Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Δύο ποιήματα"





ΥΠΕΡ ΑΝΘΕΩΝ, ΣΕΛΗΝΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΩΝ

                                  Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.

                                  Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
                                  στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

                                  Στις αίθουσες που οι ρήτορες
                                  εκπολιτίζουν το κοινό
                                  με τα φαντάσματά μας.

                                  Τι γυρεύω.

                                  Πάνος Θασίτης, «Ο νεκρός ποιητής»



Νομίζω πως αδικείς τα λουλούδια,
αδικείς και το φεγγάρι.
Άλλωστε ποτέ δεν τα ρωτήσαμε.
Αδιάφοροι πάντα για τις προτιμήσεις τους.

Ποτέ δεν ντράπηκα για το λευκό διατσέντο
ή το γεράνι στον κήπο μου      ποτέ
δεν κουράστηκα να γράφω γι’ αυτά,
να τους μιλώ και ν’ αλαφρώνω
κάθε που τα κρίματα κατάτρωγαν
                                                   το στήθος μου.
Πάντα μικρός
στης δικής τους ταπεινότητας το ύψος.
 
Δεν θρηνούν τα λουλούδια, δεν οιμώζουν
                                       τα μπάρσαμα.
Ξένο στο κάλλος τους το μάλαμα, κι η δάφνη
μυριστικό του δείπνου φυλλαράκι − όχι νίκη.

Κι αν αρνήθηκα τις ανθοδέσμες
ήταν για τα χέρια που τις πρόσφεραν, όχι
για τα άνθη. Τούτα τα λυπόμουν, έτσι δεμένα,
τόσο μακρινά, τόσο ξένα
στα δάχτυλα που τα προσφέρουν...

Ναι, και το φεγγάρι ποτέ δεν ήταν εύκολο.
Όχι το ζαχαρένιο εκείνο
                          το γλυκό σαν μάντολα
σε βλέμμα μέσα μελωμένο,
παρά το άλλο,
          μοναχικό και πράο,
που η Σιωπή με ήχους το τυλίγει,
ώσπου εναγώνια ν’ αναδώσει
της ψυχής μας τη φωνή.
Σκληρό,
                           πολύ σκληρό κάποτε
σαν κοφτερή κάτω απ’ τον ήλιο μάκελλα
                           τις ώρες του σκάλου.
(Εκεί,
στης σιωπηλής μου φίλης το κηπάκι,
έρχονταν συχνά
οι θυγατέρες του Πανδίωνα
κάτω απ’ το δέντρο να σκάψουν το μεγάλο,
όχι της λησμονιάς το μπάρσαμο για νά ’βρουν
                                                          πάρεξ
της ψυχής τους το χαμένο
ν’ ανασύρουν  τζοβαΐρι).                                  
 
Στάθηκε ποτέ κοινότοπη η φύση; ανάξια
σπηλιά για τους κατατρεγμένους, ή
τους άλλους,
τους τρελούς που με φτερά πετούνε
                                                         κέρινα;
Υπάρχει πάντα ένα φεγγάρι
από χίλια μάτια σπαραγμένο.
Μα τούτο δεν το λες αβάσταχτο.

Όσο για τους ρήτορες,
με τόσες εταιρίες πια ποιητικές και συντεχνίες,
με τόσα συμπόσια κι επιτροπές
και φεστιβάλ
δικαίως να μπερδεύτηκαν,
κι αναζητούνε σίγουροι το φάσμα σου
σε τόσα φόρα και ιδρύματα
αντί για τα νησιά της εξορίας σου, ας πούμε.

(Άλλωστε
αδιάφορος δεν ήσουν σ’ όλ’ αυτά.
Μετείχες).

Μην απορείς λοιπόν.
Είναι πολύ δύσκολο (σχεδόν ακατόρθωτο)
να μας βρουν κάπου αλλού.

(Εμένα πάντως αν με γύρευαν,
ε κ ε ί   α κ ρ ι β ώ ς
θα ήθελα να ψάξουν: μες στα λουλούδια,
στο αβάσταχτο φως του φεγγαριού).


                                                     10.12.2020





ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΜΥΡΙΝΗ

                                  Και μέσα σε δάσος από μάσκες,
                                  ζήτησε να ζήσεις.

                                                 Κώστας Καρυωτάκης



Θα κατέβουμε πάλι στο λιμάνι
το πλοίο να υποδεχτούμε του νέου χρόνου
που σε λίγο καταφτάνει.

Εορταστές ξανά
μ’ ευχές     βεγγαλικά και κρότους
την τελευταία τούτη νύχτα του παλαιού ενιαυτού
ξεπροβοδίζοντας
δίχως τίποτε ν’ αλλάζει
(ανεπίδεκτοι      κουφοί σε όσα πέρασαν,
σε όσα θά ’ρθουν). Κι ωστόσο
ΑΠΑΝΤΟΧΗ  βαφτίζουμε το πλοίο
− σαν να μπορεί να σβήσει
ό,τι γράφτηκε
                              ή ν’ αλλάξει
το αίμα των ανθρώπων έν’ ακόμη σκαλί
σε τούτη τη φθαρμένη κλίμακα
της μέρας και της νύχτας.
                                                        Λευκό
απέραντο σεντόνι μας σκεπάζει.
                                                             Δεν είναι χιόνι.
Είναι η χαμένη ανάσα μας     τ’ αστέρια
που ξέμειναν να φέγγουν
μ’ ένα φως χλωμό
δίχως τον χτύπο της καρδίας μας.
Κι οι δρόμοι
πουθενά δεν οδηγούν. Σειρήνες μόνο
περιπολικών κι ασθενοφόρων.
                                                         Είναι η ελπίδα
που έγινε ανάθεμα      δέντρα
που τα φύλλα τους πέφτουν,
όταν ο φόβος απλώνεται.
 
Τώρα ξέρεις.
             Όλα μπορούν ν’ ανατραπούν.
Κόρη ερατή και πολυθάλμιος να σε ξεκάνει,
όπως τον άρρωστο η αρρώστια ή
να σε πάρει βλάμη του
ο Χάρος στις μαδάρες,
αντί στους κάμπους της ζωής
                       νεκρός κολλήγας να δουλεύεις.

Θυμάσαι πώς αρχίζουν
                      και πώς τελειώνουν όλα;
Πώς μεγαλώνεις ένα πρόβατο
                                                        για να το σφάξεις;
Πώς ξαποστέλνεις σαν τραγί
                             το πρωτινό σου ίνδαλμα;

Κάθε χρόνος
ένας έρωτας που γρήγορα ξεφτίζει.
Πέτρα που ανεβάζεις στην κορφή    κι αυτή
κατρακυλά με φόρα πίσω στο γουβιασμένο χώμα, 
στη νομοτέλεια του μαγνήτη.     
                            Κύκλος
της ελπίδας και της διάψευσης.

Κάθε χρόνος και μια ρυτίδα
στο σακούλι των γηρατειών. Αυτά με τρομάζουν.
Ο ξεπεσμός της σάρκας     η στέγνια
του μυαλού    η δυσφορία των άλλων
σαν πέσεις
                      και πρέπει να σε σηκώσουν.
Ο κόπος που νικά την αγάπη.
Αυτά με τρομάζουν − όχι ο θάνατος.
 
Ρωτάς: Πότε θα πετάξουμε τις μάσκες;
Ποιες απ’ όλες;
Τις φανερές ή τις ύπουλες;
Τις πρώτες εύκολα κανείς τις ξεφορτώνεται.
Μα τις άλλες,
που κατάφαγαν το πρόσωπό μας,    άντε
να τις βγάλεις! Κόλλησαν στο πετσί,
έγιναν δέρμα μας,
                                  δεν βγαίνουν.
Μην περιμένεις.
Άλλος λοιμός αυτός. Άλλο τροπάρι.
Κανένα εμβόλιο δεν μας σώζει.
 
Πανσέληνος απόψε. Η τελευταία
του έτους που φεύγει.
Παγωμένο φεγγάρι το λένε.
                                                    Γιατί τάχα;
Νά ’ναι πιο κρύο απ’ τα χέρια μας,
απ’ τα ντουβάρια που κλειδώνουν τη ζωή μας;
(Βγήκαν οι μπάτσοι με μεγάφωνα
και σαλαγούν
τα πρόβατα στη στρούγγα).
Κανείς δεν πιστεύει στον θάνατο,
σ’ αυτούς που κάθε μέρα μάς μετρούν
και λένε  θα πεθάνετε.
                                   Μα πιστεύουμε
στον θάνατο που γεννιέται
και πεθαίνει μαζί μας. Που πιστός
μας συντροφεύει πάντα
− πιο ταπεινός από μάς,
λιγότερο επίμονος ή ξένος.

                                                        Φεγγάρι.
Το μόνο φωτεινό σ’ αυτή την έρημη
επίπλαστη Πρωτοχρονιά.
Το μόνο γεμάτο
τώρα που άδεια η πλατεία ξεπαγιάζει
μες στους χτύπους ενός αόρατου εκκρεμούς.


                                                    Πρωτοχρονιά 2021





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Albert Pinkham Ryder, «The Lovers' Boat» (1881).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου