Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Μάνος Ελευθερίου, "Η πόρτα της Πηνελόπης"




Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ


Μοιάζει μαρμάρινη στήλη με τα εγχάρακτα
ονόματα ανθρώπων που έπεσαν για την πατρίδα.
Κάθεται χρόνια μπροστά στην πόρτα της.

Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από ’κει.
Ίσως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε.
Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης.
Φοράει μαύρα και πενθεί.
Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.

Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ’ την πόρτα της.
Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τι.
Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω
και το χαρίζει στους αγίους.

Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης.
Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη, γριά πόρτα.
Μ’ ανοιγμένες φλέβες ξερές απ’ τον ήλιο
ίδιες με τα πλοκάμια χταποδιού
και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς.

Χρώμα σαν τα φτερά πολλών πουλιών
και των αγγέλων.




ΜΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Χιόνι κρατούσα κι έλειωνε σαν τις ελπίδες των ανθρώπων.
Ζούσα τότε θυμάμαι σ’ άλλες εποχές.

Φύλαξες τα χρυσά φιλιά μες στ’ αργυρά κουτάκια.
Φύλλα ξερά της δάφνης και φύλλα Παραδείσου.
Μες στα βιβλία της αγάπης και μέσα στα λευκώματα
κι αυτό που δεν μπορεί να υποσχεθεί.

Είναι λοιπόν καημοί που τους περνάμε μόνοι μας.
Κι είναι καημοί που μοιραζόμαστε πολλοί.
Κι ο πόνος ο ελληνικός δεν έχει τέλος.





 ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


Σαν να ’ταν αύριο που θα γίνονταν όλα.

Και το αναμμένο φως στο κομοδίνο
να ξορκίζει και να αναβάλλει το θάνατο.

Κι έτσι σιγά σιγά που γέρνεις και γερνάς
στο θάνατο του ύπνου
μόλις εκείνες τις στιγμές καταλαβαίνεις
ότι γνωρίζεις όλες τις παλιές αλήθειες
αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να τις αποδείξεις.

Αχ πόσα μας επιφυλάσσει ακόμη
το παρελθόν.





Από τη συλλογή «Η πόρτα της Πηνελόπης», εκδ. Γαβριηλίδης 2003.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου