να φωνάζεις βοήθεια, χριστιανοί, ανοίξτε τις πόρτες να μπω μέσα γιατί γεννάω. Με ψιλή φωνή, κοίταξε με νόημα τον υπηρέτη. Άκουσα ότι μιλάς ελληνικά… Αν πιάσει το κόλπο οι Παριανοί θα ανοίξουν την πύλη για να σε βάλουν μέσα και τότε θα ορμήξουμε εμείς.
− Είσαι ιδιοφυία ρείς, φώναξαν οι δυο αξιωματικοί μ’ ενθουσιασμό στον Μπαρμπαρόσα.
− Κι εσείς πάτε να μαζέψετε το μπουλούκι σας, συνέχισε εκείνος. Να αρματωθείτε και να βγείτε αθόρυβα στη στεριά. Να μη σας καταλάβουν οι ντόπιοι. Θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Κανείς δεν ξέφυγε ποτέ απ’ τον Μπαρμπαρόσα. Κανείς. Χασάν, πρόσεχε, να μην τα χάσεις. Σε σένα στηριζόμαστε, κατέληξε.
Έτσι όλοι ετοιμάστηκαν για το μεγάλο κόλπο Ζώστηκαν τα άρματα , πήδηξαν αθόρυβα απ’ τα πλοία κι ακολούθησαν τον Χασάν που ντυμένος γυναίκα κατευθύνθηκε προς την πύλη του κάστρου. Εκεί έπεσε μπροστά στην αμπαρωμένη πόρτα παρακαλώντας να του ανοίξουν για να μπει γιατί τον έπιασαν οι πόνοι και γεννούσε.
Οι δύστυχοι Παριανοί τον πίστεψαν. Κατέβηκαν δύο φρουροί κι άνοιξαν την πορτάρα για να περάσει ο μεταμφιεσμένος τούρκος. Ούτε καν τον υποπτεύτηκαν. Ένα λεφούσι από άγριους πειρατές χίμηξαν την ίδια στιγμή από το άνοιγμα της πύλης αλαλάζοντας. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τα κορμιά έπεσαν όπως τα στάχυα που τα θερίζει δρεπάνι. Η Πάρος αποδεκατίστηκε. Το αίμα έλουσε το κάστρο κι έφτασε ως την θάλασσα. Οι Παριανοί νικήθηκαν και δήλωσαν υποταγή. Και μάλιστα έστειλαν στον Μπαρμπαρόσα μια επιτροπή και ζήτησαν εκεχειρία. Η πολιορκία λύθηκε. Οι βενετσιάνικες σημαίες κατέβηκαν απ’ τα κάστρα κι ανέβηκε η ημισέληνος.

Για πάντα θα θυμούνται οι νησιώτες εκείνη την Τετάρτη του Δεκέμβρη του 1537. Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων αλλά αυτοί δεν θα γιόρταζαν τούτη τη χρονιά. Πένθος βαρύ σκέπαζε ολόκληρη την Πάρο. Ο βενετός ηγεμόνας της Σαγρέδο την είχε παραδώσει άνευ όρων στον Μπαρμπαρόσα που άφησε στρατιώτες και φιρμάνια εξευτελιστικά για τους κατοίκους της. Ύστερα φόρτωσε στα πλοία τα πλούτη του νησιού μαζί με σκλάβους κι έδωσε διαταγή να μαζευτούν στην παραλία όλες οι γυναίκες. Εκεί στους ήχους των τυμπάνων που έπαιζαν δυο νεαροί οθωμανοί τις πρόσταξε να χορέψουν. Κι είπε στους πειρατές του να διαλέξουν όποιαν ήθελαν. Οι δύστυχες γυναίκες άρχισαν να χορεύουν με τσακισμένη την ψυχή ενώ τα δάκρυα κυλούσανε ποτάμι απ’ τα μάτια τους. Ήξεραν ότι δεν θα ξανάβλεπαν τον τόπο τους. Δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ. Δεν θα ξανάσμιγαν μ’ εκείνους που αγαπούσαν.
Ο Νικολάκης Μοστράτος παρακολουθούσε το θέαμα, από μακριά κρυμμένος μέσα σε μια σπηλιά ψηλά στα βράχια. Διέκρινε την αγαπημένη του δόνα Ευγενία να χορεύει με το σκισμένο νυφικό της και τα μαλλιά λυτά, τα μάτια της πλημμυρισμένα από τα δάκρυα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ήθελε να ορμήξει και να την αρπάξει απ’ τα χέρια των τούρκων αλλά δεν τολμούσε. Θα ’ταν άλλωστε μάταιο. Οι οθωμανοί θα τον σκότωναν την ίδια στιγμή. Και τότε είδε ξαφνικά τον Μπαρμπαρόσα να την πλησιάζει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο χαδεύοντας τα μούσια του.
− Αυτή είναι για μένα, μούγκρισε κι έκανε νεύμα στους ναύτες του να φορτώσουν τη δόνα Ραγούση στη γαλέρα του.
Ο Νικολάκης ένιωσε σα να ’φαγε μαχαιριά. Η καρδιά του ράγισε. Τον πήρανε τα δάκρια.
− Δόνα Ευγενία , ψιθύρισε, καρδιά μου, φως των ματιών μου… σε χάνω…
Την ίδια στιγμή ένας ελαφρύς θόρυβος τον έκανε να γυρίσει. Κι είδε μπροστά του τον κόμη Δάνδολο, πληγωμένο, αιμόφυρτο, με σκισμένα τα ρούχα κι ακάλυπτο κεφάλι. Ο γηραιός άντρας τον πλησίασε σκυθρωπός και στάθηκε στο πλάι του.
− Νικολάκη, του είπε παρατηρώντας τη θάλασσα. Την δόνα Ευγενία δεν την πήρα ούτε εγώ , ούτε εσύ. Την πήρε ο Μπαρμπαρόσα.
− Ναι, μας την πήρε ο Μπαρμπαρόσα, κούνησε το κεφάλι του ο νεαρός Μοστράτος και κοίταξε τον κόμη με συμπάθεια. Το μίσος που έτρεφε εναντίον του είχε εξατμισθεί. Ένιωσε ξαφνικά αλληλεγγύη.
− Έλα να με βρεις στην Βενετία, συνέχισε εκείνος. Όπως βλέπεις φεύγουμε απ’ το νησί. Δεν έχουμε πια καμιά εξουσία στην Πάρο. Ο θεός τα κανόνισε αλλιώς… Έλα, όταν το αποφασίσεις, του ξανάπε ζωηρά. Ίσως η τύχη σου να βρίσκεται εκεί − στην Βενετία.


Κατερίνα Καριζώνη




* Το διήγημα «Το κόλπο του Μπαρμπαρόσα» αποτέλεσε την πρώτη ύλη για να γραφτεί το μυθιστόρημα «Ο χάρτης των ονείρων», εκδόσεις Καστανιώτη, 2011

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, "Του Λιναριού τα πάθη"




Φελλοί

Ζω ολομόναχη σ’ ένα τεράστιο σπίτι. Δεν υπάρχει κανείς να μου ξεκουμπώσει, στην πλάτη, τα ψηλά κουμπιά. Όταν δένω σφιχτά, το πρωί, την κορδελίτσα που φορώ στο λαιμό μου, δεν υπάρχει κανείς να τη χαλαρώσει το βράδυ. Παλεύω μονάχη μου μπροστά στον καθρέφτη. Τα νύχια μου ανάβουν. Οι κόρες των ματιών μου γίνονται δυο αχινοί. Τότε ο κόμπος, μονάχος του, χαλαρώνει. Γλιστρούν απ’ τα δάχτυλα τα σφιχτά δαχτυλίδια. Μαντίλια, σεντόνια, χαλαρώνουν σε σύννεφα μες στα συρτάρια. Φελλοί σφηνωμένοι στα μπουκάλια πετιούνται με φόρα.




Το δέντρο

Επειδή ήταν πολύ αγαπημένοι, όλη μέρα μπορούσαν να λεν σαχλαμάρες, χωρίς να πέφτουν απ’ τα κλαριά του πανύψηλου εκείνου δέντρου, όπου είχαν ανεβεί για να ’ναι μόνοι, ανάμεσα στους ωραίους καρπούς που ακίνητοι άκουγαν, με μιαν αμείωτη και συγκινημένη σοβαρότητα. Ύστερα έπαψαν ν’ αγαπιούνται, πιάσαν μια ατέλειωτη σοβαρή κουβέντα. Τότε το δέντρο τούς τίναξε κάτω μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό το δέντρο δεν αστειεύεται, οι καρποί του είναι είρωνες, έχουν ειδικευτεί στη μετάφραση.




Το βραχιόλι

Λιγοστεύουν οι άνθρωποι. Μια γάτα νοίκιασε το αποκάτω σπίτι. Ένας κροκόδειλος άνοιξε ψυχιατρική κλινική, θα τις φάει λέει τις φιλίες μου, θα τις γιατρέψει. Σε ποιαν να χαρίσω το χρυσό αυτό βραχιόλι; Στο σπίτι που έμενε κάποτε η Π, εν’ άστρο έρχεται να μ’ ανοίξει την πόρτα, δεν φορώ εγώ βραχιόλια, μου λέει βιαστικά, λαμπυρίζοντας. Στο σπίτι της Π, μια τόση δα πυγολαμπίδα στέκει πίσω απ’ την πόρτα, δωσ’ το μου εμένα, μου λέει τρυφερά, θα το κάνω στεφάνι, θα πηδώ από μέσα καθώς τα λιοντάρια, θα δίνω παράσταση, θα πλουτίσω επιτέλους.
Έξω απ’ το σπίτι μου ένας ιβίσκος ψηλώνει, έχει πια φτάσει ως το παράθυρο, κοιτάζει μέσα με απληστία.




Ράψιμο

Με σκουριασμένα βελόνια με στομωμένα ψαλίδια κόβω και ράβω. Η δαχτυλήθρα μου τρύπησε, τρυπιέμαι κι εγώ. Κι οι καρφίτσες μου χαίρονται τα γηρατειά του μαγνήτη. Κόβω και ράβω παρ’ όλ’ αυτά, κόβω και ράβω, να φτιάξω ρούχο να ντυθώ. Γιατί θα ’ρθουνε μέρες κακές και χειρότερες νύχτες, που τα ψαλίδια ολάνοιχτα θα ξαγρυπνούν στα τραπέζια. Θα κλείσουν για πάντα τα μάτια των βελονιών, να μην περνάει πια κλωστή. Στο βαθύ σκοτάδι πίσω απ’ τον μπουφέ, στον αγύριστο, θα ’χει πάει η δαχτυλήθρα μου. Αστραφτερές οι καρφίτσες θα ξεσηκώνονται. Κι ο μαγνήτης μου θα ’χει πεθάνει.




Η σβούρα

Μέσα στα δώρα που της φέραν στη γιορτή της, βρήκε μια σβούρα σκοτεινή που δε γυρνούσε. Ώρες την έριχνε πια στο χαλί. Κι έμενε η σβούρα σα νεκρή, σκοτεινιάζοντας γύρω την κάμαρη. Έξω στη λιακαδίτσα, στ’ ωραίο χωματάκι, μόλις που έπαιρνε μισή στροφή και ξανασταματούσε. Και η αυλίτσα έπεφτε μονομιάς στη σκιά.
Τι σβούρα ήταν αυτή; Ποιος της την είχε χαρίσει; Η μαμά της δεν ήξερε να της πει. Μακάρι να ’ξερε, της έλεγε, να του τα ψάλλει. Τις ξαδελφούλες της πια ξεμονάχιαζε, τις συμμαθήτριές της. Και τι μας πέρασες, μωρέ σαχλή; της κάκιωναν εκείνες. Μια παλιοσβούρα, και χαλασμένη, θα σου φέρναμε εμείς στη γιορτή σου;
Μόνη της έπρεπε να βρει την άκρη. Το σχολείο της ήτανε μέσα στα πεύκα. Κάτω απ’ τα πεύκα στεκόταν στο διάλειμμα, με τη σβούρα αγκαλιά, και κοίταζε πέρα.
Κάποια φορά, όταν χτύπησε πια το κουδούνι, κι όλα τα κοριτσάκια χαθήκαν στις τάξεις, αυτή στεκόταν ακόμα εκεί. Συλλογισμένη πήρε να περπατάει. Σε λίγο δεν έβλεπε πια το σχολείο, το σπίτι της, βρέθηκε πολύ πιο μακριά, κι αργότερα κρύφτηκε πίσω της το τελευταίο σπιτάκι, ενώ το δάσος, ατέλειωτο, συνεχιζόταν.
Τότε είδε μπροστά της έναν τεράστιο πύργο. Σκοτεινός και παράξενος υψωνόταν στα σύννεφα, κι είχε την πόρτα του ανοιχτή και την καλούσε.
Χώθηκε μέσα, δισταχτική. Μια σκάλα στενή διακρινόταν στο βάθος. Πού να οδηγούσε; Όσο κι αν κοίταζε ψηλά δεν μπορούσε να δει, γιατί εχτός που ήταν γύρω σκοτάδι, η σκάλα φαινόταν να χάνεται στα ύψη. Περπατώντας δειλά προς τα εκεί, χάιδευε τη σβούρα της ηλεκτρισμένη. Κάτι σα λάμψη πήρε να την τριγυρνά. Έκατσε χάμω, στο πρώτο σκαλάκι, κι ήσυχα ήσυχα, προσεκτικά, χωρίς καθόλου να στρίβει τα δάχτυλά της, άφησε πλάι της, με τη μύτη, τη σβούρα.
Που πήρε όμορφα στριφογυρίζοντας ν’ ανεβαίνει, μέσα σε σπίθες χρυσαφιές χρωματιστές σκαλί σκαλί, με κινήσεις χορεύτριας, με στροβίλους καθώς πάει τ’ αδράχτι.




Εύνοια

Εκεί που έπαιρνα θαυμαστικό, τώρα μου βάζαν αποσιωπητικά. Το κρασί γινόταν νερό, ο Παράδεισος ένα προάστιο κοντά στο Μαρούσι. Στον ύπνο μου έμπαινε ο άγγελός μου, ψιθυρίζοντας ύπουλα το επίθετό του. Μια γνώση οξύτονη και τετρασύλλαβη φώλιαζε μέσα μου. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω.
Δεν είναι τίποτα, είπε η Α. Κι εγώ το ’χω περάσει. Έχασες την εύνοια του βασιλιά.
Δεν ξέρω εγώ, της φώναξα, κανένα βασιλιά.
Δεν έχει σημασία, είπε άτονα. Εκείνος σε ξέρει. Μας ξέρει ανέκαθεν όλες εμάς, μας βαριέται μία μία θανάσιμα.




Στο βυθό

Έπεφτα κι έπεφτα, κι ούτε ήξερα ποιος μ’ είχε ρίξει. Γύρω οι φίλες μου χάνονταν, με φούστες που ανέμιζαν σα φτερούγια ψαριών, γύρω από πέτρα που πέφτει. Ένα πράσινο μήλο βρισκόταν στο χέρι μου, κι όσο εγώ πια κατέβαινα, τόσο εκείνο κοκκίνιζε, ωριμάζοντας γρήγορα μέσα στην πτώση. Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου. Όπου να ’ναι θα ερχόταν η αντίστροφη ώθηση, που θα μ’ έστελνε ίσια ψηλά, συνοδευμένη από πλήθος θριαμβευτικές φυσαλίδες.
Ένα έδαφος κρύο με δέχτηκε και με κράτησε. Το μήλο, στο χέρι μου, βαθύ βαθύ κόκκινο. Κανείς δεν ερχόταν.




Από το βιβλίο «Του Λιναριού τα πάθη - Ο Μέγας Μυρμηκοφάγος» (μικρά πεζά), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1993.
(«Του Λιναριού τα πάθη» πρώτη έκδοση: Άγρα, 1986)