Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Αλεξάνδρα Μητσιάλη, "Το Μάτι"




Το Μάτι


Τρυπάει το βλέμμα σου το τζάμι του παράθυρου. Στυλώνεται στο πεύκο τού πίσω κήπου, στον ψηλό κορμό όπου χάσκουν οι γρόμποι, κομμένα μέλη που επουλώθηκαν όπως όπως μετά τον τραυματισμό, στις βελόνες όπου ισορροπούν μαύρα πουλιά που κρώζουν κακόηχα.
      Μα εσύ δεν τ’ ακούς.
     Πίσω από το πεύκο πορτοκαλιές, δαφνόδεντρα και σπουργίτια που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα φωνάζοντας ατέλειωτες ιστορίες του κόσμου και λίγο πιο πέρα η θάλασσα· ρωγμή ανάμεσα στ’ ακίνητα σώματα των σπιτιών τα κύματα που ταξιδεύουν βουίζοντας σ’ άλλες στεριές.
      Αλλά εσύ δεν τ΄ ακούς.
    Και δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στο βιβλίο τ’ ανοιγμένο μπροστά σου. Διπλή σελίδα, προθέσεις και σύνδεσμοι, για αύριο. Η Κύριος καραδοκεί. Να τους ξέρεις απέξω σαν νερό που φεύγει από το στόμα σου και κυλάει ανάμεσα απ’ τα πόδια, τα θρανία, τις τσάντες στο μωσαϊκό κι ανεβαίνει στην έδρα του, στον ξύλινο χάρακα που πέφτει από καιρό σε καιρό στις παλάμες των άτακτων και των λιγότερο διαβασμένων, στα σφιχτοπλεγμένα του χέρια, στα χοντρά χείλη του. Στις άκρες τους μαζεύεται ένα άσπρο κολλώδες υγρό, που καθώς μιλάει γίνεται σιχαμένες κλωστές που ανεβοκατεβαίνουν. Τις παρακολουθείς.
      Μα δεν τον ακούς.
     Τρεις πόρτες, ξύλο και τζάμι, κλειστές στο ενδιάμεσο. Τραπεζαρία, κουζίνα και χωλ. Καρέκλες, καναπές και ντουλάπια. Οικιακές συσκευές για μαγείρεμα και καθάρισμα, χαλιά, κουρτίνες και η ξυλόσομπα όπου ολοένα μετακινούνται τα ξύλα πυρίκαυστα, αχολογώντας.
      Αλλά εσύ ακούς.
     Τους ακούς στο σαλόνι. Κρώζουν κακόηχα. Φωνάζουν τη γνωστή ιστορία. Βουητό και αχός. Κολλώδεις κλωστές που λίγο λίγο απλώνονται γύρω της, ιστός αράχνης. Κελί να την κλείσουν, υπόλογη κι ένοχη.
      Τη μάνα σου.
     Τους βλέπεις απάνω στο τζάμι του παράθυρου. Όρθιους εκείνους κι αυτήν καθιστή στο εδώλιο του σαλονιού, στο οικιακό δικαστήριο, χωρίς δικηγόρους δεινής υπεράσπισης, μόνο ο εισαγγελέας της έδρας και οι λοιποί συγγενείς, ένορκοι μιλημένοι, σύμφωνοι με την τελική ετυμηγορία.
      Για τη μάνα σου.
     Από το τζάμι φαίνονται όλα. Μικρή και ανήμπορη, παρείσακτη μέσα στην οικογένεια του άλλου, να ενοχλούν τα πάντα της· το φουστάνι, τα χαμόγελα, οι ερωτήσεις, οι απαντήσεις, η σιωπή της, προπάντων ο τρόπος που κοιτάζει, που δεν κοιτάζει, που καθαρίζει, που δεν καθαρίζει, που μαγειρεύει, που δε μαγειρεύει, που τον περιμένει· προπάντων ο τρόπος που βογκάει τα βράδια με την παλάμη στο στόμα της.
      Η μάνα σου.
     Τη βλέπεις να κοιτάει. Πότε τα μάτια, πότε τα στόματα, πότε τις λέξεις τους, κλεφτά την μπαλαρίνα με το σώμα της υποταγής στο καδράκι πίσω από την ανθοστήλη.
     Κοιτάει το χέρι που σηκώνεται. Του πεθερού της. Τρέχει να του ξεφύγει. Γύρω από το τραπέζι, καταδικασμένος αγώνας ταχύτητας σε δρόμο μπλοκαρισμένο. Φωνάζει. Η πεθερά τής πιάνει τα χέρια. Φωνάζει. Στο κλουβί, σαν το πουλί που χτυπιέται στα κάγκελα. Ο άλλος, βουβός, παρακολουθεί.
    Εξακολουθείς να τη βλέπεις, χρόνια μετά, πάντα στο τζάμι του παράθυρου. Το μαυρισμένο μάτι της ντροπής, το βλέμμα που δε στέκεται πάνω σου αλλά δραπετεύει στο πεύκο, στους γρόμπους του κορμού του που στάζουν υγρό, ακόμα, το τραύμα που δεν επουλώνεται, στο κέντημά της, όπως κάθεται δίπλα σου υπομονετικά, να μάθεις τις προθέσεις και τους συνδέσμους, για τον Κύριο αύριο, μήπως και σε σηκώσει στον πίνακα, μήπως καταφέρεις να τα πεις σαν νεράκι, μήπως μπορέσεις κάποτε να φύγεις εσύ, γιατί εκείνη δεν έφυγε.
      Η μάνα σου.




Από τον συλλογικό τόμο «Η φωνή της», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023.






Παρουσίαση του βιβλίου
Η φωνή της


Το Δίκτυο γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της», η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας, οι λέσχες ανάγνωσης Γαλάτιστας, Λαγυνών και Ακυβέρνητος Βιβλιόπλους (Βέροια), το βιβλιοπωλείο Ηλιοτρόπιο και οι Εκδόσεις Καστανιώτη παρουσιάζουν τον συλλογικό τόμο

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ

το Σάββατο 1 Ιουνίου 2024
και ώρα 12 το μεσημέρι
στην αίθουσα εκδηλώσεων
της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας
Έλλης 8.

Για το βιβλίο μιλούν οι:
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, συγγραφέας,
Δήμητρα Κουβάτα, ποιήτρια,
Νικολέτα Θούα, καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας.
Την εκδήλωση συντονίζει ο ποιητής
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου.

Αποσπάσματα διαβάζουν μέλη του Δικτύου και των λεσχών ανάγνωσης.

Παίζουν οι μουσικοί:
Σίσσυ Γεωργοπούλου (φλάουτο) και
Γιάννης Γεωργουδάκης (κιθάρα).
Στο τραγούδι η Φωτεινή Γεωργουδάκη.



ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

53 γυναίκες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ενώνουν τις φωνές τους σε μία «Φωνή», θέλοντας να μιλήσουν για την πραγματικότητα της έμφυλης βίας, για τις δομές της έμφυλης κυριαρχίας, για τα βιώματα της καταπίεσης αλλά και του αγώνα για ενδυνάμωση, χειραφέτηση και αλληλεγγύη.

Τα διηγήματά τους συγκλονίζουν, καθώς αφηγούνται ιστορίες βίας και αντίστασης ταξιδεύοντας από τα πιο απόμακρα χωριά ώς τις μεγαλουπόλεις, από την Ευρώπη ώς τα βάθη της Αφρικής και τη Λατινική Αμερική. Με τον νου πάντοτε στις πρωτοπόρες Ελληνίδες συγγραφείς που ξεχάστηκαν από την επίσημη Ιστορία, οι συγγραφείς του βιβλίου, ζώντας κι αυτές την πραγματικότητα της έμφυλης βίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο ένα ή στο άλλο πεδίο της καθημερινής ζωής, θέλησαν να δυναμώσουν τη φωνή των γυναικών και να ακουστεί η αλήθεια τους.

Οι συγγραφείς του τόμου είναι μέλη του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της».

Τα έσοδα από τα δικαιώματα του βιβλίου θα δοθούν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας.

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Γιάννης Βαρβέρης, "Ποιήματα"





ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ
ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί − ξεχασμένοι έστω −
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.


[Αναπήρων πολέμου, 1982]





ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΣΕ ΑΠΟΔΡΟΜΗ


Το πένθος έχει νόημα όταν ακόμα
ο άλλος ζει για τα καλά.
Όσο γερνάς
τόσο υψώνω τις κακίες σε ακακίες
κι η τρυφερότητά μου τεμπελόσκυλο που λιάζεται
κουνώντας την ουρά του.

Μοίραζα χρόνια
στου γάμου σου τη μνήμη ναφθαλίνες·
δρέπω σκώρους.
Έπαιρνα τις ρυτίδες για χαμόγελα
άφηνα το τσιγάρο στο τασάκι να προσεύχεται για σένα
έδινα τόπο στην οργή
θάρρος στη λύπη.
Βρωμοχωριαταρέοι
επάνω στο κρεβάτι μου ανεβήκαν όλα.

Θέλω να κοιμηθώ
το βράδυ είναι δικαίωμα.
Θέλω να κοιμηθώ
δικαίωμά μου πια να με ποντάρω
στη ρώσικη ρουλέτα του ύπνου.

Παράτα με λοιπόν. Και πέθανε.
Αν θες. Ή μην πεθαίνεις. Ό,τι θες.
Μακροημερεύεις όπως όταν
έχουνε κουραστεί οι οικοδεσπότες
δεν προφταίνω·
πρέπει σιγά σιγά και να φροντίσω
τα του πένθους μου.

Αν το κατάλαβες:
θέλω να γίνεις μια πετρούλα
που την κλοτσάει κανείς στο δρόμο αφηρημένα
σαν να φταίει.


[Πιάνο βυθού, 1991]






ΜΕΛΙΣΣΑ


− Έστησα σκαλωσιά σκαλώθηκα στο δέρμα Του
απόθεσα το σώμα μου στο σώμα Του
τον μπόλιασα με της κερήθρας μου το οικόσημο
τώρα χάνοντας ύψος μες στη ζάλη μου
καταλαβαίνω τι κηφήνας ειν’ ο θάνατος
κι ο έρωτας πόσο λίγο
πόσο λίγο
τον λυγίζει.


[Ο θάνατος το στρώνει, 1986]





ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΟΜΙΧΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ


− Aυτός ο Κύριος
βαθιά μέσα
σε μια πολυθρόνα
και μπροστά σε μια θάλασσα
χρόνια περίμενε
τα κύματα.
Για να γίνει ένα κύμα ο ίδιος
και μετά λίγο λίγο
η στεριά όλη
θάλασσα.

Κι όλο αργούσαν τα κύματα
δίσταζαν.
Κι όσο αργούσαν
τόσο εκείνος γερνούσε
πιο νέος
τόσο εκείνος θλιβόταν
που μίκραινε.

Κι όσο μίκραινε
τόσο εγώ από μακριά
πιο πολύ τον πονούσα
γιατί ήξερα
πως θα μείνει για πάντα στεριά
η στεριά
με τη θάλασσα πάντοτε
θάλασσα.

Έτσι τότε πλησίασα
και τον τύλιξα με άλλα μου σύννεφα
τον Φιλέα που δεν ήταν παρά

λίγη ομίχλη σε μια πολυθρόνα.


[Ο κύριος Φογκ, 1993]





ΣΩΜΑ ΜΙΣΟ

                           Être désespéré,
                    mais avec élégance


Βαδίσαμε στα τυφλά
ψαύοντας το κενό
γεμάτο
ανάμεσα στα ξόανα που ασκήτεψαν.

Φορέσαμε το φυλαχτό τους.

Μας χάρισαν
την κατάργηση της ηρεμίας
το μελτεμάκι του οιωνού
κι από την έλξη του απαλού
μια υποψία στο βάθος.

Και πού δεν ταξιδέψαμε ψαύοντας.
Από την Τροία στο Ιόνιο
από την Côte dAzur στην Αραπιά
από τη Βενετιά στη Βενετία
στ’ ανάκλιντρα της Ρώμης και στων Παρισίων
τα μαλακά τα υπόγεια
σαν δάχτυλα τυφλών
διακονιαραίοι.

Με ασήκωτους κοθόρνους
απαθώς κατάκοποι
τώρα καταλαβαίνουμε
τι μας εχώρισε από τα πουλιά
απ’ τον αέρα τι μας χώρισε

πόσο μας βάρυνε
ένα γραμμάριο φυλαχτό.


[Πεταμένα λεφτά, 2005]





ΕΝΑ ΚΕΡΙ


Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φθάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
κι η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.


[Ο άνθρωπος μόνος, 2009]





Πηγές:
- «Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα, Τόμος Α΄ [1975-1996]», εκδ. Κέδρος. (Γ΄ έκδοση 2008).
- «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Β΄ [2001-2013]», εκδ. Κέδρος, 2013.


Πηγή για την εικόνα, το αφιέρωμα στον Γιάννη Βαρβέρη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης:
https://www.hartismag.gr/hartis-12/afierwmata/giannhs-barberhs
 

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Αγγελική Ελευθερίου, "Μια γυναίκα"





Έφυγε η φιλενάδα μου και κλαίω
η φιλενάδα μου έμεινε εκεί που πήγε
δεν κλαίω πια
κάθε βράδυ πριν πέσω της γράφω γράμματα για μας εδώ
φιλενάδα τής γράφω μας ξέχασες
δεν τα στέλνω
η φιλενάδα μου δεν ξέρει τίποτα για μας εδώ
θα σ’ τα διαβάσω μαζεμένα ένα βράδυ
ή ένα απόγευμα νωρίς και μάλλον θα ψιλοβρέχει
υστέρα θα φύγει πάλι ώς το τέλος
σήμερα είδα το Θάνο με την κόρη του στο πάρκο
ίδιος μου ’λεγε είναι
άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω
κι όταν έφτασα τίποτα δε μου ’ρχότανε να πω
γύρισα σαν χαζή κι έκατσα σ’ ένα παγκάκι άναψα και τσιγάρο
ύστερα ήρθε κι έκατσε κοντά ένας φαντάρος
έλυσε τα κορδόνια απ’ τις αρβύλες του
ξεκούμπωσε λίγο το μπουφάν του
κι εγώ φοβήθηκα μην τόνε δει κανένας και τον γράψει και του το ’πα
χάρηκε που του μίλησα κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για το στρατό
και τέτοια
και τόνε κοίταζα
μη σου περάσει τίποτα απ’ το νου
όμως εγώ θυμόμουνα τον αδερφό μου το μεγάλο
όταν επήγα να τόνε δω πρώτη φορά στην Κόρινθο
με κείνα τα ψηλά τακούνια
κι έβρεχε και βουλιάζανε στη λάσπη
κι όταν τον είδα να ’ρχεται από μακριά
έκλαιγα και γελούσα
κι ύστερα στην πρώτη του άδεια
γονατιστό να κλαίει στα γόνατα της μάνας μου
και τόνε κοίταζα κι όλο θυμόμουνα
και κείνος το πήρε αλλιώτικα θαρρώ και σηκώθηκα να φύγω
και ήρθε από πίσω μου κουτσαίνοντας απ’ τις αρβύλες
και άνοιξα το βήμα μου
κι ύστερα πάλι τον λυπήθηκα που θα πονούσε
και στάθηκα για να του εξηγήσω και δεν εκαταλάβαινε
και άπλωσε με δύναμη τα χέρια και μ’ αγκάλιασε
άρχισε να με φιλάει και να με σφίγγει
και πάλευα εγώ δεν ήθελα και να φωνάξω
και μ’ έσφιγγε μ’ έσφιγγε
κι εγώ πια τίποτα δεν έκανα
κι ύστερα ησύχασε κι έριξε το κεφάλι του στον ώμο μου
κι άρχισα να κλαίω και να του χαϊδεύω το κουρεμένο του κεφάλι
και θυμήθηκα που μια φορά είπα στον άντρα μου
ήθελα ν’ αγαπιόμαστε όταν ήσουνα φαντάρος
κι έκλαιγα ακόμα κι εκείνος ζήταγε συγνώμη
γύρισε λίγο έφτιαχνε τη ζώνη του θαρρώ
ήτανε ιδρωμένος σαν να ’χε βάλει το κεφάλι του κάτω από βρύση
κι ήταν ωραίος έτσι
και τόνε κοίταζα
και πια τίποτα και κανένα δε θυμόμουνα

γύρισα σπίτι
κλαίω σαν να ’χασα κάτι πολύ ακριβό

γερνάω



*    *    *




Στον ύπνο της έβλεπε όνειρα ερωτικά
ξύπνησε με διάθεση να φάει φαγιά ωραία και γλυκά πολλά γλυκά
δε βρήκε παρά ένα βαζάκι με ζαχαρωμένο σταφύλι
από το περασμένο καλοκαίρι
της το ’χε φέρει η μάνα της και δεν ξέρει πώς
αλλά της ήρθε να πει
το ’πε κιόλας «Θεός σχωρέσ’ την»
στάθηκε μια στιγμή άφησε το κουταλάκι στο γλυκό μπήκε στο δωμάτιο
και πια ήξερε
μέρες τώρα την τριγύριζε
πως η αγωνία ξανάρθε
δεν ήθελε
ο καιρός ήταν ωραίος άνοιξη
είχε κατέβει και στα μαγαζιά
αγόρασε υφάσματα χρωματιστά
άκουσε κάτι γυναίκες στο τρόλεϋ που μιλούσαν για χρώματα
φορέματα και τέτοια της άρεσε
σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη μάνα της
όχι τώρα αργότερα είπε
μπορεί να καταλάβει τώρα
τι να καταλάβει είπε και τ’ άφησε
μπήκε στο δωμάτιο άναψε τσιγάρο
το σπίτι βρώμισε σκέφτηκε κι ανασκουμπώθηκε
και θυμήθηκε που όταν ήτανε μικρή και μαλώνανε οι γονείς της
όλο δουλειές έκανε κι έτρωγε και ξύλο κι όλο μαλώναν κι όλο
το ίδιο κι όταν ο άντρας της γύριζε με νεύρα
όλο έκανε για να περάσει η μπόρα όπως λέγανε και δεν επέρναγε
κι άρχισε να σπάει και να πετάει να ξεκαθαρίζει τα παλιά
έβαλε και μουσική που της άρεσε
κι άρχισε να χορεύει γύρω απ’ τα σκουπίδια
κουράστηκε και σταμάτησε
από τα πόδια και τα χέρια της έτρεχε αίμα
σκοτωμένο το ’πε
πλύθηκε κι άλλαξε
το τηλέφωνο χτύπησε ήταν η μάνα της
το ακουστικό το κρατούσε λίγο μακριά



*    *    *




Θα ’ρθεις μια μέρα που δε θα σε περιμένω
η καρδιά μου θα χτυπάει κανονικά
και το κρεβάτι θα ’ναι άστρωτο
η φούστα μου και τα μαλλιά μου
θα ’ναι βρεμένα απ’ τα νερά το καλοκαίρι
αν πάλι είναι χειμώνας θα ’χω ριγμένο απάνω μου
το μαύρο σάλι της γιαγιάς μου
ακούω μια πόρτα
δεν ξέρω αν κλείνει ή αν ανοίγει
στο σάλι μπορεί να ’χουνε μπλεχτεί και λίγες άσπρες τρίχες
εχτός και καμιά μέρα
χωρίς καθόλου ήλιο κάτσω και τα βάψω
δε θέλω αλλά μπορεί
μια άλλη τέτοια μέρα σου λέω παρά λίγο
ύστερα έκλαψα κάμποσο άργησα κι από τη δουλειά
τη μέρα εκείνη καθάρισα την τσάντα μου
από παλιά χαρτιά κι ονόματα
λούστηκα και πήγα μόνη στο σινεμά
ήτανε πρώτη φορά και το σημείωσα
θα ’ρθεις το ξέρω μόλις βγεις
ένα πρωί
και θα ’ναι μάλλον Κυριακή δέκα περίπου η ώρα
θα πιούμε ήσυχα καφέ δίχως πολύ να συζητάμε
ύστερα θα πας να φας στη μητέρα σου
μια άλλη μέρα
ήσυχα πάλι
θα μου μαθαίνεις των δαχτύλων τη σιγουριά
και μην ξεχνάς το στόχο θα μου λες
κάτσε ας είναι οι πόρτες ανοιχτές
όταν θα ’ρθεις



*    *    *




Οι γάτες νιαουρίζουνε στη διπλανή ταράτσα
μήνας Γενάρης
είχε σβηστό το φως κι είχε ξαπλώσει
διάβασε την εφημερίδα και κάνα δυο παλιές
για να μην πει κι απόψε άλλη φορά
και καμιά μέρα τις πετάξει όλες μαζί
όπως συχνά γινότανε
και ξάπλωσε
όταν δεν είχε ύπνο έκανε διάφορες ψιλοδουλειές ίσαμε να ’ρθει η ώρα
όμως απόψε οι γάτες νιαουρίζουνε στη διπλανή ταράτσα
κι ό,τι που έλεγε πως τίποτα δεν την πειράζει πια
σηκώθηκε και τριγυρνούσε στο δωμάτιο
βγήκε μετά ξυπόλυτη όπως ήτανε στην τζαμαρία
άναψε και τσιγάρο
περίμενε σωπάσανε για λίγο
κρύωνε και μπήκε μέσα δεν άναψε το φως
σε λίγο ξαναρχίσανε
ήθελε
τίποτα έτσι το ’πε
τουλάχιστο να κουβέντιαζε με κάνα φίλο
είναι αργά τώρα είπε και πάλι το σκέφτηκε
το ’χε σκεφτεί κι άλλες φορές
ποιον θα μπορούσε να ’παιρνε
ποια πόρτα να χτυπούσε τέτοιες ώρες
ή άλλες πιο
χωρίς να ενοχλήσει
να γίνει αιτία να
έτσι να μέρωνε λιγάκι
αλήθεια ποιον
έλεγε και κουκουλώθηκε απ’ το κεφάλι

το πρωί σηκώθηκε με γρατσουνιές πάνω στο πρόσωπο



*    *    *




Ήτανε από τις φορές
που έλεγε πως τα μαλλιά της είχανε γίνει σύρματα
και της τρυπούσαν το μυαλό
όπως η τηλεόραση της διπλανής με τις διαφημίσεις στη διαπασών
τότε που ήθελε να φωνάξει βοήθεια ή ησυχία
και που βαστούσε το κεφάλι της στα χέρια της
μέσα στα χέρια το κεφάλι της
θρυμματισμένο
και τα μάτια χυμένα
εικόνα του Χριστού χρωματιστή
σε έργα φτηνά που της αρέσανε
κι έτσι για να μη σκέφτεται άρχισε πάλι να ψάχνει
τη μαύρη της ποδιά με τ’ άσπρο κεντημένο σήμα
και το πηλήκιο του αδερφού της με την κουκουβάγια
μες στο βομβαρδισμένο Θέατρο της Σύρας
στο θεωρείο Τρία με τα καμένα βυσσινιά βελούδα και με τις αράχνες
μαζί με το Μαράκι
εκειδά μπροστά στην είσοδο
στους δυο ανθρώπους με τα μαύρα
έβγαλε την ποδιά της και μπήκε
λίγο πριν σκοτωθούν οι αδερφές Αρμάου από την Τήνο
οι Θεατρίνες
και την παράλλη η ταξιθέτρια μαζί με το Γυμνασιάρχη
τήνε γυρίζανε μέσ’ από τάξη σε τάξη
ρούχο κακοφορμισμένο για μπουρλότο
δε σήκωσε το χέρι
χρόνια μετά τριγύριζε μες στο βομβαρδισμένο Θέατρο της Σύρας
και παρακάλαγε την ταξιθέτρια που ήτανε και κλωστηρού
Ανεζούλα τήνε λέγανε
για να της τήνε δώσει
και κείνη δεν την έδινε τη μαύρη της ποδιά
και το πηλήκιο του αδερφού της
κι ύστερα ήρθανε δω
κι εκεί δεν ξαναπάτησε
κι έμαθε εδώ ένα τραγούδι και τραγούδαγε
για μία νυχτερίδα
που τήνε σκότωσε το φως
όπως επήγαινε να βγει
απ’ το υπόγειο μες στην οδό Σταδίου
με τα λιωμένα φτερά του Ίκαρου να πέφτει να πέφτει

ξύπνησε κι έλεγε θα ’ρθω



*    *    *




Γύρισε
χαρτιά ήταν εκεί πάνω στο τραπέζι
τα χέρια της τρέμανε
άκρια άκρια στα δάχτυλα
ήθελε να κάτσει και να τους γράψει
γιατί δεν μπόρεσε να τους μιλήσει πάλι γιατί
να ’παιζα πιάνο σκέφτηκε
αυτό το τρεμούλιασμα στις άκριες
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δει κανένα
μες στο δρόμο
στις αυλές
μες στα καρνάγια που μεγάλωσε όχι ποτέ
μονάχα οβίδες νάρκες και γυαλάκια
ωστόσο έτρεμε εκεί στις άκριες στα δάχτυλα
γιατί δε μίλησε την ώρα εκείνη
είπε δηλαδή κάτι
ήτανε όμως για να δικαιολογηθεί
κι έπρεπε να βρίσει να φωνάξει
να φτύσει και να ξαναφτύσει
να ξεκολλήσει από πάνω της
τα χέρια τους και τα χαμόγελά τους τα πονετικά
τα μάτια τους
γιατί αυτή απόφευγε να τους κοιτάξει.
γιατί τα μάτια αυτηνής
είχανε μέσα τους το φόνο
και είχε δίκιο
το ’ξερε πως είχε δίκιο
να κάτσει τώρα ήσυχα να γράψει
να γράψει και να τους τα πει
τώρα
πεινούσε όμως πολύ
και το δωμάτιο ήτανε κρύο
τα δάχτυλα στις άκριες κρεμάσαν σταλαχτίτες
έμεινε εκεί σαν σπηλιά





Από τη συλλογή «Μια γυναίκα» (1978).
Πηγή: «Αγγελική Ελευθερίου, Τα ποιήματα [1978-2011]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.

Στην εικόνα: John William Waterhouse, «The Rose Bower» (1910).
Πηγή για την εικόνα:Wikimedia Commons.

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Περιοδικό Σταφυλή, 6ο τεύχος, Απρίλιος 2024




ΣΤΑΦΥΛΗ
ΜΕΘΗ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ

ΤΕΥΧΟΣ 6
Απρίλιος 2024


ΕΚΔΟΣΗ:
Εκδόσεις Κουκκίδα

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
Διώνη Δημητριάδου
Κώστας Θ. Ριζάκης

ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΚΔΟΣΗΣ:
Γιώργος Γώτης
Δημήτρης Κόκορης
Ισιδώρα Μάλαμα
Δήμητρα Μήττα
Μιχ. Γ. Μπακογιάννης
Συμεών Γρ. Σταμπουλού

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΥΛΗΣ:
Γιώργος Δελιόπουλος
Ευσταθία Δήμου

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Μαρίζα Γαλάνη, Αναστασία Γκίτση, Έφη Ζερβού
Βέρα Κονιδάρη, Άννα Κουστινούδη, Ειρήνη Μαργαρίτη, Λίλια Τσούβα

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Φωτεινή Χαμιδιελή

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ 6ου ΤΕΥΧΟΥΣ: Κωνσταντίνος Παλιάν

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ – ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Εύη Κώτσου



Σε μια εποχή που η έννοια του ελάχιστου έχει αποκτήσει μια μάλλον απαξιωτική σημασία, φορτισμένη από τον παραμερισμό του κειμένου χάριν της εικόνας, αλλά και της πλήρους, πολυσήμαντης, εικόνας χάριν των εύχρηστων συνοπτικών εικονιδίων, η λογοτεχνική γραφή εγείρει τη δική της ένσταση, επισημαίνοντας τη διαχρονική αξία του ελάχιστου, πλην μέρους νοήματος, μικρού «σώματος» του κειμένου. Η ικανότητα της, ας πούμε, σύμπτυξης της βασικής ιδέας σε ολιγόλεκτο κείμενο, πέρα από την τεχνική τελείωση που υποδηλώνει, προσφέρει μια αναγνωστική ευκαιρία ανάπτυξης, ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο για την επιθυμητή «συμπόρευση» δημιουργού-αποδέκτη, προσδίδοντας σ’ αυτόν τον αποδέκτη την ιδιότητα του συνεχιστή του αρχικού κειμένου. […]
Διώνη Δημητριάδου (απόσπασμα από το Σταφυλής Απόσταγμα)



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΣΤΑΦΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΘΗ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ Ε.Χ.ΓΟΝΑΤΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΩΤΗΣ: Η φύση στο έργο του Ε.Χ. Γονατά
ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΣ: H ζυγαριά και η σκάλα - Μια ανάγνωση στο αφήγημα Προετοιμασία του Ε. Χ.Γονατά
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: Περί μήλων και ενός αχλαδίου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ: Τρεις εικόνες για τον Ε. Χ. Γονατά
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: Εγκρίτων

ΔΟΚΙΜΙΟ
ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Alfred, Lord Tennyson, Ο «ποιητής των ανθρώπων»
ΜΑΡΙΖΑ ΓΑΛΑΝΗ: Marivaux: το ανατρεπτικό παιγνίδι της ζωής
ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ: Μιχαήλ Μητσάκης Ένας καλλιτέχνης της ταξιδιωτικής μας λογοτεχνίας
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Η Εξωστρεφής μόνωση του Ανδρέα Λασκαράτου
ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Η μελαγχολία της ύπαρξης − Με αφορμή τον Κώστα Καρυωτάκη
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Ανένταχτοι και μεταιχμιακοί − Μήτσος Παπανικολάου, Αλέξανδρος Μπάρας, Καίσαρ Εμμανουήλ

ΠΟΙΗΣΗ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΙΧΟΣ: Η σφαγή στη Χίο
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Μεσαιωνικό
ΑΝΤΖΕΛΑ ΛΟΥΤΖΙΟ: Ζήτημα Ενδύσεως
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Από τη σκοτεινή γωνιά
ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: Μύγα
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΑΠΕΛΛΑΚΗ: Διαλογή
ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ: Τρία ποιήματα
ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Τέσσερα ποιήματα
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΑΡΔΑΓΑΝΗ: Τρία ποιήματα
ΑΡΙΑΔΝΗ ΚΑΛΟΚΥΡΗ: Δύο ποιήματα
ΒΙΚΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ: Σάρα
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: Εύμαιος των προβάτων

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΒΕΡΑ ΚΟΝΙΔΑΡΗ: Margaret Atwood, Πέντε Ποιήματα
ΦΟΙΒΟΣ Ι. ΠΙΟΜΠΙΝΟΣ: Mαργκερίτ Ντυράς, «Οκτώβριος του ’82»
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: Johannes R. Becher, Το σονέτο
ΘΑΛΕΙΑ ΠΑΥΛΟΥ: Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Καθαρτήριο
ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ: Reem Bassiouney, Ο Μάριος και το τέμενος Αμπού Αμπάς
(απόσπασμα)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ: Τρεις Ιταλίδες ποιήτριες
ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ: Elizabeth Jennings, Τρία ποιήματα
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ: Δύο ποιήματα από την αρχαιότητα
ΕΦΗ ΖΕΡΒΟΥ: Στέφανο Μπέννι, Αργά ή γρήγορα η αγάπη έρχεται

ΠΕΖΟ
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ: «Ο Οίκος»
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ: «Ιστορία με κρυμμένα κοχύλια κι αινίγματα»
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: «Η Σουζάνα»
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: «Ένας κανείς»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Με τη Μαρία Κουγιουμτζή συνομιλεί η Λίλια Τσούβα
Με την Έλενα Παλλαντζά συνομιλεί η Αναστασία Γκίτση: Έλενα Παλλαντζά
Η Ελληνίδα ποιήτρια μεταφράστρια της Βόννης

ΣΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Η λεπτουργία της θεματικής του θανάτου - Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Οδοντόκρεμα με χλωροφύλη, Κίχλη, 2021, Θερμά θαλάσσια λουτρά, Κίχλη, 2021, Ο οβολός, Κίχλη, 2023

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ
ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Ο ζωγράφος του τεύχους Κωνσταντίνος Παλιάν
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΙΑΝ: Αναφορά στην τετραχρωμία



Εκδόσεις Κουκκίδα
Θεμιστοκλέους 37, 106 77 Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 3802644
e-mail: koukkida.edit@yahoo.gr
Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37
106 83 Αθήνα
Τηλ: 210 3802644


Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Ορέστης Αλεξάκης, "Αγαθά παιχνίδια"





ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ


Βουίζει σαν τροχός η πόλη
Φώτα και χρώματα υδαρή
Τη νύχτα θάρθει να σε βρει
φορώντας στο μηρό βραχιόλι

Τίποτα βέβαια σοβαρό
Πες μια φυγή – σαν αυταπάτη
Σε ακολουθεί το ανήλεο μάτι
που φέγγει μέσα σου    Νεκρό

Πρωί νωρίς στην Εφορία
Στις ένδεκα οδοντογιατρό
Σαν τον κρυμμένο θησαυρό
σε αναζητώ     Στα μαυσωλεία

Θρηνούν τα περιπολικά
Χαμός στη στάση λεωφορείων
Δευτέρα δεκατρείς     Αρχείον
Να προσαχθούν τα σχετικά

Καταχωρείς τα δεδομένα
Κλείνεις τα νέα σου ραντεβού
Δεν είσαι πουθενά     Παντού
προβάλλουν σύνορα κλεισμένα

(Χρόνια και χρόνια καρτερείς
πέρ’ απ’ την έρημο του χρόνου
στον ερχομό του δολοφόνου
κάπου ένα πέρασμα να βρεις)

Προσθήκη – αντίκρουση    Προτάσεις
Ενστάσεις και παραγραφές
Θα ’χει κρυώσει πια ο καφές
Και πάλι δίχως να προφτάσεις





ΕΠΑΙΤΗΣ


Και πάλι χάνεσαι στην πάχνη
σκιά στο χρώμα τ’ ουρανού
σα να ’σαι −κι είσαι− του αλλουνού
κόσμου που ο νους μου μάταια ψάχνει

Κι εγώ μια πέτρα ραγισμένη
δεμένη με τη στέρφα γη
να διακονεύω τη σιγή
που τη βαριά ψυχή αλαφραίνει

Κρατώντας κάτι απ’ τη μορφή σου
σαν την ανταύγεια των νερών
Ένας δραπέτης των ωρών
Ένας επαίτης της αβύσσου





ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ


Θα προχωρήσεις στο σκαμμένο δρόμο
Νεκρό σκυλί στο ρείθρο το φεγγάρι
Θ’ ακολουθεί κερένιο παληκάρι
κρατώντας το άδειο φέρετρο στον ώμο

Στ’ αριστερά ο τυφλός με τη ρομβία
Κάποιος δεξιά που αθόρυβα θα σκάβει
Στο βάθος ένα ολόφωτο καράβι
φέρνοντας τη γαμήλια κουστωδία

Θα ’ναι νωρίς για την αναγγελία
Στη σύναξη θα δείξεις τα σημάδια
Θ’ ακούς φωνές από βαθιά πηγάδια
Πνιγμένοι θα γυρνούν την τροχαλία

Θα λάμψει φονικό το δίκαιο χέρι
μ’ όλη τη δόξα μέσα στ’ όνομά σου
Θα ονειρευτείς φτερούγισμα Πηγάσου
Κι ένα θεό που υψώνει το μαχαίρι





Η ΣΚΟΝΗ


Βλέμμα σαν φως που διαπερνά
τη λήθη και το πεπρωμένο
Μέσα στον τάφο μου ανασταίνω
τα χθεσινά
Και λέω πως είναι από νερό
το σώμα μου −γι’ αυτό θ’ αντέξει−
πως επιστρέφω σε μια λέξη
σ’ ένα φτερό
Πως είναι η πόλη μου νεκρή
κι έχουν οι φύλακες σαλπάρει
πως ο τυφλός με το λυχνάρι
με λοιδωρεί
Πως ξένο σπίτι κατοικώ
πως μ’ έχει ο χρόνος προσπεράσει
και πως η σκόνη θα σκεπάσει
το μυστικό





ΕΚΛΥΣΗ


Με παρασύρεις σ’ ένα φως που εξουθενώνει
Νιώθω το θαύμα σαν απέραντη ενοχή
Βρίσκομαι κάπου     σε μιαν άγνωστη εποχή
Ξάφνου μυρίζω τα μαλλιά σου και νυχτώνει

Κρύψε με μέσα στους μυχούς του σώματός σου
Μια μεταμόρφωση στο χρόνο προσπαθώ
Δώσε μου σχήμα     δος μου βάρος να βρεθώ
προστατευμένος στον ασύλητο βυθό σου

Μη λησμονείς τη σκοτεινή συνωμοσία
τον Επισκέπτη     τον Επόπτη     το Γιατρό
Μ’ έχουν καρφώσει σ’ έναν πέτρινο σταυρό
ν’ αντιμετριέμαι με τη σκόνη στα μουσεία

Χιόνι σα θάνατος το θάλαμο σκεπάζει
Μέσα σε δάσος αγαλμάτων περπατώ
Λες κι είναι ο κόσμος ένα βλέφαρο ανοιχτό
μα απ’ όπου δε θυμάμαι ποιος και πού κοιτάζει

Σ’ έχω ανασύρει μα κανείς δεν το ’χει μάθει
Κρύβω το σκάφανδρο στα υπόγεια του ναού
Σ’ αγγίζω-αγγίζω το μυστήριο του Θεού
λουσμένος πάλι σ’ άγιο φως κι ανίερα πάθη





Από τη συλλογή «Αγαθά παιγνίδια» (1994).
Πηγή: «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση [1960 - 2009]», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «At Eternity's Gate» (1890).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Κώστας Θ. Ριζάκης, "τα ημερήσια"




τα ημερήσια


πετεινοφάγωτος κ’ η αυγή γαβριάζεις
κικιρίκου σέρνει ήλιον κατακόκκινον
σπάζει σε κιτρινάκι δίνοντας σάλτον
χρύσισεν ουρανοκαρχαρίας πέφτεις
στο μήποτε πρωινόν πού κρύφτηκες
πρώτο αίμα πόσον καμπούριασες ο
θεός σκυφτός σκαφτός γραφέας προ
της νυκτός σταντάλιζες το έν μετά τ’
άλλον μπογιάς τά επίτιτλα χρωμάτων·

(βαθέος όρθρου αυθαιρετών· παρένθετος κι εκθειάζω)


                                                       Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαέξι συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Γ.Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα:
Musée national, “Μessage biblique Marc Chagall”.
(Rokus Cornelis, 5/8/2004).

Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Κώστας Κουτρουμπάκης, "Λόγο στον λόγο"





Λόγο στον λόγο


Ήθελα τόσα να σου πω.

Μα το ποίημα
άνοιξε το στόμα του
και τα κατάπιε όλα.

Τέλος
έφτυσε τις δυο
τις πιο ακριβές μου
λέξεις.



                Κώστας Κουτρουμπάκης




Ο Κώστας Ι. Κουτρουμπάκης γεννήθηκε το 1969. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, συγγραφέας και μουσικός. Από τις εκδόσεις Ενύπνιο κυκλοφορούν τα βιβλία του Ο Μαραγκός (2018) και Οι Κάποιοι (2021). Το 2019 αναρτήθηκαν σε διαδικτυακή πλατφόρμα τα Γεφύρια του, πρότζεκτ με οργανικές συνθέσεις και μουσικές πλαισιώσεις ποιητικών κειμένων. Από τις εκδόσεις Ενύπνιο κυκλοφορεί επίσης και η τελευταία του δουλειά, η Vox (2023), μουσικό αναλόγιο ποιητριών της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για αναγνώσεις ποιημάτων, για κάθε ένα από τα οποία έχει γραφεί –ως ανταπόκριση– ένα πρωτότυπο μουσικό κομμάτι, μια μορφή μουσικοποιητικής στιχομυθίας.



Πρώτη δημοσίευση


Στην εικόνα: Lawrence Alma-Tadema, "An eloquent silence" (1890).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Αλέξης Τραϊανός, "Πέντε αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972"





[Ο ήλιος σε στίλβωσε]


Ο ήλιος σε στίλβωσε
Πάσχιζα να σε θυμηθώ
Το πρωί το μεσημέρι το βράδυ
Πάσχισα
Για κάποιο μεσημέρι κάποιο βράδυ κάποιο πρωί
Έπειτα η μνήμη χύθηκε
Τραυματισμός Μαΐου

Λοιπόν δυο καλοκαίρια
τα λουλούδια δεν μαραθήκαν στον τάφο σου
Δυο καλοκαίρια ο νεκρός σου δεν πέθανε
Ο ήλιος δεν χόρτασε να σε στιλβώνει

Κίτρινο κίτρινο άσε για πάντα
Στο πρόσωπό σου το φως
Κίτρινο κίτρινο ας το
Να το μεταφράζω σε ποίημα

                                                      30.5.69





Τυμβωρύχοι


Τα μάτια σου
Πώς σκοτεινιάσαν έτσι τα μάτια σου

Πώς να σε κοιμίσω μέσα μου τούτη τη νύχτα
Που με γυρνά σε μια πλατιά ανάσα
Κάτω απ’ ώρες πιο μαλακές
Κι από γαλάζιες προσδοκίες
Εκεί μες στις ακροβασίες τόσων χελιδονιών

Πώς νύχτα μου να σε κοιμίσω
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Πού να σας κοιμίσω σκοτεινά μάτια της αγάπης
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Τώρα που πλησιάζουν οι τυμβωρύχοι





Διάσταση


Τώρα μες απ’ τον ύπνο σου μπορώ να σου δώσω
Τόσες πορείες και τόσες διαφυγές
Πλάθοντας κατά βούληση τα στοιχεία σου
Χαράζοντας γραμμές πλεύσεως που ποτέ σου δε γνώρισες
Γιατί δεν αντιλαμβάνεσαι τίποτα
Τυλιγμένη σε μιαν επιφάνεια
Λαξευμένη στο ύψος σου
Κάτω από ενδύματα που κυματίζουν μεσίστια

Ίσως σου λείπουνε οι καθρέφτες
Ίσως να μην αντίκρυσες τα πολλαπλά νοήματα των ματιών
Αλληλένδετα με το είναι σου
Θα κράτησες όμως παιδί σε κάποια περασμένη εκδρομή
Μες στις παλάμες μια πεταλούδα
Έπειτα θα την άφησες με μιαν ευτυχία στα μάτια
Και τα δάχτυλα γεμάτα χρυσόσκονη
Θα σφύριζε αργά η αναχώρηση
Και θα ’χες ψήγματα στις παλάμες τρέχοντας για τη στοίχιση

Ψήγματα χρυσόσκονης που έχεις ακόμα





Μνήμη


Θολό συναίσθημα
Αλατίζοντας γλαυκές μνήμες
Περιουσία της ψυχής σου
Που έμεινε μια θλιβερή αιώρα

Μια θλιβερή αιώρα
Θα σε λικνίσει πάλι και πάλι





Απογύμνωση


Περιφέρεται τώρα με μιαν ιδιωτική θλίψη
Ραμμένη στο στόμα
Μ’ ένα πικρό συναίσθημα στις άκρες των χειλιών του
Μόνος και ξοδεμένος
Γυμνός από τ’ αποδυτήρια της αγάπης
Γυμνός δίχως νερό και αίμα
Σε μια θητεία καθήλωσης
Νεκρός μες στην ευαισθησία των δειλινών
Καπλαντίζοντας μ’ ένα χαρτί ερημίας την πολιτεία

Νεκρός
Με μιαν ιδιωτική θλίψη σ’ έναν ιδιωτικό Απρίλη





Πηγή: «Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας ερειπίων - Τα ποιήματα», εκδ. Πλέθρον, 1991. Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας − Στέφανος Μπεκατώρος.
Στην εικόνα: Ramon Martí Alsina, «Ruins of the Palace» (1859).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.