Edvard
Munch. "Girl Kindling a Stove", 1883
Η ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ
Δεν
μπορώ ν’ αντέξω την απόσταση
εσύ
να βρίσκεσαι στ’ ορεινό χωριό σου
κι
εγώ στη μεγαλούπολη,
εσύ
να βοηθάς τον πατέρα σου
στα
καπνά
κι
εγώ να χάνω τις ώρες μου
πίνοντας
καφέ
στα
διάφορα καφενεία,
εσύ
να μεγαλώνεις τα τρία μικρότερα
αδέρφια
σου
−
δύο κορίτσια και το μικρότερο αγοράκι −
κι
εγώ να σκορπώ το χρόνο μου
σε
μεγάλες βόλτες κι απελπισίες,
εσύ
να φοράς τα σπιτικά σου ρούχα
και
να χαμογελάς από αγνότητα
κι
εγώ να σε φαντάζομαι
μόνη
στο δωμάτιό σου
όταν
οι σκέψεις σου
γίνονται
μελαγχολία
και
σχηματίζουν τ’ όνομά μου.
Θάναι
μια ανύποπτη ώρα, μεσημέρι
όταν
στη μοναδική καφετέρια
του
χωριού σου
θα
εμφανιστώ και θα πω: τουρίστας.
ΣΕ ΜΙΑ ΨΙΛΟΛΙΓΝΗ ΜΑΘΗΤΡΙΑ
Έχεις
καρδιά από ελάφι
φιλί
από μανταρίνι
Τα
μάτια σου καχύποπτα
ψάχνουν
στις γωνίες των δρόμων
Στο
βήμα σου η δειλία σου
Στο
κύρτωμα του ώμου σου
ο
έρωτάς μου
Στο
βλέμμα σου το σκάνδαλο
της
ηθικής της μητέρας σου
των
αριστείων των δασκάλων σου
Είσαι
η επιστήμη του τυχαίου
η
συνταγή που δίνει χρώμα
στη
θλίψη της γειτονιάς.
ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Βρέθηκα
τυχαία στο λεωφορείο μαζί σου
και
πρώτη
φορά
βλέπω
από κοντά
με
ηρεμία
τα
μακριά δάχτυλα των χεριών σου,
το
κόκκινο δαχτυλίδι,
το
μενταγιόν στο λαιμό,
το
ελαστικό κορμί που
απλώνεται
με
μια απειλή γυναίκας
στο
βάθος,
το
πορτοκαλί παντελόνι
να
φτιάχνει με τα ξανθά σου
μαλλιά
την
εικόνα μιας τίγρης
από
δειλές αντιφάσεις.
Από
τη συλλογή «Η αγρότισσα και άλλα ποιήματα», Βαλεντίνη, Θεσσαλονίκη 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου