Από τον Δωδεκάλογο του άστεγου 3. Δεν θέλω λεφτά, συμπόνοια, λύπη δεν θέλω περιφρόνηση - μάλλον επιθυμώ να προκαλώ αηδία να με σιχαίνονται και να με αποφεύγουν να κάνω οτιδήποτε να με ξεφορτωθούν τους εκνευρίζει το θέαμα της απλησιάς τα βρώμικα ρούχα που φοράω η μυρωδιά που αποπέμπω είμαι ένας αποδιοπομπαίος τράγος το περίσσευμα του καπιταλιστικού θαύματος το σκουπίδι της πλουτοκρατίας το φαρμακερό μανιτάρι του πλεονάσματος με τρέφουν για να κοιμηθούν ήσυχοι τις νύχτες χωρίς εφιάλτες και κακά προμηνύματα -όταν και αν γκρεμιστεί το οικοδόμημα θα 'ναι όλοι σαν εμένα - μα εγώ θα επιζήσω- έτσι κωλοπετσωμένος που είμαι- οι αχαμνοί θα χαθούνε.
Από την ποιητική συλλογή "Άστεγος ο Μέγας", Ύψιλον 2004.
Αυτές τες μέρες διάβαζα
δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν».
-Σημασία έχει να κρατάς τη ρακέτα σταθερά, είπε ο θείος
στο μικρό μελαχρινό αγόρι
κι εσύ Ράφαελ λούφαξες σε μια σκιά δέντρου που σου έβαζε
ερωτήματα περισσότερα από τις απαντήσεις που είχες
για τις ηλιόλουστες γειτονιές στο Μανακόρ, με τις πλυμένες
μπουγάδες στα παράθυρα
και τη στοργή των φίλων σου πίσω από το τόπι που
κλωτσούσατε ακούραστα
μπερδεύοντας τη γεύση των φρούτων με τις κινήσεις των κοριτσιών, τα χρώματα με
τα αρώματα,
τα ονόματα των οδών με το χαμόγελο της θάλασσας.
-Αν την κρατήσω τη ρακέτα από δεξιά ή καλύτερα με τα δύο
χέρια, είπες, το φθινόπωρο τα φύλλα κιτρινίζουν,
το χειμώνα ο ήλιος με φοβίζει λίγο και περιμένω με
αδημονία τις πρώτες αμυγδαλιές,
γιατί στο βλέμμα της θάλασσας η μάνα μου γίνεται μέδουσα
κι όπως με αγγίζει σαν τσουκνίδα, μου μαθαίνει να
υποκλίνομαι στη σοφία των καλλιτεχνών
και στα βάσανα των γερόντων.
Αλλά θείε, ναι σωστά δείχνεις, με το αριστερό χέρι όταν
κραδαίνω τη ρακέτα, ξαφνικά το φθινόπωρο ζαλίζεται
κι ο χειμώνας μοιάζει μεθυσμένος από το ρακί του ήλιου
και τα κορίτσια κουβαλάν στους ώμους κουβάδες με άπλυτα ρούχα και τα απλώνουν στις κεφαλόβρυσες
στα ορεινά των χωριών,
τι ωραίες γιρλάντες στη φωνή τους και οι γάμπες τους
μοιάζουν πιο λευκές, ολόλευκες.
Κι όσο κυλούσαν οι μέρες Ράφαελ, ανακάλυπτες πως το
βλέμμα αλλάζει όχι μόνο γιατί μετατόπιζες το κέντρο βάρους στα αριστερά αλλά
και γιατί η λαβή της ρακέτας γινόταν ολοένα πιο αλλόκοτη, πιο σκοτεινή, πιο
υπόγεια, με τέτοια καμπούρα που ξαφνικά τη σήκωνες και πετούσες πυροτεχνήματα
-ω ναι, τα κίτρινα μπαλάκια έμοιαζαν να τρελλαίνονται, χόρευαν σε φιγούρες
πρωτόγνωρες, κοιτούσαν το είδωλο του κόσμου αντίστροφα, λέγαν βράδυ κι
εμφανίζονταν ένα ηλιόλουστο καράβι, ψαύαν μια πέτρα και γίνονταν ελάφι,
πετούσαν το χνούδι τους στο χώμα κι αναδύονταν ένα θηλυκό βλέμμα. Ο ουρανός
κατηφόριζε απότομα, γεμάτος σπίλους από ανάποδα φάλτσα.
΄Οταν πάλι σερβίρεις Ράφαελ, τι να πω πάλι, φόρτωσες
παραισθήσεις στην ταχύτητα της μπάλας, ζάλισες τη νοερή εικόνα της υποδοχής,
έντυσες το δηλητήριο του φιδιού με παιδικές
φιοριτούρες και αψέντι.
Ω Ράφα, η μπάλα γέμισε θηλυκές περιστροφές, κάθε σου
κίνηση είναι μια ζωγραφιά της Αναγέννησης. Να είσαι γερός Ράφαελ Ναδάλ κι
όσο γίνεται να αργήσει πιο πολύ, η μέρα που θα αποσυρθείς από τα γήπεδα.
Το ποίημα του Ιγνάτη Χουβαρδά: "Γράμμα στον Ράφαελ Ναδάλ", δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη, 1954
απο το λεύκωμά του «Μακρόνησος»
Πρωτομαγιά,
χαρακτικό Γ. Φαρσακίδη
Στην
πορεία της τελευταίας πρωτομαγιάς τα πράματα πήρανε μια ανεξέλεγκτη τροπή και
λίγο έλειψε να έχουμε θύματα. Όλα εκτυλίχτηκαν ξαφνικά όταν στο κύριο σώμα της
πορείας παρεισέφρησαν κάποιοι ασπρόμαυροι άνθρωποι. Γιατί ήταν τέτοια η οργή
τους που ως λέγανε δεν είχανε βρει ακόμα το δίκαιό τους κι έδειξαν
ομολογουμένως μια ιδιαίτερη επιθετικότητα απέναντι στα όργανα της τάξης. Και
ειλικρινά δεν φαινόταν να ηρεμεί η κατάσταση καθώς η αστυνομία έμοιαζε ανήμπορη
απέναντι στην ιστορική αυτή κατακραυγή ωσότου δηλώθηκε μια κλοπή ενός
χαρακτικού έργου. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των αστυνομικών απεδείχθη πως το
κάδρο και το φόντο του χαρακτικού ήταν απείραχτα. Εκείνο που είχε κλαπεί ήταν
οι φιγούρες του έργου και τότε μα μόνον τότε αντελήφθη ο αστυνομικός διευθυντής
το μέγεθος αυτού του ιστορικού γεγονότος. Με την απειλή της καταστροφής του
εναπομείναντος χαρακτικού κατάφεραν και πείστηκαν οι ασπρόμαυροι άνθρωποι να
επιστρέψουν εκεί όπου ανήκαν. Έκτοτε το χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη φιλοξενείται
σε ένα υπόγειο του αστυνομικού μεγάρου όπου φρουρείται σε εικοσιτετράωρη βάση
προς αποφυγήν παρόμοιων περιστατικών κοινωνικής έκρηξης. Τον τελευταίο καιρό
παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα των ασπρόμαυρων ανθρώπων εντός του κάδρου
αλλά οι προσπάθειες της ασφάλειας να αποκωδικοποιήσουν τα ύποπτα δρώμενα έχουν
πέσει στο κενό. Κάποιοι αξιωματικοί αναφέρθηκαν στην απροσδιόριστη ικανότητα
αυτού του χαρακτικού να δημιουργεί εμμονές και ψευδαισθήσεις υποβαθμίζοντας
κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο που εγκυμονεί. Ένας ιστορικός τέχνης σχολίασε
πως επιτέλους η αστυνομία άρχισε να καταλαβαίνει από τέχνη.