και χάνεται
πάντα χάνεται αλλά μένει
σκέφτομαι πάλι ταποθαμέναμας
σαν τα παιδιά
δεν έχουν φύλο
δεν έχουν παρελθόν ούτε ιδιότητες
δεν είναι εργάτες δικηγόροι δάσκαλοι γιατροί
δεν είναι μάνες κλέφτες στρατηγοί
κομμωτές αδελφές πολιτικοί ή κρεοπώλες
είναι απλώς
ταποθαμέναμας.
Πότε-πότε ανάβουν
τα κρύα βράδια τους φανοστάτες
σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
ή κουρδίζουν ατέλειωτα
μ’ αφηρημένο χαμόγελο τις λατέρνες στην Πλάκα
και πολεμούν ακόμα στα Στενά
στην Τριπολιτσά στη Χιμάρα
βλέπεις κανείς δεν τόλμησε να τους μηνύσει
Ταποθαμέναμας είναι αισιόδοξα και τρυφερά
τα βράδια κουρνιάζουν στον ύπνο μας
ρουφούν την ανάσα μας στο πηχτό σκοτάδι
τα χαράματα μάς χαρίζουν τα όνειρά τους
για μια γουλιά καφέ κι ένα αποτσίγαρο
ύστερα ζαλώνονται πάλι τ’ άρματα
και πολεμούν αδιαμαρτύρητα στο πόστο μας
ελπίζοντας πάντα να συγχωρεθούν
για να ζήσουν ξανά
με παπούτσια αθλητικά
και ψαθάκι του ήλιου
γεμίζει χρώματα το καροτσάκι
γλαρωμένα ψάρια μεσημεριάτικα
Με το μούχρωμα τραβά κατά τα νερά
κι επιβλέπει τον άνεμο
από τους σιωπηλούς γερανούς
των ναυπηγείων
Στις μεγάλες αντάρες
τεμπελιάζει του παίρνει καιρό
όμως εντέλει αποκαθιστά τον ορίζοντα
σαν το νερό στο αλφάδι
Τα καλοκαίρια ασβεστώνει ξωκλήσια
Το μαρτιάτικο ξημέρωμα
παραδίδει ωδική στα πουλιά
Σαβανώνουν οι αράχνες του
κοιμητήρια και χαμοσπηλιές
γεφύρια κι ουρανοξύστες
τον αντιγράφουν οι καλλιτέχνες
και ξιπάζονται ανεπανόρθωτα
άλλοτε πάλι αργοπορεί σαν ξένοιαστος
πάνω σ’ οργωμένο χώμα
ποδοποτάει την σοδειά και χάνεται
Βάζει τα παπούτσια του και σε κυνηγά
γαλαξιακό γίνεται φως
στο μάτι μακρινού τηλεσκοπίου
σύνθημα γίνεται στο στόμα
εκ γενετής αλάλων
Κάνει την πρωινή γυμναστική του
στο πρώτο κλάμα ενός μωρού
Κόλουρος είναι και φυσά
μέσ’ απ’ την ουρά του
κι όλο επιστρέφει
μέσα από παλιά σπασμένα
Ζενίθ μεγαλόπρεπα
Ο Μέγας Ωρολογοποιός που
κουρδίζει τον υπερφίαλο πετεινό
και τα ταπεινά του πάγκου ρολόγια
με βήματα ανεπαίσθητα αθόρυβα
ανύπαρκτα
και πάντα πέφτει ύστερα απαλά
χιονίζει τρυφερή καρβουνόσκονη
στις απορημένες μας πλάτες
Από την
ενότητα
«Το Θαύμα στην Εντατική»
δωμάτια ψηλά με βαθιούς ουρανούς
πευκάκια λιγνά τρομαγμένα
ξεμαλλιάρικα γύρω τα βάτα του δάσους
παιδιά σκυλιά θαλασσόνερα αγκαλιασμένα
μ’ αστέρια στις χούφτες προζύμι
της νύχτας ψιχάλες κι αλάτι φυρό
στης Φανερωμένης το θάμπος
αφανέρωτης τότε ζωής γλυκασμός
ανατολής και δύσης τη ρέμβη
μες στον πυκνό του αέρα
μπαινοβγαίνουν οι ώρες ψιθυριστά
με τον ήλιο στα πλάγια
στριφογυρνάνε στα τζαμωτά
σα μέλισσες κήπου
την άυλη τρυγούνε τη γύρη
Κουβέντες παλιές φουντώνουν το δείλι
βουίζουν με ήρεμο πάθος
τρίζει το τζάκι φλέγεται για μια ρίζα ελιάς
τα πουλιά κελαηδούν και τις νύχτες
τυλίγονται τα κυπαρίσσια στις μακριές τους σκιές
λόγια ξεχασμένα κουρνιάζουν στις φυλλωσιές
και πάντα αδικημένες οι γάτες ολόγυρα
φύλακες πιστοί των ψυχών
τις Κυριακές τριγυρνούν
οι φωτεροί του απόντες
κοιτούν κατάματα το πέρα στο Πέραμα
πίσω από τα τζάμια
μισοκλείνουν τα μάτια
στων νερών το στραφτάλισμα
στης Ελευσίνας το πλάι
παινεύουν το μωβ της αρμπαρόριζας
που αναπαύεται στο βορινό παρτέρι
τους μικρόφυλλους oro di bogliasco κισσούς
πεινασμένα που βυζαίνουν τους τοίχους
τ’ αειθαλή λιγούστρα
που αλεξίσφαιρα λάμπουν στο φως
ύστερα γυρνούν την πλάτη στη θάλασσα
στο βάθος πλάι στο πιάνο περιμένει ο Ναμπούκο
να πιούνε μαζί καφέ στο σοφρά
σε φλιτζάνια διαφανή με κίνηση αργή
που αιωρείται διαθλασμένη στο φως
από κάτω ακούγεται ρυθμικός πάντα
ο ξύλινος αργαλειός να υφαίνει τα Νήματα
Όλα ανασαίνουν ήσυχα πάνω απ’ το κύμα
το σπίτι με την τετράγωνη λιακωτή του αγκάλη
κι όλες τις βρύσες του ξάγρυπνες
για την ξηρασία που ξημερώνει
χαμογελούν αχνά στον Καιρό
με την σοφία του βράχου
Από την
ενότητα
«Τόποι»
τη θέση του ψάχνει στο χώμα
σειρά οι γραμμές κι οι χαράξεις
πάνω σ’ εκείνες πάλι τις πρώτες
στου αστρολάβου τις αζιμούθιες προβολές
Δεν είναι πια ταξιδευτής
τα ταξίδια που ήταν τα έκανε
Το ένα έκτο τώρα του κύκλου τού φτάνει
να φανταστεί τα υπόλοιπα
πα’ στον εξάντα που άρπαξε τότε
από παλιό φορτηγό
Των άστρων το δίχτυ κοιτά
πίσω απ’ το τζάμι
τ’ αντίγραφο τ’ ουρανού
που φορά στον καρπό του
για την ώρα του σύμπαντος μέσα του
Αλλά δεν είναι πια ταξιδευτής
ούτε καν σε γκαζάδικα
είναι μονάχα ξένος πολύ
παντού και βαθιά του
δια βίου μετανάστης
στο σπιτικό και στα λόγια της
που ψάχνει για τ’ αχαρτογράφητα
νέα λήμματα της στεριάς
όπως
συντροφιά στη μέσα φωλιά
με πρόκες μπηγμένες βαθιά στο σκαρί του
Ξέμπαρκος στηρίζεται στη κουπαστή της βεράντας
τις νύχτες βουλιάζει στην αφρισμένη θάλασσα των γιωταχί
αναπολεί σιρόκο γαρμπή και πουνέντε
τους χάρτες προβάλει των άστρων
στης σάλας τις σαλεμένες σκιές
διαταγές μουρμουρίζει στο δρόμο
Και κάθε πρωτοχρονιά χαρίζει το παλιό του τσιμπούκι
στον ζωγράφο του γνωστού πορτρέτου
μήπως και τα μάγια λυθούν
πως τα τραβούσαν προς τα κάτω
από τις ρίζες οι νεκροί τους
υδραυλικά καλώδια σωλήνες
τρίζαν βογκούσανε πριν πέσουν
τα πορτόφυλλα για μήνες
πανωσήκωμα λειψό
της ύπαρξης επόμενο στασίδι
αλλά της πόλης αυτόγνωμη πορεία
Δεν ήξερε πως πέθαιναν τα σπίτια
οι ήχοι και τα φώτα τους
οι κήποι τους κι η καθημερινή συνήθεια
νανοτεχνολογία και ίνες οπτικές
ξεκίνησε κι ας στέναζε η γη
στο στιβαρό το σκάψιμο
σωμάτων πεισμωμένων
που τράβαγαν γραμμές
για λήψεις νέων δεδομένων
ολόγυρα σκορπώντας χώματα
υψώνοντας αντένες
ακόμα πιο ψηλές
κι από παλιά αετώματα
Από την
ενότητα
«Άνθρωποι»
Η εικόνα του εξωφύλλου είναι λεπτομέρεια από το έργο της Ηρώς Νικοπούλου, Αγγελικά σχήματα ΙΙΙ (λάδι σε καμβά 180x150 εκ.).
Ωραία παρουσίαση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστούμε θερμά!
Διαγραφή