Memento Mori
Κοιτά ατάραχος τον άντρα που μέσα σ’ όλη τη
μεγαλοπρέπεια του θανάτου βρίσκεται ξαπλωμένος στο περίτεχνο περσικό χαλί. Το
είχε αγοράσει πριν μερικά χρόνια από έναν έμπορο με μαύρα μάτια και λευκά
μαλλιά. Ή μήπως ήταν το αντίστροφο; Σκύβει πάνω απ’ τον νεκρό και κοιτάζει το πρόσωπο
του, με τη γνώριμη εκείνη ουλή στο δεξί μάγουλο. Στο χέρι του κρατά ακόμη γερά
το μικρό περίστροφο. Σηκώνεται και κοιτά τη γυναίκα του που κλαίει· δείχνει
γερασμένη. Είναι γερασμένη. Το κάποτε λευκό της φόρεμα έχει πια ανεξίτηλα στιγματιστεί
με το κόκκινο, το χρώμα του θανατηφόρου πάθους. Τα μαλλιά της είναι ανάκατα
και τα μάτια της πρησμένα και θολά. Λες και κάθε ίχνος ζωής είχε στραγγίξει από
μέσα τους στη θέα του νεκρού.
Στρέφει και πάλι το κεφάλι
του προς το σώμα του άντρα πάνω στο περσικό χαλί. Η μόνη παραφωνία στο όλο
σκηνικό είναι η υποκρισία της κόκκινης γραβάτας. Σφιχτή σαν θηλιά γύρω απ’ το
λαιμό, να συμβολίζει την καλαισθησία της αγχόνης. Κόκκινη, χλευάζοντας τη
ζεστασιά του αίματος, ταράσσοντας την ψυχρή γαλήνη του θανάτου. Όλα τ’ άλλα
είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι: τελείως λάθος. Το παλιομοδίτικο ρολόι
τσέπης βρίσκεται σπασμένο δίπλα του. Είναι ασημένιο κι ένας φοίνικας δεσπόζει σκαλισμένος
στο καπάκι, με τα φτερά του ανοιχτά. Η αλυσίδα έχει από καιρό σκουριάσει. Ο
δείκτης έχει αιωνίως παγώσει στο νούμερο οκτώ. Ή μήπως είναι το ζαλισμένο
άπειρο; Λεπτοδείκτης δεν υπάρχει.
Σκύβει και σηκώνει μ’
ευλάβεια το ασημένιο ρολόι με τη σκουριασμένη αλυσίδα. Το βάζει στο σακάκι του.
Γυρνά προς τη γυναίκα που τώρα κάθεται στον καναπέ με το κεφάλι κρυμμένο μες τα
χέρια της. Την κοιτάζει έντονα κι ωστόσο εκείνη δε δείχνει να αντιλαμβάνεται
την παρουσία του. Τα μάγουλα της αυλακώνουν δάκρυα, το ξέρει κι ας μην τα
βλέπει. Το κορμί της δεν συνταράσσεται από λυγμούς, μα υποφέρει. Τα μακριά
κόκκινα νύχια της έχουν βυθιστεί στη σάρκα των χεριών της. Η άγνοια της τη
βασανίζει, κι η άγνοια της άγνοιας της εκείνης τη σκοτώνει. Είναι περίεργη η
φύση του ανθρώπου· η γνώση τον μαστιγώνει κι η άγνοια τον σταυρώνει. Το ερώτημα
ωστόσο είναι απλό: ποιο απ’ τα δύο τελικά θα τον σκοτώσει; Ή ίσως είναι
καταδικασμένος να υπομένει αέναα το μαρτύριο τούτο· δίχως να προσμένει τη
λύτρωση, δίχως καν να γνωρίζει την ύπαρξη του ίδιου του μαρτυρίου.
Το παραπάνω γεννά αμέσως
ένα επιπλέον ερώτημα: ποιος είναι που υποφέρει περισσότερο; Εκείνος που
γνωρίζει από πού προήλθαν οι πληγές στην πλάτη κι οι τρύπες στα χέρια και τα
πόδια του ή μήπως αυτός που το αγνοεί; Κι έτσι ξεκινά ο διαγωνισμός ανάμεσα
στις δυο ασυμβίβαστες φιγούρες: στη γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά που κλαίει για
το νεκρό της άντρα και στο νεαρό με την ουλή στο δεξί μάγουλο που την κοιτά
καθώς στέκει πίσω απ’ τον νεκρό, αόρατος στα μάτια της. Κι οι δυο φέρουν την
ουλή στο δεξί μάγουλο· μονάχα η μία είναι ορατή. Κι εφόσον οι δυο μορφές είναι
ασυμβίβαστες κι αναπτύσσονται παράλληλα στο χρόνο, τότε η σύγκρουση τους είναι
αδύνατη. Ταυτόχρονα και οι δύο εκτείνονται επ’ άπειρον – χωρίς πάντα να
έρχονται σε επαφή – σκιαγραφώντας το «όλον». Μπορούμε συνεπώς να μιλάμε για ευγενή
άμιλλα μεταξύ γνώσης και άγνοιας, μεταξύ ορατού κι αόρατου;
Υπάρχει ωστόσο κι ένα
απειροελάχιστο κενό, που επίσης εκτείνεται επ’ άπειρον, εκεί όπου πλησιάζουν
τρομακτικά χωρίς όμως ν’ αγγίζονται οι προαναφερθείσες οντότητες (αν μπορεί
κανείς να τις χαρακτηρίσει έτσι). Σ’ αυτό ακριβώς το κενό είναι που βρίσκεται ο
πίνακας πάνω από το τζάκι, ο πίνακας στον οποίο κάρφωσε τα μάτια του ο
αυτόχειρας δευτερόλεπτα προτού πατήσει τη σκανδάλη. Ο άνδρας του πίνακα
βρίσκεται στην κορυφή ενός βουνού. Κρατά έναν βράχο, μια τέλεια σφαίρα (αν κάτι
τέτοιο μπορεί πράγματι να υπάρξει), που έχει ήδη αρχίσει να κυλά και πάλι προς τη
βάση του βουνού, ακολουθώντας το ακατανίκητο ένστικτο της βαρύτητας. Στο λαιμό
του άντρα – που ονομάζεται Σίσυφος – διακρίνεται μια στιγμιαία κόκκινη πινελιά
(ίσως δεν είναι παρά απροσεξία του καλλιτέχνη ή ίσως είναι μια κόκκινη
γραβάτα).
Επανερχόμαστε στον νεαρό
με την ουλή στο δεξί μάγουλο, που αυτή την χρονική στιγμή κοιτά απ’ το παράθυρο το φως να χάνεται. Αυθόρμητα
σφίγγει τον κόμπο της γραβάτας του, εκείνης με το περιπαικτικό και παράφωνο
χρώμα. Όταν ξαναγυρίζει να κοιτάξει τη γερασμένη γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά,
στη θέση της βρίσκεται μια νεότερη με μαλλιά πλούσια και κατάμαυρα. Ο νεκρός
έχει χαθεί. Κοιτά τον πίνακα στον τοίχο· ο Σίσυφος βρίσκεται τώρα στη βάση του
βουνού. Memento Mori… τι ψέμα κι αυτό! Η
συνήθεια είναι αιώνια. Κι ο άνθρωπος είναι συνήθεια.
Δέσποινα Φλουρή
Στην εικόνα: "The torture of Sisyphus", έργο της Νιόβης Καφαντάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου