άκρη του δρόμου, και κατάλαβα
είναι παιδί στο μακρινό
χωριό του, κι ήθελα να του πω
τ᾿ αγκάθια, πρόσεξε
λίγο αίμα, τότε
κύριος στον δασικό
δρόμο του Υμηττού, πόσες φορές
απ᾿ το πρωί δεν έχω γίνει ο ίδιος
ο κουρασμένος οδοιπόρος, τον βαραίνουν
τα χρόνια, τον μπερδεύουν
οι αγριελιές, τα σχίνα, η χλόη, τα μικροσκοπικά
άνθη με το βαθύ τους μπλε, σταφύλια
τα ονομάζαμε, του κούκου, κουκοστάφυλα! αυτά
αθώα άνθη και φυτά, χωρίς
να σε ρωτούν, σε πάνε
κάθε τόσο εκεί, ποιος ξέρει
τις σκοτεινές προθέσεις τους, μπορεί
κάποια φορά να σε κρατήσουν
στα έξι, στα εφτά σου χρόνια οριστικά
να σε κρατήσουν.
Από την ενότητα
«Καθ’ οδόν»
τραγούδησε πριν από χρόνια
ο Δημήτρης Χορν
κι αλήθεια πως μπορεί
σε σπάνιες, εννοείται, περιπτώσεις
να σημαίνει φως, όπως επίσης
σε σπάνιες, πάντα,
περιπτώσεις να σημαίνει
σκοτάδι και ξανά
σκοτάδι, εν τέλει φως
αρνήσεις που παλαιόθεν
καταλήγουν σε κατάφαση.
Από την ενότητα
«Με τους νεκρούς, με
τους αγέννητους»
διορισμός μου ως φαροφύλακα, ρωτούσα
τους αρμοδίους, ρωτούσα
τον πατέρα μου, τη μάνα, ύστερα
ρωτούσα τα παιδιά μου, πότε
θα αναλάβω υπηρεσία, πότε θα εκπληρώσω
τον επί Γης προορισμό μου· ή μήπως
όλα ήταν ιδέα μου, καιρός
την αιωνία κόλαση ν᾿ αρχίσω να αποδέχομαι, όταν
είχανε πια αχρηστευτεί, η τεχνολογία
τους είχε προσπεράσει, δείγματα
μόνο ανάβανε σ᾿ απόκρημνες
θ᾿ ανέβαινα στο βράχο, ή και εξ αποστάσεως
τον δύσκολο, μονήρη βίο μου και –ποιος ξέρει–
μπορεί να γίνει και το θαύμα, ένα καράβι
στα κύματα χωρίς ελπίδα να χτυπιέται, θα το δω
και θά ᾿βρω τρόπο, αρχαίο τρόπο, θα το σώσω
την άτυχη ψυχή μου.
Από την ενότητα
«Τα ερωτήματα»
φρίξαν οι συντηρητικοί, καινούργια
τρέλα, τι θα πει αναπτύσσεται
αλλάζει, αναπαράγεται, για δες
εκεί ένα ψίχουλο στεριάς, πιο μαλακό
δε γίνεται, η πρώτη πέτρα
που θα κυλήσει απάνω του το λειώνει, τι
ψάχνουν πια, τι ανόητα
πειράματα, φρίξαν
οι συντηρητικοί, εδραίοι
βράχοι, συμπαγείς
ακρίτες θαλασσόδαρτοι
στέκουν ακόμα εκεί
και φρίττουν.
Από την ενότητα
«Κοσμο-γραφικά»
Γνωρίζει ο τόπος τη φωνή σου· όταν
δεκαετίες απανωτές μετά βρεθείς
στις ερημιές των παιδικών
και εφηβικών σου χρόνων, μέρη
απόκοσμα, καλείς
τους εντόπιους νεκρούς σου, ο τόπος
τους νεκρούς σου και γνωρίζει
τη φωνή σου, προπαντός
γνωρίζει τη σιωπή σου, ανέκαθεν
σ’ αυτό συντονισμένοι, ώστε μπορείς
ν’ αποχωρήσεις, κι ας το ξέρεις
πως είναι αυτή η τελευταία επιστροφή σου.
Από την ενότητα
«Προς τη σιωπή»