αδικείς και το φεγγάρι.
Άλλωστε ποτέ δεν τα ρωτήσαμε.
Αδιάφοροι πάντα για τις προτιμήσεις τους.
ή το γεράνι στον κήπο μου ποτέ
δεν κουράστηκα να γράφω γι’ αυτά,
να τους μιλώ και ν’ αλαφρώνω
κάθε που τα κρίματα κατάτρωγαν
το στήθος μου.
Πάντα μικρός
στης δικής τους ταπεινότητας το ύψος.
τα μπάρσαμα.
Ξένο στο κάλλος τους το μάλαμα, κι η δάφνη
μυριστικό του δείπνου φυλλαράκι − όχι νίκη.
Κι αν αρνήθηκα τις ανθοδέσμες
ήταν για τα χέρια που τις πρόσφεραν, όχι
για τα άνθη. Τούτα τα λυπόμουν, έτσι δεμένα,
τόσο μακρινά, τόσο ξένα
στα δάχτυλα που τα προσφέρουν...
Όχι το ζαχαρένιο εκείνο
το γλυκό σαν μάντολα
σε βλέμμα μέσα μελωμένο,
παρά το άλλο,
μοναχικό και πράο,
που η Σιωπή με ήχους το τυλίγει,
ώσπου εναγώνια ν’ αναδώσει
της ψυχής μας τη φωνή.
Σκληρό,
πολύ σκληρό κάποτε
σαν κοφτερή κάτω απ’ τον ήλιο μάκελλα
τις ώρες του σκάλου.
(Εκεί,
στης σιωπηλής μου φίλης το κηπάκι,
έρχονταν συχνά
οι θυγατέρες του Πανδίωνα
κάτω απ’ το δέντρο να σκάψουν το μεγάλο,
όχι της λησμονιάς το μπάρσαμο για νά ’βρουν
πάρεξ
της ψυχής τους το χαμένο
ν’ ανασύρουν τζοβαΐρι).
σπηλιά για τους κατατρεγμένους, ή
τους άλλους,
τους τρελούς που με φτερά πετούνε
κέρινα;
Υπάρχει πάντα ένα φεγγάρι
από χίλια μάτια σπαραγμένο.
Μα τούτο δεν το λες αβάσταχτο.
με τόσες εταιρίες πια ποιητικές και συντεχνίες,
με τόσα συμπόσια κι επιτροπές
και φεστιβάλ
δικαίως να μπερδεύτηκαν,
κι αναζητούνε σίγουροι το φάσμα σου
σε τόσα φόρα και ιδρύματα
αντί για τα νησιά της εξορίας σου, ας πούμε.
αδιάφορος δεν ήσουν σ’ όλ’ αυτά.
Μετείχες).
Είναι πολύ δύσκολο (σχεδόν ακατόρθωτο)
να μας βρουν κάπου αλλού.
ε κ ε ί α κ ρ ι β ώ ς
θα ήθελα να ψάξουν: μες στα λουλούδια,
στο αβάσταχτο φως του φεγγαριού).
το πλοίο να υποδεχτούμε του νέου χρόνου
που σε λίγο καταφτάνει.
μ’ ευχές βεγγαλικά και κρότους
την τελευταία τούτη νύχτα του παλαιού ενιαυτού
ξεπροβοδίζοντας
δίχως τίποτε ν’ αλλάζει
(ανεπίδεκτοι κουφοί σε όσα πέρασαν,
σε όσα θά ’ρθουν). Κι ωστόσο
ΑΠΑΝΤΟΧΗ βαφτίζουμε το πλοίο
ό,τι γράφτηκε
ή ν’ αλλάξει
το αίμα των ανθρώπων έν’ ακόμη σκαλί
σε τούτη τη φθαρμένη κλίμακα
της μέρας και της νύχτας.
Λευκό
απέραντο σεντόνι μας σκεπάζει.
Δεν είναι χιόνι.
Είναι η χαμένη ανάσα μας τ’ αστέρια
που ξέμειναν να φέγγουν
μ’ ένα φως χλωμό
δίχως τον χτύπο της καρδίας μας.
Κι οι δρόμοι
πουθενά δεν οδηγούν. Σειρήνες μόνο
περιπολικών κι ασθενοφόρων.
Είναι η ελπίδα
που έγινε ανάθεμα δέντρα
που τα φύλλα τους πέφτουν,
όταν ο φόβος απλώνεται.
Όλα μπορούν ν’ ανατραπούν.
Κόρη ερατή και πολυθάλμιος να σε ξεκάνει,
όπως τον άρρωστο η αρρώστια ή
να σε πάρει βλάμη του
ο Χάρος στις μαδάρες,
αντί στους κάμπους της ζωής
νεκρός κολλήγας να δουλεύεις.
και πώς τελειώνουν όλα;
Πώς μεγαλώνεις ένα πρόβατο
για να το σφάξεις;
Πώς ξαποστέλνεις σαν τραγί
το πρωτινό σου ίνδαλμα;
ένας έρωτας που γρήγορα ξεφτίζει.
Πέτρα που ανεβάζεις στην κορφή κι αυτή
κατρακυλά με φόρα πίσω στο γουβιασμένο χώμα,
στη νομοτέλεια του μαγνήτη.
Κύκλος
της ελπίδας και της διάψευσης.
στο σακούλι των γηρατειών. Αυτά με τρομάζουν.
Ο ξεπεσμός της σάρκας η στέγνια
του μυαλού η δυσφορία των άλλων
σαν πέσεις
και πρέπει να σε σηκώσουν.
Ο κόπος που νικά την αγάπη.
Αυτά με τρομάζουν − όχι ο θάνατος.
Τις φανερές ή τις ύπουλες;
Τις πρώτες εύκολα κανείς τις ξεφορτώνεται.
Μα τις άλλες,
που κατάφαγαν το πρόσωπό μας, άντε
να τις βγάλεις! Κόλλησαν στο πετσί,
έγιναν δέρμα μας,
δεν βγαίνουν.
Μην περιμένεις.
Άλλος λοιμός αυτός. Άλλο τροπάρι.
Κανένα εμβόλιο δεν μας σώζει.
του έτους που φεύγει.
Παγωμένο φεγγάρι το λένε.
Γιατί τάχα;
Νά ’ναι πιο κρύο απ’ τα χέρια μας,
απ’ τα ντουβάρια που κλειδώνουν τη ζωή μας;
(Βγήκαν οι μπάτσοι με μεγάφωνα
και σαλαγούν
τα πρόβατα στη στρούγγα).
Κανείς δεν πιστεύει στον θάνατο,
σ’ αυτούς που κάθε μέρα μάς μετρούν
και λένε θα πεθάνετε.
στον θάνατο που γεννιέται
και πεθαίνει μαζί μας. Που πιστός
μας συντροφεύει πάντα
− πιο ταπεινός από μάς,
λιγότερο επίμονος ή ξένος.
Το μόνο φωτεινό σ’ αυτή την έρημη
επίπλαστη Πρωτοχρονιά.
Το μόνο γεμάτο
τώρα που άδεια η πλατεία ξεπαγιάζει
μες στους χτύπους ενός αόρατου εκκρεμούς.
Στην εικόνα: Albert Pinkham Ryder, «The Lovers' Boat» (1881).
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου