Δεν ξέρω που να σταματήσω.
Κι ούτ' έχω χρόνο διαθέσιμο
Για να ξεμάθω.
Χωρίς δασκάλους
Ή μιά μέθοδο έστω.
Απίθανο
Να βγάλω εγκαίρως από πάνω μου
Όλη την ύλη.
Ο Έντισον εφεύρε τον φωνογράφο
Η φάλαινα γεννάει φαλαινάκια
Ο Δούναβης διασχίζει τη Βιέννη -
Αφόρητο φορτίο ανιαρό
Τα δευτερεύοντα.
Με κάμποσες επαναλήψεις λήθης
Φαίνεται
Θα καταφέρω κάποτε
Να ξεθωριάσουν.
Όμως πώς είναι πράσινα τα φύλλα
Ο βίος βραχύτατος
(Η τέχνη ακόμη βραχυτέρα)
Όμως πώς είναι η θάλασσα νερό
(Κι όλα βεβαίως νερό)
Αδύνατον
Ό,τι κι άν κάνω, αδύνατον
Να τα προλάβω.
Με τέτοιαν έλλειψη ελλείψεων, μπορώ
Να πάρω απολυτήριο; Δεν μπορώ.
Γι' αυτό
Ας μείνω, Κύριε, στην ίδια τάξη
Στάσιμος
(Α ναί, στην ίδια τάξη στάσιμος)
Λίγες χρονιές ακόμη.
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω κάνω πως γελάω δεν επιθυμώ το αδύνατο ούτε το δυνατό, τα απαγορευμένα για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά. Τον ουρανό καμιά φορά κοιτάω με λαχτάρα την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται στη γοητεία της νύχτας. Η μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή. Αλλά νιώθω και μια άλλη παράξενη συμμετοχή∙ αγωνία με πιάνει ξαφνικά για τον ανθρώπινο πόνο. Απλώνεται πάνω στη γη σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο που μουσκεμένο στο αίμα σκεπάζει μύθους και θεούς αιώνια αναγεννιέται και με τη ζωή ταυτίζεται. Ναι, τώρα θέλω να κλάψω αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Από τη συλλογή "Η ανορεξία της ύπαρξης", Καστανιώτης 2011
Την
συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.
Στάθηκα
σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον
είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν
κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι
γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε –
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε,
βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος – ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι
Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν. –
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κ’ είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και πάντα του ήμουν ξένος. –
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
(1929)
"Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ. Χ." διαβάζει η Έλλη Λαμπέτη
μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο
Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινές τους φλέβες να φουσκώνουν
μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές τού ανέμου
Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνους τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους
Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκαλά τους απ' το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Από τη συλλογή
«Ο ληξίαρχος», εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989
Ανεβαίνω
πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα. Δεκαοχτούρες μετράνε την
ανατολή κι ένας αγέρας έρχεται απ’ τα πεύκα. Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.
Δαγκώνει
το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει βλέφαρα μιας
άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί συγκεντρωμένοι. Ποντιακά, Τούρκικα, Ελληνικά,
Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται ο πατέρας σκουπίζει τα
μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το
τραπέζι. Κάθεται, μιλάει για το σπιτικό.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα
φίδια.
Ανοίγει το
κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν. Χάσκουν και πάνω
από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο μακριά το Όρος. Φεύγουν τα
σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες
γυρίζουν, λαχανιάζουν οι μηχανές σκούζουν οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα
παρταλιασμένα.
Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα
φίδια.
Ο
εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες χώματα σανίδια
φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα. Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές κυδωνιές
καρυδιά. Ο κήπος που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια νύχια εξαφανίζουν
τον ουρανό.
Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Άλλοι άνθρωποι θα
χτίσουν τα σπίτια τους.
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ’ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά –
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακλουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ’ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ’ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ’ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.
Αυτά που ’ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τούς κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.
Μ’ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά·
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ’ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.
Μτφρ. Γ. Σημηριώτης
Από το βιβλίο «Τα άνθη του κακού», γράμματα 1991. Τίτλος πρωτοτύπου: Les Fleurs du Mal, 1861.
"Κανένας δεν κολυμπάει δυο φορές στο ίδιο
ποτάμι", έλεγε ο φιλόσοφος Ηράκλειτος. Κι όμως είναι πάντα οι ίδιοι που
ανεβαίνουν πάλι! Στις ίδιες ώρες περνάνε χαρούμενοι ή λυπημένοι. Εσείς όλοι,
διαβάτες της οδού Ραβινιά, σας έχω δώσει ονόματα πεθαμένων της Ιστορίας! Να ο
Αγαμέμνων! να η Δις Χάνσκα! ο Οδυσσέας είναι γαλατάς! Ο Πάτροκλος είναι κάτω
στο δρόμο, ενώ κάποιος Φαραώ βρίσκεται δίπλα μου. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης
είναι οι κυρίες του πέμπτου πατώματος. Αλλά εσένα, γέροντα ρακοσυλλέκτη, εσένα
που, στο μαγικό πρωινό, έρχεσαι να πάρεις τα συντρίμμια: ακόμα ζωντανά, όταν
σβήνω τη βαριά καλή μου λάμπα, εσένα που δε σε ξέρω φτωχέ κι όλο μυστήριο
ρακοσυλλέκτη, εσένα, ρακοσυλλέκτη, σε ονομάζω μ’ ένα όνομα ένδοξο κι ευγενικό,
σε λέω Ντοστογιέφσκι.
Μτφρ. Τάσος Κόρφης
Από το βιβλίο "Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα", ανθολόγηση Μαρία Λαϊνά, εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, 2007.
Εσύ στυλάτο IBIZA δεν έζησες τη δόξα των τριάντα χρόνων μου ώς σαράντα.
Εσύ γνώρισες μόνο την πανέμορφη Αριάδνη.
Όμως εσύ παλιό μου FIAT 127
εσύ και τι δεν άκουσες, και τι δεν είδες.
Σύμπαν μικρό πού σ’ έλειωσαν οι τόσοι στεναγμοί της ευφροσύνης
που σε ξεβίδωσαν κουνήματα γλυκά· που σε σμπαράλιασαν
οι άγριοι σεισμοί των οργασμών.
Και τ’ ουρανού σου από μέσα η οροφή πως αχρηστεύτηκε,
απ’ τα τακούνια τόσων γυναικών.
Από την ενότητα "ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ"
που περιλαμβάνεται στη συλλογή "ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ", Μελάνι 2004
Κάποιες φορές που το καλοκαίρι ντύνεται το
φθινόπωρό του, παίρνω στον ώμο μια κάμερα κι ακολουθώ τον ποιητή. Βαδίζει μέσα
στον κόσμο ευθυτενής, αρχοντικός, καλοσυνάτος. Δεν βλέπω πρόσωπα στο πλήθος,
μήτε κεφάλια, μήτε πλάτες. Μόνο χέρια που παραμερίζουν για να περάσει εκείνος.
Αν πατήσω παύση, τα χέρια θα γίνουν λουλούδια λίγο ακριβώς πριν πέσουν με
κρότους ιαχών πάνω στα μαλλιά και στους ώμους του. Συνεχίζω να τον ακολουθώ
απολαμβάνοντας λίγο απ’ το παρασκήνιο της αίγλης του. Στο κέντρο της εστίασής
μου, σταθερά, η καλοντυμένη πλάτη, τα μπρούντζινα μαλλιά και κάποιες γωνίες του
προσώπου απ’ όπου ξεχειλίζει το στωικό του χαμόγελο όπως ξεχειλίζει το κρασί
απ’ την κανάτα μιας γκαρσόνας που άκουσε μιαν απρόσμενα εύηχη φιλοφρόνηση.
Ξαφνικά σταματάνε όλα: οι κινήσεις, οι ιαχές, τα λουλούδια στον αέρα. Μόνον
εκείνος κινείται. Γυρνάει στους συντρόφους του και απαγγέλει κάτι μακροσκελές
και δύσληπτο. Αδυνατώ να το συγκρατήσω λόγω των απαιτήσεων της εργασίας μου.
Αυτό που εκλαμβάνω όμως από το πλήθος είναι μια αμηχανία απαλή σαν ομίχλη. Μια
αμηχανία όμοια με του κουταβιού που του μιλάει ένας άνθρωπος κι εκείνο τον
κοιτάζει πλαγιάζοντας στον αέρα το κεφάλι του προσπαθώντας να τον καταλάβει. Ο
ποιητής σ’ αυτήν την περίσταση απαντά άμεσα μ’ ένα απροκάλυπτα ευγενικό
χαμόγελο κατανόησης που η καλοσύνη του φωτίζει άξαφνα τα πρόσωπα όλων των
παρευρισκομένων αποκαλύπτοντας την καταγωγή και τον πολιτισμό τους. Το φως
καταπίνει για λίγο τον πρωταγωνιστή μου αναγκάζοντας με να κάνω τις αναγκαίες
ρυθμίσεις στην κάμερα. Τότε οι κινήσεις του γίνονται κινήσεις πεπρωμένου,
θαρρείς αρχαίου δράματος που οδεύει στην λύση του. Πηγαίνει ατάραχος σε μία
γωνία κι αρχίζει να γδύνεται κρεμώντας τα μέρη του ακριβού κουστουμιού του στα
καρφιά του τοίχου ιεροτελεστικά: Λίγη θάλασσα, ένα σύννεφο, το βλοσυρό φύλλωμα
ενός δέντρου, δυο κοσμήματα με βράχους, δίνοντας έτσι ταυτότητα στον χώρο. Μένει
μόνο μ’ ένα αρχαιοπρεπές περικάλυμμα μέσης. Μου κάνει νεύμα. Αφήνω την κάμερα και
τον βοηθάω να ταιριάξει πάνω του τον χιτώνα και την μακριά χλαμύδα της χλαλοής.
Μου το ανταποδίδει βοηθώντας και μένα ν’ αλλάξω· περιμένει να οπλίσω την κάμερα
και χωρίς να ξανακοιτάξει στο πλήθος βαδίζει προς την αυλαία που βρίσκεται λίγο
πιο δίπλα. Την παραμερίζει και μπαίνουμε σ’ ένα αρχαίο θέατρο. Εκεί περιμένουν
άλλοι ποιητές. Με γένια και μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, του ασημιού ή της
πλατίνας, με χέρια χρυσά ή μαρμάρινα. Είναι ντυμένοι όπως αρμόζει στην
περίσταση. Μας καλωσορίζουν. Κουβεντιάζουμε για λίγο ήσυχα. Ξαφνικά σιγή. Πάμε
όλοι στις θέσεις μας όπως οι λέξεις στους στίχους μιας επίκλησης. Τα φώτα
σβήνουν. Αποθέτω την κάμερα στο πλάι. Ακούγεται φλοίσβος κυμάτων και νεφών. Η
παράσταση αρχίζει.
Από τη συλλογή "FUROR SCRIBENDI", εκδ. Ars Poetica 2013 (Η φωτογραφία είναι από την εκπομπή "Παρασκήνιο" της ΕΡΤ)
α. Είθε
είθε να μετράς τις ρωγμές στο χρόνο
και να βγαίνεις όχι λιγότερος
από τον υπέροχο άνθρωπο που είσαι!
β. Πρώτη φορά
πρώτη φορά με πήρες άνεμε αγκαλιά
κι αποκοιμήθηκα ήσυχος
γιατί κατάλαβα ότι η αγκαλιά σου
είναι ολάκερος ο κόσμος! ....................................................................... ε. Αυτό που φοβάσαι
δεν είναι τίποτε άλλο
παρεκτός της θλίψης μέσα σου
ή της ενοχής
για τα καλοκαίρια που σκότωσες
αλλά τούτο μόνο να θυμάσαι
άνθρωπος είσαι
δε θα μπορούσες
να μη σκοτώσεις καλοκαίρια!
ζ. Κοίτα το φως
που σκάει πάνω απ’ το λαιμουδάκι
της χαράς σου
όταν θυμάσαι τα θέλω σου
ανθρωπάκι μου
γλυκέ μου βυσσινόκηπε εαυτέ!
.......................................................................
ι. Έκλαψα χθες
για μια παγερή αδιαφορία
για μια χαμένη πολιτεία
κ. Ο κόκορας
λέτε να πάρουμε από έναν
να μας ξυπνάει το πρωί
να μας θυμίζει ότι είμαστε ζωντανοί; .......................................................................
ο. 1000 αύριο δε συγκρίνονται με ένα χθες
υπάρχει το ναι και υπάρχει το όχι
Ναι αν το χθες ήταν ο Παρθενώνας
Όχι αν το χθες ήταν η απουσία σου .........................................................................
τ. αγαπημένε
τι να σου πω
τι παράδειγμα να σου δώσω
με τι φωνή να σου φωνάξω
και με τι αέρα να σε φυσήξω; ........................................................................
χ. φιλία
δε σπουδάζεται
δικάζει και δικάζεται…
ψ. αφανής
αφανής ή αχανής δεν έχει σημασία
ναύτης είσαι
υπηρέτης της θάλασσας
πλάτυνε λοιπόν το χαμόγελό σου
για τη γαλάζια κυρά..
ω. τι θα πει άνθρωπος
να αγαπάς και να συγχωρείς..
το πρώτο ωθεί στη θέωση
το δεύτερο τη δεσμεύει..
Περνούσε τα βράδια απ’ τη γειτονιά
πίσω του σκυλιά συμπλήρωναν το κάδρο.
Ερχόταν πάντα νύχτα
όταν τα φώτα έσβηναν
όταν τα χέρια έβγαιναν
ν’ αγγίξουν άλλα χέρια.
Με τρυπημένα μάτια απ’ την άνοιξη
έφευγε το πρωί ο εφιάλτης.