Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Γεωργία Διάκου, "Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία"




θέμα πρώτο


σκυλάκια κι ασφόδελοι
λουλούδια αγαπητά
των έρημων περιοχών
του χωριού οι κουρτίνες
και τα μεσημεριανά μαζέματα
η κοιλιά σου χώμα του σώματος
καλλιέργεια της εξέλιξης
σφήνα του Δαιδάλου
ήλιος πέταγμα
μία Κυριακή που μετράει
τα παιδιά της
στη Νέα Υόρκη
ήταν όμορφη
με τα παράσημα
της γενιάς
που άκουγε πανκ
στα πρωινά δημητριακά της
και εσύ μία από αυτές
που ήθελε να μεγαλώσει
ως κηπουρός
κατάλαβες
πώς προηγείται η σπορά
της όψης.





θέμα δεύτερο


εγώ και η μητέρα στο ντουλάπι
με όλα τα μαλλιά
πλεγμένα σε κοτσίδες
«Κόψ’ τα» μού λέει
και η γλώσσα της σκληραίνει
άμμος απλώθηκε στα πιάτα
σκεπαστήκαμε ησύχως

όταν μας ανακάλυψαν
σε αρχαιολογική ανασκαφή
μας ταξινόμησαν
στα είδη οικιακής αγάπης
η επιγραφή μας στην αποθήκη
έγραφε: αδελφές ψυχές / κομμάτι μίας σύνθεσης





η απόσταση ανάμεσα στην καρδιά και τα πόδια


ελάχιστα δική μου αυτή η καρδιά
που σου έδειξα
μαλακή και λεία
κολυμπάει σαν ψάρι
από το νερό στο σώμα σου
μπαίνει από τα
πόδια

έχεις εκεί
μία ουλή ατυχήματος
ένα σκίσιμο που επιτρέπει
στον κόσμο να περάσει
στην κύρια αίθουσα
το πάτωμα των αγγείων σου
τα κύτταρα / το πλάσμα του αίματος

οι τρομακτικές νησίδες
του ταξιδιού
η απόσταση που χωρίζει
την καρδιά από τα πόδια
ο χορός της ύλης
δέρμα και όργανα και οστά

και μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό

το τραγούδι της ανακάλυψης
όταν αγαπάς δίνεις τόπο
στην καρδιά σου
πώς αλλιώς να γίνει σκόνη η απόσταση,
αυτός
ο θυμωμένος άγγελος
της αρρώστιας;


από το «α΄ μέρος
Εγώ, το κορίτσι, γράφω ιστορίες»





η ηθοποιός


Έχει τον τρόπο της να ρίχνει την κάπα στους ώμους νύχτα μετά την πρεμιέρα. Ρίχνει ένα φιλί στο στόμα της γυναίκας που είναι βοηθός σκηνογράφου και φοράει φόρμα λεκιασμένη από το κουβάλημα και το μεσημεριανό. Δίπλα υπάρχει ένα δωμάτιο με ποτά και γλυκά και δώρα θαυμαστών. Η ηθοποιός δεν μπαίνει ποτέ εκεί μέσα, φοβάται πως το μάτι των ανθρώπων υπάρχει στα αντικείμενα. Αν την δούνε θα την αναγνωρίσουν και τότε πάει το κρυφό φιλί στην λεκιασμένη, το ρούφηγμα, τα χείλη που ενώνονται και ύστερα σπηλιά, κουφάλες δέντρων, μικρά ψάρια που σημαδεύουν τον ουρανίσκο. Τα χαρίζει. Ανοίγει μία φορά την εβδομάδα το δωμάτιο και τα δίνει όλα. Έρχονται κάτι παιδιά και τα παίρνουν. Τα παιδιά είναι δίδυμα, μαυριδερά με ένα σάπιο κυνόδοντα. Αυτό που στέκεται με την σακούλα στα δεξιά έχει τον αριστερό, αυτό που μαζεύει τα ποτά, τα γλυκά και τα δώρα στέκεται αριστερά και έχει τον δεξί. Ένα δόντι της καταγωγής λέει η ηθοποιός και πλησιάζει με την κάπα στους ώμους και τα μακριά της νύχια. Πλησιάζει και μυρίζει κολόνια από πολλά χέρια που την αγκάλιασαν, τα χέρια των θαυμαστών. Παίζει τον Άμλετ. Δεν είναι η Ιζαμπέλ Υπέρ. Τα παιδιά την κοιτούν και κρύβουν το δόντι με το πάνω χείλος. Και είναι σαν να έχει έρθει από τη ζούγκλα το περπάτημά της, τόσο άηχο και επιφυλακτικό. Τα παιδιά δεν λένε ποτέ το όνομά τους. Λένε μόνο εμείς και δείχνουν με τα χέρια το κείμενο που έχουν γράψει. Η ηθοποιός λέει πως ονομάζεται Κλάρα και χαίρεται που παίρνουν τα δώρα, τα γλυκά και το αλκοόλ γιατί η ίδια πρέπει να παραμείνει κρυμμένη στην εαυτή της. Αλλιώς γίνεται θέατρο η ζωή και δεν βρίσκεις αγάπη και δεν μπορείς να φιλάς κορίτσια και αγόρια που σου αρέσουν και πρέπει να εξηγείς τι θέλεις πριν το δεις. Τα παιδιά κουνούν δεξιά αριστερά το κεφάλι και λίγο εκεί μόνο για μια παύση δείχνουν το δόντι. Ξέρουν πως αυτό είναι το σήμα και ξεκινούν την απαγγελία. Τα παιδιά απαγγέλουν συγχρονισμένα το κείμενο που έγραψαν για την Κλάρα. Ονομάζεται Κλάρα. Κάθε φορά είναι διαφορετικό. Εκείνη ακούει με προσοχή και κλαίει, κλαίει και ακούει με προσοχή. Λέει: Θα σας κάνω ηθοποιούς, θα γίνεται καλύτεροι από μένα. Τα παιδιά σηκώνουν ήσυχα την σακούλα με τα ποτά, τα γλυκά και τα δώρα και φεύγουν από την έξοδο κινδύνου. Αφήνουν την Κλάρα μόνη, κλαίει και λέει θα τα κάνω ηθοποιούς, θα γίνω η δασκάλα τους, θα πετύχουν εκεί που εγώ απέτυχα. Τα παιδιά θα έχουν φιλιά και δώρα και θαυμασμό. Μπροστά στα φώτα, επάνω στη σκηνή, θα γίνουν εαυτοί τους.





φίλε Έμμα


Και συ ήρθες

και έφερες τον πανικό
μέσα απ’ τον τάφο
τόση ανάγκη είχες για χαμό
που καταράστηκαν τη μυρωδιά
οι σφήκες
να βγαίνει απ’ τις πέτρες
σαν τα λουλούδια
να σηκώνονται τα σώματα
σαν ζωντανά
και ο αιώνιος ύπνος
παρανυχίδα στο δάχτυλο του κόσμου
να δείχνει διαστημόπλοια
και παιδιά που γελάνε
στα ηφαίστεια της Αφροδίτης
στις 92 ατμόσφαιρες1

τροπάρια καμπυλωμένα
και καρφιά που σπάνε όσο η Βαντ2
σε αφήνει να παίζεις
με το φίδι και το μάτι στο φτερό της
ανοιχτός είναι ο τάφος σου
ανοιχτό και το βιβλίο
που σε περιέχει ως αρχή και τέλος
μιας ανάστασης



________________
Σημ. 1: Η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια του πλανήτη Αφροδίτη είναι 92 ατμόσφαιρες.
Σημ. 2: Σύμφωνα με την ετρουσκική μυθολογία η Βαντ είναι θηλυκός δαίμων του θανάτου. Έχει μάτια στα φτερά της, βλέπει τα πάντα και είναι πανταχού παρούσα. Είναι κήρυκας του θανάτου, βοηθά τους ασθενείς στο νεκροκρέβατό τους. Σύμβολα της Βαντ είναι το φίδι, ο δαυλός και το κλειδί της πύλης που οδηγεί στον άλλο κόσμο.



από το «β΄ μέρος
Η Κλάρα γράφει ιστορίες, η αδερφή μου»





Από τη συλλογή «Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία», εκδ, Θράκα, 2022.




Η Γεωργία Διάκου γεννήθηκε το 1995 στην Καρδίτσα όπου και μεγάλωσε. Από το 2013 μένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (2019) και φοιτήτρια του τμήματος Θεάτρου με κατεύθυνση Σκηνοθεσίας. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία» (Εκδόσεις Θράκα, 2022), τη νουβέλα Λαβίνια Σουλτς (Εκδόσεις Θράκα, 2023) και έχει συγγράψει με τη Μελίνα Αποστολίδου το θεατρικό έργο «Η πόλη έβαλε τους ανθρώπους της στα παγκάκια και κατάπιε μια μέντα» (Εκδόσεις Βακχικόν, 2022). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Διατηρεί το blog: https://sociallubricant.espivblogs.net/.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου