Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης, "Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα"




Πατρίδα

Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδειές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κ’ αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.

Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.





Πλατύς δρόμος

Μητέρα
σε συλλογιζόμουνα πολύ τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα
κάτω απ τ αντίσκηνο.
Όταν θα γύριζα καμμιά φορά
σκεφτόμουνα να σ αγκαλιάσω.
Μητέρα, δεν πειράζει που τα σεντόνια μας τρύπησαν
μυρίζει τόσο όμορφα η κρεμμυδόσουπα που μου ’τοίμασες
− έτσι σκεφτόμουνα να σου πω.

Μα βγάλε, λοιπόν, τα χέρια απ' το πρόσωπό σου
κοίταξέ με.
Ο κόσμος είναι ένας δρόμος πλατύς.
Μπορεί να τον διαβεί κανείς
και μ ένα ξύλινο πόδι
μητέρα.





Σε περιμένω παντού

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά
Θα θυμάμαι τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω απ’ το τρυφερό σου στόμα
κι ο έρωτάς μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
γιατί σ’ αγαπώ.

Μη χάσεις το θάρρος σου. Εμείς πάντα το ξέραμε
πως δεν χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.
Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται
οι σκοτωμένοι του αγώνα μας.

Κλείσε το σπίτι
δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ’ όποιο μέρος της γης
σ’ όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο.

Εκεί −
θα σε περιμένω, αγάπη μου.





Λαϊκές ιστορίες

Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς
για τα βρόμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι
όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα
μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος.
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια
μένουν ανύπαντρα.

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε
και πολεμήσαμε.

Αυτή είναι η ιστορία μου.





Ποιητική

Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.

Κι όταν πεθάνω και δε θα ’μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.




 
«Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα» (Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956).
Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση [Τόμος 1]», εκδ. Κέδρος, 14η έκδοση 2003.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου