Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Jorie Graham, "Δυο Πίνακες του Γκούσταβ Κλιμτ" (μετάφραση - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)






Jorie Graham | "Δυο Πίνακες του Γκούσταβ Κλιμτ" | 1983

Μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου


Αν και ό,τι λάμπει
       πάνω στα δέντρα,
από σειρά σε τέλεια σειρά,
       είναι απλά
το άδικο
       του κόσμου

οι φλούδες στον κορμό κάθε
       οξιάς
που πιάνουνε το φως, το σύνολο
       των αδυναμιών αυτών
είναι το όμορφο, το ανθρωπίνως
       όμορφο,

σώμα των ψεγαδιών.
       Οι νεκροί
θα έδιναν τα πάντα
       είμαι βέβαιη,
για να πατήσουν πάλι πάνω
       στη σήψη των φλοιών,

στη λεωφόρο των στικτών σκιών,
       των διάστικτων
ανώμαλων δερμάτων. Οι νεκροί
       στην απολύτως
ανοικτή παρένθεσή τους, και τι
       δεν θα ’διναν

για κάτι ν’ ακουμπήσουν
       που θα ταν
ανυποχώρητο. Νομίζω ότι
       θα θρηνούσα
για την ηθική φύση
       αυτού του κόσμου,

για το σωστό και λάθος σαν λιμνούλες
       από σκιά
και φως που μέσα τους μπορείς να μπεις
       και να βγεις έξω
διασχίζοντας το κίτρινο αυτό δάσος της οξιάς,
       αυτό το buchen-wald*,

ένα φθινόπωρο-απόγευμα, τέλη
       του εικοστού
αιώνα, σε φως κενό,
       σε φως αέριο ...
Ν’ αποδεχθείς το φως
       και να το δώσεις πίσω

και να καθίσεις στη σειρά, ανώνυμος,
       είν’ ένα μυστικό γλυκό
που ακόμη κι ο αέρας εύχεται
       να ήταν ικανός να ξεκλειδώσει.
Δες πώς χτυπάει πάνω
       σ’ άγκιστρα μικρά

ο γαλανός αέρας, σε δέντρα κίτρινα.
       Γιατί να το φοβάσαι;
Λένε πως όταν πέθανε
       ο Κλιμτ στα ξαφνικά
ένας, ανολοκλήρωτος ακόμη,
       πίνακας

βρέθηκε μες στο στούντιό του,
       το σώμα μιας γυναίκας
ανοιχτό στο μέρος της
       εισόδου του,
αποδοσμένο με τρόπο γραφικό,
       πορνογραφικό,

με λεπτομέρεια —κάτι σαν
       μια κραυγή
ανάμεσα στα πόδια της. Αργά,
       με ελαφράδα,
είχε αρχίσει και ζωγράφιζε
       ένα λεπταίσθητο

ένδυμα (σήμα κατατεθέν του)
       στο στόμα πάνω
από το σώμα της. Το στόμα
       του προσώπου της
αβρό, βαριεστημένο, να υποκρίνεται
       ανάγκη ύπνου. Το ύφασμα

οριοθετεί την επιφάνεια,
       την ιστορία,
έτσι που ελκόμαστε απ’ αυτό,
       ενώ τα γαλανά
και κίτρινά του λάμπουν
       σαν μια συστάδα

από οξιές αργά
       το απόγευμα
στη Γερμανία, το φθινόπωρο.
       Λέγεται
Μπούχενβαλντ, είναι
       το 1890. Στον

τελειωμένο πίνακα
       το διακύβευμα
μια κάποια σχέση διατηρεί
       με την απόλαυση.



___________________
* buchen-wald (γερμανική λέξη) = δάσος από δέντρα οξιάς



*   *   *



Jorie Graham (9 Μαΐου 1950  ): Σπουδαία Aμερικανίδα ποιήτρια της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από πατέρα δημοσιογράφο και μητέρα γλύπτρια, και μεγάλωσε στη Ρώμη. Ξεκίνησε τις σπουδές της στο Παρίσι, αναγκάστηκε, όμως, να τις διακόψει κατόπιν απομάκρυνσής της από το Πανεπιστήμιο για τη συμμετοχή της σε φοιτητικές διαδηλώσεις, και να τις συνεχίσει, αργότερα, στη Νέα Υόρκη. Βραβεύθηκε και διακρίθηκε αρκετές φορές, ενώ το 1996 τής απονεμήθηκε και το βραβείο Πούλιτζερ. Αντικατέστησε τον νομπελίστα Ιρλανδό ποιητή, Σήμους Χήνυ, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ· ήταν η πρώτη γυναίκα σε αντίστοιχη θέση. Στην ποίησή της, το θέμα είναι πάντα το πλέον απόκεντρο ερώτημα που θα μπορούσε να της τεθεί από τον Κόσμο σήμερα. Ο κριτικός Sven Birkerts σημειώνει ότι μέσα στο αφήγημα των ποιημάτων της η ίδια ανακαλύπτει την κρίσιμη ή καίρια στιγμή της: μετά κόβει την ταχύτητα της δράσης για να εκθέσει τις κάποτε επικίνδυνες συνέπειές της.[1] Στις ποιητικές της συλλογές συμπεριλαμβάνονται οι εξής: Hybrids and Plants (1980), Erosion (1983), απ’ όπου και το μεταφρασθέν ποίημα, Never (2002), Sea Change (2008), Place (2012), Fast (2017), Runaway (2020), κ.ά.


___________________
[1] Έτσι, https://www.poetryfoundation.org/poets/jorie-graham.




Σημείωση της μεταφράστριας: Οι πίνακες στους οποίους, κατά πάσα πιθανότητα, αναφέρεται η ποιήτρια, συγκρίνοντάς τους με τρόπο μοναδικό, περιέχονται στους ακόλουθους συνδέσμους:

1. https://de.m.wikipedia.org/wiki/Datei:Gustav_Klimt_006.jpg

2. https://artsandculture.google.com/story/vwVxK6IQ0mjPJQ







Two Paintings by Gustav Klimt

By Jorie Graham


Although what glitters
        on the trees,
row after perfect row,
        is merely
the injustice
        of the world,

the chips on the bark of each
        beech tree
catching the light, the sum
        of these delays
is the beautiful, the human
        beautiful,

body of flaws.
        The dead
would give anything
        I’m sure,
to step again onto
        the leafrot,

into the avenue of mottled shadows,
        the speckled
broken skins. The dead
        in their sheer
open parenthesis, what they
        wouldn’t give

for something to lean on
        that won’t
give way. I think I
        would weep
for the moral nature
        of this world,

for right and wrong like pools
        of shadow
and light you can step in
        and out of
crossing this yellow beech forest,
        this buchen-wald,

one autumn afternoon, late
        in the twentieth
century, in hollow light,
        in gaseous light. . . .
To receive the light
        and return it

and stand in rows, anonymous,
        is a sweet secret
even the air wishes
        it could unlock.
See how it pokes at them
        in little hooks,

the blue air, the yellow trees.
        Why be afraid?
They say when Klimt
        died suddenly
a painting, still
        incomplete,

was found in his studio,
        a woman’s body
open at its point of
        entry,
rendered in graphic,
        pornographic,

detail—something like
        a scream
between her legs. Slowly,
        feathery,
he had begun to paint
        a delicate

garment (his trademark)
        over this mouth
of her body. The mouth
        of her face
is genteel, bored, feigning a need
        for sleep. The fabric

defines the surface,
        the story,
so we are drawn to it,
        its blues
and yellows glittering
        like a stand

of beech trees late
        one afternoon
in Germany, in fall.
        It is called
Buchenwald, it is
        1890. In

the finished painting
        the argument
has something to do
        with pleasure.



Για τo ποίημα στ’ αγγλικά βλ.: https://www.poetryfoundation.org/


Πηγή για τις εικόνες:

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Μαριανίνα Βεντούρη, "Το αίμα των δέντρων"






[Το αίμα των δέντρων…]



Το αίμα των δέντρων
Κανείς δεν λυπάται
Κανείς δεν θυμάται
Πληγές των δασών

Το πράσινο αίμα
Πικρό και ποτάμι
Μαυρίζει τους κάμπους
Θολώνει γιαλούς

Στερεύει, φωνάζει
το πράσινο αίμα -
Μικραίνει η ανάσα
Χωλαίνει η ζωή.


                    12/8/2024

                  Μαριανίνα Βεντούρη




Η Μαριανίνα Βεντούρη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και εργάζεται ως καθηγήτρια και κριτικός/επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει αποφοιτήσει από το Ποιητικό Εργαστήρι της Βιβλιοθήκης του Δήμου Καλλιθέας και από το Νεανικό Ποιητικό Εργαστήρι του Ιδρύματος "Τάκης Σινόπουλος". Έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων από καταξιωμένους εισηγητές/εισηγήτριες.
   Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Κατάδεσμος (Εύμαρος, 2022) και Κυκλαδοσύνη (Δρόμων, 2024).
     Έργα της έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες, έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά κι εφημερίδες της Ελλάδος και της Κύπρου. Βιβλιοκριτικές της έχουν παρουσιαστεί σε πολυχώρους τέχνης και έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα μέσα. Συνεντεύξεις και άρθρα έχει παραχωρήσει στις εφημερίδες "Αξία", "Παλμός", "Αλήθεια" και σε διάφορα ιστολόγια. Είναι αρχισυντάκτρια του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Θρυαλλίδα.



Πηγή για την εικόνα και το ποίημα: η σελίδα της Μαριανίνας Βεντούρη στο facebook.