Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Μουσών τχ. 3. Εξαμηνιαίο περιοδικό για την ποίηση στην Ελλάδα και στον κόσμο




Μουσών τχ. 3
Εξαμηνιαίο περιοδικό για την ποίηση στην Ελλάδα και στον κόσμο
Οκτώβριος 2024 - Μάρτιος 2025

Περιεχόμενα

EDITORIAL
Γιώργος Βέης, Κάτοικοι ποιημάτων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Αδύ το μικρόν
Νίκος Παναγόπουλος, In memoriam (1947-2023)
Ελένη Βελέντζα, Αμοργός
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Salto mortale
Ελένη Χαϊμάνη, Ανάξιοι αυτόχειρες * Ψυχοσάββατο
Πολυξένη Καραβίτη, Σταλακτίτες - Σταλαγμίτες * Ας έχει ο Ποσειδώνας την ευθύνη (Πύλος 2023 μ.Χ.)
Τασούλα Καραγεωργίου, Με τα παλιά ελληνικά
Γιάννης Ξέστερνος, Των ασώτων * Αυτόφωτος
Κωνσταντίνος Νικολάου, Γράμματα στην Georgia o’ Keeffe
Αριστέα Ευαγγελούση, Χριστόφορος Κολόμβος * Η Παλλάδα στο βουνό των Κενταύρων * Διός Νους
Κωνσταντίνος Πέττας, Τα πέτρινα σώματα * Στιγμιαία διάρκεια

ΔΟΚΙΜΙΟ
Η ποιήτρια Phillis Wheatley μέσα από τα μάτια μιας εικαστικού (εισαγωγή-μετάφραση: Άννα Μαυρουδή)

ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Edmond Haraucourt, Ροντέλο του αντίο (μτφρ. Κατίνα Βλάχου)
Elizabeth Barrett Browning, Σονέτα από τα πορτογαλικά (μτφρ. Κατερίνα Γιαννίκη)
Yvor Winters, Έξι ποιήματα (μτφρ. Βασίλης Πανδής)
Margherita Guidacci, Τρία ποιήματα (μτφρ. Θεοδόσης Κοντάκης)
Hilda Doolittle, Πέντε ποιήματα (μτφρ. Κώστας Λιννός)
Vicente Huidobro, Μικρή γιαπωνέζα (μτφρ. Ευμορφία Μαντζαβίνου)
Raymond Carver, Τρία ποιήματα (μτφρ. Νίκος Κωσταγιόλας)

ΚΡΙΤΙΚΗ
Μάνια Μεζίτη: Σεβαστή Τρουμπέτα, Dromalí, εκδ. η βαλίτσα, Αθήνα 2024
Λίλια Τσούβα: Ελευθερία Θάνογλου, Οι τίμιοι ψεύτες, ΑΩ, Αθήνα 2023
Αγγελική Πεχλιβάνη, Λόγος μικρός μα αγαπητικός για την divina της ποίησής μας



Συντακτική ομάδα:
Άννα Γρίβα / Μάρκος Δενδρινός / Ευσταθία Δήμου / Βασίλης Ζηλάκος / Σοφία Κολοτούρου / Μάνια Μεζίτη / Αγγελική Πεχλιβάνη / Νίκος Φιλντίσης.


Ιστοσελίδα: https://www.epistemeacademy.org/mousson/
e-mail Communication: journal.mousson@gmail.com


Το εικαστικό στο εξώφυλλο είναι έργο του Βασίλη Ζηλάκου


Το περιοδικό Μουσών εκδίδεται το φθινόπωρο και την άνοιξη κάθε έτους.
Μπορείτε να το βρείτε σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία ή να το παραγγείλετε.
Εκδίδεται και διανέμεται από τον εκδοτικό οίκο Σμίλη.

 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Γιώργης Παυλόπουλος "Το κατώγι"





ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ


Μας έβγαλαν τα μάτια
θέρισαν τη λαλιά μας
κι απ’ τη φωνή που κόπηκε
έμεινε η ρίζα με το αίμα
σκίζει την πέτρα για νερό
και πάλι ξανανθίζει.





ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ


Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μες στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.

Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.

*

Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμογυμνά, ματωμένα.





ΕΡΗΜΟΝΗΣΟ


Τούτο τ’ ακρογιάλι θαμμένο στη στάχτη
φύκια ξεριζωμένα από παλιές τρικυμίες
και τα φτερά σου νεκρά στον αγέρα
ψηλά με τις φωνές που δεν προφτάνουν
να γίνουν γλάρος κι άλλοτε
χρυσά και μαύρα στον αφρό
χωρίς ξεκούραση, χωρίς γαλήνη.
Και τούτος ο κάβος στο Βοριά
σα ραχοκοκαλιά δεινόσαυρου
καθώς γέρνει να γλείψει στα νύχια του
το αίμα από τα σπαραγμένα περιστέρια μας.

Κάπου εδώ

Κάπου εδώ πλευρίσαμε αλαφρά, σιωπηλοί
κρύβοντας τα πρώτα δάκρυα
πίκρα της θύμησης που στεγνώνει
σαν αλάτι στο κορμί και γύρω στα χείλια
πίκρα της μεγάλης ερημιάς
όπως όταν ξυλάρμενο σε βρίσκει το βράδυ
και γυρεύεις τ’ αστέρια που αγάπησες πολύ
μέσα σε κλειστά κοχύλια, βυθισμένα.
Κι ολοένα η μουσική απ’ τα κουπιά
και του νερού το λίκνισμα στα πλάγια
με τ’ όνομά σου που πεταλούδιζε σπασμένο
παιγνίδι των ίσκιων, της νυχτερίδας χορός.

Πώς βρέθηκες
εδώ που τελειώνουν οι μέρες, ο καιρός κι η θάλασσα
γυμνή κι ολομόναχη
μες στο βαθύ κυμάτισμα της πετρωμένης άμμου
μέσα στα σάπια φύκια ίδιος αρχάγγελος
ματίζοντας τα τρυπημένα δίχτυα μας
ενώ σε ταξιδεύει ο ύπνος στα νησιά του.

Τι παλεύεις απελπισμένη να κρατηθείς
μες στον περίγυρο της μνήμης σου
που ολοένα στενεύει·
τι γυρεύεις κι έρχεσαι και μας ξυπνάς
μια ώρα περασμένα τα μεσάνυχτα
με μια φωνή πνιγμένου στο σκοτάδι
αφού το ξέρεις
δώσαμε τ’ όνομά σου στο καράβι μας
στην ψυχή μας,
πήραμε τα μαύρα πέλαγα
κι ούθε φυσήξει.

Κάποτε κιόλας ανάμεσα στα ξάρτια
καθώς τραβάμε τα σκοινιά
τα δάκρυα με προδίνουν.
Συλλογισμένος τα σφουγγίζω με το σκούφο μου
κι όλο ρωτάω
αν ήσουν όνειρο στην πλώρη μας
αν ήσουν…


                                                         Φθινόπωρο 1943





ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ


Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μες στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.

Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.

Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τα ’σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.





ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ


Κόντευε να χαράξει και πάνω στο πρόσωπό της
σχεδιασμένο στη στάχτη του κρεβατιού
με το φτερό του ύπνου
είδα να χάνεται το λίγο που έμενε από τη νύχτα.
Κι επειδή πολύ φοβήθηκα τη λησμονιά
έσκυψα στην ανάσα της και πήρα
την πάχνη ενός φιλιού.

Δεν ήταν μήτε η ανάσα της
μήτε το λίγο που έμενε από τη νύχτα
αλλά κάτι φυλαγμένο μέσα μας από καιρό
και πάλευα να το κρατήσω.

Τούτο το απόσταγμα μιας χαραυγής
ήταν ζωή ολόκληρη
ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως.






Από τη συλλογή «Το κατώγι» (1971).
Πηγή: «Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα [1943-2008]», εκδ. Κίχλη, 2017.

Πηγή για την εικόνα: https://www.in.gr/


Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 204, Ιανουάριος-Μάρτιος 2025




Το νέο τεύχος, 204 του περιοδικού Οδός Πανός
Oδός Πανός®
εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων
έτος 44o, τχ. 204, Ιανουάριος-Μάρτιος 2025

ΠEPIEXOMENA

Aφιέρωμα στον Όσκαρ Ουάιλντ
Επιμέλεια Χριστίνα Σταθοπούλου

    3   Elliot & Fry, 1881: Wilde, Oscar Fingal O’Flahertie Wills (1854-1900), συγγραφέας
    4   Παιδική ηλικία και εκπαίδευση, 1854-1874
    7   Ποιητής και διανοούμενος στην Οξφόρδη, 1874-1879
    9   Λογοτεχνικός μαθητευόμενος, δανδής και λέκτορας γενικά, 1879-1885
  13   Πολιτική και θέατρο: τα χρόνια της μαεστρίας, 1891-1895
  17   Φυλακή και το «Εκ βαθέων» 1895-1897
  23   Μ. ΠΟΠΟΒΑ: Τα συγκλονιστικά ερωτικά γράμματα του Όσκαρ Ουάιλντ στον Λόρδο Άλφρεντ «Μπόσι» Ντάγκλας
  29   London Radical Histories: Σαν σήμερα στην ιστορία των Επαναστατών του Λονδίνου. Ο Όσκαρ Ουάιλντ μένει με τον ριζοσπαστικό εφημέριο Στιούαρτ Χέντλαμ Bloomsbury, 1897
  34   Michelle Legro: Η Τραγική και σκανδαλώδης ζωή της κυρίας Όσκαρ Ουάιλντ
  38   Corfu Perspectives Guided tours: Ο Όσκαρ Ουάιλντ στην Ελλάδα
  41   Χριστίνα Σταθοπούλου: Ένα απόγευμα στο Τσέλσι
  43   Ρήσεις Όσκαρ Ουάιλντ
  48   Eleanor Fitzsimons: Οι γυναίκες του Όσκαρ Ουάιλντ
  52   The American Drivel Review: Συνέντευξη με τον Όσκαρ Ουάιλντ
  57   Έργα Όσκαρ Ουάιλντ
  61   Δάφνη Χρονοπούλου: Όσκαρ Ουάιλντ: Τα Πεζά Ποιήματα Oscar Wilde (1854-1900)
*
  69   Αλέκος Φασιανός: «Οι σκιές του σύμπαντος», Β΄
  73   Βασίλης Κοντόπουλος: Εδώ Βερολίνο
  78   Δημήτρης Α. Κράνης: Ο Ισμαήλ Κανταρέ και η «Μαγική Λογοτεχνία»
  80   Εύα Χρόνη: Κουλτούρα Ακύρωσης
  83   Χρίστος Χριστοφής: Με την ματιά του συλλέκτη...
  88   Δημήτρης Μακρίδης: Είμαστε η ματιά του Δημήτρη Φύσσα στην Αθήνα
  91   Θανάσης Θ. Νιάρχος: Σελίδες ημερολογίου
  95   Χρήστος Μαυρής: Georg Trakl (1887-1914)
  97   Κωνσταντίνος Βορβής: Το Μιλάνο του μέλλοντος
  99   Θωμάς Κοροβίνης: Το θολωμένο μου μυαλό
107   Βιβή Βασιλοπούλου: Στου φεγγαριού τη ζάλη μ’ ένα ιπτάμενο χαλί
108   Δημήτρης Στενός: Σπήλαιο
109   Βιβλία Γράφουν οι:
Διώνη Δημητριάδου, Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης, Κωνσταντίνος Μπούρας, Γιώργος Δρίτσας, Θάνος Φωσκαρίνης, Κωνσταντίνος Βορβής, Γιώργος Χρονάς
143   Θέατρο. Γράφουν οι: Κωνσταντίνος Μπούρας, Αθανάσιος Βαβλίδας
149   Δημήτρης Μακρίδης: Γιώργο Λάνθιμε είσαι το πρωτάθλημα που δεν πήρε ποτέ το Παγκράτι
151   Λημναίος Παντελής: Η αρχαιότης βοά
153   Κωνσταντίνος Μπούρας: Η μισοκλεμμένη σχεδόν ζητιανεμένη μπύρα
156   Τα νέα μας βιβλία του 2024
157   Γιώργος Ζώταλης: Ποντικοφάρμακα
158   Στέλιος Λουκάς: Δέκα αλήθειες για τον κήπο
159   Αθανάσιος Βαβλίδας: Μουσικές Ανταπο-κρίσεις
166   Δευτέρα

*

Υπάρχει στα βιβλιοπωλεία:
Πολιτεία
Ιανός (Αθήνα, Θεσσαλονίκη)
Πρωτοπορία (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα)
Πατάκης
Αχιλλέας Σίμος
Ελευθέριος Τζανακάκης
Χρήστος Μαρίνης
Α. Κανάκης
Συμμετρία Α. Ε.
Τσιγαρίδας Α. Ε.
Ευριπίδης Α. Ε.
Σμυρνιωτάκης Greek books
Δ. Τσανάς – Σ. Δημόπουλος
Σκλαβούνος Παράσχης
Ηλίας Μαγγόπουλος
Κέντρο του Bιβλίου (Θεσσαλονίκη)
Μαλλιάρης (Θεσσαλονίκη)
Κεντρί (Θεσσαλονίκη)
Oblik Editions (Θεσσαλονίκη)
Πολύκεντρο Θαλασσινού (Κως)

Βιβλιοπωλείο Οδός Πανός, Διδότου 39 και Ιπποκράτους
106 80 Αθήνα, τηλ 2103616782
e-mail: chronas@otenet.gr

και όπου ζητηθεί με αντικαταβολή.
Διανομή από το Πρακτορείο Τύπου, Άργος Α.Ε., μόνο στην Αττική,
και στο αεροδρόμιο Αθηνών

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Κώστας Θ. Ριζάκης, "το πρότυπο"





το πρότυπο


μάζευεν εν σπουδή φύλλων τήν κ’ ήδη
ακριβήν στοιβάζει παρουσίαν γωνιά
γωνιάν τής πίσω αυλούλας εύκαρπος
στάθηκεν άμα η συγκομιδή τοσούτων
κλάδων λίαν λεπτών πλην σθεναρών
το δέμας σκάλωσεν δένδρου ώς τα μισά
τής κορυφής πρόχειρον στέγαστρον πάει

κούρνιαζε υποκάτου πριν αφορίσετε «άστεγος»

δείτ’ αύριον στο σινεάκ φόρα παρτίδα έγχρωμον
                                                          ήρωα τον ταρζάν



                                              Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαέξι συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Rihard Jakopič, «Homeless (Brezdomec)» (1943).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Το κορίτσι με το ψάθινο καπέλο"





ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΨΑΘΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ


«Θα χρειαστώ τη σκάλα σας. Συγγνώμη που διακόπτω
μα επείγει στην Γκουέρνικα τη λάμπα να αλλάξω·
ευχαριστώ», είπε το κορίτσι με
                                                         το ψάθινο καπέλο
και τριακόσιοι άγγελοι στου Ιακώβ τον ύπνο
έπεσαν καταγής μεμιάς και γκρεμοτσακιστήκαν.

(Παλαιότερα, εν αγνοία της, κατ’ εντολή τού Νώε
την Κιβωτό σφραγίζοντας, απ’ έξω άλλους τόσους
απέκλεισε, στο έλεος των βιβλικών υδάτων −
έτσι συνέβη η ναυτική εκείνη τραγωδία,
η μεγαλύτερη στην ιστορία των αγγέλων).


Τέτοια, η απέναντι γριά, φαντάζεται τη νύχτα
και βγαίνει στο μπαλκόνι της γεμάτη αγωνία
να δει για το κορίτσι με το ψάθινο καπέλο −
που τόσα χρόνια λύσσαξε να παρακολουθεί−

τον τελευταίο άγγελο που απέμεινε στον κόσμο.





ΣΙΝΕΦΙΛ


Στην ταινία «Ο ταχυδρόμος», ήσουν
η Ματίλντε του Νερούδα,
στη «Μεγάλη Υπόσχεση», η Άννα·
στην άλλη, με τ’ αερόστατα, η Αμέλια ήσουν −
ώς και τον Μπάτμαν είδα, για την Ρέιτσελ που σου μοιάζει.

Πάντως
κάθε φορά που η πρωταγωνίστρια κινδυνεύει,
όρθιος
φωνάζω
«Πρόσεχε Μαρία!»





Από την υπό έκδοση συλλογή «Αλήθειες & Μυθεύματα  [24 ώρες]», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΩ.


Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα:
Gustave Courbet, «Woman in a Straw Hat with Flowers», 1857 (oil on canvas).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια όπου και ζει. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του, Η τράπουλα του καλοκαιριού (Ars Poetica, 2012, Furor Scribendi (Ars Poetica, 2013), Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (Σαιξπηρικόν, 2015), Έλαβον (Σαιξπηρικόν, 2017), Τα μεροκάματα ενός έρωτα (Εντευκτήριο, 2019), Της μιας ανάσας ποιήματα (Κουκκίδα, 2021), Όλα στο μαύρο (Ρώμη, 2022), Οκτώηχος Της Αχανούς (Ρώμη, 2023) και Κάτοψη (Ρώμη 2023). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος, "Αίας"




Αίας
(αποσπάσματα)


(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη −κάτι σαν αρχαίος χιτώνας− που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη − σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τι βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):


Γυναίκα, τι κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, − σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τι πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με −

[…]

Ε, να, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος· − κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια −
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γραντζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,

άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, −τι ήταν;− ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιος κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι
μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα −
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει
απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω −

[…]

Τότε σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι − με στέγασε μια άσπρη
τρεμάμενη αψίδα, − πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες
σαλεύοντας στον αέρα καταφατικά − μεγάλες φιλικές παλάμες
χειροκροτώντας άηχα τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο
μ’ εμπιστοσύνη πάλι, − ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν, μη λυπάσαι.

Σε βεβαιώνω είμαι ήσυχος τώρα· − ούτε το θάνατο των άλλων
ούτε και το δικό μου αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου
η απάτη των θεών κι η αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη
των συμπολεμιστών μου, − είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τι να τα κάνω
τ’ άσκοπα λάφυρα και τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;
Να φυλαχτείς από τι; Και με τι τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες −
τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου
που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν στ’ ακρογιάλι
κοιτάζοντας το χάραμα χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος
καμιάς αναμονής κι ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου
είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη
τόσο βαθιά, −πλησιάζει η άνοιξη− μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια.

[…]

Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, −
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω τους ολημερίς − δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες − δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.

[…]

Τι καλά θα ’ταν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να μικραίνεις,
ασάλευτος, κουλουριασμένος όλος, σκεπασμένος, κρυμμένος
κάτω απ’ την πεσμένη ασπίδα σου, σκουριασμένη κι αυτή απ’ τις βροχές και τ’ αλάτι,
με τις παλιές ηρωικές παραστάσεις της όλες σβησμένες, κι έτσι από μέσα
να σφίγγεις το λουρί της προς τη γης ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα −

Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει κάποιος
μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,
γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες
θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα βαθιά σου
γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο
το σχήμα της ταπείνωσής σου· − αυτόν τον ήχο τον ακούω, με κυριεύει
σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό μου,
τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει
με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους − ποιο θάρρος,
όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός μας;
Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα
όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Αχ, τίποτε δικό μας· − ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· − ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.

[…]

Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα − κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα
που έσβηναν όλα μες στο χρόνο − βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία
κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,
στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια
ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.

Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τι θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τι σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.

Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο −
Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.

Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· − ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.
Τι όμορφη μέρα, −ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό− Γεια σου, γυναίκα.


(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού − γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· «πάει ο αφέντης· − το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά το». Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).

ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967 − Ιανουάριος 1969




Από την ποιητική σύνθεση «Αίας».
Πηγή: Τέταρτη διάσταση [1956 – 1972]. Κέδρος. 28η έκδοση.

Στην εικόνα: Carlotta Gargalli, «Aiace», 1814 (detail).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Το αρχείο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας




Πρώτη παρουσίαση του αρχείου του πολυβραβευμένου συγγραφέα
Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου στο ψηφιακό αποθετήριο Medusa
Το Σάββατο 9 Νοεμβρίου στις 12.00 το μεσημέρι
στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας.


Τον Απρίλιο του 2023 άρχισε η παράδοση της δωρεάς της συλλογής του πολυβραβευμένου συγγραφέα Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος στην αρχική επιστολή δωρεάς του στη Βιβλιοθήκη «βλέπω αυτή τη δωρεά και σαν επιστροφή τόσο στον τόπο (όπου λειτούργησα για λίγο το πρώτο ιατρείο μου!), όσο και στον ειδικό χώρο της βιβλιοθήκης, όπου με πρωτοβουλία του Γιάννη Τροχόπουλου, οργανώθηκε μία από τις πρώτες τιμητικές παρουσιάσεις των Βιβλίων μου».
    Η σύμβαση δωρεάς που υπεγράφη μεταξύ της Βιβλιοθήκης και του συγγραφέα-δωρητή όριζε, μεταξύ άλλων, ότι η παραλαβή του υλικού θα γίνεται τμηματικά. Ήδη, έχουν παραληφθεί 19 φάκελοι με 1.200 τεκμήρια.
     Το αρχείο περιλαμβάνει αρθρογραφία του, επιστολές, φωτογραφίες, σημειώματα για έργα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και κριτικές για το λογοτεχνικό του έργο. Επιπλέον, περιέχει υλικό από τη συμβολή του ως στρατιωτικός γιατρός στη διοργάνωση επιστημονικών  συνεδρίων, καθώς και για την ίδρυση της Κινηματογραφικής Λέσχης Καβάλας. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα στο σώμα του αρχείου κατέχουν τα τεκμήρια που αφορούν στη ζωή και το έργο των Νίκου Καββαδία, Ηλία Πετρόπουλου, Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, Γιώργη Παυλόπουλου και Νίκου Καχτίτση.
     Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας σε συνεργασία με τις εκδόσεις Κίχλη και το Λύκειο Ελληνίδων Βέροιας διοργανώνουν, με αφορμή τη δωρεά αυτού του σημαντικού αρχείου στη Βιβλιοθήκη και την ολοκλήρωση της επανέκδοσης όλου του έργου του συγγραφέα Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου από τις εκδόσεις Κίχλη, την εκδήλωση με τίτλο «Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ήλιος Αρχειοθέτης μνήμης Τόπων και Αισθημάτων»

το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024 στις 12.00 το μεσημέρι.

Ομιλητές:
Η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη, θα απαντήσει στο ερώτημα γιατί η γραφή του Η.Χ.Π. παραμένει αγέραστη στον χρόνο, αρυτίδωτη. Θα αναφερθεί στη γλώσσα, στο χιούμορ και σε κάποιες τεχνικές αφήγησης που χρησιμοποιεί στα κείμενά του. Θα κάνει και μια σύντομη αναφορά στη σημασία του αρχείου για τη μελέτη του έργου του.

Ο φιλόλογος- ερευνητής, Χρήστος Σκούπρας που επιμελείται του αρχείου, θα κάνει μία σύντομη περιγραφή του, θα μιλήσει για τους τρόπους αξιοποίησης του από τους ερευνητές και θα αναφέρει
δύο-τρία σύντομα παραδείγματα - "ιστορίες" από τον πλούτο των τεκμηρίων.

Ο συγγραφέας Γιάννης Καισαρίδης θα μιλήσει για τη σχέση του συγγραφέα με τον τόπο μας (Βέροια, Νάουσα) και για τη μεγάλη σημασία της δωρεάς του αρχείου του στη Δ.Κ.Β. Βέροιας.

Τον συντονισμό θα έχει η δημοσιογράφος-κριτικός βιβλίου Λαμπρινή Κουζέλη.


Με την υποστήριξη της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας Future Library
Επικοινωνία: Maestria Cultural Events

Live Streaming από την Υπηρεσία ΔΙΑΥΛΟΣ
https://diavlos.grnet.gr/room/1602?eventid=17031


Βιογραφικό Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου


 
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, γιος γνωστού δικηγόρου της πόλης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό Αργώ και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Σκαπτή Ύλη και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης. Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με το βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Ιατρική Επιθεώρησης Ενόπλων Δυνάμεων. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος Οι «Φρακασάνες» στο περιοδικό Αργώ. Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα Ταχυδρόμος (Καβάλας), Διάλογος (Θεσσαλονίκης), Διάλογος (Λεχαινών), Αντί, Χάρτης, Χρονικό, Το Τέταρτο.
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων πεζογράφων. Χαρακτηριστική του έργου του είναι η κυριαρχία του νοσταλγικού αισθήματος για την εποχή της νεότητάς του και η πικρή διαπίστωση του αδύνατου της επιστροφής της και της σκληρότητας της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσω ωστόσο μιας γραφής λιτής, έντονα υπαινικτικής, έμμεσα κριτικής και διακριτικά ειρωνικής.
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και κριτικογραφία βλ. Σπύρος Τσακνιάς, “Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος”, στο “Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67”, τ. Στ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σ.154-168 και Αλέξης Ζήρας, “Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Χ.” στο Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1697-1698.
[Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ]

ΒΡΑΒΕΙΑ:
Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω 1996
(για τη συλλογή διηγημάτων Ροζαμούνδη)
Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών 2010
(για το σύνολο του έργου του)
Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω 2010
(για τη συλλογή διηγημάτων Ο θησαυρός των Αηδονιών)
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2015
(για το σύνολο του έργου του)


ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΒΕΡΟΙΑΣ
Έλλης 8, 59132 Βέροια.
Τ 2331024494
http://www.libver.gr
email: info@libver.gr

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Σταύρος Βαβούρης, "Τα ακαριαία: Εμείς"





ΤΑΞΙΔΙ


Θα ταξιδέψω πάλι μες στα μάτια σου,
αν κι από λίμνες άλλοτε
μοιάζουνε τώρα επίφοβες
και όλο ομίχλη θάλασσες.

Ποιος ξέρει, τι τα κατοικούνε πια,
τι δράκοντες, τι δόκανα έχουν στήσει
για την τρελή μου διάθεση
τόσες φορές ναυαγισμένη μέσα τους
κι εν τούτοις πάντοτ’ έτοιμη
για μια καινούργια περιδιάβαση
                       στα σκοτεινά νερά τους.





ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

                                     Στον Γιώργο Σαββίδη
                                               που το αγάπησε


Μ’ άλειβε απόψε το φεγγάρι όλη τη νύχτα
γαλάζια πίσσα και χρυσή,
όπως αλείβουμε ένα σώμα αγαπημένο
με λάδι στην ακρογιαλιά.
Συλλογιζόμουν: αύριο
θα μ’ έχει κάνει είδωλο
για ν’ αλωνίζω πια στην παραλία
κάτω από τον ήλιο, το πρωί.
Ώσπου με κάλυψε έτσι ολόγυμνο
από το πρόσωπό μου απάνω
ίσαμε τα νύχια των ποδιών.

Σε μια στιγμή μεσουρανώντας
έστρεψε το κρανίο του τάχα μου τυχαία
χαμήλωσε, με κάρφωσε
έτσι όπως έκλεινα τα μάτια, ανύποπτος
και μ’ ένα σπίρτο αστραπιαία
μου ’βαλε πυρκαγιά.
Λαμπάδιασα και κόρωνα ίσαμε την αυγή.


                                                                1982





ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ


Μη, μην περάσεις στην απέναντι μεριά.
Δεν είν’ αψίδες φωτεινές,
στημένες καρμανιόλες είναι
που υποδύονται αναμμένες τις αψίδες
για να περάσεις κάτω από τα τόξα τους
τάχα μου νικητής.
Πού νικητής και πώς;
Θα σ’  α - πο - κε - φα - λί - σουν.

Μείνε λίγο ακόμα
στη σχετική ασφάλεια της σκιάς.
Ένα κερί που θα σου φέρω
όσο μπορώ πιο γρήγορα
θα ’ν’ αρκετό, ώσπου να ξημερώσει.
Γιατί θα ξημερώσει, μην τ’ αμφισβητείς.
Κάποια μέρα ξημερώνει τέλος πάντων.
Για όλους μας. Ξημερώνει.





GIUDICI, AD ANNA, GIUDICI*


Σπρώξε τους τότε τους ανίδεους
τους χαμερπείς και ξέφυγε
για μια στιγμή, για λίγα δευτερόλεπτα
απ άρχοντες αστάθμητους κι αόρατους
αλλά και σταθμητούς
π’ άρον άρον θα σε σέρνουν
σαν την Άννα Μπόλεϊν στο δήμιο.

Ξέφυγέ τους κι ούρλιαξε:
«Δικαστές, για μένα δικαιοκρίτες, δικαστές».

Όχι για να σε βγάλουν λάδι δηλαδή·
όπως εσύ,
όλοι τις έχουν κάνει τις λαδιές τους
όπως και η Άννα φυσικά.
Αλλά
τα χρόνια που ’ρχονται τουλάχιστον Μετά
να σε δικάσουν έντιμα
κι έστω, να σε καταδικάσουνε Σωστά.


____________
Σημείωση:
Giudici, ad Anna Giudici: Δικαστές, για την Άννα, δικαστές.
Άρια από την όπερα «Anna Bolena».






Τα ακαριαία: Εμείς (1984).
Πηγή: «Σταύρος Βαβούρης, Πού πήγε, ώς πού πήγε αυτό το ποίημα [1940-1993]», εκδ. Ερμής 1998.

Στην εικόνα: Caspar David Friedrich «Seashore in the fog» (1807).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Σωτήρης Σαράκης, "Οδός Κολοκοτρώνη"





ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ


Τον είδα, χάιδευε τους θάμνους
άκρη του δρόμου, και κατάλαβα
είναι παιδί στο μακρινό
χωριό του, κι ήθελα να του πω
τ᾿ αγκάθια, πρόσεξε
θ᾿ αγκυλωθείς, μα έτσι κι αλλιώς
δε θα μ᾿ ακούσει, φαίνεται ζωηρό
παιδί, θα πληγωθεί, θα τρέξει
λίγο αίμα, τότε

θα γίνει πάλι ο συνομήλικός μου
κύριος στον δασικό
δρόμο του Υμηττού, πόσες φορές
απ᾿ το πρωί δεν έχω γίνει ο ίδιος
έξι κι εφτά χρονών κι ύστερα πάλι
ο κουρασμένος οδοιπόρος, τον βαραίνουν
τα χρόνια, τον μπερδεύουν
οι αγριελιές, τα σχίνα, η χλόη, τα μικροσκοπικά
άνθη με το βαθύ τους μπλε, σταφύλια
τα ονομάζαμε, του κούκου, κουκοστάφυλα! αυτά

όλα αυτά τα δήθεν
αθώα άνθη και φυτά, χωρίς
να σε ρωτούν, σε πάνε
κάθε τόσο εκεί, ποιος ξέρει
τις σκοτεινές προθέσεις τους, μπορεί
κάποια φορά να σε κρατήσουν
στα έξι, στα εφτά σου χρόνια οριστικά
να σε κρατήσουν.


Από την ενότητα
«Καθ’ οδόν»





ΦΩΣ


Ηθοποιός σημαίνει φως
τραγούδησε πριν από χρόνια
      ο Δημήτρης Χορν
κι αλήθεια πως μπορεί
σε σπάνιες, εννοείται, περιπτώσεις
να σημαίνει φως, όπως επίσης

και ποιητής μπορεί
σε σπάνιες, πάντα,
      περιπτώσεις να σημαίνει
σκοτάδι και ξανά
σκοτάδι, εν τέλει φως

όπως οι δύο εκείνες
αρνήσεις που παλαιόθεν
καταλήγουν σε κατάφαση.


Από την ενότητα
«Με τους νεκρούς, με τους αγέννητους»





Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ


Αργούσε απελπιστικά ο αναμενόμενος
διορισμός μου ως φαροφύλακα, ρωτούσα
τους αρμοδίους, ρωτούσα
τον πατέρα μου, τη μάνα, ύστερα
ρωτούσα τα παιδιά μου, πότε

πότε επιτέλους θά ᾿ρθει
ο αναμενόμενος διορισμός μου, πότε
θα αναλάβω υπηρεσία, πότε θα εκπληρώσω
τον επί Γης προορισμό μου· ή μήπως

ή μήπως με εξαπάτησε ο Δημιουργός ή μήπως
όλα ήταν ιδέα μου, καιρός
την αιωνία κόλαση ν᾿ αρχίσω να αποδέχομαι, όταν

ήρθε επιτέλους ο διορισμός, μα οι φάροι
είχανε πια αχρηστευτεί, η τεχνολογία
τους είχε προσπεράσει, δείγματα
μόνο ανάβανε σ᾿ απόκρημνες
ακτές για τους ρομαντικούς, περίπου αργόμισθος
θ᾿ ανέβαινα στο βράχο, ή και εξ αποστάσεως
θα διεκπεραίωνα το ρόλο μου

δέχτηκα ωστόσο το διορισμό, θ᾿ ανέβω
στον ποθητό μου βράχο, θ᾿ ατενίζω
το πέλαγος μέρα και νύχτα απολαμβάνοντας
τον δύσκολο, μονήρη βίο μου και –ποιος ξέρει–
μπορεί να γίνει και το θαύμα, ένα καράβι
στα κύματα χωρίς ελπίδα να χτυπιέται, θα το δω
και θά ᾿βρω τρόπο, αρχαίο τρόπο, θα το σώσω
μ᾿ όλους τους ναύτες του θα σώσω
το καράβι, και θα σώσω
την άτυχη ψυχή μου.


Από την ενότητα
«Τα ερωτήματα»





ΑΚΛΟΝΗΤΟΙ


Καινούργια τρέλα είν’ αυτή
φρίξαν οι συντηρητικοί, καινούργια
τρέλα, τι θα πει αναπτύσσεται
αλλάζει, αναπαράγεται, για δες
εκεί ένα ψίχουλο στεριάς, πιο μαλακό
δε γίνεται, η πρώτη πέτρα
που θα κυλήσει απάνω του το λειώνει, τι
ψάχνουν πια, τι ανόητα
πειράματα, φρίξαν
οι συντηρητικοί, εδραίοι
βράχοι, συμπαγείς
ακρίτες θαλασσόδαρτοι

ακλόνητοι
στέκουν ακόμα εκεί
και φρίττουν.


Από την ενότητα
«Κοσμο-γραφικά»





Ο ΤΟΠΟΣ


Γνωρίζει ο τόπος τη φωνή σου.
Γνωρίζει ο τόπος τη φωνή σου· όταν
δεκαετίες απανωτές μετά βρεθείς
στις ερημιές των παιδικών
και εφηβικών σου χρόνων, μέρη
απόκοσμα, καλείς
τους εντόπιους νεκρούς σου, ο τόπος

αποκρίνεται, γνωρίζει
τους νεκρούς σου και γνωρίζει
τη φωνή σου, προπαντός
γνωρίζει τη σιωπή σου, ανέκαθεν
σ’ αυτό συντονισμένοι, ώστε μπορείς

ήσυχος πια μπορείς
ν’ αποχωρήσεις, κι ας το ξέρεις
πως είναι αυτή η τελευταία επιστροφή σου.


Από την ενότητα
«Προς τη σιωπή»





Από τη συλλογή «Οδός Κολοκοτρώνη», εκδόσεις Κουκκίδα, 2024.




Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Από το 1967 ζει στην Αθήνα όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Έχουν εκδοθεί δώδεκα ποιητικές συλλογές του, από τις οποίες οι επτά πρώτες βρίσκονται τώρα συγκεντρωμένες στους τόμους: Δοκιμασίες και δοκιμές (Κουκκίδα, 2011) και Στιγμή στο χάος (Κουκκίδα, 2014). Συνεργασίες του (κυρίως ποιήματα) υπάρχουν στις σελίδες γνωστών λογοτεχνικών περιοδικών. Ακόμη, ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες ή αναρτηθεί στο Διαδίκτυο, ενώ αρκετά έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες.