Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Αργύρης Χιόνης, "Τότε που η σιωπή τραγούδησε"





ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή· τόσο χοντρή που ’χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ’χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.
    Και, ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο· ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι που, λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.






ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΞΗΜΕΡΩΣΕ, ΚΑΠΟΤΕ, ΜΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ· από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμη κι από γάτα.
    Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει.






ΕΝΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ, ΠΟΥ ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΕ για της ζωής του το ταξίδι σε χώρα εξωτική, φτάνει με καθυστέρηση στο αεροδρόμιο και χάνει το αεροπλάνο.
   Φαντάζεστε, βεβαίως, τη συντριβή του, συντριβή, ωστόσο, που σύντομα αλλάζει σε ξέφρενη χαρά, καθώς, το ίδιο βράδυ, ακούει στις ειδήσεις ότι το αεροπλάνο, το δικό του, παραλίγο, αεροπλάνο, συνετρίβη σε ψηλή βουνοκορφή· τετρακόσιοι οι νεκροί κι αυτός, εκεί, ολοζώντανος και, δόξα τω Θεώ, πάντα υπάλληλος.






ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ, βαθιά μεσάνυχτα, ποίημα μεθυσμένο. Διαβάζοντάς το, αργότερα, ξεμέθυστος και υπό το φως του ήλιου, νιώθει βαθύτατη ντροπή και, δίχως δισταγμό, το σκίζει.
    Όταν, ωστόσο, έρχεται ξανά η νύχτα, ακολουθούμενη από τη νέα μέθη, τον τρώνε οι τύψεις για το σκίσιμο αυτό, για τον αφανισμό μιας ύπαρξης, έστω λειψής, έστω χωλής, ύπαρξης όμως, και ξαναγράφει, εν είδει εξιλασμού, ένα καινούργιο μεθυσμένο ποίημα που, σίγουρα, ξεμέθυστος, θα σκίσει πάλι.






EΝΑΣ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΚΙ ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡΙΟΣ που είχε ορκιστεί ποτέ να μη λυγίσει μπροστά σε πλούσιο, σε ισχυρό, σε καταπιεστή, αλλ’ ούτε καν μπρος στον Θεό, γονάτισε μια μέρα , έγινε σχεδόν ένα με το χώμα, για να μυρίσει ένα χαμομήλι.
    Πρέπει, ωστόσο, να ειπωθεί ότι, προτού προβεί στην πράξη αυτή, κοίταξε δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω, για να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν τον έβλεπε.






ΣΤΟΝ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΚΑΜΠΟ, ένας κοκκινολαίμης, λίγο πιο μεγάλος από μια σταγόνα αίμα, πατάει για μια στιγμή στο χιόνι, κοιτάει τριγύρω, μάταια, για κάνα σπόρο, βγάζει ένα «τσιρπ» και ξαναφεύγει. Μένουν τα ίχνη των ποδιών του, ελάχιστοι αστερίσκοι, πάνω σε αχανή, λευκή σελίδα, όχι όμως για πολύ· καινούργιο χιόνι, νέα λευκή σελίδα τα σκεπάζει.
    Κάποιος, ωστόσο, ήταν εκεί και πρόλαβε να δει τους αστερίσκους και να διαβάσει εκείνη την απελπισμένη υποσημείωση στην άσπλαχνη ωραιότητα, κείνο το «τσιρπ».






Από τη συλλογή
«Τότε που η σιωπή τραγούδησε [Και άλλα ασήμαντα περιστατικά]», 2000.
Πηγή: «Αργύρης Χιόνης, Η Φωνή Της Σιωπής [Ποιήματα 1966-2010]», Κίχλη, 2025.

Πηγή για την εικόνα:
https://www.hartismag.gr/hartis-43/afierwmata/arghyris-
khionis

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Γεωργία Διάκου, "Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία"




θέμα πρώτο


σκυλάκια κι ασφόδελοι
λουλούδια αγαπητά
των έρημων περιοχών
του χωριού οι κουρτίνες
και τα μεσημεριανά μαζέματα
η κοιλιά σου χώμα του σώματος
καλλιέργεια της εξέλιξης
σφήνα του Δαιδάλου
ήλιος πέταγμα
μία Κυριακή που μετράει
τα παιδιά της
στη Νέα Υόρκη
ήταν όμορφη
με τα παράσημα
της γενιάς
που άκουγε πανκ
στα πρωινά δημητριακά της
και εσύ μία από αυτές
που ήθελε να μεγαλώσει
ως κηπουρός
κατάλαβες
πώς προηγείται η σπορά
της όψης.





θέμα δεύτερο


εγώ και η μητέρα στο ντουλάπι
με όλα τα μαλλιά
πλεγμένα σε κοτσίδες
«Κόψ’ τα» μού λέει
και η γλώσσα της σκληραίνει
άμμος απλώθηκε στα πιάτα
σκεπαστήκαμε ησύχως

όταν μας ανακάλυψαν
σε αρχαιολογική ανασκαφή
μας ταξινόμησαν
στα είδη οικιακής αγάπης
η επιγραφή μας στην αποθήκη
έγραφε: αδελφές ψυχές / κομμάτι μίας σύνθεσης





η απόσταση ανάμεσα στην καρδιά και τα πόδια


ελάχιστα δική μου αυτή η καρδιά
που σου έδειξα
μαλακή και λεία
κολυμπάει σαν ψάρι
από το νερό στο σώμα σου
μπαίνει από τα
πόδια

έχεις εκεί
μία ουλή ατυχήματος
ένα σκίσιμο που επιτρέπει
στον κόσμο να περάσει
στην κύρια αίθουσα
το πάτωμα των αγγείων σου
τα κύτταρα / το πλάσμα του αίματος

οι τρομακτικές νησίδες
του ταξιδιού
η απόσταση που χωρίζει
την καρδιά από τα πόδια
ο χορός της ύλης
δέρμα και όργανα και οστά

και μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό

το τραγούδι της ανακάλυψης
όταν αγαπάς δίνεις τόπο
στην καρδιά σου
πώς αλλιώς να γίνει σκόνη η απόσταση,
αυτός
ο θυμωμένος άγγελος
της αρρώστιας;


από το «α΄ μέρος
Εγώ, το κορίτσι, γράφω ιστορίες»





η ηθοποιός


Έχει τον τρόπο της να ρίχνει την κάπα στους ώμους νύχτα μετά την πρεμιέρα. Ρίχνει ένα φιλί στο στόμα της γυναίκας που είναι βοηθός σκηνογράφου και φοράει φόρμα λεκιασμένη από το κουβάλημα και το μεσημεριανό. Δίπλα υπάρχει ένα δωμάτιο με ποτά και γλυκά και δώρα θαυμαστών. Η ηθοποιός δεν μπαίνει ποτέ εκεί μέσα, φοβάται πως το μάτι των ανθρώπων υπάρχει στα αντικείμενα. Αν την δούνε θα την αναγνωρίσουν και τότε πάει το κρυφό φιλί στην λεκιασμένη, το ρούφηγμα, τα χείλη που ενώνονται και ύστερα σπηλιά, κουφάλες δέντρων, μικρά ψάρια που σημαδεύουν τον ουρανίσκο. Τα χαρίζει. Ανοίγει μία φορά την εβδομάδα το δωμάτιο και τα δίνει όλα. Έρχονται κάτι παιδιά και τα παίρνουν. Τα παιδιά είναι δίδυμα, μαυριδερά με ένα σάπιο κυνόδοντα. Αυτό που στέκεται με την σακούλα στα δεξιά έχει τον αριστερό, αυτό που μαζεύει τα ποτά, τα γλυκά και τα δώρα στέκεται αριστερά και έχει τον δεξί. Ένα δόντι της καταγωγής λέει η ηθοποιός και πλησιάζει με την κάπα στους ώμους και τα μακριά της νύχια. Πλησιάζει και μυρίζει κολόνια από πολλά χέρια που την αγκάλιασαν, τα χέρια των θαυμαστών. Παίζει τον Άμλετ. Δεν είναι η Ιζαμπέλ Υπέρ. Τα παιδιά την κοιτούν και κρύβουν το δόντι με το πάνω χείλος. Και είναι σαν να έχει έρθει από τη ζούγκλα το περπάτημά της, τόσο άηχο και επιφυλακτικό. Τα παιδιά δεν λένε ποτέ το όνομά τους. Λένε μόνο εμείς και δείχνουν με τα χέρια το κείμενο που έχουν γράψει. Η ηθοποιός λέει πως ονομάζεται Κλάρα και χαίρεται που παίρνουν τα δώρα, τα γλυκά και το αλκοόλ γιατί η ίδια πρέπει να παραμείνει κρυμμένη στην εαυτή της. Αλλιώς γίνεται θέατρο η ζωή και δεν βρίσκεις αγάπη και δεν μπορείς να φιλάς κορίτσια και αγόρια που σου αρέσουν και πρέπει να εξηγείς τι θέλεις πριν το δεις. Τα παιδιά κουνούν δεξιά αριστερά το κεφάλι και λίγο εκεί μόνο για μια παύση δείχνουν το δόντι. Ξέρουν πως αυτό είναι το σήμα και ξεκινούν την απαγγελία. Τα παιδιά απαγγέλουν συγχρονισμένα το κείμενο που έγραψαν για την Κλάρα. Ονομάζεται Κλάρα. Κάθε φορά είναι διαφορετικό. Εκείνη ακούει με προσοχή και κλαίει, κλαίει και ακούει με προσοχή. Λέει: Θα σας κάνω ηθοποιούς, θα γίνεται καλύτεροι από μένα. Τα παιδιά σηκώνουν ήσυχα την σακούλα με τα ποτά, τα γλυκά και τα δώρα και φεύγουν από την έξοδο κινδύνου. Αφήνουν την Κλάρα μόνη, κλαίει και λέει θα τα κάνω ηθοποιούς, θα γίνω η δασκάλα τους, θα πετύχουν εκεί που εγώ απέτυχα. Τα παιδιά θα έχουν φιλιά και δώρα και θαυμασμό. Μπροστά στα φώτα, επάνω στη σκηνή, θα γίνουν εαυτοί τους.





φίλε Έμμα


Και συ ήρθες

και έφερες τον πανικό
μέσα απ’ τον τάφο
τόση ανάγκη είχες για χαμό
που καταράστηκαν τη μυρωδιά
οι σφήκες
να βγαίνει απ’ τις πέτρες
σαν τα λουλούδια
να σηκώνονται τα σώματα
σαν ζωντανά
και ο αιώνιος ύπνος
παρανυχίδα στο δάχτυλο του κόσμου
να δείχνει διαστημόπλοια
και παιδιά που γελάνε
στα ηφαίστεια της Αφροδίτης
στις 92 ατμόσφαιρες1

τροπάρια καμπυλωμένα
και καρφιά που σπάνε όσο η Βαντ2
σε αφήνει να παίζεις
με το φίδι και το μάτι στο φτερό της
ανοιχτός είναι ο τάφος σου
ανοιχτό και το βιβλίο
που σε περιέχει ως αρχή και τέλος
μιας ανάστασης



________________
Σημ. 1: Η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια του πλανήτη Αφροδίτη είναι 92 ατμόσφαιρες.
Σημ. 2: Σύμφωνα με την ετρουσκική μυθολογία η Βαντ είναι θηλυκός δαίμων του θανάτου. Έχει μάτια στα φτερά της, βλέπει τα πάντα και είναι πανταχού παρούσα. Είναι κήρυκας του θανάτου, βοηθά τους ασθενείς στο νεκροκρέβατό τους. Σύμβολα της Βαντ είναι το φίδι, ο δαυλός και το κλειδί της πύλης που οδηγεί στον άλλο κόσμο.



από το «β΄ μέρος
Η Κλάρα γράφει ιστορίες, η αδερφή μου»





Από τη συλλογή «Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία», εκδ, Θράκα, 2022.




Η Γεωργία Διάκου γεννήθηκε το 1995 στην Καρδίτσα όπου και μεγάλωσε. Από το 2013 μένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (2019) και φοιτήτρια του τμήματος Θεάτρου με κατεύθυνση Σκηνοθεσίας. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία» (Εκδόσεις Θράκα, 2022), τη νουβέλα Λαβίνια Σουλτς (Εκδόσεις Θράκα, 2023) και έχει συγγράψει με τη Μελίνα Αποστολίδου το θεατρικό έργο «Η πόλη έβαλε τους ανθρώπους της στα παγκάκια και κατάπιε μια μέντα» (Εκδόσεις Βακχικόν, 2022). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Διατηρεί το blog: https://sociallubricant.espivblogs.net/.


Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Μαργαρίτα Παπαμίχου, "Μπλε ξαφνικό"




ΑΝΩΣΗ


Έτσι που έγραψες το ποίημα λες κι ήτανε ζωή
παραμυθιάστηκε με σάρκα και οστά το σύννεφο
πως κάποτε θα γίνει λίμνη ποταμός βροχή
κι εσύ δεν άκουγες τον ουρανό να κάνει προσευχή
μόνο ακούς τη μέλισσα να πλαταγίζει τα φτερά της
και μια σιγή νερού που μένει αταξίδευτο
ακούς τα δάχτυλά σου πως χτυπούν το σύρμα και το πλήκτρο
και δυο παράθυρα απέναντι συνομιλούν με έναν τοίχο
λεπίδα αστραφτερή η ομορφιά κι εσύ τη φόρεσες κατάσαρκα
ποιος είναι κουρασμένος από ποίηση και θάλασσα
ποιος διάβασε ποιος ίσκιος δάκρυσε
ποιος τη μιλιά του άφησε πλάι στο κύμα να ξεκουραστεί
και ποιος θα έρθει να βαστάξει την αλήθεια το πρωί





ΑΠΟΡΙΑ


Το γνώριζε η κάμπια από πριν
πως θα γινόταν πεταλούδα;
Ο σκαντζόχοιρος ξέρει πως τα αγκάθια του τρυπάνε;
Γιατί φωνάζουν οι λέξεις
όταν η σιωπή περιμένει τη σειρά της για να μιλήσει;
Τι ανάποδο ταξίδι κάνει η σταγόνα
από τον ουρανό για να χαθεί στη γη
Δευτερόλεπτα πριν την πτώση
πως γίνεται τέτοια ηδονή
Κάθε πρωί ο βράχος λιγοστεύει
βλέπει το φαγωμένο σώμα του
και ρωτάει το κύμα
Πώς μπορώ να έχω του έρωτα την τρέλα
χωρίς το βάσανό του;





ΦΩΝΕΣ


Τη θάλασσα δεν μπορείς να την πλάσεις
Άφθαρτη ερωμένη
Αυτά λένε οι σειρήνες
μα κανείς δεν τις ακούει





ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΥΛΙΚΑ


Κρύβω στην τσέπη μου μια λέξη
θα μπορούσε να ήτανε μια μολότοφ στην οδό Πλάνης
θα μπορούσε να ήταν κι ένας αρουραίος
παίρνει το τυρί μέσα από τον καθρέφτη
αφήνει τη φάκα χωρίς είδωλο
λέξη σπουδαία να παίζει τη μοιραία
θα μπορούσε
να βγάλει έξω όλους τους συνδαιτυμόνες της
και ν’ αφήσει μέσα μόνο ένα επιφώνημα
ένα στόμα σε σχήμα κόκκινο όμικρον
θα μπορούσε
από μόνη της να πει όλη την ιστορία
κι ακόμη θα μπορούσε
να μη λέει τίποτα
αυτό που λέει η πιο αγνή λευκή σελίδα
ακόμα κι η σιωπή θα ούρλιαζε μπροστά της από ενοχή
αν έβλεπε ανάμεσα στα γράμματά της νεκρά όλα τα παιδιά της
όμως τα χέρια μου τα γαργαλάει μία λέξη
δίχως καμία έξη
διάτρητη
άρα εν δυνάμει νεκρή
διάφανη
άρα εν δυνάμει ανύπαρκτη
τρεχούμενο ανάμεσα στους στίχους
το νερό της
το ποίημα άφησε γυμνό από σώμα
να ιδρώνει η ψυχή
άσφαιρη λέξη να μην πληγώνει το χαρτί
όταν στη μνήμη θα βάζει παρονομαστή





ΑΝΑΒΑΣΗ


1
Όσο ζω καταλαβαίνω πως πεθαίνω
όσο καταλαβαίνω πως πεθαίνω
ζω περισσότερο
 
 
2
Θυμάστε όταν ήμασταν παιδιά που χτυπάγαμε τα κουδούνια
και τρέχαμε να φύγουμε μακριά;
Έτσι μου χτύπαγαν οι άνθρωποι το κουδούνι της καρδιάς
κι έτρεχαν αμέσως να κρυφτούν.
 
 
3
Εγώ είμαι
εγώ δεν είμαι
γι αυτό ο ταχυδρόμος παραδίδει σε λάθος παραλήπτη
το σφραγισμένο όνειρο
 
 
4
Είμαι μια επιστροφή στη θέση της τελείας
η λασπωμένη πινακίδα στη μέση μιας πορείας
το εισιτήριο στο χέρι μου γράφει κάρτα απεριορίστων διαδρομών
κι εγώ φορώ σπασμένα γυαλιά





ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΨΑΧΝΕΙ


Όνειρο ονειρεύτηκε
πως όνειρο δεν ήταν
κι απ’ όνειρο σε όνειρο
ξύπνησε μιαν ανάσα
με φτερωτού τα νήματα
κεντήθηκε στη ράχη
καρπώθηκε μια γέννηση
ριζώθηκε στο δέρμα
Όνειρο
ονειρεύτηκε
στη γη ότι χωρούσε
κι απ’ όνειρο σε όνειρο
ζωή εκλιπαρούσε





Από τη συλλογή «Μπλε Ξαφνικό», εκδ. Όστρια 2021.
Έργο εξωφύλλου: Λάουρα Πολιτάκη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ως άνω συλλογή χωρίζεται σε εννέα ενότητες, οι τίτλοι των οποίων είναι μικρά ποιήματα. Τους παραθέτουμε ακολούθως με τη μορφή σπονδυλωτού ποιήματος:


Αν η ψυχή ήταν μια φωτογραφία
σίγουρα κάπου έστω σε μια γωνιά
θα υπήρχε λίγη θάλασσα.

*   *   *

Χορεύω στο κενό ανάμεσα στις λέξεις μου
κι είμαι η κάθε λέξη της σιωπής μου.

*   *   *

Τώρα διακρίνω τη λάμψη όλου του δέντρου
είπε το φύλλο καθώς έπεφτε.

*   *   *

Η ψυχή μαθαίνει καλύτερα με την αγάπη,
το μυαλό έχει κι άλλους δασκάλους.

*   *   *

Όνειρο πώς να γίνομαι κι όνειρο να μην είμαι.

*   *   *

Έπεσε ο γενικός του κόσμου
καθένας τώρα λειτουργεί με τις δικές του ασφάλειες.

*   *   *

Πρέπει να βρούμε καινούρια ψέματα
τα παλιά μυρίζουν αλήθεια.

*   *   *

Τόσο πολύ άνοιξη για έναν κόσμο
τόσο πολύ καρδιά για έναν άνθρωπο.

*   *   *

Κι όμως εκείνη είχε αγαπήσει εκείνους που
φοβήθηκαν πως θα τη χάσουν και την έχασαν.

*   *   *



Η Μαργαρίτα Παπαμίχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι εκπαιδευτικός, εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ποιητικές συλλογές, ιστοσελίδες ποίησης και ποιητικά ημερολόγια. Το 2021 εξέδωσε το πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Μπλε ξαφνικό» (εκδ. Όστρια).

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Βασίλης Καραβίτης, "Λυπομανία"





Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΩΘΗΚΕ ΑΡΚΕΤΑ


Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες
σε λίγες άγνωστες καρδιές –φοβάμαι– άφαντες
εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού
ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού
ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή
Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας
(κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις).
Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού
αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο
μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής
δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε
ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής
όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας
όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει.
Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός
κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά:
Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι
καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές
και μόνο του να επιζήσει.
Γι’ αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού
της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον
να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου.
Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά
όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος
χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει.
Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή,
μόνος πληθαίνω και διασώζομαι
ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική
που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής
αυτό το «ποίημα» προσπαθεί
αδέξια να καταγράψει.





ΚΙ ΑΛΛΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠ’ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ


Τι μοίρα –επιμένω–
κι αυτή των λέξεων:
Να τις ποιμαίνουν με το ζόρι
αγροίκοι ποιητές!
Κι ύστερα μαντρωμένες σ’ ένα ποίημα
να ονειρεύονται περίλυπες
την άτακτη φυγή τους…





ΣΕ ΠΛΗΡΕΣ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΚΙ ΟΙ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΙ


Τόσο κουράγιο μαζεμένο μια ζωή
για να θροΐσει μόλις στη σκιά
κάποια δική μας και χωρίς εγώ
ορμή ελευθερίας
το περιπαίζουν −καθώς φαίνεται−
στην κρίσιμη στιγμή
ιδέες σταθερές και πρότυπα στεγνά
της γύρω μας αυτοσυντήρησης!
Στερεύει έτσι δίχως αίγλη
κι ακαλαίσθητα
κι ίσως με τόση απόρριψη οριστικά
κάποια κρυφή μας κι άσπιλη πηγή
ακέραιας αυτοκαταστροφής.
Αυτή που σαν συγγνώμη από δύσκολο Θεό
μπορούσε, μόνη σ’ ένα γνήσιο πανικό,
όλα τα στίγματα της φύσης μας
που επέζησαν,
μεμιάς να καθαιρέσει.





ΤΟ ΑΠΙΑΣΤΟ ΠΡO-ΠΟ


Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας.
Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό τους
γι’ ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους προορισμούς
για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει το σώμα
για λέξεις παρθένες που θ’ αχρηστέψουν τη μόνωση
για σιωπές ακόμα εύφορες που θα συντηρήσουν το πάθος
γι’ άγνωστες, νέες συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς
για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες
για νέα σχήματα που θ’ απορροφήσουν τις μοναξιές
για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν οπαδούς
για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις
για παιδιά χωρίς τους μύθους των μεγάλων
για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας
για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε.

Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα.





Σ’ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ


Περίλυπα άστρα φώτιζαν τη νύχτα
αμέτρητα ποτάμια αίματος
από πληγές κρυφές ή φανερές.

Τα πρωινά ο ήλιος όλο χαμόγελα
ξέβαφε βιαστικά τα άλικα ακόμα ίχνη
μ’ αθώο, πικρόν ιδρώτα.

Κανείς δεν πίστεψε τις ελάχιστες μαρτυρίες
κανείς δεν υποπτεύθηκε την απάτη
που συνεχίζεται μέχρι τα χρόνια μας
κάτω απ’ τον ίδιο συμμέτοχο ουρανό
βουτηγμένο ώς το λαιμό
μες στο ίδιο, δανεικό κι αγύριστο,
χρώμα της ελπίδας.





Από τη συλλογή «Λυπομανία», Στιγμή 1989.
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.





Ο Βασίλης Καραβίτης γεννήθηκε το 1934 στην παραμεθόρια Νέα Ορεστιάδα, μεγάλωσε στον Πειραιά και ανδρώθηκε στην Αθήνα της δεκαετίας του '50, όπου σπούδασε νομικά και δικηγορούσε για αρκετά χρόνια. Εξέδωσε εννέα ποιητικές συλλογές, δύο πεζογραφήματα και είχε μεταφράσει ξένη μεταπολεμική ποίηση και ιδιαιτέρως ορισμένους καινοτόμους και άγνωστους τότε στην Ελλάδα Πολωνούς ποιητές (Χέρμπετ, Μιλότς, Ρουζέβιτς, Σιμπόρσκα, κ.ά.). Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων και για πολλά χρόνια από τους τακτικούς συνεργάτες του περιοδικού Διαγώνιος στη Θεσσαλονίκη.


Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Ρία Φελεκίδου, "Σ’ ό,τι εάν υπήρξα"




ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΛΕΩ


Καμιά φορά λέω
Ο προθάλαμος λέω
Η αυλαία όπως ανοίγει
Το σώμα σου πριν γνωριστούμε
Οι λέξεις προσοχή
Οι φράσεις έτοιμες
Η ιστορία σε πλήρη ανάπτυξη

Καμία φορά λέω
Μην προδώσεις την αναμονή
Τα λεπτά της δάχτυλα
Σκαλίζουν αδιάβαστα πλήκτρα
Όπως σκάβεις μείνε
Πιο ψηλά ματώνει το φως

Καμία φορά λέω
Αρκεί η νύχτα άδεια.





ΚΕΝΤΗΜΑ


Να μάθεις κέντημα
Προτίμησέ το από τις ονειροπολήσεις
Γυναικεία δάχτυλα βελονιασμένα
Από αιώνες υποταγμένης ομορφιάς
Έδειχναν τον σωστό δρόμο

Μα εγώ κιόλας φευγάτη

Πώς να ακούσω από βυθό
Το κολύμπι στο κενό είναι απαιτητικό
Απ’ την αρχή δρόμοι και σημεία
Να οριστεί στο τίποτα ένα καινούργιο σύμπαν
Πριν σε σκεπάσει η λάσπη

Δεν έμαθα τότε που έπρεπε
Χωρίς διλήμματα
Να σημαδεύω το κενό με ομορφιά
Μία για όλους
Δοκιμασμένη γενιές

Σεμέδες σε στρωμένες κρεβατοκάμαρες
Αστικά σαλόνια
Με μισόκλειστα παραθυρόφυλλα
Αυλές πλημμυρισμένες γέλια
Τριαντάφυλλα και γυναικείο ιδρώτα

Τι κρίμα
Πολλές φορές το είπα
Την ώρα της γραφής

Δεν έμαθα τότε που έπρεπε
Μονόδρομα να σχεδιάζω
Τον διάκοσμο των λογισμών μου
Σε ασφαλή τελάρα τις λέξεις ν’ απλώνω
Με πολύχρωμους μουλινέδες
Κινήσεις ακριβείας
Να μην αποφασίζω παρά
Την επανάληψη της μικρής ιστορίας του φύλου μου
Στις επιφάνειες που εμπόδιζαν για αιώνες
Τα δάκρυα να μιλήσουνε στη γη.


Από την ενότητα «Έκκεντρα»





ΠΟΣΟ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Πόσο βαθιά μες στο ποίημα να σκάψω
Πόσο βαθιά να σκαλίσω το χώμα
Τα χέρια να βυθίσω στις λέξεις
Τα νύχια
Τρέμω τα έγκατα τη λάσπη
Με ρινίσματα χρυσού πλασμένη ωστόσο
Τα παράξενα κλάσματα φοβάμαι
Τις βλοσυρές αναλογίες
Τις ζυγαριές ακριβείας
Δεν παζαρεύουν διαφορές
Δεν επιτρέπουν αναθεωρήσεις
Είν’ ένας τέλειος εφιάλτης
Με χαμένα παιδιά ανάμεσα
Κλαίνε σα σαλεμένες γάτες
Όπως απ’ τον κερματισμένο εαυτό τους κρύβονται
Φοβάμαι τα χοροπηδητά των άυλων σωμάτων
Τα παιχνίδια της θλίψης όταν στενεύει ο δρόμος
Είναι νύχτα βαθιά μες στο ποίημα

Πόσο βαθιά μες στο ποίημα να ρουφήξω
Πόσο βαθιά να γνωρίσω το χώμα
Το στόμα να κολλήσω στις λέξεις
Επανωτίζω τα χείλη στο πώμα
Τo μπουκάλι ακμαίο ναυάγιο
Μιας χαμένης μικρής Ατλαντίδας
Ποια αρχή με δικάζει και πάλι
Να βυζαίνω στιγμές τελειωμένες
Ο καιρός είν’ υγρός και σακάτης
Στην καρδιά του λιωμένου μου χρόνου
Αθώρητες σπηλιές παντού λεκέδες μνήμης
Κρατημένη ακέραια η δανεική ανάσα
Του αόρατου βαμπίρ της πρότερης μέρας
Διεκδικεί το γουργουρητό των παρακείμενων ωκεανών
Μια νέα τρομακτική ευκαιρία, όπως ας πούμε
Ένα μέλλον που δεν της ανήκει
Έτσι η τόλμη ξοδεύεται στο ανέφικτο
Κι είναι μια σκούρα θάλασσα στο ποίημα

Όμως στο βάθος που λες
Ένα τίποτα το ποίημα που θάλλει αιωνίως.


Από την ενότητα «Ποιητικολογώ»





ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ


Ανοίγω τον καθρέφτη
Μεριάζει σαν ξεκλείδωτη πόρτα
το γυαλισμένο μου είδωλο
Πιάνει να λέει την ιστορία
ο αφηγητής
που δε μου μοιάζει
−όπως κανένας αρχετυπικός αφηγητής
τους ήρωές του−
που δε με βλέπει
−όπως κανένας κουκλοπαίχτης
τις μαριονέτες του−
που δε μ’ ακούει
−όπως κανένας διευθυντής ορχήστρας
ένα πειθήνιο βιολί του−
Πλάθει τους μύθους του
παίζοντας το φως στα δάχτυλα
καλοπροπονημένος ζογκλέρ
ενόσω εγώ στάμπα κολλημένη στον τοίχο
στον εαυτό μου ζητώ να επιστρέψω

Ξεκάθαρο ωστόσο:
Ο καθρέφτης πρέπει να πει την ιστορία
κι εγώ να δρέψω τις επιλογές του
επιμένοντας όπως το εγώ αποφασίζει
να ιστορηθώ
Ο αφηγητής συνεχίζει
Σίγουρα δεν ακούει
Δε βλέπει
Δε μου μοιάζει

Κανένας δε θα πει την ιστορία μου αποφασίζω
Ξεκολλώ απ’ τον τοίχο
Το είδωλο επιστρέφει ακέραιο
και πέφτω με φόρα στο μέλλον μου

ΥΓ. Για τις ανάγκες του επιλόγου να ειπωθεί πως
κι ένα χαμόγελο μοιρασμένο σε θρύψαλα
σε μια ευκτική ή μελλοντική επανένωση των σπασμένων
μένει χαμόγελο σε κάθε χρόνο





ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΟΜΙΧΛΗ


Για εκείνη τη γυναίκα από ομίχλη θα σου πω
Που περπατάει αξημέρωτα στη γειτονιά σου
Με τα χλωμά μαλλιά κουρτίνα
ανάμεσα στα μάτια και τον έξω κόσμο

Αν έμοιαζε βαριά είναι από όνειρα ληγμένα θα ’ναι
Και αν κρύβει μες στις τσέπες της τα χέρια
Είναι γιατί μια ξεδοντιάρα χειρομάντισσα
Διαβάζει στις παλάμες της μόνο νεκρές αγάπες

Θυμίζει επίμονο αίνιγμα λέν’ οι περαστικοί
Καθώς βαδίζει σαν πλεούμενο στο χώμα
Γλιστράει κάθε τόσο στα πλακάκια
Και το κορμί της δεν ορίζεται από χάρτες

Καμιά φορά νομίζεις κάποιον ψάχνει
Τον εαυτό της ή ίσως μια χαμένη μνήμη
Τίποτα άλλο γιατί αυτό φωνάζει:
Δεν είναι μπορετό να της δοθεί η αγάπη

Δεν έχει φωτεινό σημάδι όσο κι αν ψάξεις
Όταν μιλάει γρυλλίζει τα φωνήεντα
Και το κρασί που πίνει το ξερνάει
Δεν ξέρει να υψώνει το κεφάλι της με χάρη
Όλο τις πέτρες και τη λάσπη μελετάει

Όχι δεν είναι μπορετό να της δοθεί η αγάπη

Εκτός αν μια μέρα με βροχή αποφασίσει
Να περπατήσει με ομπρέλα κόκκινη όπως ξέρει
Και όπως περνάει κάτω από τριανταφυλλιά ανθισμένη
Μια μέλισσα πετάξει από μπροστά της
Κι απλά σηκώσει το κρυφό της χέρι
Κι η μέλισσα μυρίσει την ορφάνια
Και ούτε κουνηθεί ούτε πειράξει
Μονάχα μείνει στη φωλιά από σάρκα
Σαν να της άνοιξε ουρανός χρυσή κυψέλη

Και αν εκείνη τη στιγμή απ’ τους περαστικούς ο ένας
Φανεί απέναντι ακριβώς και βλεφαρίσει
Πριν βγει ο ήλιος η βροχή πριν σταματήσει
Πριν κλείσει την ομπρέλα της πριν προχωρήσει
Και πριν τη γνώμη της η μέλισσα αλλάξει
Τότε μπορεί
Ν’ αρχίσει μες τον κόσμο
Μια αγάπη από εκείνες των βιβλίων
Για τη γυναίκα τη φτιαγμένη από ομίχλη

Που διάλεξε μια κόκκινη ομπρέλα


Από την ενότητα «Παρεκκλίσεις»





Από τη συλλογή «Σ ό,τι εάν υπήρξα», Εκδόσεις Κουκκίδα, 2025.
Έργο εξωφύλλου: Φωτεινή Χαμιδιελή.




Η Ρία Φελεκίδου σπούδασε νομικα στο ΑΠΘ και δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, του ετήσιου προγράμματος παιδαγωγικής κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ, και απόφοιτος της Σχολής Σεναρίου του Αντέννα.
Εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα, εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με εμπειρία στη διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Εξέδωσε δεκατρία παιδικά βιβλία, τρεις ποιητικές συλλογές και μία νουβέλα.
Αυτή είναι η πρώτη διπλή της συνεργασία με τις εκδόσεις Κουκκίδα.

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Κατερίνα Γαϊτάνου, "Σαμπάνια σουπερνόβα"




Ο όρος υπερκαινοφανής αστέρας ή σουπερνόβα (supernova) αναφέρεται σε διάφορους τύπους εκρήξεων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των τελευταίων εξελικτικών σταδίων της ζωής των αστέρων, κατά τις οποίες παράγονται εξαιρετικά φωτεινά αντικείμενα, αποτελούμενα από πλάσμα (ιονισμένη ύλη) και των οποίων η αρχική φωτεινότητα στη συνέχεια αδυνατίζει μέχρι του σημείου της αφάνειας μέσα σε λίγους μήνες. Η έκρηξη των αστέρων είναι τεραστίων διαστάσεων, ξεπερνά την ενέργεια που εξαπολύεται από τον Ήλιο και κατ’ αυτό τον τρόπο «πεθαίνουν». Από τη γήινη ατμόσφαιρα και γενικά από τη γη ένας σουπερνόβα φαίνεται σαν ένα εξαιρετικά φωτεινό αστέρι που δεν βρισκόταν σε εκείνη τη θέση πριν κάποιες ώρες. Ο θάνατος του αστεριού, ο λεγόμενος σουπερνόβα, επέρχεται μετά από περίπου 10 με 20 εκατομμύρια έτη.
Wikipedia

Για ποιο λόγο αυτό το γαμημένο σύμπαν ενώνει δύο ανθρώπους όταν δεν υπάρχει καμία περίπτωση να είναι μαζί;
@robin_cru1614



Σε λίγα λεπτά από τώρα, το σώμα μου θα εκραγεί σε αναρίθμητα κομμάτια και το φως από την έκρηξη θα γίνει ορατό στη Γη, με τη μορφή ενός αστεριού που πέφτει. Θα το δει το νεαρό κορίτσι που εκείνη την ώρα θα έχει στραμμένο το βλέμμα στον ουρανό, ελπίζοντας σε ένα θαύμα που θα τη σώσει από τη μοναξιά της. Θα πιστέψει ότι είμαι το τυχερό της αστέρι και θα σπεύσει με όλο της το είναι να κάνει μια ευχή. Θα είναι μία ζεστή, σκοτεινή νύχτα στα μέσα του Ιουλίου, από εκείνες που σε κάνουν να πιστεύεις ότι το καλοκαίρι δε θα τελειώσει ποτέ. Εντελώς απρόσμενα θα νιώσει τυχερή που θα με βλέπει σε ελεύθερη πτώση, κυρίως γιατί θα το έχει ανάγκη. Θα κάθεται ολομόναχη στο μπαλκόνι του σπιτιού της, παρέα με τις άδειες πολυθρόνες, τις γλάστρες με τις μολόχες και το φως από τη λάμπα του δήμου, περιμένοντας ένα σημάδι από τον ουρανό. Θα κάνει τη λάθος ευχή φυσικά, γιατί η νιότη δεν ξέρει ποτέ τι πραγματικά χρειάζεται. Θα ευχηθεί επάνω στο άυλο κορμί μου να τον συναντήσει.
     Εκείνος θα έρθει στο δρόμο της σύντομα. Έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν, διότι η ίδια τον ψάχνει καιρό τώρα μέσα στη φαντασία της. Όμως θα φανεί όπως και στα μυθιστορήματα, μοιραίο. Θα τον ερωτευτεί με την πρώτη ματιά, κι εκείνος το ίδιο. Θα είναι και για τους δυο η ευχή της ό,τι πιο συγκλονιστικό θα τους συμβεί για το υπόλοιπο της ζωής τους. Δεν θα μπορέσουν να είναι ποτέ μαζί – λίγο θα σμίγουν και περισσότερο θα χάνονται, διότι το κάρμα δεν χαρίζεται χωρίς βαριά ανταλλάγματα. Εκείνη δε θα σωθεί ποτέ από τη μοναξιά της. Η ανάμνηση της ευχής της θα την ακολουθεί μέχρι και το δικό της σώμα να γίνει δωρεά στο σύμπαν. Στη διάρκεια της ενήλικης ζωής της, θα πιστέψει, θα ματαιωθεί, θα συγκινηθεί, θα πονέσει, αλλά δεν θα ξεχάσει τι ευχήθηκε. Κάποτε θα χρειαστεί να κάνει ειρήνη με το πάθος της. Τότε θα είναι που θα γράψει μια ιστορία γι’ αυτό που της τρώει την ψυχή. Θα είναι ένα βράδυ φθινοπώρου, ακούγοντας το Blue Banisters της Lana del Rey. Ένα δειλινό με τη γεύση της ξεθυμασμένης σαμπάνιας και του ανεκπλήρωτου έρωτα. Θα την ονομάσει Σαμπάνια Σουπερνόβα. Και τα αστρικά τους σώματα θα ανταμώσουν στις λέξεις και τις σιωπές, εκεί όπου όλα γίνονται Ένα.

Κατερίνα Γαϊτάνου




Από τη συλλογή διηγημάτων «Μαχαίρι στην καρδιά», Εκδόσεις Γραφή, 2025.




Η Κατερίνα Γαϊτάνου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Έχει γενέθλια στις 23 Δεκεμβρίου, συγκυρία αρκετά χαρμόσυνη λόγω της έλευσης των Χριστουγέννων. Το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο, χειμώνα-καλοκαίρι. Έχει μια συνηθισμένη δουλειά όπως οι περισσότεροι άνθρωποι και την ψυχαγωγούν τα social media. Όταν οι άλλοι μιλούν, ακούει και πράγματα που δεν λένε. Αυτό το διάστημα ζει στη Γερμανία, αλλά είναι μόνιμος κάτοικος της φαντασίας της. Όλα τα υπόλοιπα για αυτήν, τα λένε οι ιστορίες της.


Πρόσκληση



Το βιβλιοπωλείο Mind the Book και οι εκδόσεις Γραφή
σας προσκαλούν
στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων
της Κατερίνας Γαϊτάνου

ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Παρασκευή, 16 Μαΐου 2025, 8:00μ.μ.
Βιβλιοπωλείο Mind the book - 25ης Μαρτίου 93, Εύοσμος
για το βιβλίο θα μιλήσουν:
η Κατερίνα Γαϊτάνου, συγγραφέας
και η Μαρία Δαμολή, επιμελήτρια


*


Δεκαεπτά ιστορίες που γεννήθηκαν από τα tweets ανώνυμων συγγραφέων της πλατφόρμας Χ, μας φέρνουν αντιμέτωπους με την αλήθεια της καθημερινότητας, την οποία πολλές φορές αποφεύγουμε να αντικρίσουμε. Οι ιστορίες είναι μικρές, αλλά γεμάτες ένταση και πάθος. Ωμές, ευαίσθητες, προκλητικές, νοσταλγικές και πάντα διεισδυτικές, σε αγγίζουν κατευθείαν στην καρδιά, με τον τρόπο που μόνο μια λέξη ή μια εικόνα μπορεί να το κάνει.


*


«Μαχαίρι ονομάζεται το κοφτερό εργαλείο που συναντάται σε πολλά σχήματα και ποιότητες, και αποτελείται πάντα από τη λεπίδα και τη λαβή.»
(Ορισμός από Wikipedia)

Ένα μαχαίρι μπορεί:
- Να κόψει
- Να σκοτώσει
- Να ξεβιδώσει
- Να απειλήσει
- Να καρφωθεί
- Να χαράξει
- Να αναδεύσει
- Να γράψει ιστορίες

«Κάθε ιστορία έχει και την ιστορία της» @Anast43.

Δεκαεπτά ιστορίες εμπνευσμένες από tweets των ανώνυμων συγγραφέων της πλατφόρμας Χ, έχουν την ίδια γεύση: ωμή, ευαίσθητη, προκλητική, νοσταλγική, μα πάνω απ’ όλα, αιχμηρή.

«Καπνίζω και διαβάζω στο πακέτο: το κάπνισμα σκοτώνει. Φυσάω τον καπνό και λέω περισσότερο από τις ανθρώπινες σχέσεις αποκλείεται» @marinanik7

Δεκαεπτά μικρές ιστορίες, μιλούν για σένα, κατευθείαν στην καρδιά.
Θα τις νιώσεις. Θα τις ζήσεις.
Αφού πρώτα νιώσεις το μαχαίρι.

«Και να θυμάσαι, καμιά φορά, ότι δε σε σκοτώνει,
καλύτερα να σε σκότωνε» @karalaik

Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

«Επτά χαϊκού για το φεγγάρι», Απόδοση από την Αγγλική: Σοφία Γιοβάνογλου


Hiroshi Yoshida, Kumoi Cherry Trees, 1926



«Επτά χαϊκού για το φεγγάρι»
Απόδοση από την Αγγλική: Σοφία Γιοβάνογλου


1.

Φέγγοντας στ’ άνθη,

θαμπώνει πίσ’ απ’ τ’ άνθη—

η πανσέληνος


(Μίουρα Τσιόρα)


Ohara Koson, Blossoming Plum Blossoms on a Branch Under at Full Moon, 1900-1936


2.

Ό,τι κι αν φορούν

φαντάζουνε όμορφοι

στο φεγγαρόφως


(Τσιγιό-τζο)


Utagawa Hiroshige or Ando Hiroshige, Night View of Saruwaka-machi,
No. 90 from One Hundred Famous Views of Edo, 1856


3.

Η νυχτερίδα

ζώνοντας το φεγγάρι

δεν τ’ αφήνει


(Κάτο Κιοτάι)


Takahashi Bihō, Bat and Moon, c. 1928–1930



4.

Δαμασκηνάνθια—

«Να, αυτό εδώ κλέψε!»

δείχν’ η σελήνη

 

(Κομπαγιασί Ίσα)


Yoshitoshi, 100 Aspects of the moon, The Yugao chapter from The Tale of Genji, No. 29



5.

Λευκές καμέλιες—

ακούς μόνο πώς πέφτουν

στο σεληνόφως


(Τακακούβα Ράνκο)


Koichi Okada, moonlight on tamagawa



6. 

Η πανσέληνος

τούμπες κάνει στο νερό

και ξεμακραίνει

 

(Σάνο Ριότα)


Koho Shoda, the wedding rocks, 1910



7.

Κυνηγημένη,

στο φεγγάρι κρύβεται—

η κωλοφωτιά

 

(Σάνο Ριότα)


Yoshitoshi, 100 Aspects of the Moon, No. 11





II. Τα χαϊκού στην Αγγλική


1.
Highlighting the blossoms,
clouded by blossoms—
the moon


2.
Whatever they wear
they become beautiful
moon-viewing


3.
The bat
circling the moon
would not leave it


4.
Plum blossoms—
“Steal this one here!”
points the moon


5.
White camellias—
only the sound of their falling
moonlit night


6.
The moon in the water
turns somersaults
and flows away


7.
Pursued,
it hides in the moon—
the firefly





ΙΙΙ. Σύντομα βιογραφικά ποιητών/ποιητριών

1.
Miura Chora (Μίουρα Τσιόρα, 1729–1780): Γεννήθηκε στη Σίμα (στη σημερινή επαρχία Μίε) της Ιαπωνίας, αλλά έζησε στο Ίσε. Ήταν πετυχημένος δάσκαλος των χαϊκού και είχε πολλούς μαθητές, τον ακολουθούσε, όμως, η φήμη του ανεύθυνου και του σπάταλου. Συναναστράφηκε ποιητές, όπως ο Γιόσα Μπουσόν (1716 – 1783), και ηγήθηκε του κινήματος αναβίωσης της ποίησής του κατά τον 18ο αι.

2.
Chiyo-Jo (Τσιγιό-τζο, 1703–1775): Ποιήτρια και ζωγράφος που έζησε στην πόλη Χακουσάν της Ιαπωνίας. Άρχισε να γράφει χαϊκού σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, ενώ, αργότερα, μαθήτευσε δίπλα στον Καγκάμι Σίκο (1665 – 1731), μαθητή του Ματσούο Μπασό (1644 – 1694). Ξεχώρισε για τη βαθιά της αγάπη προς τον φυσικό κόσμο και γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στην αμεσότητα της έκφρασής της και τη μαεστρία της στη χρήση της γλώσσας.

3.
Katō Kyōtai (Κάτο Κιοτάι, 1732–1792): Γεννημένος στη Ναγκόγια της Ιαπωνίας, προσπάθησε να ανεβάσει το επίπεδο των χαϊκού από τη χυδαιότητα της γραφής τους στις μέρες του στην ανωτερότητα της γραφής του Ματσούο Μπασό (1644 – 1694). Στη συνέχεια, ακολούθησε τον τρόπο του Γιόσα Μπουσόν (1716 – 1783), συνδυάζοντας τη δύναμη της εικονοποιίας με την επιμελή παρατήρηση τόσο του φυσικού κόσμου όσο και των ανθρώπινων συναισθημάτων και αντιδράσεων.

4.
Kobayashi Issa (Κομπαγιασί Ίσα, 1763–1827): Γεννήθηκε στην Κασιβαμπάρα της Ιαπωνίας και, όταν έγινε 14 ετών, εγκατέλειψε το σπίτι του πατέρα του, λόγω διαφωνιών με τη μητριά του, για να πάει να διδαχθεί την τέχνη του χαϊκού στο Έντο (σημερινό Τόκιο). Η ζωή του σημαδεύτηκε από απανωτές τραγωδίες. Θεωρήθηκε ο πιο συμπονετικός από όλους τους δασκάλους των χαϊκού· τον χαρακτήριζε μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στα παιδιά και τους απλούς ανθρώπους.

5.
Takakuwa Rankō (Τακακούβα Ράνκο, 1726–1798): Γεννήθηκε στην πόλη Καναζάβα (Kanazawa) και κατόπιν μετακόμισε στο Κιότο, όπου άσκησε την ιατρική. Προώθησε το στυλ του Ματσούο Μπασό (1644 – 1694) στη σύνθεση των χαϊκού, συλλέγοντας τα γραπτά του τελευταίου, τα δικά του, όμως, ποιήματα θεωρήθηκαν ότι υστερούσαν σε αυθεντικότητα σύλληψης.

6-7.
Sano Ryōta (Σάνο Ριότα, 1890–1954): Γεννήθηκε στην Επαρχία Νιιγκάτα της Ιαπωνίας και εισήγαγε νέους τρόπους έκφρασης για τη φύση.





IV. Υποσημειώσεις

Υποσ. 1: Όλοι οι παραπάνω ποιητές/ποιήτριες εντάσσονται στην Περίοδο Έντο ή Τοκουγκάγουα της Ιαπωνικής Λογοτεχνίας (1603 - 1868) και μόνο ο τελευταίος (Σάνο Ριότα) στην Περίοδο Τόκιο (1868 - σήμερα).

Υποσ. 2: Για τα μεταφρασμένα πιο πάνω χαϊκού από τη Ιαπωνική στην Αγγλική γλώσσα, όπως και για το μεγαλύτερο μέρος των σύντομων βιογραφικών των Ιαπώνων ποιητών/ποιητριών, βλ. Addiss, St./ Yamamoto, F./Yamamoto, A. (Επιμ. 2009). Haiku: an anthology of Japanese poems, SHAMBHALA PUBLICATIONS, INC.





V. Πηγές για τις εικόνες:

Επάνω εικόνα: https://www.scholten-japanese-art.com/kacho_fugetsu_19.php
1: https://artvee.com/dl/plum-blossom-and-full-moon/
2: https://www.brooklynmuseum.org/objects/121704
3: https://collections.artsmia.org/art/91665/bat-and-moon-takahashi-biho
4: https://en.wikipedia.org/wiki/One_Hundred_Aspects_of_the_Moon
5: http://www.ukiyoe-gallery.com/detail-b294.htm
6: https://archive.org/details/28550g1/28550g1.jpg
7: 
https://en.wikipedia.org/wiki/One_Hundred_Aspects_of_the_Moon