Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Ελένη Καραγιάννη, "Το στρώμα το νυφιάτικο"




Το στρώμα το νυφιάτικο 


Πάνω στο κρεβάτι μια φουχτίτσα άνθρωπος. Κουβέντα ήθελε:
    «Όλο το χωριό στο πόδι. Μικροί μεγάλοι με δαδιά αναμμένα κίνησαν για τον βάλτο. Η νύχτα στην πιο σκοτεινή της ώρα. Το φεγγάρι άφαντο. Λες και το ρούφηξαν τα λασπόνερα του βάλτου. Για να λυθούν τα μάγια, τετράποδα ορμήνεψε να μαζώξουν στο πιο πηχτό σκοτάδι, σε βρώμικα νερά, η «γιάτρισσα». Η «γιάτρισσα» ζούσε σ’ ένα χαμόσπιτο έξω απ’ το χωριό. Μαντζούνια για τους πόνους έφτιαχνε κι ένιωθε τάχα από διαόλου πράματα.
    Σακί γεμάτο μπακάκια και νεροχέλωνες τής πήγανε οι χωριανοί και δέκα λίρες χρυσές απ’ τον πατέρα. Με το χρυσό τα έσφαξε. Κακόμοιρα ζωντανά. Στράγγιξε το αίμα τους και στον κόρφο έκρυψε τις ματωμένες λίρες τις χρυσές. Με το σφαγιασμένο αίμα το ακάθαρτο ράντισαν το τρίτο σκαλί και το στρώμα το νυφιάτικο. Μετά έσυραν το στρώμα στην αυλή. Φωτιά, να το κάψουν, έβαλαν. Λαμπάδιασε εκείνο στη στιγμή. Τριζοβολούσαν οι φλόγες. Άνοιξε το ύφασμα και ροβόλησαν καψαλισμένα τα βαμβάκια. Τριγύρω οι χωριανοί καρτερούσαν να ξεχυθούν τα δαιμόνια απ’ το πανί.
    Άδικα. Γιατί η «γιάτρισσα», αυτή η γριά, η ξεδοντιάρα, η αγύρτισσα, λάθεψε, κόρη μου. Τα μάγια δεν με μπόδιζαν να κατεβώ τη σκάλα, δεν ρίζωναν τα πόδια μου στο τρίτο το σκαλί, αλλά η ντροπή μου για τις πομπές του. Μαγεμένη δεν ήμουν. Ντροπιασμένη ήμουν. Γύρευα ανθρώπου μάτι να μη με δει. Ούτε το φως του ήλιου βάσταγα. Να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Να σκάψω τάφο με τα χέρια μου και μέσα να κρυφτώ γύρευα. Ούτε τον έδιωξαν απ’ τα στρωσίδια μας τα νυφικά μάγια. Τα λογικά του έχασε με το ξεπεταρούδι του φούρναρη, ο ξεσυλλόγιαστος. Χίλιες φορές χήρα να τον νεκροφιλήσω προσευχήθηκα γονατιστή μπροστά στα εικονίσματα-παρά ζωντοχήρα, ατιμασμένη νιόπαντρη.
    Το στρώμα έκαψε όσο έκαψε και με το πρώτο φως της μέρας ο πατέρας το κρέμασε στον στάβλο απ’ το τσιγκέλι σαν γδαρμένο ζώο, να ξερνοβολήσει τα στερνά του αποκαΐδια. Μεγάλωσα, γέρασα και λησμόνησα αν έχυσα δάκρυα περισσότερα για κείνον ή για το στρώμα το καψερό, το αδικοκαμένο. Τη μια μέρα καλοστρωμένο, στολισμένο με ρύζια και κουφέτα και την άλλη σαν σκιάχτρο ρημαγμένο να χάσκει στην αυλή. Κλείνω τα μάτια, συλλογιέμαι τα παλιά και κείνη η μυρουδιά απ’ το καμένο ύφασμα μου ‘ρχεται ακόμα στη μύτη και μου καίει τα ρουθούνια.
    Τον τρόπο μας τον είχαμε. Πέρα δώθε τα προξενιά στον πατέρα αλλά στεφάνι δεν ξανάβαλα. Μα την αγάπη τη γεύτηκα. Και μάνα έγινα. Για τα μικρότερα αδέρφια μου και για τα παιδιά τους και για τα παιδιά των παιδιών τους. Στην «γιάτρισσα» απ’ το χωριό δεν ματαπήγε κανείς.
    Πλησιάζω τα ενενήντα και τον Χάρο δεν τον σκιάζομαι. Καλώς να ορίσει. Αν όμως κοπιάσει απόψε, κρίμα να με ’βρει στο κοτρόνι πάνω», παραπονέθηκε.
    Χαμογέλασα κι απολογήθηκα για το άβολο, σκληρό στρώμα του νοσοκομείου, που έκανε το κορμί της να πονά. Έλεγξα το οξυγόνο και τη ροή του ορού στη φλέβα της και υποσχέθηκα, μόλις τελειώσω με τους ασθενείς του θαλάμου, να ψάξω στην ιματιοθήκη για ένα μαξιλάρι πιο άνετο, βαμβακερό και μαλακό, σαν το στρώμα της το νυφιάτικο.


Ελένη Καραγιάννη





Από τη συλλογή διηγημάτων, «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», Εκδόσεις Γραφή, 2022.

Στην εικόνα: Jan van Goyen, «Landscape with a Peasant Cottage» (1631).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Το πανηγύρι της Άνοιξης"




ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

                              μνήμη Δημήτρη Ιορδ. Καρασάββα

                              Σωσμένος πια αποθέτεις
                              το Τάμα Σου στο Βωμό της Λύτρωσης
                              Κομματιασμένα ποιήματα
                              αφημένα ευλαβικά...
                                          Δ.I. Καρασάββας



Γύρω μου θρασομανάει
της άνοιξης το πανηγύρι. Όλα εδώ ξανά
το ηχηρό φωνάζοντας  π α ρ ώ ν:
Οι φρέζιες    τα σαλκίμια    οι μανταλίδες
φτενά χαμομηλάκια
(τρέμω μην τα πατήσω)
και λευκά
λιγνόκορμα σαμντάνια τα σπερδούκλια
όλα εδώ:
των τριφυλλιών τα κίτρινα ανθάκια    οι παπαρούνες
τον ερχομό της Κόρης να γιορτάσουν
και μόνο εσύ απών
                                    παλιέ μου φίλε.

Την κακόφωνη ακούω καρακάξα
αντί γι’ ανάκουστο πουλάκι.
Οι άλλοι την μπερδεύουν με την κίσσα.
Μα όχι εμείς, Δημήτρη.
 
Το τελευταίο σου βιβλίο πάλι ξεφυλλίζω.
Σίγουρα ξέρεις πια τί είναι η Βέρροια
με δύο ρο. Θα έμαθες
                           όπως κι εγώ
τί είναι ο ποιητής: κύνας
αμέριμνος μπροστά στον Μεγαλέξανδρο.
Ήφαιστος μόνος
ευτυχισμένος στη σπηλιά του.

Στην ύστατη αφιέρωση σε μένα
τη φιλία σου πάλι ανασαίνω    πριν
τους πικρούς μου στίχους σαν αγέρι ψιθυρίσω
στα φύλλα τα καινούργια της συκιάς.

Ακέραιο ποίημα το δικό μου    αφημένο ευλαβικά
στην παρουσία σου.

Με αγάπη τη Βέρροια θυμάμαι. Στο χέρι σου
τους ξέγνοιαστους «Καιρούς» σου να κρατάς.


                                                     Μάτι, 4.4.2025
                            Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Sandro Botticelli, «Primavera».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Κλεονίκη Δρούγκα, "κουκούτσια από καρπούζι"




ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


Μαρία Μαγδαληνή

                           Στη Βάγια


Η ομορφιά της το μέτρο ξεπερνά και
τη φοβούνται·
λαχανιασμένοι πέτρες τής πετάνε μα
αυτή στα μάτια τούς κοιτά
σωσίβιο ψάχνει
παρακαλεί να την αφήσουν μέχρι που
ένα χέρι απ’ το μαρτύριο την τραβά
σαν από θαύμα.
Η Μαγδαληνή με την ψυχή της
πληρώνει·
αφήνει μάλιστα και πουρμπουάρ
λίαν πρωί ελθούσα.


Από την ενότητα
«Μιλάω για λάφυρα σκληρά»





Ιούδας

                           Στη Φρόσω


Εκεί που βασανίζομαι και
Γολγοθά περνώ
μια σκέψη κάνω
στάση ν’ αλλάξω κι οπτική στην προδοσία
να πω Ιούδας ήταν
πέρασε
συναίνεση να δείξω στο δράμα
να ξημερώσω βοριάς
ορίζοντες να καθαρίσω.
Βραχύς ο βίος, άλλωστε, κι ωραία τα φιλιά.


Από την ενότητα
«Κάποτε μεγαλώνεις (ή μήπως όχι;)»





κομμένο στα δύο το χαμόγελο

                           Στη Βάσω


Χωρίζουμε, μου λες, κι εγώ
πετάγομαι
κάτω απ’ την πολυθρόνα
στα σκάλες
στο χαλί
σπάω κομμάτια γίνομαι.
Περνά ο χρόνος με μαζεύει
βάζει μια κόλλα ισχυρή
ρωγμές να κολλήσει
φθαρμένες σχισμές.
Οι κόλλες τρέχουν
στα χέρια στα πόδια παντού
−δεν με πειράζει−
ο χρόνος σίγουρα θα κάνει δουλειά·
εκείνο που με πειράζει είναι
που κόπηκε στα δύο το χαμόγελο.
Το ένα κομμάτι έψαξα μα
δεν το βρήκα.
Ό,τι δεν με σκοτώνει, τελικά, με αφήνει μισό.


Από την ενότητα
«Φωνή έρωτα αποκάλυψης»





μανταρινόφλουδες

                           Στη Σοφία Π.


Ξεφλούδισες ένα μανταρίνι
ύστερα κι άλλο
κι άπλωσες φλούδες αραιά στην ξυλόσομπα.
Μύρισε μνήμες το δωμάτιο
θα κρυώσεις·
ξυπόλυτη μην περπατάς·
τα μαθήματα τα ’κανες;

Νωπή χαρά
με καταπίνει
κρατώ σφιχτά τη μυρωδιά κι ύστερα
περνώ κλωστή το χαμόγελο
στα έρημά μου χείλη.


Από την ενότητα
«Τι θυμήθηκα τώρα!»





ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ


στο εξοχικό

                           Στον Τριαντάφυλλο και τη Σοφία


Αποσύρονται οι θεοί τις μέρες του χειμώνα
με τρεχαλητά·
ξεθωριασμένους ήλιους δεν μπορούν.
Τα καλοκαίρια επιστρέφουν
στο εξοχικό τους
χώνουν τα πόδια σε άμμο καυτή
ατενίζουν πανιά που λεκιάζουν ορίζοντες
θαλασσοπούλια που κρώζουν πάνω σ αφρούς.
Τρεις μήνες το νοικιάζουν·
ξεχνιούνται με τα γέλια της θάλασσας
ανοίγουν την πόρτα στη ζωή
ξυπόλυτοι γυρνάνε με μια φέτα καρπούζι στο χέρι
μπαντάρουν έρωτες
σαλιώνουν σελίδες και
συνωμοτικά ίχνη υγρά αφήνουν
στα σανίδια
γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα βράδια.
Κι όταν ξαπλώσουν στο κρεβάτι
το ασπράδι των ματιών τους παίρνει
το χρώμα του καλοκαιριού·
χρυσό γίνεται.
Φοράνε τότε σκουρόχρωμα γυαλιά
−ακόμη κι οι Θεοί τόσο χρυσό δεν το αντέχουν.





Από τη συλλογή «κουκούτσια από καρπούζι», εκδ. Μανδραγόρας, 2025.
Έργο εξωφύλλου: Γιάννης Παπαγιάννης.





Η Κλεονίκη Δρούγκα είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Οι καλλιτεχνικοί προσανατολισμοί της στρέφονται σε σενάριο-κινηματογράφο, ποίηση, πεζογραφία και εκπαίδευση. Έχει εκδώσει βιβλία επιστημονικού ενδιαφέροντος, τέσσερις ποιητικές συλλογές [«Οκλαδόν με τον Χρόνο» (2022), «Ξεκάθαρο κρύο» (2023), «Με δανεικό μολύβι» (2024), «κουκούτσια από καρπούζι» (2025), όλες από τις εκδόσεις Μανδραγόρας], τη συλλογή διηγημάτων «Η αλήθεια είναι πολλές» (Νίκας, 2024) και έχει συμμετάσχει σε ποικίλες συλλογικές εκδόσεις. Επιστημονικά άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εισηγήσεις της σε πρακτικά ελληνικών και διεθνών συνεδρίων, ποιήματα και διηγήματά της σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Συνέγραψε σενάρια μικρού μήκους ταινιών μυθοπλασίας και συνεργάστηκε σε ταινίες τεκμηρίωσης, με βραβεύσεις σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και διδάσκει Σενάριο στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ, στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Δημιουργική Γραφή-Σενάριο» (Π.Δ.Μ.) και στο πρόγραμμα «Συγγραφή, Επεξεργασία και Αξιολόγηση Σεναρίων» ΚΕΔΙΒΙΜ, στο οποίο είναι Ακαδημαϊκή Υπεύθυνη.

 

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Εν Πάτμω"




Εν Πάτμω


IV


Κι απ’ των κρανίων τα ηχεία
Της κτίσης οι ανεπαίσθητοι
Χτύποι γιγάντιοι φεύγαν
Μα ευθύς τους ήπιε η αχόρταγη
Ματαιότης

Τι κι αν το πρώιμο άνθος
Της πασχαλιάς ευώδιαζε
Κι άφριζαν ιριδένιες
Οι οράσεις; έπεφτε ο ίσκιος
Στα βαθιά σωθικά





VII


Καθώς τα χρόνια επέστρεφαν
Στα λιβάδια της ρέμβης
Φως απ’ το χόρτο ανέβαινε
Κι από τα βήματα
Φθόγγοι γλυκείς εγέμιζαν τον αέρα
Ω η σαγήνη τους

Καθαρό κι άσπρο ανάλαφρο
Πουλί από φως ανέβηκες
Με μιας το τραγούδι σου
Το τίναγμά σου χτύπησε
Του στήθους το σήμαντρο
Κι αντήχησε ο χρησμός
Των θρήνων

Κι όταν το χέρι άπληστο
Κλείδωνε με τη σήψη του
Το φλύαρο στόμα
Στο ξαφνιασμένο απόβροχο
Ουράνιο τόξο φάνηκες
Της ερημιάς, να ενώσεις
Την Πάτμο με το άφωνο





VIIΙ


Μάζευε από το έρεβος
Ο νους χόρτα μα ευθύς
Πέλματα αθώα περπάτησαν
Κι ανέβαζαν το ρίγος
Στα χείλη κι απ’ τα χείλη
Στην οικουμένη

Κι όταν οι αστραπές
Φύτευαν δάση στων ματιών
Τα στιγμιαία χαντάκια,
Θαύμα τα ευώδη χώματα
Κι ο ήχος ο μονάκριβος
Του «δόξα σοι τω δείξαντι
Το φως»





Χ


Ήταν η οργή που κραύγαζε
Κι ανέβαινε η πραότης
Απέραντη απ το στήθος

Μέσα της ο μεγάλος
Μίσχος μονήρης έτρεμε
Κι ανύπαρχτος ευώδιαζε
Τα ουράνια

Τ’ ανύπαρχτα, που θεία
Και βροντερά σκοτείνιαζαν
Χρώματα αιθρίας

Ποιος ανακράζει μόνος
Χωρίς ο ουρανός
Να περάσει το σώμα του
Άγνωστος

Και ποιος δεν έγινε άνεμος
Στον άνεμο, ποιο δέντρο
Στο δάσος; ως δι’ εσόπτρου
Βλέπουμε να διαβαίνει
Ο τρέμων μίσχος





ΧΙ


Α, πόσα έγκατα διάβασε
Ο επίορκος νους κι ο ίσκιος
Στα ιώδη βραδιάσματα
Άγνωστος πάνω σε άγνωστες
Πέτρες καθόνταν

Κι άνοιγε τα κρησφύγετα
Της ησυχίας, μα ο κίνδυνος
Του θείου σεισμού ενεδρεύει:
Της ησυχίας τα ορύγματα
Είναι κεραύνια

Μα ο κίνδυνος ο άλλος
Να ’ναι από μέσα ο άνθρωπος
Δέντρο, δε λιγοστεύει
Όταν της τρυφερής
Ανοίξεως οι κερήθρες
Τον ανυψώνουν

Στ’ ανήσυχα περάσματα
Της σκόνης που ανεβαίνει
Από τα κοιμητήρια
Στην καταιγίδα.








Μέσα σ’ ένα όνειρο μπόρεσα κι έγινα γίγαντας μιας ενάρετης θέας
Το χέρι μου έμαθε τη σαγήνη του βάρους και το ξάγναντο της ελαφράδας
Ήρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των φωνών που μετά βίας τα συγκράτησα
Διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση παρηγορίας
Και διότι ακόμη τα δοξαστικά τους αρώματα με ήθελαν γύρη τους κι εγώ δεν ξέρω πότε κι από ποιον άνεμο σκορπισμένη πάνω στις άλλες γύρινες προετοιμασίες

Ήμουν συντετριμμένος και σκουλήκι μπρος στην αγάπη,που σε στιγμές ηρεμίας προφήτευε βίους ενάρετους και νύχτες έναστρες εντός μου να με απολυτρώνουν από το βάρος της ταπεινής πράξης που σφραγίζει το στόμα κάθε μεγαλείου

Πολλές φορές χωρίς να το περιμένω η ματιά του Ιωάννη σαν αξίνα μ’ έσκαβε κι ύστερα το αδύνατο χέρι του πουθέριζε αστραπές
Μου ’ριχνε μερικούς ταπεινούς σπόρους
Έτσι από μέσα μου ξεπετάχτηκαν τόσα δάση και τόσα θηρία που ταιριάζουν στα δάση
Κι όλα τα μυστικά του θεού που τα γέννησαν δάση

Τώρα μπορώ να σας ρίξω μια ματιά σαν κεραυνός που καίει ένα βοσκό
Και να δείτε μια στιγμή την όψη μου
Να με δείτε στον ύπνο σας εαυτό σας γεμάτο συντριβή για το κακό που έκαμε στον πλησίον και σήμερα απελπιστικά μετανιώνει

Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπο μου





Από τη συλλογή «Εν Πάτμω» (1964).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Cosimo Tura, «Saint John the Evangelist in Patmos» (1470).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Θόδωρος Πετρόπουλος, "Άδυτο Αγίων"




Άδυτο Αγίων


Να ξεψυχάει μια βροχή.
Μια θάλασσα να μας κοιτάζει.
Θυμίαμα η ανάσα της.
Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές
ν’ ανηφορίζουν.
Το φεγγάρι μονοκοντυλιά Θεού.
Κάποιοι να τρεκλίζουμε
γυμνοί κι ανέστιοι
ταπεινοί και αποσυνάγωγοι πια.

Μετά φόβου Θεού.
Σε άδυτο Αγίων.
Σε ραγισμένο εικονοστάσι.





Φεγγάρι


Νύχτωσε νωρίς απόψε.
Ας βιαστούμε λοιπόν.

Υπάρχει ακόμη
το πρωινό φεγγάρι
με το μεγάλο πρόσωπο.
Κοιτάζει κατάματα την καρδιά μας
μεγαλώνει τις σκιές
γλυκαίνει το κερί στο δωμάτιο
βάφει τη θάλασσα.

Πικρό κουκούτσι ο όχλος
ποτάμι περνάει εμπρός μας.
Πόδια δίχως βλέμμα
κάποια στιγμή θα μας πάρουν μαζί τους.

Έλα κοντά μου.

Όσο υπάρχει φεγγάρι
θα βλέπω τα μάτια σου
θα πλέκουμε τα δάκτυλα
θα ερωτευόμαστε.

Έλα κοντά μου

Όσο υπάρχει φεγγάρι
κόσμος είμαστε εμείς.





Αιώρηση


Φιλί θαλασσινό,
αχλύ κι αχός,
γαρυφαλλάκι άρωμα,
σπουργίτι ζητιανάκι,
γουλιά κι απομεσήμερο,
μισή φτερούγα φως,
άλλη μισή φεγγάρι.

Τακτοποιώ την οικουμένη.
Παράθυρο που κλείνει.





Κληρονομιά σου


Φορτίνο Σαμάνο τ’ όνομά σου.
Βήμα το βήμα μ’ ένα λυχνάρι
γυρεύει ανάσα μισό φεγγάρι.
Βγες απ’ το κάδρο κι αφουγκράσου.

Στον φλοίσβο των κυμάτων στάσου.
Μια λιτανεία κεντημένη στη σιωπή.
Στ’ ακροθαλάσσι τρεμοπαίζει μια κλωστή.
Ένα τσιγάρο δρόμος η καρδιά σου.

Στη γειτονιά των άστρων στάσου.
Άνθρωποι μονάχοι τραγουδάνε.
Στήνουν γιορτή στο πέρασμά σου.

Σιωπηλά τ’ αστέρια σου κοιτάνε.
Κι αν θα χαθεί για πάντα η σειρά σου
Αυλή με γιασεμί κληρονομιά σου





Συμφιλεν φυν


Ήταν ωραίο το καλοκαίρι στον κήπο
με αιθέριες να κυματίζουν στην ίριδα κερασιές
με την αγάπη σελάγισμα στα κλαριά τους
με το φιλί σταγόνα στη θηλή των καρπών
και το μαϊστράλι
τη θάλασσα να φέρνει στα πόδια μας
βότσαλο βότσαλο
 
Είπες: «θα γίνω ποιητής».
Κι ύστερα: «Σαν τον μαΐστρο θα χυθώ κι εγώ στις λέξεις».
 
Έξω από τον κήπο άλλα έβλεπες σημαίνοντα
στην πόλη των Θηβών:
Τον Κρέοντα να παύει τον αντίλογο
τα μάγουλα να γδέρνει η Ισμήνη
να σκέπει του Οιδίποδα η σκιά
το παν.
 
Σημαινόντων και σημαινομένων
το ανάγνωσμα και η σύζευξη βραχεία.
«Δύσκολοι ο καιροί για ποιητές», απελπίστηκες.
 
Όμως ο ψίθυρος απ’ τη σπηλιά
σε πήρε απ’ το χέρι:
 
«
Οτοι συνχθειν, λλ συμφιλεν φυν»
 
 
 
 
 
Από τη συλλογή «Άδυτο Αγίων», εκδ. Μανδραγόρας 2024.
Έργο εξωφύλλου: Δημήτρης Πετρόπουλος.




Ο Θοδωρής Πετρόπουλος γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας − Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. καθώς και Συμβουλευτική και Προσανατολισμό στο Τμήμα ΣΥ.Π. της ΑΣΠΑΙΤΕ ΣΕΛΕΤΕ. Έχει μεταπτυχιακό στη «Δημιουργική γραφή και λογοτεχνική συγγραφή» που συνδιοργανώνουν το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και το Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Εργάζεται 30 χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση ως φιλόλογος. Με την ποίηση και τη μουσική ασχολείται από παιδί. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, δοκίμια, διηγήματα και κριτικές προσεγγίσεις σε ηλεκτρονικά περιοδικά όπως τα «Culture book», «Fractal», «Περί Ου» καθώς και στα έντυπα περιοδικά «Νόημα» και «Μανδραγόρας». Η παρούσα έκδοση είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή. Είναι ενεργό μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Ποίησης που ίδρυσε και συντονίζει ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου. Επίσης, έχει ασχοληθεί με τη στιχουργική και τη σύνθεση τραγουδιών, ενώ εμφανίζεται ενίοτε σε μουσικούς χώρους της Θεσσαλονίκης.


Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Γιώργος Θέμελης, "Ο γυρισμός"




Ο γυρισμός
(Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα)
 
Πόντον π’ τρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84


Δεύτερη ραψωδία

Η νήσος των ναυαγών


Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κ’ η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας





Τρίτη ραψωδία

Κίρκη


Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γίνοταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κι έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αυγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***

Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***

Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***

Παιδιά σύντροφοι αδέρφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τί το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***

Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού





Τέταρτη ραψωδία

Νέκυια


(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Μας κυνηγούσαν

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτο κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά ’κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν





Έκτη ραψωδία

Ο γυρισμός


Κάβοι και κόλποι
Της πρωινής χαράς που ακούω να με καλωσορίζουν και να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου
Που βλέπω τον εαυτό μου να σηκώνεται και να περπατεί
Μαζί με τα δέντρα, μαζί με τους γλάρους που φωνάζουν ψαρεύοντας με ανεμότρατα

Το πατρογονικό μου σπίτι είναι γυρτό και σκύβει τρίζοντας σαν ένας γέροντας
Φορτωμένος χρόνια, γεμάτος γενιές και πεθαμένους που κάθονται και πίνουν τα τσιμπούκια τους
Και σιγοκουβεντιάζουνε για τη ζωή που πάει και πάει και δεν τελειώνει

Μαζί γεννηθήκαμε μαζί μεγαλώναμε
Κάτω απ’ τους ίδιους αστερισμούς Ιχθύς και Παρθένο
Γράφοντας μες στη μεγάλη κάμαρα της φωτιάς μια γραφή και μια τοιχογραφία
Με ψηλά φορέματα, γαλήνια πρόσωπα πεζούς και καβαλάρηδες
Να πορεύονται
Και κάτι καράβια με πλώρες όρθιες κατά τα μάτια της αυγής
Και γυναίκες, κοπέλες με γοφούς σαν κύκνους και σαν κύματα
Όταν τα πλάθει ο άνεμος και τα κυλάει να παν’ να βρουν τους βράχους
Να σηκώνουν σταμνιά και να κεντούν τα χίλια ψάρια κοιτάζοντας μες σε βαθιούς καθρέφτες
Ανάβοντας το πάθος της ομορφιάς μες σε μεγάλα τζάκια

***

Πρόσωπά μου αμέτρητα
Παιδιά και κορίτσια κορίτσια και παιδιά που δε σας ξέρω και που σας βλέπω
Να κατεβαίνετε τα σκαλοπάτια των σπιτιών που έρχονται
Καπνίζοντας από μακριά σαν τα μεγάλα καράβια που τ’ ανάβει ο ήλιος
Σαν τα πουλιά των νησιών που κατεβαίνουν το ρέμα του καιρού
Για να κουβαλήσουν τις ψυχές που χάσαμε
Τις φωνές που περιμένουμε

***

Μακριά
Εκεί που πέφτει η συγνεφιά της σκόνης
Ακούω τον καβαλάρη να καλπάζει
Τον άσπρο μανδύα που διαπληκτίζεται με τον άνεμο μέσα στη νύχτα

Προς τις ακραίες φωτιές





Από τη συλλογή «Ο γυρισμός» (1948).

Πηγή: «Γιώργος Θέμελης - Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.

Στην εικόνα: Arnold Böcklin, «Odysseus and Polyphemus» (1896).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Κώστας Θ. Ριζάκης, "ο γόρδιους διαλύων"




ο γόρδιους διαλύων


αγωνιών τού πρωινού πέρναγεν άλματι
ικανώ ταυτίσεως μεσημέρι προς άγραν
δη κορύφωσης στο βράδυ ταβανώνει τό
ζόρισμα στίζει ιδού καταδικής του λογικής
«η σφίξη στάζεις ό,τι υγρόν» εν προκειμένω
λάδι κερνάς στα εναπομείναντα πρωτο-
φανή φθοράν σαλακουτιάζεις τοπ χαρτί ή εν-

άρετος γκρι πάθους πέλματι φωναπλώθης φως
                                  ως εκπορθμεύσας γρίφους ‒



                                            Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαεπτά συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 220 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα, Σ.Σ. Σταμπόγλη ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα, Η. Νικοπούλου, Λ. Καλλέργη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Jean-Simon Berthélemy, «Alexander cuts the Gordian Knot» (1767).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Κλείτος Κύρου, "Ακροτελεύτια"




ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑΝ


Συμπεριφερόμαστε
Υπό την επήρειαν
Παντός επιστητού

Της μέθης φερ’ ειπείν
Βρασμού ψυχής
Διαττόντων στίχων

Και οπωσδήποτε
Υπό την επήρειαν
Ερώτων γεγονότων
Χρωμάτων και αρωμάτων

Ή όποιων προτροπών

Είναι ο λόγος
Που υπό την επήρειαν του μέλλοντος
Αναπολούμε το παρελθόν






Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Τις νύχτες
Που είναι αμφίστομες
Όπως κι ο έρωτας
Ντύνεται στα όνειρα
Κι αποταμιεύει
Μέσα σε μπαλόνια
Σπαράγματα
Και νάματα ψυχής
Για κείνες
Τις στιγμές του πάθους
Όταν αυτά θα σκάνουν
Σκορπίζοντας
Στον κόσμο
Χρώματα
Και εικόνες
Και λέξεις
Που θα περιδινούνται
Γύρω από σύννεφο φωτός





ΣΧΟΛΕΣ ΤΥΦΛΩΝ


Άνθρωποι ανυπόδυτοι περνούν με σχισμένες καρδιές πε-
ρνούν στιλβωτές ελπίδων κι αγρίων οραμάτων περνούν αστα-
μάτητα οι μέρες φορώντας ομοιωματικά.

Κάθε τόσο τούς αποκολλούν επί αντιμισθία και μία μεμβράνη
φωτός τούς αφαιρούν μεθοδικά την όραση και τελικά τους
κλείνουν σε σχολές τυφλών.

                             Τουλάχιστον
                             Να μπορούσαν εκεί
                             Να τους προσφέρουν
                             Και κάποια
                             Έγχρωμα όνειρα


                                                                        Νοεμ. 1997





ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Hommes de l’ avenir souvenez-vous de nous
Πίσω από παρεμβολές και φωτοσκιάσεις νιώθεις τη γνώριμη
αύρα της γυναίκας να έρπει στο μέτωπό σου κάτω από συστή-
ματα κίβδηλων λέξεων διαβάζεις σωστά το νόημά τους έρ-
χονται μορφές που συνάντησες σε μιαν άλλη ζωή χαμογελούν
οι νεκροί περίεργα στα όνειρά σου.

Τώρα εσείς απυρόβλητοι αναπαύεσθε στις κυψέλες του μέλ-
λοντος εσείς που προσμένετε τη διαδοχή σας σκαλίζοντας
εκμαγεία κοριτσιών μια μέρα θα κατανοήσετε αδέσμευτοι
από κέντρα ελέγχου πως υπήρξαμε άνθρωποι όπως κι εσείς
αιωρούμαστε όλοι γύρω απ’ τον ίδιο άξονα σκορπίζοντας τα
φλουριά της αγάπης

Άδικα ψάχνεις την πρωταρχική αιτία των πραγμάτων ο άνε-
μος φέρνει λέξεις από τον ουρανό ακούς παιδικές φωνές από
τα βάθη του χρόνου να συντηρούν τους μύθους με τραγούδια
θυμάσαι τον Ματθαίο που καταχωρούσε καταλεπτώς τα πα-
ραστατικά του βίου πως είναι δυνατόν να υπάρχει τέλος σε
κάτι που δεν είχε ποτέ αρχή.





Από την ενότητα «Ακροτελεύτια».
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση, «Κλείτος Κύρου, εν όλω Συγκομιδή [1943-1997], εκδ. Άγρα, 2006.

Τα ποιήματα της ενότητας «Ακροτελεύτια» παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά με την ευκαιρία της έκδοσης του συγκεντρωτικού τόμου.

Στην εικόνα: Η προμετωπίδα της έκδοσης (μέρος κολάζ του ποιητή, 1971).


Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Μελισσάνθη, "Φωνές εντόμου"




                                                Microcosme

1

Το πρόσκαιρο όνειρο είμαστε ενός άγνωστου Θεού
Μια φαντασμαγορία λαμπρή που έχει ξετυλίξει
στα μάτια του, λήθης καπνός όπου ζητάει να πνίξει
το φοβερό το αντίκρυσμα του ίδιου του εαυτού.

Μέσα στο χάος της μοναξιάς του ο τρόμος του έχει ανοίξει
στην ερημιά, τ’ άμετρα αστέρια μάτια τ’ ουρανού
Μες στην απύθμενη άβυσσο, στη φρίκη του κενού
κάποιου θεού μάς γέννησεν η απελπισμένη πλήξη

Θείες ιδέες που ανθίσανε στης ύλης την ουσία
σχημάτων σκιές − του είναι μας την γύρη αποτρυγά
κρυφό σκουλήκι μέσα μας ενός Θεού η ανία

Κι ο θείος φόβος στ’ άπειρο του νου κρυφοπατά
κι ιδρώνει ιδέες −σε κουρνιαχτό τριγύρω του σηκώνει
τα όνειρά μας, σύννεφο, της φαντασίας σκόνη−





                                                         Στοιχειό

4

Στα μύχια μου κακόφωνα στριγγίζουν
κραυγές, ουρλιάσματα, Άδη αναβρασμός
−νύχια ή φτερά, τις φλέβες μου σπαθίζουν
Στοιχειά ή Θεοί που θεν να βγουν στο φως−

Φλογόπνοα άτια οι πόθοι χλιμιντρίζουν
σκάβουν οι οπλές στα σπλάχνα, ανταριασμός
στα δώματα του απείρου ως ατενίζουν
άνεμος να λυθούν δαιμονικός

Κι άλλοτες πάλι πράοι σαν περιστέρια
Ψυχή μου, ανίερη φλόγα κι ιερή
σε βλέπω ως λυτρωμό ή καταστροφή

Και τα μεσάνυχτα ή τα μεσημέρια
μια λάμια είσαι που σκούζεις βλαστημώντας
Κύκνος που αργοπεθαίνεις τραγουδώντας…





                                       Η νεραϊδοπαρμένη

5

Μ’ άγρυπνα ξενυχτάει η ψυχή μου μάτια
υπνοβάτης του βαθιού μεσονυχτιού
Παίρνει τα στοιχειωμένα μονοπάτια
βασιλοπούλα του παραμυθιού

Φτάνει μπροστά σε γυάλινα παλάτια
και μπρος σ κάστρα του παλιού καιρού
Τα ολόχρυσα ανεβαίνει σκαλοπάτια
με βήματα, έτσι ανάλαφρα, χορού

Οι πόρτες διάπλατες στο πέρασμά της
− της Χαλιμάς τα πλούτη είναι μπροστά της
Και ξάφνου, εκεί, ξεχνάει γιατί έχει ερθεί

Αμύθητο στρωμένο βλέπει δείπνο
Μα το ρηγόπουλο την καρτερεί
χρόνους τώρα, στο μαγεμένο του ύπνο.





Από τη συλλογή «Φωνές εντόμου», 1930.
Πηγή:
«Μελισσάνθη, Οδοιπορικό [Ποιήματα 1930-1984]», β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, 2000.

Πηγή για την εικόνα: Πανδέκτης: Θησαυρός Ελληνικής Ιστορίας & Πολιτισμού - Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία.


Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Τάσος Πορφύρης, "Η πέμπτη έξοδος"




J.R.


Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια
Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
      Χειρονομούσε απελπισμένος
Τώρα περνούνε τραίνα και σφυρίζουν
Περνούνε τραίνα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.





ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΠΑΛΙ...


Ονειρεύτηκα πάλι το γκρίζο μου όνειρο
Έρχεται και ξανάρχεται παλιά πληγή που δεν λέει να κλείσει
Είναι ένα παραμελημένο περιβόλι η πόρτα του σάπια απ’
Τη βροχή ο φράχτης του ένας σωρός πέτρες
Όσα κλήματα γλίτωσαν σκαρφάλωσαν σ’ αγριοκερασιές
Ταΐζουν κάθε χρόνο τα πουλιά και τον άνεμο
Εκεί περιφέρεται περίλυπη ανάμεσα στα δέντρα
Μιλάει στα σύννεφα κι εκείνα βρέχουν μπορεί
Να κλάψει ελεύθερα είμαι κρυμμένος πίσω
Απ’ τον κορμό μιας Βελανιδιάς δεν αντέχω άλλο
Τρέχω ανοίγοντας τα χέρια και χάνεται στην αγκαλιά μου
Και βρέχει σκέφτομαι πως είναι όνειρο
−Θε μου πόσος σπαραγμός χωράει σ’ ένα όνειρο−
Είναι χιλιάδες μίλια μακριά μπορεί να μην την ξαναδώ
Συνηθισμένη ιστορία −θα πείτε− άλλοι την ξεπερνούν εύκολα
Μα εγώ τη φορώ κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι.





Ο,ΤΙ ΕΙΧΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ


Ό,τι είχα για σένα μέσα μου το κάνα στίχους
Άδειασα, ρημάχτηκα για χατίρι σου κι εσύ
Ρίχνεις μπόι κι ομορφαίνεις απ’ το στερνό μου
Αίμα μού καρφώνεις την ανάσα στο στήθος με
Τα μακριά σου δάχτυλα κι από τις ρίζες της
Ξεπηδάνε τριαντάφυλλα που με πληγώνουν
                          Και με μεθάνε.





ΓΡΑΦΩ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ…


Γράφω γιατί το πέτρινο σπίτι είναι μακριά
Το μισό στα χιόνια και τ’ άλλο μισό στο μπάσο κλαρίνο
Η αγάπη μου έρχεται ανάμεσα σε δυο εφιάλτες
Ταχτοποιεί τα σεντόνια και γυρίζει στον ύπνο της
Χέρια και χείλια υποσχέσεις μια άλλης ζωής
Αργό ατέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου
Γράφω γιατί το ποτάμι με ξυπνάει με τις κραυγές του
−Πέστροφες κόντρα στο ρέμα κι ελάφια σκύβοντας για νερό−
Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν τη Νεμέρτσκα από φωτογραφίες
Γιατί το δάσος ουρλιάζει −ζητώντας τ’ αγρίμια του−
Την ώρα του δείπνου στη δρύινη τραπεζαρία.





ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ


Αυτά τα ποιήματα −αθώα τοπία− κρύβουν ένα σωρό
Κινδύνους μπορεί να σας φέρουν σε δύσκολη θέση οι
Στίχοι τους εκ πρώτης όψεως κατανοητοί γίνονται
Δυσνόητοι στην περιοχή τους συννεφιάζει απότομα
Πέφτουν χοντρές στάλες βροχής στα φυτά που παίρνουν
Το σχήμα του σταυρού οι στροφές τους απότομες με
Τον αγέρα να σφυρίζει ψηλά και κάτωθε το βουητό
Της θάλασσας άλλοτε απειλητικό κι άλλοτε
Μακρύ κι απελπισμένο και μην σκεφτείτε την
Ανάπαυλα στο χέρσο διάστημα ανάμεσα στις
Αβύσσους γιατί αυτή η περιοχή της περισυλλογής
Της προετοιμασίας και του μεσημεριάτικου ύπνου
                               Είναι Ναρκοθετημένη.





ΧΛΩΡΟΦΥΛΛΗ


Η χλωροφύλλη των δέντρων κρατούσε τις φωνές μας για τις
Δικές της κραυγές το άλλο καλοκαίρι κλωνάρια φορτωμένα
Φρούτα ωριμάζοντας μηνιαίες περιπέτειες σ ερημονήσια
Χάσαμε ο ένας τον άλλον σ εκείνη την περιπλάνηση στο
Δάσος σε πρόσμενα όλη νύχτα παίζοντας σκάκι με τον ύπνο
Ο Βασιλιάς χασμουριόταν στο θρόνο του, έχανα ένα
Ένα τα πιόνια μου μονάχα το μαύρο άτι χτυπούσε τις
Οπλές του πηδώντας γύρω στη βασίλισσά του τρέποντας
Σε φυγή τους αντιπάλους χαράματα που γύρισες
Με τ αγριμάκια στην αγκαλιά σου τυλιγμένα στην
Πρωινή πάχνη το πρόσωπό σου νοτισμένο δρόσο ή
Δάκρυα; πότε γίναν όλα αυτά; σε ποια ζωή;
Ήμουν εκεί τζάκι αναμμένο ανοιχτή αγκαλιά πιστό
Σκυλί ζητιανεύοντας μιαν υπόσχεση μην ξαναφύγεις.





ΛΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ


Μυρωδιές από ζαρζαβατικά και φρούτα τον γύριζαν
Τριάντα τόσα χρόνια πίσω δεκαεξάχρονο αγόρι
Ξαπλωμένο πλάι στο ποτάμι αγριοπερίστερα
Κόβοντας το διάστημα σε πλατιές λωρίδες
Ο χρόνος χρειαζόταν επιδέσμους για τις πληγές του
Στην ιτιά ο πόνος του αηδονιού μποστάνια
Μ’ όλα τους τα υπάρχοντα παράδεισος κι ο θόρυβος
Του νερού ισοκράτης της Βιβλικής συμφωνίας
Βατομουριές γέρνοντας τα αιμάτινα κλωνιά τους
Στο νερό νάρκισσοι κι η Τζούλια στ
 άσπρα
Να ’ρχεται απ’ το μονοπάτι παλιέ καημέ
Μνήμη από μπομπότα μέλι κι άγουρο
Φιλί εικόνες και μυρωδιές τον πολιορκούν ώς
Το άλλο τετράγωνο με τα μεγάλα κτίρια ρουφιάνοι
Θυρωροί κλητήρες καρφιά τον υποδέχονται
Ενώ πίσω του βουίζει απειλητικό −ώριμα
Θυμωμένα στάχυα− το χαμένο καλοκαίρι.





Από τη συλλογή «Η πέμπτη έξοδος», 1980.
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.





Ο Τάσος Πορφύρης (1931-2025) γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (πρ. Κακουσιούς ή Καξιούς). Το 1938 κατέβηκε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει ζαχαροπλαστείο με τον ξάδελφό του στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου 24. Τον χειμώνα του 1941 επέστρεψε στο χωριό του. Τον χειμώνα του 1945 προς 1946 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου αποφοίτησε από τη Β΄ Μέση Εμπορική Σχολή, στα Πατήσια, το 1949. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1961 με την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα (εκδόσεις Γεμεντζόπουλος). Aκολούθησαν τα ποιητικά βιβλία Το εγκαταλειμμένο σπίτι (Θεσμός, 1968), Flash Back (Λύσεις, 1971), Τοπίο (Λύσεις, 1973), Η πέμπτη έξοδος (Σημειώσεις, 1980), Τα λαβωμένα (Έρασμος, 1996), Σώμα κινδύνου (Ύψιλον, 2004), Έρημα (Ύψιλον, 2008), Χρονοσυλλέκτης (Ύψιλον , 2011), Οι μέσα μας πληγές (Ύψιλον, 2015) και οι συλλογές πεζογραφημάτων Η δοντάγρια (Σοκόλης, 2006) και Τα σπίτια (Πανοπτικόν, 2013). Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις και Σημειώσεις και συνεργάτης πολλών περιοδικών (Λύσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Νέα Σύνορα, Οροπέδιο, Πλανόδιον κ.ά.). Μετέφρασε ξένη ποίηση για περιοδικά: από τα αγγλικά ποιήματα των E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas (σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη, περιοδικό Λύσεις - τχ. 1, 2 και 3, 1967, 1968 και 1969), από τα γαλλικά ποίηση του Jean Tardieu (σε συνεργασία με τη Ρένα Κοσσέρη, περιοδικό Λύσεις, τχ. 6, 1970), καθώς και ποίηση των Τσέχων Antonin Bardusek, Vitezlav Nezval, Zosef Hanglik (περιοδικό Νέα Σύνορα, τχ. 69-70) και του Χιλιανού Nicanor Parra (περιοδικό Φηγός, τχ. 16, Γιάννενα 2003). Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες (ανθολογία Poetas Siglo XXI-Antologia Mundial, κ.ά.). Το 2013 οι Εκδόσεις των Φίλων κυκλοφόρησαν μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Νεμέρτσκα: Ποιήματα 1961-2011. Επίσης, επιμελήθηκε τις ανθολογίες Πολυφωνικόν: Ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, 2002), Ανθολογία της Βροχής: Ποιήματα 107 ποιητών, Ελλήνων και ξένων (Τροπικός- Παπαδόπουλος, 2003) και Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό: Ο ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας [1922-1987] (Γαβριηλίδης, 2018), και δημοσίευσε κριτικά μελετήματα για τους ποιητές Δημήτρη Παπαδίτσα, Άνθο Πωγωνίτη (Βασίλη Καραφύλλη), κ.ά.

Πηγή για το βιογραφικό του ποιητή: Βιβλιονέτ.