Η κίνηση στους δρόμους, ο συνωστισμός κάτω από τα υπόστεγα, η υγρασία στις άκρες των δαχτύλων, το μούδιασμα στο σώμα δε με παραξενεύουν πια. Φοβάμαι μόνο όταν με χάνω στις λεωφόρους της δικής σου πόλης, καθώς το τζάμι θολώνει απειλητικά και κάθε κύτταρό μου γεμίζει νερό. Φοβάμαι εσένα εμένα το χτες το Θεό τη βαναυσότητα των καιρικών φαινομένων· το μέσα που αδειάζει και η βροχή γεμίζει το κενό. Αυτό φοβάμαι.
Στέκομαι στην άκρη της προβλήτας, ακουμπώ το δάχτυλο στο νερό, κοιτώ τα κύματα − αναμένω. Η ανησυχία μου είναι φανερή. Ισιώνω το φόρεμά μου, κρύβω τις ρυτίδες κάτω από το χαμόγελο. Δεν είμαι σίγουρη ποιός είσαι. Ακούω μέσα μου μια νότα, ήχους που μέχρι χτες δεν γνώριζα. Χτυπούν οι φλέβες· με κρατάει ζωντανή αυτή η προσμονή − το τίποτα με κρατά φυλακισμένη. Ετιέν, πάρε μορφή· γίνε ο μουσικός της νύχτας. Δώσε στα όνειρά μου μια δικαιολογία.
Δεν μπορώ να έρχομαι πια.
Πίσω μου μια άβυσσος κυλά,
το σπίτι απέκτησε λόγχες ξαφνικά
που με τρυπάν στα χέρια
τα μάτια σου τα τόσο διαπεραστικά
την ψυχή μου ακτινογραφούν.
Μετάνιωσα τις νύχτες που σου αποκάλυψα
τον πύρινο φλοιό μου.
Βρέθηκες εκεί
και να μετράς τα εγκαύματα μετά.
Οι ψίθυροι έφταναν ως την πόρτα
και συ με την κουβέρτα
μ’ έπνιγες
να μη με αποκαλύψεις.
Δεν θα έρθω.
με πίνει λίγο, λίγο
ακροβατώ ανάμεσα
από κομμάτια παζλ
να μη διαλύσω τη ζωή μου.
Δεν έρχομαι, αγάπη μου.
κάθε μου σημάδι πού απέκτησα
και τι να σου απαντήσω;
Θα ψηλαφήσεις τους μηρούς, το στήθος, το λαιμό
και κάθε αμυχή θα εξετάσεις.
Πώς να σε αντικρίσω;
Θα προσποιηθώ
πως ξέχασα το δρόμο,
τα φρένα μου ότι έσπασαν στα δυο
και με ταχύτητα αστρονομική
βυθίστηκα στο χάος.
έσω της ψυχής.