Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Κατερίνα Γώγου, "Το ξύλινο παλτό"





Πάνω μου θα περάσουνε
οι μπότες των καταχτητών
με το ρυθμό τους
της ντίσκο.
Μπέρτες θ’ ανεμίζουν ποιητές
και το κεφάλι θα μου λειώνουνε
φώτα χιαστί
σοσιαλφασιστικών αυτοκινήτων.
Φωνές θα με σκυλεύουνε.
Τα μάτια μου βασιλεμένα επάνω θα κοιτάν
ήλιοι θ’ ανεβοκατεβαίνουνε
στις πέρα συνοικίες
στιχάκια που δεν πρόλαβα
να κάνω για ζωή
αιμάτινη κλωστή
θα τρέχουν απ’ το στόμα μου
κι από την τρύπια τσέπη μου
χιλιάδες αποκόμματα της θύρας 13.



* * *




Είναι κάτι
μια σταλιά καραμελίτσες απ’ όλα τα χρώματα
που τις λένε θεάτρου.
Τις βάζουνε σε κάτι γυάλινα άχρηστα βάζα
στο πιο ψηλό το ράφι
γιατί δεν αγοράζονται πια.
Ήτανε κάποτε κάτι
μια σταλιά παιδία που κατεβαίνανε
από μακρινές συνοικίες
να διαγωνιστούνε στο ροκ.
Έκαψε η εποχή
το μυαλό και τη ζωή τους
και τα λεφτά τους σε γυάλινα άχρηστα βάζα
και δεν πουλάγανε πια.
Είναι κάτι
όλες οι νύχτες κι όλες οι στιγμές
έτοιμες
γυάλινα βάζα κι άνθρωποι
που πάνε πίσω πίσω μακριά
παίρνουνε φόρα από μακριά
βουτάν με το κεφάλι
τσακίζουν την απόσταση
τα τζάμια
σκληρό ναρκωτικό η μοναξιά
πηδάν απ’ τα παράθυρα απ’ τον 5ο
ανοίγουνε πανιά
και παν και καρφώνονται
στα καλώδια ψηλά
κι ατελείωτες παιδικές καραμελίτσες θεάτρου βρέχει από ψηλά
κι από κάτω περνάνε τα τρόλεϊ
κι από κάτω ο κόσμος
τα γλυκά
το Γκριν Παρκ
τα σινεμά
ο δρόμος
οι στενοί συγγενείς
στενό μαρκάρισμα η ζωή από κάτω τους
σικέ το παιχνίδι
κι από πάνω πέφτει πέφτει η βροχή
και μόνο τα παιδιά κι οι αλαφροΐσκιωτοι
τη βλέπουν
και σκύβουν και γεμίζουν τις τσέπες τους καραμελένια βροχή
και είναι η πρώτη κίνηση
αδερφική
στενή
που θα τους σηκώσει
που θα τους ανεβάσει
καρφωτούς στα καλώδια
κι από κάτω
τα τρόλεϊ
η στάση
μια σταλιά παιδιά
η προδομένη επανάσταση
και μακρινοί συγγενείς τα ίδια δηλαδή και τα ίδια…



* * *




Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.



* * *




Τώρα
Ο Χίτλερ και ο Στάλιν
κάναν κατάληψη
στο τρίτο μάτι ζωής
τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
χιλιάδες χρόνια πέφτανε χωρίς ήχο στο πάτωμα
σε μια χαραμάδα κρυβόντουσαν
γινόντουσαν αράχνες
από κει έβγαινε και μεγάλωνε και τρεφόταν
το μόνο πράγμα που τους ένωνε.
Τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
λυπημένες κόλλες απ’ τα παράθυρα φτερούγιζαν
με ζωγραφιές από χιλιάδες καταστραμμένες εικόνες
καμένα δέντρα καμένες εικόνες ολικής καταστροφής
υπερπληθυσμός παραμορφωμένα πρόσωπα
από εικόνες καμένης άχρηστης γνώσης.
Τα όνειρά τους άσπρες κόλλες
ζωγραφισμένα σβησμένα πουλιά χωρίς φτερά
κυκλικές πολυθρόνες ιατρείων
βγαίνανε απ’ το στόμα τους μονάχα σύμφωνα λαρυγγικά
κ γ χ κ γ χ  βαθιά απελπισμένα
μ’ ένα παράπονο παιδικό μέσα στη λύπη σουρνόνταν
τους σκουπιδοτενεκέδες γεμίζανε
θα ξαναγινόντουσαν πολτός
να ξαναγράψουν άνθρωποι σ’ αυτούς
να τραφούνε μ’ αυτούς να τους ανακυκλώσουν
Τώρα οι άνθρωποι
είχανε άσχημο χρώμα πρασινοκίτρινο
και στο μέρος της καρδιάς
αναβόσβηνε συνεχώς
το κόκκινο φως κινδύνου…



* * *




Εδώ που έφτασα Εδώ
Με φριχτούς πόνους παντού
Στα διαμελισμένα και πρόχειρα βαλμένα μέλη μου
Στα τοιχώματα του ραγισμένου κρανίου μου
Στις εξόδους του μυαλού μου
Στην πεταμένη στο βόρβορο
Μέχρι θανάτου λυπημένη ψυχή μου
Ζητώ
Να μου δοθεί η Χάρις
Τα εγκλήματα όλων των δολοφονημένων να επωμιστώ
Το θρησκευτικό φανατισμό των οργισμένων
Την απόφαση για ζωή των θανατοποινιτών
Την απόφαση για θάνατο των αυτοκτονημένων
Των αγγέλων την πύρινη ρομφαία να μου δώσεις τα φτερά
Το εκδικητικό σκήπτρο των δαιμόνων
Να είμαι εκεί
Όπου δεν φτάνει ποτέ του ήλιου το φως
Να εκδικηθώ όλων των φυλακών τ’ ανήλιαγο σκοτάδι
Δαιμόνισσα με τους κακούς
Ταπεινή στους ταπεινούς
Θάνατος στους θανάτους
Γονυπετής, πρίγκιπα
Με φριχτούς πόνους παντού
Στο σώμα στην ψυχή και στο μυαλό
Στο όνομα της ζωής
Έτοιμη για πάντα να εκτοξευτώ
Σού προσφέρω κατάμαυρο ρόδο τη ζωή μου
Και ζητώ
Άτομο εγώ
Υπέρτατα εγωιστικό
Το υπέρτατο όραμα
Ζητώ να μου δοθεί
Της δύναμης του Αδυνάτου.



* * *




Ήχοι τώρα…
…βαλσαμωμένοι αετοί
απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε
μου σπάνε τα τύμπανα τ’ αφτιά μου πονάνε
Ήχοι τώρα
περιστρεφόμενα κεφάλια σ’ άναστρο ουρανό
ψάχνουν αιώνες στη γη το ουράνιο σώμα τους
πίσω από ανεμίζοντα κρέπια έτη φωτός
μέσα από αγαλμάτων παγωμένα βλέφαρα
πετρωμένα δάκρυα τρέχουνε
με βλέπουν… με κοιτάνε…
’Ήχοι τώρα
καρφωμένοι σ’ αλόγων ποδοβολητά
κάμες δόρατα ξίφη σπαθιά σκαλιστά
ξανά
ξανά φτάνουν
ξανά
από τα πέρατα από τα βάθη της Ιστορίας
Ποιος;
Ποιος δεν ακούει;
Ποιος κάνει τώρα πως δεν τους ακούει;…
Φωνές. Παντού. Φωνές. Ψηλές στεντόριες αγκυλωτές
νεκρών παρθένων ιαχές σατανιστές πυρσοί
ρέκβιεμ προφήτες μεσσίες σταυροί
κατηφορίζουνε σηκώνουν αίμα βουνά από σκόνη
ανεμίζουνε αναμμένα κλαδιά τα υψωμένα χέρια τους
δοξαστικά αλληλούια θανάτου
Ήχοι τώρα μεσίστιοι στα επταπύργια ξεδιπλώνονται
βουές κουρελιασμένες διάτρητες δίνες μελανιασμένες
οι γερασμένες στρατιές λυγάνε
πέφτουνε μαζί με τις παντιέρες τους
γκράπα γκρούπ γκράπα γκρούπ με ξυλοπάπουτσα
οι καινούργιες τις παντιέρες σηκώνουνε
πάνω στις γερασμένες πατάνε περνάνε
σ’ ένα τούνελ κλειστό κυκλικό
που όλο και κλείνει
πουθενά προχωράνε…
Ήχοι τώρα λοστών
REX REX REX REX…
Τοπία ψοφιμιών
μολύνουν τα ύδατα
όρνεα καταστολής
ύαινες στην περίπολο
δεν αφήνουν
τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφών μου
να θάψω
τα μάτια μού ράψανε
δεν βγαίνουν τα όνειρα
δεν μπορώ πια να κλάψω
Ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι λεπρό
γυρνάει τις νύχτες στα όνειρα των επιζώντων φίλων μου
γυμνή τούς δίνει το στόμα της
μολύνει τα τελευταία καθαρά ερωτικά όνειρά τους
μέσα στη νύχτα για να μην τελείως χαθώ
κρατάω στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα
ένα βρεμένο κουτάκι με σπίρτα
σ’ όσους ακόμα αχνοφέγγουνε
πετάω με όση δύναμη μου απόμεινε
μια χάρτινη σαΐτα σ’ άναστρο ουρανό.






Από τη συλλογή «Το ξύλινο παλτό» (1982).

Φωτογραφία: Πετρουτσόπουλος Διονύσης
Πηγή για την εικόνα: https://www.documentonews.gr/.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου