Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Αργύρης Χιόνης, "Τότε που η σιωπή τραγούδησε"





ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή· τόσο χοντρή που ’χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ’χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.
    Και, ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο· ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι που, λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.






ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΞΗΜΕΡΩΣΕ, ΚΑΠΟΤΕ, ΜΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ· από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμη κι από γάτα.
    Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει.






ΕΝΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ, ΠΟΥ ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΕ για της ζωής του το ταξίδι σε χώρα εξωτική, φτάνει με καθυστέρηση στο αεροδρόμιο και χάνει το αεροπλάνο.
   Φαντάζεστε, βεβαίως, τη συντριβή του, συντριβή, ωστόσο, που σύντομα αλλάζει σε ξέφρενη χαρά, καθώς, το ίδιο βράδυ, ακούει στις ειδήσεις ότι το αεροπλάνο, το δικό του, παραλίγο, αεροπλάνο, συνετρίβη σε ψηλή βουνοκορφή· τετρακόσιοι οι νεκροί κι αυτός, εκεί, ολοζώντανος και, δόξα τω Θεώ, πάντα υπάλληλος.






ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ, βαθιά μεσάνυχτα, ποίημα μεθυσμένο. Διαβάζοντάς το, αργότερα, ξεμέθυστος και υπό το φως του ήλιου, νιώθει βαθύτατη ντροπή και, δίχως δισταγμό, το σκίζει.
    Όταν, ωστόσο, έρχεται ξανά η νύχτα, ακολουθούμενη από τη νέα μέθη, τον τρώνε οι τύψεις για το σκίσιμο αυτό, για τον αφανισμό μιας ύπαρξης, έστω λειψής, έστω χωλής, ύπαρξης όμως, και ξαναγράφει, εν είδει εξιλασμού, ένα καινούργιο μεθυσμένο ποίημα που, σίγουρα, ξεμέθυστος, θα σκίσει πάλι.






EΝΑΣ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΚΙ ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡΙΟΣ που είχε ορκιστεί ποτέ να μη λυγίσει μπροστά σε πλούσιο, σε ισχυρό, σε καταπιεστή, αλλ’ ούτε καν μπρος στον Θεό, γονάτισε μια μέρα , έγινε σχεδόν ένα με το χώμα, για να μυρίσει ένα χαμομήλι.
    Πρέπει, ωστόσο, να ειπωθεί ότι, προτού προβεί στην πράξη αυτή, κοίταξε δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω, για να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν τον έβλεπε.






ΣΤΟΝ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΚΑΜΠΟ, ένας κοκκινολαίμης, λίγο πιο μεγάλος από μια σταγόνα αίμα, πατάει για μια στιγμή στο χιόνι, κοιτάει τριγύρω, μάταια, για κάνα σπόρο, βγάζει ένα «τσιρπ» και ξαναφεύγει. Μένουν τα ίχνη των ποδιών του, ελάχιστοι αστερίσκοι, πάνω σε αχανή, λευκή σελίδα, όχι όμως για πολύ· καινούργιο χιόνι, νέα λευκή σελίδα τα σκεπάζει.
    Κάποιος, ωστόσο, ήταν εκεί και πρόλαβε να δει τους αστερίσκους και να διαβάσει εκείνη την απελπισμένη υποσημείωση στην άσπλαχνη ωραιότητα, κείνο το «τσιρπ».






Από τη συλλογή
«Τότε που η σιωπή τραγούδησε [Και άλλα ασήμαντα περιστατικά]», 2000.
Πηγή: «Αργύρης Χιόνης, Η Φωνή Της Σιωπής [Ποιήματα 1966-2010]», Κίχλη, 2025.

Πηγή για την εικόνα:
https://www.hartismag.gr/hartis-43/afierwmata/arghyris-
khionis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου