Είναι κι αυτές οι ευωδιές
που απλώνονται ανεξήγητα, μέρες γιορτών, στο σπίτι·
σαν της αγάπης τ’ άρωμα, που μια ζωή την καρτεράς
όμως δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσεις.
Νιώθεις και πάλι όμορφα που ακούς
μία φωνή αγαπημένη απ’ τα παλιά
και ακατάπαυστα μιλάς τέσσερις ώρες.
Κάποτε, κλείνοντας με ευχές,
συνειδητοποιείς
πως το τηλέφωνο που μίλαγες
έχει πολύ καιρό που είναι χαλασμένο.
όλα μου τα ποιήματα, απ’ τον καιρό που έφυγες,
φοράνε τ’ αποφόρια σου κι αχτένιστα γυρίζουν.
γκρεμίσματα,
χαλάσματα που ο πόλεμος ξοπίσω του αφήνει.
Είμ’ ο τρελός, το αιώνιο μηδέν −
δραπέτης, πάντα, κάποιας τράπουλας ταρώ·
σφυρίζοντας, κρατώ ένα γιασεμί,
και σε γυρεύω).
τίγκα στο δηλητήριο.
Από την ενότητα
"Ο κατάδεσμος του όχι"
λίγο νερό,
διψάω.
Δυο τρεις σταγόνες στάξε μου
στα χείλη, αγαπημένη.
Ιβάν, Δημήτρης, Παύλος,
τι νόημα έχει πλέον;
λίγο ας πιστέψω ότι συμπονέθηκα κι εγώ
κι ας φύγω μ’ ένα ψέμα
στο σφιχταγκάλιασμά μου.
Από την ενότητα
"Τρεις φορές το δεκατρία"
μήτε τα καθημερινά.
με αλχημιστές και μύστες,
μήτ’ ένα σπίτι με γυναίκα και παιδί
Να ζητιανεύω
ένα μελλούμενο στις μάγισσες.
μια καταιγίδα ζω και παραδέρνω για λιμάνι.
Γιατί όταν σαν τις μάγισσες με κάψετε,
φλεγόμενα ποιήματα
θα γίνω, ένα σμήνος,
να πέσω λαίμαργα στις σάρκες σας.
Από την ενότητα
"Το εγκόλπιο του καταραμένου ποιητή"
Όλα στο μαύρο