Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης, "Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα"




Πατρίδα

Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδειές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κ’ αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.

Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.





Πλατύς δρόμος

Μητέρα
σε συλλογιζόμουνα πολύ τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα
κάτω απ τ αντίσκηνο.
Όταν θα γύριζα καμμιά φορά
σκεφτόμουνα να σ αγκαλιάσω.
Μητέρα, δεν πειράζει που τα σεντόνια μας τρύπησαν
μυρίζει τόσο όμορφα η κρεμμυδόσουπα που μου ’τοίμασες
− έτσι σκεφτόμουνα να σου πω.

Μα βγάλε, λοιπόν, τα χέρια απ' το πρόσωπό σου
κοίταξέ με.
Ο κόσμος είναι ένας δρόμος πλατύς.
Μπορεί να τον διαβεί κανείς
και μ ένα ξύλινο πόδι
μητέρα.





Σε περιμένω παντού

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά
Θα θυμάμαι τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω απ’ το τρυφερό σου στόμα
κι ο έρωτάς μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
γιατί σ’ αγαπώ.

Μη χάσεις το θάρρος σου. Εμείς πάντα το ξέραμε
πως δεν χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.
Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται
οι σκοτωμένοι του αγώνα μας.

Κλείσε το σπίτι
δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ’ όποιο μέρος της γης
σ’ όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο.

Εκεί −
θα σε περιμένω, αγάπη μου.





Λαϊκές ιστορίες

Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς
για τα βρόμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι
όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα
μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος.
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια
μένουν ανύπαντρα.

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε
και πολεμήσαμε.

Αυτή είναι η ιστορία μου.





Ποιητική

Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.

Κι όταν πεθάνω και δε θα ’μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.




 
«Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα» (Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956).
Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση [Τόμος 1]», εκδ. Κέδρος, 14η έκδοση 2003.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Ηρώ Νικοπούλου, "Το Θαύμα στην Εντατική"





Ταποθαμέναμας


Ξεμακραίνει το σιωπηλό φίδι της πομπής
και χάνεται
πάντα χάνεται αλλά μένει
σκέφτομαι πάλι ταποθαμέναμας
σαν τα παιδιά
δεν έχουν φύλο
δεν έχουν παρελθόν ούτε ιδιότητες
δεν είναι εργάτες δικηγόροι δάσκαλοι γιατροί
δεν είναι μάνες κλέφτες στρατηγοί
κομμωτές αδελφές πολιτικοί ή κρεοπώλες
είναι απλώς
ταποθαμέναμας.
Πότε-πότε ανάβουν
τα κρύα βράδια τους φανοστάτες
σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
ή κουρδίζουν ατέλειωτα
μ
 αφηρημένο χαμόγελο τις λατέρνες στην Πλάκα

Αλλού πάλι ταποθαμέναμας δεν ξέρουν
και πολεμούν ακόμα στα Στενά
στην Τριπολιτσά στη Χιμάρα
βλέπεις κανείς δεν τόλμησε να τους μηνύσει
Ταποθαμέναμας είναι αισιόδοξα και τρυφερά
τα βράδια κουρνιάζουν στον ύπνο μας
ρουφούν την ανάσα μας στο πηχτό σκοτάδι
τα χαράματα μάς χαρίζουν τα όνειρά τους
για μια γουλιά καφέ κι ένα αποτσίγαρο
ύστερα ζαλώνονται πάλι τ’ άρματα
και πολεμούν αδιαμαρτύρητα στο πόστο μας
ελπίζοντας πάντα να συγχωρεθούν
για να ζήσουν ξανά





Ο χρόνος που περνά και χάνεται


Πάει εκδρομή στις λαϊκές
με παπούτσια αθλητικά
και ψαθάκι του ήλιου
γεμίζει χρώματα το καροτσάκι
γλαρωμένα ψάρια μεσημεριάτικα
Με το μούχρωμα τραβά κατά τα νερά
κι επιβλέπει τον άνεμο
από τους σιωπηλούς γερανούς
των ναυπηγείων
Στις μεγάλες αντάρες
τεμπελιάζει του παίρνει καιρό
όμως εντέλει αποκαθιστά τον ορίζοντα
σαν το νερό στο αλφάδι
Τα καλοκαίρια ασβεστώνει ξωκλήσια
Το μαρτιάτικο ξημέρωμα
παραδίδει ωδική στα πουλιά
Σαβανώνουν οι αράχνες του
κοιμητήρια και χαμοσπηλιές
γεφύρια κι ουρανοξύστες
τον αντιγράφουν οι καλλιτέχνες
και ξιπάζονται ανεπανόρθωτα
άλλοτε πάλι αργοπορεί σαν ξένοιαστος
πάνω σ’ οργωμένο χώμα
ποδοποτάει την σοδειά και χάνεται

Πού πάει ο χρόνος όταν φεύγει
Βάζει τα παπούτσια του και σε κυνηγά
γαλαξιακό γίνεται φως
στο μάτι μακρινού τηλεσκοπίου
σύνθημα γίνεται στο στόμα
εκ γενετής αλάλων
Κάνει την πρωινή γυμναστική του
στο πρώτο κλάμα ενός μωρού
Κόλουρος είναι και φυσά
μέσ’ απ’ την ουρά του
κι όλο επιστρέφει
μέσα από παλιά σπασμένα
Ζενίθ μεγαλόπρεπα
Ο Μέγας Ωρολογοποιός που
κουρδίζει τον υπερφίαλο πετεινό
και τα ταπεινά του πάγκου ρολόγια
με βήματα ανεπαίσθητα αθόρυβα
ανύπαρκτα
και πάντα πέφτει ύστερα απαλά
χιονίζει τρυφερή καρβουνόσκονη
στις απορημένες μας πλάτες


Από την ενότητα
«Το Θαύμα στην Εντατική»





Το σπίτι στη Σαλαμίνα

                Μνήμη Μύρας και Νάσου Νικόπουλου


Λάσπες θεμέλια τσιμπούσια και γέλια
δωμάτια ψηλά με βαθιούς ουρανούς
πευκάκια λιγνά τρομαγμένα
ξεμαλλιάρικα γύρω τα βάτα του δάσους
παιδιά σκυλιά θαλασσόνερα αγκαλιασμένα
μ’ αστέρια στις χούφτες προζύμι
της νύχτας ψιχάλες κι αλάτι φυρό
στης Φανερωμένης το θάμπος
αφανέρωτης τότε ζωής γλυκασμός

Τώρα ζει μοναχό του
ανατολής και δύσης τη ρέμβη
μες στον πυκνό του αέρα
μπαινοβγαίνουν οι ώρες ψιθυριστά
με τον ήλιο στα πλάγια
στριφογυρνάνε στα τζαμωτά
σα μέλισσες κήπου
την άυλη τρυγούνε τη γύρη
Κουβέντες παλιές φουντώνουν το δείλι
βουίζουν με ήρεμο πάθος
τρίζει το τζάκι φλέγεται για μια ρίζα ελιάς
τα πουλιά κελαηδούν και τις νύχτες
τυλίγονται τα κυπαρίσσια στις μακριές τους σκιές
λόγια ξεχασμένα κουρνιάζουν στις φυλλωσιές
και πάντα αδικημένες οι γάτες ολόγυρα
φύλακες πιστοί των ψυχών

Στο σπίτι της Σαλαμίνας
τις Κυριακές τριγυρνούν
μες στις χνουδωτές τους ρόμπες
οι φωτεροί του απόντες
κοιτούν κατάματα το πέρα στο Πέραμα
πίσω από τα τζάμια
μισοκλείνουν τα μάτια
στων νερών το στραφτάλισμα
στης Ελευσίνας το πλάι
παινεύουν το μωβ της αρμπαρόριζας
που αναπαύεται στο βορινό παρτέρι
τους μικρόφυλλους oro di bogliasco κισσούς
πεινασμένα που βυζαίνουν τους τοίχους
τ’ αειθαλή λιγούστρα
που αλεξίσφαιρα λάμπουν στο φως
ύστερα γυρνούν την πλάτη στη θάλασσα
στο βάθος πλάι στο πιάνο περιμένει ο Ναμπούκο
να πιούνε μαζί καφέ στο σοφρά
σε φλιτζάνια διαφανή με κίνηση αργή
που αιωρείται διαθλασμένη στο φως
από κάτω ακούγεται ρυθμικός πάντα
ο ξύλινος αργαλειός να υφαίνει τα Νήματα
Όλα ανασαίνουν ήσυχα πάνω απ’ το κύμα
το σπίτι με την τετράγωνη λιακωτή του αγκάλη
κι όλες τις βρύσες του ξάγρυπνες
για την ξηρασία που ξημερώνει
χαμογελούν αχνά στον Καιρό
με την σοφία του βράχου


Από την ενότητα
«Τόποι»





Ναυτικός


Κάτω από λάμπα θυέλλης
τη θέση του ψάχνει στο χώμα
σειρά οι γραμμές κι οι χαράξεις
πάνω σ’ εκείνες πάλι τις πρώτες
στου αστρολάβου τις αζιμούθιες προβολές
Δεν είναι πια ταξιδευτής
τα ταξίδια που ήταν τα έκανε
Το ένα έκτο τώρα του κύκλου τού φτάνει
να φανταστεί τα υπόλοιπα
πα’ στον εξάντα που άρπαξε τότε
από παλιό φορτηγό
Των άστρων το δίχτυ κοιτά
πίσω απ’ το τζάμι
τ’ αντίγραφο τ’ ουρανού
που φορά στον καρπό του
για την ώρα του σύμπαντος μέσα του
Αλλά δεν είναι πια ταξιδευτής
ούτε καν σε γκαζάδικα
είναι μονάχα ξένος πολύ
παντού και βαθιά του
δια βίου μετανάστης
στο σπιτικό και στα λόγια της
που ψάχνει για τ’ αχαρτογράφητα
νέα λήμματα της στεριάς
όπως
συντροφιά στη μέσα φωλιά

Ζει κάθε μέρα το πένθος που πρόκειται
με πρόκες μπηγμένες βαθιά στο σκαρί του
Ξέμπαρκος στηρίζεται στη κουπαστή της βεράντας
τις νύχτες βουλιάζει στην αφρισμένη θάλασσα των γιωταχί
αναπολεί σιρόκο γαρμπή και πουνέντε
τους χάρτες προβάλει των άστρων
στης σάλας τις σαλεμένες σκιές
διαταγές μουρμουρίζει στο δρόμο
Και κάθε πρωτοχρονιά χαρίζει το παλιό του τσιμπούκι
στον ζωγράφο του γνωστού πορτρέτου
μήπως και τα μάγια λυθούν





Εργολάβος


Δεν ήξερε πως πέθαιναν τα σπίτια
πως τα τραβούσαν προς τα κάτω
από τις ρίζες οι νεκροί τους
υδραυλικά καλώδια σωλήνες
τρίζαν βογκούσανε πριν πέσουν
τα πορτόφυλλα για μήνες

Δεν είναι η αντιπαροχή παιχνίδι
πανωσήκωμα λειψό
της ύπαρξης επόμενο στασίδι
αλλά της πόλης αυτόγνωμη πορεία
Δεν ήξερε πως πέθαιναν τα σπίτια
οι ήχοι και τα φώτα τους
οι κήποι τους κι η καθημερινή συνήθεια

Δεν ήξερε για νέες προοπτικές
νανοτεχνολογία και ίνες οπτικές
ξεκίνησε κι ας στέναζε η γη
στο στιβαρό το σκάψιμο
σωμάτων πεισμωμένων
που τράβαγαν γραμμές
για λήψεις νέων δεδομένων
ολόγυρα σκορπώντας χώματα
υψώνοντας αντένες
ακόμα πιο ψηλές
κι από παλιά αετώματα


Από την ενότητα
«Άνθρωποι»





Από τη συλλογή «Το Θαύμα στην Εντατική», ΑΩ Εκδόσεις, 2024.
Η εικόνα του εξωφύλλου είναι λεπτομέρεια από το έργο της Ηρώς Νικοπούλου, Αγγελικά σχήματα ΙΙΙ (λάδι σε καμβά 180x150 εκ.).




Η Ηρώ Νικοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει εκθέσει έργα της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία ποίησης και πέντε πεζογραφίας. Ποιήματα και διηγήματά της μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Έχει συμμετάσχει σε πολλά Διεθνή Φεστιβάλ ποίησης, ενώ ένας τόμος ποιημάτων της κυκλοφορεί στα Ισπανικά. Από το 2010 συνδιευθύνει με τον Γιάννη Πατίλη την ιστοσελίδα για το μικρό διήγημα Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι. Το 2019 το λογοτεχνικό περιοδικό Σίσυφος αφιέρωσε το 17ο τεύχος του στο ποιητικό και πεζογραφικό της έργο. Είναι μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.
 
 

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

W. H. Auden, "Musée des Beaux Arts"




W. H. Auden

MUSÉE DES BEAUX ARTS


Ποτέ δεν κάναν λάθος οι Παλιοί Τεχνίτες
Πάνω στον ανθρώπινο πόνο: πώς την καταλαβαίναν
Τη θέση του στη ζωή· πως έρχεται να μας εύρει
Καθώς τρώει ο άλλος ή ανοίγει ένα παράθυρο ή ακόμη περπατά βαριεστημένος·
Πως, όταν οι γέροντες με πάθος, με κατάνυξη προσμένουν
Το θαύμα της γέννησης, πρέπει πάντα να υπάρχουν παιδάκια
Που δεν πολυγυρεύουν να γίνει τέτοιο πράγμα, πατινάροντας
Σε μια δεξαμενή στην άκρη του δάσους.
Ποτέ δεν ξέχασαν πως ακόμη
Και το φριχτό μαρτύριο πρέπει να πάει το δρόμο του
Οπωσδήποτε σε μια γωνιά, σε κάποιον ανοικοκύρευτο τόπο
Όπου οι σκύλοι συνεχίζουν τη σκυλίσια ζωή τους και τ’ άλογο του βασανιστή
Ξύνει τ’ αθώα του καπούλια σ’ ένα δέντρο.

Στον Ίκαρο του Μπρέγκελ λόγου χάρη: πώς καθετί γυρνά τη ράχη
Πολύ νωθρά στον όλεθρο· μπορεί ο ζευγάς
Ν’ άκουσε την πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη κραυγή,
Όμως γι’ αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα· κι ο ήλιος τη δουλειά του
Έλαμπε στα πόδια τ’ άσπρα που βουλιάζαν στο πράσινο
Νερό· και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι που είδε ασφαλώς
Κάτι εκπληχτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό,
Έπρεπε κάπου να φτάσει κι αμέριμνο τράβηξε ανοιχτά.


                                                                       Δεκέμβρης 1938


                                        Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης




Πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Ίκαρος 2005
(δεύτερη φωτολιθογραφική ανατύπωση της δεύτερης έκδοσης του 1978).

Στην εικόνα: Pieter Bruegel the Elder, «Landscape with the Fall of Icarus» (1558).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Μια νύχτα του «Τάσου»"





Μια νύχτα του «Τάσου»
(αποσπάσματα)



Επιμένω να την ψάχνω στη συνοικία, με τα κοντά ξανθά της μαλλιά.
Έχω άλλωστε μάθει τον βιορυθμό της, τις κινήσεις της, διαβάζω το μυαλό της.
Όμως τίποτα. Δεν μου δίνει το δικαίωμα, έστω μια φορά, να πάρω ένα τηλέφωνο, τίποτα.
Κι αν λυγίσω, αρρωστήσω, θα ψοφήσω μόνος.
Κανένα δικαίωμα, καμιά ελπίδα.
Περνάνε μέρες, μήνες, βραδινά άδεια.
Δεν υπάρχει πλέον ούτε σαν ανάμνηση.
Παρ’ όλο που εξακολουθώ να τη σκέφτομαι,
να την παρακολουθώ.
Κάποια νύχτα, ξαναήρθε επιτέλους στο σπίτι,
είναι το μόνο που δεν μπορούσα να προβλέψω, όμως ήρθε,
όταν εκείνη
το αποφάσισε,
και τότε έβγαλε τα ρούχα της,
αφέθηκε στα μάτια της ύαινας,
πλημμύρισε μέσα στην ηδονή της,
με παρακάλεσε για κάτι παραπάνω,
έφτασε στα όρια της λιποθυμίας,
τα δάκρυά της κύλησαν στο στόμα μου,
δάκρυα ηδονής, έτσι νομίζω,
της είπα πως δεν μπορώ πλέον να γράφω τρυφερά ποιήματα,
μου μίλησε για μια νύμφη του δάσους
που ξερνάει στη λίμνη μαλακές καρδούλες παιδιών,
ντύθηκε έπειτα, είχε ήδη αρχίσει να μετανιώνει,
θα χαθεί πάλι.
Το ξημέρωμα με βρήκε μονάχο, χωρίς υποσχέσεις.


[…]


Ούτε σήμερα πήρε τηλέφωνο.
Αντλώ μια περίεργη ηδονή.
Από την άρνηση.


[…]


Οι ευχές της για τη γιορτή μου: «Χρόνια πολλά και καλά!
Να είσαι πάντα ο εαυτός σου.
Να έχεις όμορφες στιγμές-εικόνες και δυνατά συναισθήματα.»


Διαβάζω προσεκτικά το μήνυμα. Μου αρέσει.
Έχει όλα τα χαρακτηριστικά της.
Απλό και ουσιαστικό, σύντομο, με ακτινογραφεί.
Μου υποδεικνύει τον τρόπο να προχωρώ στη ζωή μου.
Με χαροποιεί αυτό το μήνυμα, είναι γεμάτο φως.
Να είμαι ο εαυτός μου. Η τέλεια ευχή. Την έχει πει κι άλλες φορές.


Από την άλλη είναι ένα μήνυμα αποστασιοποίησης.
Η απόδειξη μιας υγιούς ανωτερότητας.
Χωρίς ρωγμές, ζαρώματα, κρυμμένες επιθυμίες.
Είναι επίπεδο. Κρυφά αποχαιρετιστήριο.






Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς γεννήθηκε το 1965 στη Βέροια. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. και εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Βιβλία του:
Ποίηση: «Ροζ σκηνικά», (Βαλεντίνη, 1987), «Τα ποιήματα μιας αρσενικής πόρνης» (Βαλεντίνη, 1988), «Η αγρότισσα και άλλα ποιήματα» (Βαλεντίνη, 1992), «Η καρδιά των δρόμων» (Μπιλιέτο, 1995), «Η αναζήτηση της ομορφιάς» (τα τραμάκια, 1998), «Θερινό τετράδιο» (Οδός Πανός, 2010), «Το φόρεμα που αλλάζει» (Οδός Πανός, 2015), «Μια νύχτα του "Τάσου"» (Νησίδες, 2024).
Συμμετοχή σε συλλογικό έργο: «Ποιητικός Πυρήνας - Ανθολογία» (Ενδυμίων, 2012).
Πεζογραφία: «Η δουλειά μου ως γυμνό μοντέλο» (α΄ εκδ. Βαλεντίνη, 1988, β΄ εκδ. Οδός Πανός, 1999), «Να βάλεις την ομορφιά σπίτι σου, να ησυχάσεις» (Βαλεντίνη, 1990), «Τα φώτα της Λεμονιάς» (Βαλεντίνη 1993), «Υπόκλιση στον πειρασμό» (Οδός Πανός 2014), «Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο» (Οδός Πανός, 2017), «Καλοκαιρινός χάρτης της πόλης» (Οδός Πανός, 2018), «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις» (Νησίδες, 2020), «Περιμένοντας τη Λόλα» (Νησίδες, 2023).
Δοκίμιο: «Στο ημίφως (Κείμενα αισθητικής, κριτικής, εξομολόγησης)» (Μπιλιέτο, 2020).






Από τη συλλογή "Μια νύχτα του «Τάσου» (δύο ποιήματα)", εκδ. Νησίδες 2024.
Έργο εξωφύλλου: Διονύσης Στεργιούλας.

Δείτε και τη σχετική προδημοσίευση στο ιστολόγιο του Ποιητικού Πυρήνα.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Ο φόβος που αγάπησες"





Ο φόβος που αγάπησες


Σε θαύμαζα στο σκοτάδι
όταν ξυπνούσες μες στην καρδιά της νύχτας
μπλεγμένη σε αραχνοΰφαντες σκέψεις
σε σκέπαζα με το πέπλο των ματιών μου
μα εσύ δεν μ’ ένιωθες

Καθόμουν δίπλα σου
όταν ανέβαινες το βουνό με το αμάξι
θλιμμένος άγγελος προστάτης
σε πρόσεχα στον δρόμο
μα εσύ δεν μ’ έβλεπες

Χάιδευα το χέρι σου εκείνο το βράδυ
σαν δυο ορφανά παιδιά
ζεσταίναμε τις μοναξιές μας
αλλά εσύ μ’ αρνήθηκες
για έναν φόβο άρχοντα δυνάστη



                           Παύλος Παρασκευαΐδης




Ο Παύλος Παρασκευαΐδης είναι εκπαιδευτικός - οικονομολόγος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές, «Ερωτικοί μονόλογοι» (Δρόμων, 2010), «Μουσείο κέρινων ποιημάτων» (Ενδυμίων, 2014) και «Πινακοθήκη ψευδαισθήσεων» (Ενύπνιο, 2020). Συμμετείχε στις ανθολογίες «Συνθέσεις» (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2006), «Ποιητικός Πυρήνας - Ανθολογία» (Ενδυμίων, 2012), «Τα ποιήματα της κρίσης (2008-2018)» (Ιωλκός, 2020), «Πινακοθήκη Λυρικών Ποιημάτων» (Ρώμη, 2021) και «εφ’ ενός γίγνεσθαι; 3» (Ρώμη, 2022).



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Henry Fuseli, «The Nightmare» (1781).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Κώστας Θ. Ριζάκης, "θύμα κινδύνου"





θύμα κινδύνου


κι απαριθμώντας έαρα προέκυψες ο
χειμών φτου ξεσπαθώνεις σ’ ερημιάν
ξεφτού πολυκοσμίας συναίσθημα δεν
έγγισες πλην συλημένη ακροθιγώς κατω-
μερίτισσα ωδινών μπερδεύεις σάρκας
τ’ ασφαλή στις ανασφάλειες πλεύσεις πα-
νί λευκόν η απόφαση μα αισίως τύφλα το αίμα

‒ κατέγινα κάτι έγινες ματίσαμε στην πλάτην
το παιδομαδημένον πού μπατάρεις μέ πτε-
ρά καθόσον ζύμη εφούσκωναν κατά θεού τά

λάθη μην ύβριν επαγίωνες προκάτ πια δειλινά;



                                            Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαέξι συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα  τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Gustav Klimt, «Beech Grove I».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Ελένη Βακαλό, "Ο τρόπος να κινδυνεύουμε"





Ο ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΜΕ


Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι
ο τρόπος μας σαν ποιητές



*   *   *




Είχε περάσει σε μεγάλες ριπές ο αέρας νύχτες πολλές
Το σκοτάδι κινούσε. Παράφορα κουβαλούσε από παντού μυρωδιές
Στα πλευρά μου άνοιγε κήπους. Έβλεπες άλλες φορές τοπία θαλασσινά
Δροσεροί στις όχθες τους ξάπλωναν όσοι θυμόμαστε
Δεν καίγονται, δε μαραίνονται
Τότε αναβρύζαν πηγές
Από τη μια γλυκό κυλούσε νερό ως μέσα στη θάλασσα προχωρώντας σε ήσυχους δρόμους
Εκεί όταν είναι οι μέρες καλές πιο κρύο σαν κολυμπάς αισθάνεσαι το νερό
Κι όπως σε πλάκα μαρμάρινη αν σταθείς απόγεμα του καλοκαιριού
Όντας εσύ πιο ζεστός, εκείνη στη σκιά και στα χόρτα κρυμμένη
Μιαν άλλη ανάσα θαρρείς πως περνά
Κι ανάπαυση σε τραβά και τρόμος σε διώχνει
Έτσι αισθάνεσαι όταν τα ρεύματα αυτά συναντάς

Καλύτερο για τη δίψα του άγιου τους στόματος το εμποδισμένο νερό



*   *   *




Εγκάρσιο σκοτάδι περνά μία σειρά ημερών
Κι ούτ’ άστρο δε φέγγει της νύχτας
Δεν είναι σκοτάδι της νύχτας αυτό
Τέτοιο πουλί. Ο ουρανός έχω γίνει που μέσα γκρεμίζεται
Θήραμα λάμπει του αφρού. Στην άκρη βάθους μεγάλου νερών
Πριν πέσει το μελετάει μόνος ο βουτηχτής
Ουράνια θάλασσα, και το ένα μεγάλο μάτι του βουτηχτή να είναι η πηγή
Το δέντρο το άδειο κινούσε από κει
Ήταν το δέντρο άγνωστο, σκάλες και σκάλες κατέβαινε
Κλωνιά κλαδιά κορμός, βαθειά
Κι όσοι πεθαίναν καλοί καινούργια σειρά χλωρές φυλλωσιές



*   *   *




Ανάβει φυλάγοντας τους τάφους δεντροστοιχία ο καντηλανάφτης των εποχών
Κι επάνοδο των αισθήσεων φαντάζομαι όταν το δώρο θα γίνεται
Που η αγάπη τότε περισσότερη είναι
Όπως όταν τον πόθο περάσεις τότε κάθε αίσθηση του έρωτα γίνεται έτσι ξεχωριστή
Κι έχει μερίδιο του κόσμου
Το ένα που τρέχει, το άλλο που κελαηδεί
Είναι γεμάτος ο κόσμος
Όπως θα ήθελα χωρίς να τρομάζω που πλέει ο νους
Νομίζω πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκοτο πια δε θα μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί



*   *   *




Θυμάται ο άλλος το σώμα που τόση αγάπη προσφέρει
Είναι κι οι μέρες καλές
Σε δροσισμένη σκιά χαμηλή είναι της γης
Κι ανάμεσα περπατούμε όλοι
Βλέπεις παρέες εκδρομή
Και τι σεμνότητα η φύση έχει
Χόρτο μαζεύω μνήμη ανθίζει
Τα λέω έγνοιες, τα λέω αρνιά
Πού ήταν πιο πριν, προφτάνουν βραδάκι
Δεν έγραψα τ’ όνομα βοσκός των νερών;
Και νόστιμη βρίσκουν τροφή
Που τα λιβάδια είναι αρμυρά


Περίβρεχτες του πελάγους οι χώρες μετοίκησαν τότε τους έγινε ουρανός
Κι ούτε το βήμα τους χόρτο θα γνώριζε
Ή περπατώντας μπορούσε να ακουστεί
Τώρα προσέχω περισσότερο, όσα πιο λίγο διαρκούν
Εκείνα κρατάνε, μαγεία γεμίζοντας την ψυχή
Και πως προσφέρονται όλα σε κείνους
Βλέπουν στον τρόπο τους, τέτοιον, ένα σημάδι οι ποιητές
Ευτυχισμένοι που είναι
Δεν έχουν τόπο για να σταθούν κι έχουν ξημέρωμα
Η αγρυπνία τους είναι ύπνος του θεού μεγάλος κοντά τους





«Ο τρόπος να κινδυνεύουμε» (1966).
Πηγή: «Ελένη Βακαλό - Το άλλο του πράγματος [Ποίηση 1954-1994]», εκδ. Νεφέλη, 1995.


Πηγή για την εικόνα: «Ανδρέας Εμπειρίκος:Φωτογραφίες της Ελένης Βακαλό».
Από το αφιέρωμα στην Ελένη Βακαλό του περιοδικού Χάρτης, 25, Ιαν. 2021.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Κατερίνα Γώγου, "Το ξύλινο παλτό"





Πάνω μου θα περάσουνε
οι μπότες των καταχτητών
με το ρυθμό τους
της ντίσκο.
Μπέρτες θ’ ανεμίζουν ποιητές
και το κεφάλι θα μου λειώνουνε
φώτα χιαστί
σοσιαλφασιστικών αυτοκινήτων.
Φωνές θα με σκυλεύουνε.
Τα μάτια μου βασιλεμένα επάνω θα κοιτάν
ήλιοι θ’ ανεβοκατεβαίνουνε
στις πέρα συνοικίες
στιχάκια που δεν πρόλαβα
να κάνω για ζωή
αιμάτινη κλωστή
θα τρέχουν απ’ το στόμα μου
κι από την τρύπια τσέπη μου
χιλιάδες αποκόμματα της θύρας 13.



* * *




Είναι κάτι
μια σταλιά καραμελίτσες απ’ όλα τα χρώματα
που τις λένε θεάτρου.
Τις βάζουνε σε κάτι γυάλινα άχρηστα βάζα
στο πιο ψηλό το ράφι
γιατί δεν αγοράζονται πια.
Ήτανε κάποτε κάτι
μια σταλιά παιδία που κατεβαίνανε
από μακρινές συνοικίες
να διαγωνιστούνε στο ροκ.
Έκαψε η εποχή
το μυαλό και τη ζωή τους
και τα λεφτά τους σε γυάλινα άχρηστα βάζα
και δεν πουλάγανε πια.
Είναι κάτι
όλες οι νύχτες κι όλες οι στιγμές
έτοιμες
γυάλινα βάζα κι άνθρωποι
που πάνε πίσω πίσω μακριά
παίρνουνε φόρα από μακριά
βουτάν με το κεφάλι
τσακίζουν την απόσταση
τα τζάμια
σκληρό ναρκωτικό η μοναξιά
πηδάν απ’ τα παράθυρα απ’ τον 5ο
ανοίγουνε πανιά
και παν και καρφώνονται
στα καλώδια ψηλά
κι ατελείωτες παιδικές καραμελίτσες θεάτρου βρέχει από ψηλά
κι από κάτω περνάνε τα τρόλεϊ
κι από κάτω ο κόσμος
τα γλυκά
το Γκριν Παρκ
τα σινεμά
ο δρόμος
οι στενοί συγγενείς
στενό μαρκάρισμα η ζωή από κάτω τους
σικέ το παιχνίδι
κι από πάνω πέφτει πέφτει η βροχή
και μόνο τα παιδιά κι οι αλαφροΐσκιωτοι
τη βλέπουν
και σκύβουν και γεμίζουν τις τσέπες τους καραμελένια βροχή
και είναι η πρώτη κίνηση
αδερφική
στενή
που θα τους σηκώσει
που θα τους ανεβάσει
καρφωτούς στα καλώδια
κι από κάτω
τα τρόλεϊ
η στάση
μια σταλιά παιδιά
η προδομένη επανάσταση
και μακρινοί συγγενείς τα ίδια δηλαδή και τα ίδια…



* * *




Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.



* * *




Τώρα
Ο Χίτλερ και ο Στάλιν
κάναν κατάληψη
στο τρίτο μάτι ζωής
τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
χιλιάδες χρόνια πέφτανε χωρίς ήχο στο πάτωμα
σε μια χαραμάδα κρυβόντουσαν
γινόντουσαν αράχνες
από κει έβγαινε και μεγάλωνε και τρεφόταν
το μόνο πράγμα που τους ένωνε.
Τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
λυπημένες κόλλες απ’ τα παράθυρα φτερούγιζαν
με ζωγραφιές από χιλιάδες καταστραμμένες εικόνες
καμένα δέντρα καμένες εικόνες ολικής καταστροφής
υπερπληθυσμός παραμορφωμένα πρόσωπα
από εικόνες καμένης άχρηστης γνώσης.
Τα όνειρά τους άσπρες κόλλες
ζωγραφισμένα σβησμένα πουλιά χωρίς φτερά
κυκλικές πολυθρόνες ιατρείων
βγαίνανε απ’ το στόμα τους μονάχα σύμφωνα λαρυγγικά
κ γ χ κ γ χ  βαθιά απελπισμένα
μ’ ένα παράπονο παιδικό μέσα στη λύπη σουρνόνταν
τους σκουπιδοτενεκέδες γεμίζανε
θα ξαναγινόντουσαν πολτός
να ξαναγράψουν άνθρωποι σ’ αυτούς
να τραφούνε μ’ αυτούς να τους ανακυκλώσουν
Τώρα οι άνθρωποι
είχανε άσχημο χρώμα πρασινοκίτρινο
και στο μέρος της καρδιάς
αναβόσβηνε συνεχώς
το κόκκινο φως κινδύνου…



* * *




Εδώ που έφτασα Εδώ
Με φριχτούς πόνους παντού
Στα διαμελισμένα και πρόχειρα βαλμένα μέλη μου
Στα τοιχώματα του ραγισμένου κρανίου μου
Στις εξόδους του μυαλού μου
Στην πεταμένη στο βόρβορο
Μέχρι θανάτου λυπημένη ψυχή μου
Ζητώ
Να μου δοθεί η Χάρις
Τα εγκλήματα όλων των δολοφονημένων να επωμιστώ
Το θρησκευτικό φανατισμό των οργισμένων
Την απόφαση για ζωή των θανατοποινιτών
Την απόφαση για θάνατο των αυτοκτονημένων
Των αγγέλων την πύρινη ρομφαία να μου δώσεις τα φτερά
Το εκδικητικό σκήπτρο των δαιμόνων
Να είμαι εκεί
Όπου δεν φτάνει ποτέ του ήλιου το φως
Να εκδικηθώ όλων των φυλακών τ’ ανήλιαγο σκοτάδι
Δαιμόνισσα με τους κακούς
Ταπεινή στους ταπεινούς
Θάνατος στους θανάτους
Γονυπετής, πρίγκιπα
Με φριχτούς πόνους παντού
Στο σώμα στην ψυχή και στο μυαλό
Στο όνομα της ζωής
Έτοιμη για πάντα να εκτοξευτώ
Σού προσφέρω κατάμαυρο ρόδο τη ζωή μου
Και ζητώ
Άτομο εγώ
Υπέρτατα εγωιστικό
Το υπέρτατο όραμα
Ζητώ να μου δοθεί
Της δύναμης του Αδυνάτου.



* * *




Ήχοι τώρα…
…βαλσαμωμένοι αετοί
απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε
μου σπάνε τα τύμπανα τ’ αφτιά μου πονάνε
Ήχοι τώρα
περιστρεφόμενα κεφάλια σ’ άναστρο ουρανό
ψάχνουν αιώνες στη γη το ουράνιο σώμα τους
πίσω από ανεμίζοντα κρέπια έτη φωτός
μέσα από αγαλμάτων παγωμένα βλέφαρα
πετρωμένα δάκρυα τρέχουνε
με βλέπουν… με κοιτάνε…
’Ήχοι τώρα
καρφωμένοι σ’ αλόγων ποδοβολητά
κάμες δόρατα ξίφη σπαθιά σκαλιστά
ξανά
ξανά φτάνουν
ξανά
από τα πέρατα από τα βάθη της Ιστορίας
Ποιος;
Ποιος δεν ακούει;
Ποιος κάνει τώρα πως δεν τους ακούει;…
Φωνές. Παντού. Φωνές. Ψηλές στεντόριες αγκυλωτές
νεκρών παρθένων ιαχές σατανιστές πυρσοί
ρέκβιεμ προφήτες μεσσίες σταυροί
κατηφορίζουνε σηκώνουν αίμα βουνά από σκόνη
ανεμίζουνε αναμμένα κλαδιά τα υψωμένα χέρια τους
δοξαστικά αλληλούια θανάτου
Ήχοι τώρα μεσίστιοι στα επταπύργια ξεδιπλώνονται
βουές κουρελιασμένες διάτρητες δίνες μελανιασμένες
οι γερασμένες στρατιές λυγάνε
πέφτουνε μαζί με τις παντιέρες τους
γκράπα γκρούπ γκράπα γκρούπ με ξυλοπάπουτσα
οι καινούργιες τις παντιέρες σηκώνουνε
πάνω στις γερασμένες πατάνε περνάνε
σ’ ένα τούνελ κλειστό κυκλικό
που όλο και κλείνει
πουθενά προχωράνε…
Ήχοι τώρα λοστών
REX REX REX REX…
Τοπία ψοφιμιών
μολύνουν τα ύδατα
όρνεα καταστολής
ύαινες στην περίπολο
δεν αφήνουν
τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφών μου
να θάψω
τα μάτια μού ράψανε
δεν βγαίνουν τα όνειρα
δεν μπορώ πια να κλάψω
Ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι λεπρό
γυρνάει τις νύχτες στα όνειρα των επιζώντων φίλων μου
γυμνή τούς δίνει το στόμα της
μολύνει τα τελευταία καθαρά ερωτικά όνειρά τους
μέσα στη νύχτα για να μην τελείως χαθώ
κρατάω στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα
ένα βρεμένο κουτάκι με σπίρτα
σ’ όσους ακόμα αχνοφέγγουνε
πετάω με όση δύναμη μου απόμεινε
μια χάρτινη σαΐτα σ’ άναστρο ουρανό.






Από τη συλλογή «Το ξύλινο παλτό» (1982).

Φωτογραφία: Πετρουτσόπουλος Διονύσης
Πηγή για την εικόνα: https://www.documentonews.gr/.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Μαριανίνα Βεντούρη, "Πυρ αείζωoν"





ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ


Φωτιά, αρχή του κόσμου
Και φρικτή κατάρα
Και ευχή –
Φωτιά, και φίλη
Και εχθρά
Μισή καλή, μισή κακιά
Βαθιά στον κόρφο
του Θεού, κλεμμένη
Ή ζηλεμένη
Ή οχιά.



              Μαριανίνα Βεντούρη




Πρώτη δημοσίευση





Η Μαριανίνα Βεντούρη είναι φιλόλογος, συγγραφέας, βιβλιοκριτικός και επιμελήτρια. Είναι αρχισυντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού «Θρυαλλίδα» και διευθύντρια του «Ποιητικού Εργαστηρίου Θρυαλλίδας» ενώ συνεργάζεται τακτικά με πολλά έντυπα, ιστοτόπους και εφημερίδες. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Κατάδεσμος (Εύμαρος, 2022) και Κυκλαδοσύνη (Δρόμων, 2024) και έχει συμμετάσχει σε πέντε συλλογικά έργα.
Έχει επίσης δημοσιεύσει πέντε ηλεκτρονικά βιβλία δημιουργικής γραφής, ελεύθερα διαθέσιμα στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη: Ποιητικό Εργαστήρι, Ποιητικό Εργαστήρι Β΄, Ποιητικό Εργαστήρι Γ΄, Ποιητικό Εργαστήρι Δ΄Ποιητικό Εργαστήρι Ε΄, καθώς και ένα Ποιητικό Ανθολόγιο (Ανθολόγιο των μελών).
Περισσότερα σχετικά με την Μαριανίνα Βεντούρη βλ. Biblionet και Οσδελ_net.