Αυτοκράτορας Χσουάν Τσουνγκ (713-55)
μοιάζει με γέρο αληθινά, ρυτιδιασμένο και μ’ άσπρα μαλλιά.
Κι όταν ο ρόλος του τελειώνει της στιγμής, να ’τον ακίνητο και σιωπηλό,
άνθρωπος ίδιος, που η ζωή του είναι όνειρο μονάχα.
Τσου Τσ‘ινγκ-Γιου (πρώτο μισό 9ου αι.)
στέκονται δυο ωραίες κυρίες στη χρυσή βεράντα.
Κάνουν να πουν για κάποια υπόθεση του παλατιού,
μα δεν τολμούνε να μιλήσουν μπρος στον παπαγάλο.
Τσανγκ Χου (9ος αι.)
ούτε του αλόγου του τα πόδια να τα δέσω.
Και το μισώ το σταυροδρόμι
που ξεσηκώνει την καρδιά του.
Νιε Γι Τσουνγκ (9ος αι.)
τη γη προς τις υπώρειες ξεχερσώνει ο γιος.
Έκτο φεγγάρι και το ρύζι ακόμη δεν ωρίμασε,
όμως επισκευάζουν κιόλας τις δημόσιες αποθήκες.
Σου Τουνγκ Πο (: Σου Σχιί, 1036-1101)
τρυπώ του παραθύρου μου τον τοίχο να ’βγουν οι φτωχές οι μύγες·
τους ποντικούς τους αγαπώ, και τους αφήνω πάντα λίγους κόκκους ρύζι,
τις φάλαινες λυπούμαι, και τη λάμπα μου καθόλου δεν ανάβω.
Τσεγκ Άο (τέλος 9ου αι. - πρώτο μισό 10ου
αι.)
γραμμές τα πλούσια κοσμήματα σ’ όλο της το κεφάλι.
Πώς να το υπονοιαστεί πως δυο της σαν τα νέφη πλόκαμοι
έχουνε πάνω τους το φόρο από πολλά χωριά;
Σουν Τσ’εν Τσουνγκ (15ος αι.)
τη βάρκα του γεμίζει η φεγγαριά, το χιόνι απλώνεται ως το άπειρο.
Ο καλλιτέχνης για το μόχθο του ψαρά δε νοιάζεται,
του αρέσει να τον ζωγραφίζει μες στο χιονισμένο ποταμό.
Τσ’ι Τσινγκ-Γιουν (ποιήτρια, 16ος αι.)
Ραγίζουν την καρδιά τα ευωδιαστά φυτά, ραγίζουν την καρδιά οι φλώροι.
Τούτες οι δυο πηγές μου των δακρύων ας μπορούσανε βροχή να γίνουν,
αγάπη μου, να μη σ’ αφήσουνε να φύγεις αύριο από την πόλη.
Μετάφραση, πρόλογος, σημειώσεις: Σωκράτης Λ. Σκαρτσής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου