πίσω απ’ την πόρτα φίλος
πίσω απ’ την πόρτα παιδί
πίσω απ’ την πόρτα ζητιάνος
πίσω απ’ την πόρτα σκυλί
πίσω απ’ την πόρτα ταχυδρόμος
πίσω απ’ την πόρτα κανείς
δεν ανοίγω δεν ανοίγω
υποχωρώ παραιτούμαι αντιστέκομαι
διαχωρίζομαι λιποθυμώ
αρνούμαι
όταν νυχτώσει το υπόσχομαι
θ’ αφήσω στο σκαλί το ρούχο μου
θ’ αφήσω στο σκαλί το ψωμί μου
θ’ αφήσω στο σκαλί το τριαντάφυλλό μου
το τελευταίο
υπόσχομαι υπόσχομαι
χέρια όμως όχι φοβάμαι
λέξεις όμως όχι φοβάμαι
πρόσωπα όμως όχι φοβάμαι
μάτια όμως όχι φοβάμαι φοβάμαι
έχω φυλάξει μια σφαίρα
μάτια όμως όχι μάτια όμως όχι
έχω φυλάξει μια ανάσα
περισσότερο από το μαύρο.
μέσα από μεγάλες πλατείες
επιστρέφω στο πρόσωπό μου
μέσα από αναστεναγμό.
Έτσι όπως είναι ακόμα νωπά
τα μαλλιά μου
είναι βυθός
είναι γυαλί
δεν ξεχωρίζω.
Σκληραίνει
ματώνεται στην τριβή τη μοιραία
το πήλινο ρούχο μου
δεν το φανερώνω.
που σφυρίζουν όσο να περάσουν
το σκοτεινό δάσος
που όταν περνούν ακατοίκητη περιοχή
δεν μιλούν.
του θεού το σώμα, για μένα
αντίδωρο δεν περισσεύει
πάνω στην κινούμενη άμμο χορεύω
λιποθυμώ –τελειώνει η γιορτή.
Τις άλλες μέρες
μεγαλώνει πιο πολύ ο κόσμος
κρυώνω
πλανιέμαι στις πλατείες κλωτσώντας
τα χαρτιά και τα φύλλα
τους ήχους που παγιδεύονται στα ρείθρα
μαζεύω για τροφή.
Με τριγμούς ψηλώνει η πιο πικρή
ρίζα της καρδιάς μου.
Να έχει σταματήσει αλήθεια
στην κάμαρα με τον σπασμένο λαμπτήρα
το άστρο που αναγγέλλει
αυτός να έχει οριστεί τόπος
για την απογραφή όλων μου των ονείρων;
Τέτοιες στιγμές έρχεσαι
με κοιτάς
δεν προφταίνω ποτέ να εξημερώσω
το πρόσωπό μου
«με τον κατάλληλο φωτισμό, λες,
γεμίζω το σπίτι χρυσά έντομα».
καμμιά χαρά δεν με φώτισε
ολόκληρη.
το παιδί που πριν φιλήσει το μαξιλάρι μου
έλειωσε με το φεγγάρι
η πλαϊνή κάμαρα ποτέ δεν ακούμπησε
στον ίδιο τοίχο με την κάμαρά μου
ποτέ χέρι δυνατό
στο χέρι μου δεν ακούμπησε.
Αν θες με δυο λόγια τη ζωή μου, μάθε
πως άρχισα να τραγουδώ ενώ τα πόδια μου
είχαν ριζώσει μέσα στα νερά.
Πως τραγουδούσα όσο τα νερά ανέβαιναν.
Τραγουδούσα όταν ανέβηκαν τα νερά.
Αργότερα βέβαια το κελί μου ανακαινίστηκε
ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας εξιλεώθηκε
ζωγραφίζοντας έναν ήλιο στην οροφή
ένα μονοτάξιο δημοτικό σχολείο
άρχισε να λειτουργεί στο χώρο του
έμεινε ακίνητη η αδικαίωτη σάρκα
κανένας δεν έδωσε σημασία
σε κάποιους στεναγμούς κι αποδόθηκε
στην ιδιοσυστασία του εδάφους το ότι
ματώναν πού και πού οι παλιοί τοίχοι.
Μια μέρα, ένας μικρός μαθητής
πέταξε ψηλά τη σάκα του
σκόρπισαν στην τάξη οι γομολάστιχες,
Αν θες με δυο λόγια τη ζωή μου, μάθε
πως άρχισα να τραγουδώ ενώ τα πόδια μου
είχαν ριζώσει μέσα στα νερά.
Πως τραγουδούσα όσο τα νερά ανέβαιναν.
Τραγουδούσα όταν ανέβηκαν τα νερά.
Αργότερα βέβαια το κελί μου ανακαινίστηκε
ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας εξιλεώθηκε
ζωγραφίζοντας έναν ήλιο στην οροφή
ένα μονοτάξιο δημοτικό σχολείο
άρχισε να λειτουργεί στο χώρο του
έμεινε ακίνητη η αδικαίωτη σάρκα
κανένας δεν έδωσε σημασία
σε κάποιους στεναγμούς κι αποδόθηκε
στην ιδιοσυστασία του εδάφους το ότι
ματώναν πού και πού οι παλιοί τοίχοι.
Μια μέρα, ένας μικρός μαθητής
πέταξε ψηλά τη σάκα του
σκόρπισαν στην τάξη οι γομολάστιχες,
τα μολύβια.
−«Ακούστε
−«Ακούστε
ακούστε πώς τρέχει το ποταμάκι
κάτω απ’ το τσιμέντο!» φώναξε.
Από τη συλλογή «Ακούστε:» (1970).
Πηγή: Λογοτεχνικό περιοδικό Πάροδος, τχ. 4.
(https://www.greek-language.gr/periodika/viewer/parodos/1987/4)
Στην
εικόνα:
Hugo Krayn, «Laundry brood boys» (1915).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
κάτω απ’ το τσιμέντο!» φώναξε.
(https://www.greek-language.gr/periodika/viewer/parodos/1987/4)
Καλησπέρα. Μου άρεσε πολύ "Η ασφυξία στο Λαϊκό προάστιο"
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστούμε για την ανάγνωση!
ΔιαγραφήΧρόνια πολλά!