(απόσπασμα)
Βιέννη
Παρήγγειλε καφέ μελανζέ και ζήτησε την εφημερίδα.
Τα γκρίζα σύννεφα του πολέμου στο πρωτοσέλιδο σκίαζαν το θαμπό φως του πρωινού. Γύρισε φύλλο. Ισπανική γρίπη διάβασε στη δεύτερη σελίδα· ο πηχυαίος τίτλος τον τάραξε. Τι ήταν πάλι αυτό; Και γιατί πρόσθεσαν κι άλλη νευρικότητα στις κινήσεις του οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τους ανθρώπους που φορούσαν περίεργες μάσκες;
Μια λαχτάρα να βρεθεί στο ατελιέ, μπροστά στο καβαλέτο του, τον κυρίευσε. Όμως έπρεπε να περιμένει να ανοίξει πρώτα το κοσμηματοπωλείο στη συμβολή των οδών Κόλμαρκτ και Γκράμπεν. Τον ειδοποίησαν πως η παραγγελία του ήταν έτοιμη. Δυο εξαίσια ρουμπίνια δεμένα με χρυσό θα στόλιζαν απόψε τα αυτιά της.
Οι άμαξες άρχισαν να παρελαύνουν πίσω από τα κρύσταλλα των τοξωτών παραθύρων. Οι πόροι στην επιδερμίδα του ανασηκώθηκαν ώσπου το αίμα του να ανακτήσει πάλι τη θερμοκρασία του καυτού κορμιού της. Χθες πριν αποκοιμηθούν του ψιθύρισε πως είχε κάτι σημαντικό να του ανακοινώσει. Δεν ρώτησε. Τα μάτια της που έλαμπαν στο σκοτάδι την πρόδωσαν. Κυλούσε ήδη στις φλέβες του το μυστικό της.
Ξαφνικά δεν άντεχε να περιμένει. Άφησε μερικά κέρματα στον ασημένιο δίσκο και ξεχύθηκε στον παγωμένο αέρα και στο πεπρωμένο του...