Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημείωμα μηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημείωμα μηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Βασίλης Δασκαλάκης, "Αόρατα γεφύρια"




ΑΟΡΑΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ


του Βασίλη Δασκαλάκη


Θρύλοι και παραδόσεις, δοξασίες και πλάσματα μυθικά μπλέκονται και δημιουργούν ιστορίες, που διαδίδονται από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά. Ένας βεροιώτικος  θρύλος λέει πως όποιος ξένος πιεί νερό από την πηγή της Μπαρμπούτας, θα παντρευτεί κοπέλα από την πόλη. Εδώ και 25 χρόνια πίνω νερό από τα ποτάμια της. Κάθε ανοιξιάτικο πρωινό, από το παράθυρο μου ακούω αηδόνια να ερωτοτροπούν, μέσα στις φυλλωσιές των πλατάνων, που απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά στην κοίτη του Τριποτάμου, του ποταμιού συμβόλου της πόλης. Βλέπω τη γέφυρα του Καραχμέτ, και αφήνομαι στις μνήμες που πάνε κι έρχονται εδώ και δυόμιση δεκαετίες. Λένε πως οι γέφυρες ενώνουν τόπους, ενώνουν ανθρώπους. Νερά κυλούν από κάτω, άνθρωποι, σχέσεις, μνήμες και όνειρα στηρίζονται πάνω σε γέφυρες. Κι εγώ πορεύομαι αέναος πεζοπόρος σε μια αόρατη γέφυρα, που ενώνει τον Βορρά με τον Νότο, το γενέθλιό μου τόπο της Κρήτης με τούτο τον καινούργιο μου, στην «ερατεινή» Ημαθία.

Ο γενέθλιος τόπος μου / μια λιτή εικόνα / μη ρέον ύδωρ / άγρια τοποθεσία / απόκρημνα φαράγγια / άδενδροι βράχοι / δεν επροίκισεν το Βυζάντιο / με πρίγκηπες, αυλικούς, στρατηγούς / επιφανείς κληρικούς
ο κόσμος που γαλουχήθηκα περίκλειστος / μόνη διέξοδος η θάλασσα / το πνεύμα παγιδευμένο / η μνήμη στο αίμα / τα τροπάρια στα γονίδια / το φως στο σκοτάδι και στον φόβο / η ομοθυμία στο πέραν / οι ενιαυτοί στο παρόν
η ψυχή μου πορεύεται σε νέους τόπους
βηματιστής στη σκουριά των ημερών αναλήφθηκα / ως αιχμή καπνού / στη φιλόξενη γη των Μακεδόνων.
[Παράλληλη μνήμη]


Στη Βέροια, στους πρόποδες του Βερμίου όρους, όπου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο εκτείνονταν οι κήποι του Μίδα, γεμάτοι άνθη σπάνιας ομορφιάς και ξεχωριστής ευωδίας, τα μοναδικά εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα τότε, ροδάκινα σήμερα, στην απέραντη αγκαλιά της.
Επάλληλα στρώματα από την προϊστορική εποχή, στην κλασσική, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, την οθωμανική και τη σύγχρονη άφησαν ίχνη, ερείπια, ψηφίδες στην τοπιογραφία της πόλης. Η μακρόχρονη παρουσία της Βέροιας, σηματοδοτείται ανά τους αιώνες από τα νερά της. Νερά που άλλοτε σιγοψιθυρίζουν αόρατα κάτω από συκιές και ροδιές και άλλοτε αναβλύζουν γάργαρα σε διάφορα σημεία της. Κυρίως όμως, από τον Τριπόταμο, που διασχίζει την πόλη σε όλο της το μήκος. Πέντε γέφυρες, ενώνουν κατά μήκος του Τριποτάμου τις δυο πλευρές της πόλης, όμως η πιο εμβληματική από αυτές είναι η γέφυρα του Καραχμέτ. Η φωτογραφία είναι από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν η Βέροια ήταν ακόμη Οθωμανική επικράτεια. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη τον 17ο αιώνα, λέει πως η γέφυρα χτίστηκε το 1585 ή το 1586. Και είναι η πιο εμβληματική, γιατί είναι η πιο παλιά και η μοναδική από τις γέφυρες που σώθηκε μετά την καταστροφική πλημμύρα του 1935. Η γέφυρα του Καραχμέτ δεν παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του Τριποτάμου, γιατί τα δυο της βάθρα είναι γερά θεμελιωμένα σε βράχους, που υπάρχουν στην κοίτη του ποταμού.
Σ’ αυτήν τη γέφυρα έβλεπα συχνά, να περιδιαβαίνει, να κοντοστέκεται και να «διαλογίζεται» ο Μανώλης Ρασούλης, φίλος της πόλης, που την επισκέπτονταν συχνά. Και καθώς η μνήμη μού έφερε την φιγούρα του Μανώλη Ρασούλη, αναλογίστηκα κι όλους εκείνους, που πέρασαν σε κάποια στιγμή από την πόλη και συνδέθηκαν μαζί της. Τον Γιάννη Τσαρούχη, που υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, στη Βέροια και έγραψε πως το βαθύ πράσινο στις αγιογραφίες της πόλης είναι παρμένο από την πρασινάδα της γης. Ναι, σίγουρα αυτό το πράσινο του τοπίου, που ζωογονείται διαρκώς από την αδιάκοπη ροή των νερών, πέρασε και στον χρωστήρα τόσων και τόσων αγιογράφων, που καλλιτέχνησαν και ιστόρησαν τους πάρα πολλούς ναούς της πόλης. Δεν είναι τυχαίο πως ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε ότι η Ημαθία είναι η πινακοθήκη της Ελλάδας.

Αναλογίστηκα και τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, να περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης και σαν αεράκι, μου ήρθαν οι στίχοι του:

Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα – πόλεις που αγάπησα, κλειστές / ανάμεσα σε υψώματα ή σε μικρούς καταυλισμούς / σπίτια που ανοίγονται κρυφά στον κάμπο
(…)
Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε / εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει.
[Εκκοκκιστήρια Α΄]


Πλούσια η σοδειά της γης, αλλά και η σοδειά η πνευματική συνεχίζει να δίνει… Να δίνει σ’ όσους ζουν και κινούνται στην Μπαρμπούτα, περιοχή του Τριποτάμου, στην γέφυρα του Καραχμέτ και στις άλλες γωνιές της πόλης, όπως και στο μοναδικό, φυσικό της μπαλκόνι, το μπαλκόνι της Ελιάς. Εκεί που ο τραγουδοποιός Νίκος Ζιώγαλας παιδί της πόλης τραγουδάει: «Έλα μαζί μου πάνω εκεί να δεις αυτό το ποίημα, χωρίς να βλέπεις θάλασσα θ’ ακούς να σκάει το κύμα.» Το ίδιο ονειρικό κύμα δονεί και τις χορδές κάποιων από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης, που σε πείσμα των άμουσων καιρών, συνεχίζουν να δημιουργούν και να «φτερουγίζουν με ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς.» Συνεχίζουν να χαράσσουν τα μονοπάτια τους και να οικοδομούν μια καινούργια αρχιτεκτονική, αυτή των σχέσεων όχι των κτιρίων, με δομικά υλικά την ποίηση και τη μουσική.
Με καινούργια εργαλεία χτίζουν αόρατες γέφυρες, διασχίζουν αιθέριες διαδρομές, αξιοποιούν προαιώνιες θύμησες και συνεχίζουν το ταξίδι, αφήνοντας το στίγμα τους στην πόλη. Περπατούν πάνω στη στέρεη γέφυρα του Καραχμέτ και απλώνουν τις δικές τους αχαρτογράφητες, νοητές γέφυρες των σχέσεων, οδηγώντας τους προσωπικούς τους μύθους, σε μια πορεία συντροφικής δημιουργίας. Συμπαραστάτης τους σ’ αυτή την προσπάθεια στέκεται ο μυθικός, παραποτάμιος θεός Όλγανος, που δεν είναι παρά η προσωποποιημένη αύρα του Τριποτάμου, φτιαγμένη από μάρμαρο της περιοχής δυο χιλιάδες χρόνια πριν…





Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» Σαββατοκύριακο 2-3 Σεπτεμβρίου 2017.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Σημείωμα Ιουνίου 2016




Νίκη Ρεβέκκα Παπαγεωργίου


Σύμφωνα

Βαθιά μέσα στη γη, κατοικούσε ένας δυστυχισμένος λαός, που η γλώσσα του είχε μονάχα τα σύμφωνα. Ζούσαν όλοι σε υπόγειες σήραγγες, σε φριχτή αγωνία μέσα σε όλα εκείνα τα μπ και γκ, κι η άνοδός τους ψηλά προς το φως ήταν αλίμονο εξαρτημένη απ’ την ανακάλυψη των φωνηέντων. Μα φωνήεντα πού να βρεθούν, στο πηχτό εκείνο σκοτάδι, κάτω από τόνους χωμάτων, εκεί που αν υπήρχε θεός, σάρκα ανθρώπινη δε θα επιτρεπόταν να υπάρχει, εκεί όπου καμία φωνή δε θα έρθει να ψιθυρίσει ένα ε, κι οι χιλιάδες τα χρόνια που έρχονται δε θα φτάσουν ποτέ ν’ ακουστεί επιτέλους μια λέξη.




Από το βιβλίο «Του λιναριού τα πάθη − Ο μέγας μυρμηκοφάγος», εκδ. Άγρα 1993

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Σημείωμα Μαΐου 2016




Μαρμαρυγή της θάλασσας

Μαρμαρυγή της θάλασσας οι άκρες των χειλιών σου. Καθυστερημένος άγιος το βλέμμα σου ακουμπούσε με την φτερούγα του την θάλασσα κι αυτή τον απόδιωχνε να μπει στους ουρανούς.
Νύχτωνε. Mε κραυγή πουλιού η νύχτα πλησίαζε τινάζοντας την άμμο από τα ρούχα του μοναχού και αυτή σκορπούσε θραύσματα από φως, πιτσιλώντας και πλημμυρίζοντας με γαλαξίες την θάλασσα.
Στον πηλό έψαχνα να στερεώσω τα κομμάτια, κρυφά να τα μεταφέρω στα απογεύματα του Γενάρη όπου το βλέμμα σου κατοικούσε σαν μνήμη και δόνηση.
Το βλέμμα σου, κοσμική μητέρα και πατέρας στο αποκορύφωμα του οργασμού τους να γονιμοποιούν την νύχτα σε φως μέσα στης νοσταλγίας τις θαλασσινές σπηλιές και τα ζεστά λαγούμια του μυαλού. Σε ξεχασμένες σελίδες ανθολογίου με κρινάκια ξερά και άνθη επίπεδα, γεννοβολώντας μιαν άνοιξη.
Άνοιξη! Όπου ξεδίπλωνε τα φτερά του ο άγιος και έδινε χρώμα, στα ξεραμένα από τον χειμώνα πέταλα, φτεροκοπώντας και σκάβοντας βαθιά στις κόρες των ματιών σου, έναν κρατήρα που εκσφενδόνιζε νεφέλωμα θανάτου από φως, από ασήμι και χρυσάφι.
Ήταν το ίδιο Νεφέλωμα που γευόμουν το πιτσίλισμα των αστεριών στην άκρη των χειλιών σου που στην αρχή ήταν φως μα σιγά σιγά έπαιρνε την γεύση της αρμύρας και τότε στην φωτεινή παλίρροια των ματιών σου ξανασυναντούσα με κόπο, μάλλον αυτό που οι άνθρωποι αιώνες τώρα ονομάζουν θάλασσα.


Σούλης Λιάκος



Στην εικόνα: "Ελούντα", έργο του Δημήτρη Κούκου.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Σημείωμα Απριλίου 2016


(Γιάννης Τσαρούχης, "Απρίλης")


Κι αν κάνει την είσοδό του με μία ημέρα γεμάτη πειράγματα και ψέματα, ο Απρίλης, συνεχίζει στην επικράτειά του, εντυπωσιακά πάντα, να χρωματίζει και να χωροθετεί την πλάση, να μεγαλώνει με περισσότερο φως τις ημέρες μας, να ομορφαίνει τους ερωτευμένους και να στολίζει με δροσερά γλυκά και παγωτά τις προθήκες των ζαχαροπλαστείων. Με άλλα λόγια, να μας επισημαίνει ότι η ζωή τελικά δεν είναι ψέμα, αλλά ομορφιά, ή, για τους πιο τολμηρούς, τέχνη. Μέσα στον Απρίλη τα πιο ηχηρά «σ’ αγαπώ», εντός του και το «Ω, γλυκύ μου έαρ», το φιλί του Ιούδα και το φιλί σφραγίδα υπόσχεσης του ερωτευμένου.

Για εμάς που τροχοδρομήσαμε τούτο το ιστολόγιο πριν τρία χρόνια και δεν περιμέναμε ότι η αγάπη σας, θα γίνει μια αγκαλιά γύρω του. Για εμάς που ξεκινήσαμε ως παρέα έχοντας τούτο εδώ το ηλεκτρονικό κατάλυμα ως μία άλλη άκατο στο ηλεκτρονικό σύμπαν. Ή πιο απλά, για μας που εξαρχής επιθυμούσαμε να φροντίζουμε ένα ιστολόγιο που αγαπάει κάθε μετάπλαση των λέξεων σε ποίηση και γενικότερα σε λογοτεχνία, ο Απρίλης είναι ένα πολύ καλό σημείο να κοιτάξει κανείς πίσω του και ως άλλος στρατοκόπος, να πάρει μιαν ανάσα απολαμβάνοντας τη θέα, λίγο πριν να συνεχίσει την οδοιπορία του.
Και για όλα τούτα, ω φίλοι, από καρδιάς, θερμά σας ευχαριστούμε.


Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Σημείωμα Μαρτίου 2016




«Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί»,
θα γράψει ο Μίλτος Σαχτούρης στο ποίημά του «Αστεροσκοπείο»

«Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις», θα μας ψιθυρίσει ο Οδυσσέας Ελύτης.

«Αλλά, Άνοιξη είναι. Πάλι Άνοιξη. Είμαι γεμάτος, ήρεμος και μπορώ να περιμένω...», θα πει ελπιδοφόρος και ο Ivo Andrić στο βιβλίο του «Jelena, žena koje nema (Γιέλενα, η γυναίκα που δεν υπάρχει)» Μετάφραση: Jelena Bosnjaković ex Bajraktarović (Πρώτη δημοσίευση στο παρόν ιστολόγιο, σε λίγες μέρες).


Αγαπημένο θέμα για τους λογοτέχνες η Άνοιξη. Αγαπημένη, καθώς καταφθάνει βαδίζοντας αργά αργά, σωστή πριγκίπισσα, με τον μανδύα της να σέρνεται στην πλάση και να την ευλογεί.
Κι από πού περνάει ξεπετάγονται βλαστάρια, ανθίζουν τα δέντρα, ανθίζουν και οι έρωτες. Εκρήξεις χρωμάτων, εκρήξεις ελπίδας.
Κι αν κάποια βροχή ξεθωριάσει το ροζ χρώμα του κάμπου, η πλάση ήδη έχει ετοιμάσει το κίτρινο, το κόκκινο και όλα τα άλλα.
Χρώματα παντού. Χρώματα και ελπίδες στα σπίτια και στους καταυλισμούς των προσφύγων.
Και η φωνή του ποιητή να υπενθυμίζει:

«Όσο υπάρχουν ποιητές
Τα πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πως είναι τ’ όνειρο δυνατό».
Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους»

Χρώματα παντού και βλαστάρια. Βλαστάρια στη φύση και βλαστάρια ανάμεσα στους ανθρώπους να προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους στο φως και να μετρήσουν τον χώρο τους. Να μας χαμογελούν για να θυμόμαστε ότι όλοι μας, μπορούμε πάντα να ανθίζουμε μέσα μας.
Αυτά τα βλαστάρια προσπαθούμε να αφουγκραστούμε και εμείς στην πόλη μας. Τις εκφράσεις τους, τον σφυγμό και τα όνειρά τους. Και όλοι μαζί, σας προσκαλούμε να τα δείτε στο άνθισμά τους, την Κυριακή 20 Μαρτίου στις 20:00 στην Sala του πολυχώρου Ελιά στη Βέροια, και να υποδεχτούμε την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης.


Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Σημείωμα Φεβρουαρίου 2016




Εμείς οι Έλληνες

γράφει η Κατερίνα Ζιαμπούλη


Πορευόμενοι στις αρχές του καινούργιου χρόνου, καθώς μπαίνουμε στο δεύτερο μήνα του, το Φλεβάρη, είναι νωποί ακόμη οι απολογισμοί, που γίνονται στο τέλος κάθε χρονιάς κι ακόμη πιο νωπές οι ευχές που συνοδεύουν το ξεκίνημα της νέας.
Βαθιά μέσα μου, κρατώ σαν πολύτιμες αποσκευές τις δυσκολίες της χρονιάς που πέρασε. Δυσκολίες που μας πίκραναν και μας πόνεσαν, κυρίως όμως μας ωρίμασαν βίαια και καταλυτικά. Ο αναστοχασμός τους πληγή βαθιά, αλλά και σημείο εκκίνησης για μια νέα πορεία. Καθώς η καινούργια χρονιά χάραζε, στα στόματα και στις καρδιές όλων η ευχή που συνόδευε την απαρχή του 2016, ήταν να είναι καλύτερο από τη χρονιά που μόλις αποχαιρετήσαμε. Η ανάγκη όλων μας ν' αφήσουμε πίσω το 2015, που τόσο μας παίδεψε και να πορευτούμε με νέες προοπτικές σε ορίζοντες πιο χρωματιστούς και πιο ελπιδοφόρους, είναι πασιφανής.
Όμως σ’ ένα μέλλον που φαντάζει πιο σκοτεινό και πιο αβέβαιο από ποτέ άλλοτε, λίγα είναι τα φωτεινά μονοπάτια. Μονοπάτια απολύτως αναγκαία στην προσπάθεια αναζήτησης μιας ανάσας αισιοδοξίας και ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Κι ένα τέτοιο μονοπάτι, που πολλές φορές καταλήγει σε λεωφόρους, είναι το μονοπάτι της ποίησης. Ψάχνοντας τα στηρίγματά μου βρέθηκα να διαβάζω το ποίημα του Γ. Σαραντάρη, «Εμείς οι Έλληνες»

         [I] ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

         Εμείς οι Έλληνες
         Με τις ελιές και τα πεύκα
         Με τα μάρμαρα με τη θάλασσα
         φυλάξαμε και άλλες αρετές
         Δεν εξοφλήσαμε την ευφυΐα μας
         Σ’ έναν καιρό πιο ήρεμο
         Και πιο γενναίο
         Δεν θα διστάσουμε
         Δεν θα δειλιάσουμε
         Από τις κρύπτες θα βγάλουμε τα όργανα
         Στην ορχήστρα και στο χορό
         Οι φωνές μας θα προσφέρουν
         Κάτι σαν το επιούσιον
         Το δικό μας πάθος

                                                            (29.3.1936)

Βάλσαμο στην ψυχή οι στίχοι του. Κι ένα αεράκι φρέσκιας πνοής, που φυσά και διώχνει τα μαύρα σύννεφα. Θροΐζει μέσα από τα πεύκα και τις ελιές, λαμπυρίζει τις μαρμάρινες παρακαταθήκες μας και με την θαλάσσια αύρα του, μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε το μελλοντικό τοπίο.
        Γιατί,
“Δεν εξοφλήσαμε την ευφυΐα μας”
και έχουμε τις δυνάμεις και τις δυνατότητες
“Σ’ έναν καιρό πιο ήρεμο
Και πιο γενναίο”
να πορευτούμε ξανά προς το φως.
Και θα πορευτούμε με τα όργανα, που φυλάμε καλά μέσα σε κρύπτες. Και με τραγούδια και με χορό θα σηματοδοτήσουμε και θα μπολιάσουμε το μέλλον, έτσι όπως αιώνες τώρα το συνηθίζουμε.
        Γιατί,
“Οι φωνές μας θα προσφέρουν
Κάτι σαν το επιούσιον
Το δικό μας πάθος”

                                                                Καλή Ποιητική Χρονιά





Το ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργος Σαραντάρης - Γιατί τον είχαμε λησμονήσει» εκδ. Τυπωθήτω - παραφερνάλια, 2002.

Στην εικόνα: Ραγκουτσάρια στην Βέροια. (Από το αρχείο του Βασίλη Δασκαλάκη)

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Σημείωμα Νοεμβρίου 2015




CELLULE 252

Όταν ο «καταραμένος» Paul Verlaine πυροβόλησε δυο φορές τον αγαπημένο του Arthur Rimbaud τον Ιούλιο του 1873, δεν σκεφτόταν φυσικά, ότι η Μons, η πόλη που φυλακίστηκε έως τον Ιανουάριο του 1875, θα του αφιέρωνε εκθέσεις και θεματικές ενότητες για το έργο του, 140 χρόνια μετά...
Για το 2015, ορίστηκαν δύο «μικρές» πόλεις να φιλοξενήσουν το θεσμό της πολιτιστικής πρωτεύουσας, που καθιέρωσε επί υπουργίας της, η Μελίνα Μερκούρη. Η μία είναι η Τσέχικη πόλη Πίλζεν (Πλζεν) και η άλλη η Βελγική πόλη Μονς.
Τα κριτήρια για την ανάληψη και το χρίσμα δεν τα εξετάζουμε, αλλά σίγουρα αυτό που προβάλλουν (όλες οι πόλεις που διεκδικούν και “κερδίζουν”), είναι η ιστορία και ο πολιτισμός τους.
Έτσι το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτώβρη σε μια ολιγοήμερη εκδρομή στο Βέλγιο , θαυμάσαμε τις Βρυξέλλες την Μπρυζ, αλλά το επιδόρπιο κυριολεκτικά και αναπάντεχα ήταν η επίσκεψή μας στη Μονς!
Μια πόλη με περίπου ενενήντα χιλιάδες κατοίκους και τοπικούς άρχοντες που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων.
Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους με τα μεσαιωνικά κτίρια, την μεγάλη πλατεία της πόλης, καταλήξαμε στο Δημαρχείο όπου προς έκπληξή μας σε κάθε είσοδο υπήρχαν προτομές ποιητών...
Η έκπληξή μας συνεχίστηκε όταν διαπιστώσαμε, ότι τα κτίρια στους κεντρικούς δρόμους και όχι μόνο, είχαν περιζωθεί με άσπρη ταινία, πάνω στην οποία αναγραφόταν στίχοι ποιητών. Ξεκινώντας από ένα ποίημα με τίτλο: Χωρίς θέμα Χωρίς ημερομηνία, η πόλη είχε περιτοιχιστεί από ποιήματα που διάβαζες περπατώντας και συνεχίζονταν από κτίριο σε κτίριο, εδώ σκέφτηκα, είναι μια πόλη που αγαπά τους ποιητές! Πώς; Μα με ένα απλό έξυπνο τρόπο:






Μεταξύ πολλών άλλων, λοιπόν, η Μονς φιλοξενεί την αυτοαναφορική έκθεση «Μονς Σούπερσταρ!» που ασχολείται με εγχώριες προσωπικότητες όπως είναι ο ουμανιστής αστρονόμος και δημοσιογράφος Jean-Charles Houzeau και η φεμινίστρια Isabelle Blume, την έκθεση «Θερμή Κίνα» που φωτίζει έργα Κινέζων καλλιτεχνών σύγχρονης τέχνης και την έκθεση «Βερλέν. Κελί 252» που αναφέρεται στον Γάλλο ποιητή Πολ Βερλέν, ο οποίος φυλακίστηκε στη Μονς, μετά από θερμό καυγά. (Η έκθεση από 17/10/2015 έως 24/01/2016).

Όλα αυτά συνθέτουν έναν πολιτισμό με Π κεφαλαίο, και θα τολμούσαμε να πούμε ότι χωράει σε μία συλλαβή: Μονς. Η πόλη που τα κτίριά της είναι ντυμένα με στίχους Γάλλων ποιητών, το Δημαρχείο της ένα κόσμημα, με προτομές ποιητών σε κάθε είσοδο να προβάλουν την αγάπη του λαού αυτού για την λογοτεχνία... Ό,τι δηλαδή συμβαίνει και στην χώρα μας... 

Μια μικρή μπάντα στην άκρη της πλατείας συνόδευε τον περίπατό μας...


Βασίλης Δασκαλάκης


Βασίλης Λέκκας - Το μεθυσμένο καράβι
(Αρθούρε Ρεμπώ)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις - στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Σημείωμα Οκτωβρίου 2015




Το κυνήγι του κόκκινου Οκτώβρη


Ι. When The Music΄s Over

Κάποτε, επιστρέφοντας στο σπίτι από το λύκειο, πέταγες σε μια γωνιά τον σχολικό σου σάκο και έβαζες ν’ ακούσεις την κασέτα με το «When The Music΄s Over» των Doors. Το δωμάτιό σου μουσική σκηνή. Ο κόσμος γιορτή, συναυλία. Εσύ έλαμπες. Το χαμόγελό σου ήταν το κέντρο του κόσμου. Το κέντρο στο σύμπαν της πιο όμορφης συμμαθήτριας.
Προς το τέλος του τραγουδιού, άπλωνες επιτακτικά το χέρι στον καθρέφτη και πρόσταζες: «Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα». «Τώρα;», αναρωτιόσουν. «ΤΩΡΑ», επιβεβαίωνες, ουρλιάζοντας αδιαπραγμάτευτα.

I hear a very gentle sound
With your ear down to the ground
We want the world and we want it...
We want the world and we want it...
Now
Now?
NOW!

Κι απ’ την αφίσα ο Μόρισον, με ένα νεύμα, σε επιβράβευε για την παράσταση νίκης. Κι από καμάρι, η γενειάδα του Μαρξ, μεγάλωνε δυο πιθαμές.
 «Κάποτε θα τα ξεδιαλύνω όλα: τροτσκισμούς, λενινισμούς, μαοϊσμούς… Κάποτε όλος ο κόσμος θα χορτάσει ψωμί… Δικαιοσύνη και ισότητα για όλους… Ανατροπή... Η κόκκινη επανάσταση του Οκτώβρη θα φέρει το αιώνιο καλοκαίρι... Ο λαός στην εξουσία...». Αυτά σκεφτόσουν.
Βέβαια, εδώ που τα λέμε, Rock και Κόμμα δεν καλοταίριαζαν. «Υποπροϊόντα του καπιταλισμού», αποκαλούσε τους ροκάδες ένα τρανό κομματικό στέλεχος (έχει πεθάνει πια). Όμως αυτό που μέτραγε εκείνη τη στιγμή ήταν η γιορτή της σαύραςη γιορτή της νιότης, η μέθεξή της που σου φούσκωνε τις φλέβες και σε έκανε να νιώθεις καταιγίδας καβαλάρης. Η διονυσιακή μέθεξη· να, σαν του Μόρισον…


Well the music is your special friend
Dance on fire as it intends
Music is your only friend
Until the end
Until the end

Ναι, μέχρι το τέλος. Κι ο κόσμος μαγνητίζονταν απ’ το χαμόγελό σου. Και εκείνη έγινε συντρόφισσα σου και μάνα των παιδιών σου. Και όπου πήγαινες άνοιγαν οι πόρτες για να υποδεχτούν τον ερχομό σου.
Όλα βέβαια έχουν το τίμημά τους: Κάτι σύντροφοι που ξεπούλησες, κάτι υποσχέσεις που λησμονήθηκαν, κάτι ισότητες που ξέβαψαν και ξέφτισαν, το βλέμμα της που δε κοιτά πια με λαχτάρα εσένα αλλά την καριέρα της και τα φρεσκοβαμμένα νύχια της (το μόνο κόκκινο πια στον ορίζοντα), και, φυσικά, οι νεανικοί κοιλιακοί, οι οποίοι μετατράπηκαν σε προκοίλια που μεγαλώνουν ανάλογα με τα ψέματά σου, όπως η μύτη του Πινόκιο.

ΙΙ. Under the Dome

«Music is your only friend / Until the end». Το μουρμούριζες και προχθές. Προχθές που, σαραντάρης πια, επέστρεψες στο πατρικό σου σπίτι, και βρήκες το δωμάτιό σου άθικτο, όπως ήταν παλιά. Σου φάνηκε τότε ότι όλο το παρελθόν συνωμοτούσε κυνικά εναντίον σου και ότι ο Μόρισον στραβογέλασε με τα προκοίλια σου.
 Ποια Μουσική, ποιος κόκκινος Οκτώβρης και ποιο Τέλος; Αυτό είναι το Τέλος: «This is the End / My only friend, the End», σα να σου έλεγε. Από όλους τους μέντορες της ζωής σου, ήταν αυτός που σου είχε πει: «Πρόσεχε όταν περάσεις τα είκοσι επτά σου χρόνια». Απ’ τον τάφο του σου το φώναζε:

ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ

«Κατά Τον Δαίμονα Εαυτού», ψιθύρισες γυρνώντας πίσω στον χρόνο. Και μόλις την αλλοτινή στιγμή διαδέχονταν η επόμενη στιγμή, το βλέμμα σου ξανάσμιξε με του Μόρισον στην αφίσα, προκαλώντας μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση. Μια παλιά λάμψη που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό σου.
Ήταν η αντανάκλαση από την τεράστια μαγική γυάλινη σφαίρα, ψηλά, πολύ ψηλά πάνω από το κεφάλι σου: Κάποιος ή κάποιοι, τότε, αναζητούσαν μελλοντικούς χρήσιμους ηλίθιους για να τους χρησιμοποιήσουν ως πιόνια στα σχέδιά τους. Κάποιος ή κάποιοι, που δεν θέλουν ν’ αλλάξει χέρια ο κόσμος. Κι εσύ θα κάνεις ό,τι σου ζητήσουν. Αρκεί να μην πεθάνεις.
Στο δίλημμα «Σύγκρουση ή Αυτομόληση», είχες δώσει απάντηση πολύ πριν τα είκοσι επτά σου χρόνια, βυθίζοντας το υποβρύχιο με τα οράματά σου στην πιο σκοτεινή άβυσσο των φόβων σου.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου


The Doors, "When The Music΄s Over"

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Σημείωμα Σεπτεμβρίου 2015




Μια ποιητική βραδιά στην αγκαλιά του Ολύμπου

 Μία ιδιαίτερη συνάντηση αφιερωμένη στην ποίηση και την ποιητική δημιουργία σε καιρούς κρίσης, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι κατάφεραν να παραβρεθούν το βράδυ του Σαββάτου 22 Αυγούστου, στο πέτρινο θεατράκι του "Μήτια" στη Ραψάνη Ολύμπου, με οικοδεσπότες τους Βασίλη Σιουζουλή, Σωτήρη Παστάκα, και Γιώργη Σαράτση, οι οποίοι, αφού καλωσόρισαν τους παρευρισκόμενους, έδωσαν τη σκυτάλη στον ηθοποιό Κώστα Αβραμίδη και στο θεατρικό μονόπρακτο-κραυγή: «Πείτε στην Αγγελική ότι μετάνιωσα».
Ακολούθησαν αναγνώσεις ποιημάτων των προσκεκλημένων ποιητών (ποιήματά τους, εκτός από τους ανωτέρω, διάβασαν οι: Κατερίνα Καριζώνη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Marianne Catzaras, Αντώνης Αντωνάκος, Ηλίας Τσέχος, Παύλος Παρασκευαΐδης και Δημήτρης Παπαστεργίου), τοποθετήσεις, λόγος και αντίλογος.
Ο προβληματισμός έντονος. Το έσω βλέμμα (ή το βλέμμα έσω) λίγο πιο καθαρό. Καινούργιες φιλίες θεμελιώθηκαν και παλαιότερες ενισχύθηκαν. Το θέατρο "Μήτια" μια ζεστή αγκαλιά. Το κοινό μυημένο. Και ένας Κώστας Αβραμίδης που με το που τέλειωσε την εξαιρετική παράστασή του, η βραδιά είχε ήδη πετύχει και ίσως να ήταν το κλειδί για να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον.
Μία ακόμα συνάντηση αφορμή του λόγου, των στίχων, της ομορφιάς του τόπου και των ανθρώπων. Σαν μια απάντηση στο θράσος του καιρού, στη γελοιότητα των πολιτικών εκπροσώπων, στο ανέραστο πρόσωπο μιας καθημερινότητας που εξαπλώνεται επικίνδυνα. Με την ελπίδα η συγκεκριμένη δράση να γίνει η αρχή μιας εποχής πιο ποιητικής, πιο ερωτικής, πιο επαναστατικής.
Αυτές οι συναντήσεις έχουν κάτι το μαγικό. Όλα τα συναισθήματα και όλα τα χρώματα. Την αίσθηση ότι σταματάει ο Χρόνος και ότι έχουν ειπωθεί όλα. Και όταν φτάνουν στο τέλος τους, θλίψη, επειδή υπήρχαν κι άλλα να ειπωθούν και επειδή η επόμενη συνάντηση φαντάζει τόσο μακρινή.
Η ποίηση θα απαιτεί πάντα αντοχές και δαπάνη δυνάμεων αλλά θα προσφέρει πάντα λύτρωση και εκείνα τα χαμόγελα που θα δίνουν αστείρευτο κουράγιο για τα επόμενα.
Τα ποιήματα, η ευαισθησία, η λάμψη στα μάτια των περισσοτέρων, αλλά και η ανάγκη όλων να αγκαλιαστούμε πριν φύγουμε θα μείνουν ανεξίτηλα μέσα μας. Οι μνήμες της Ραψάνης είναι η κιβωτός της, και η επιτυχία της εκδήλωσης είναι ότι έβγαλε συγκίνηση και κερδήθηκαν πνευματικές σπίθες.
Το ραντεβού τον ποιητών ανανεώθηκε για την 3η ποιητική συνάντηση του ερχόμενου καλοκαιριού.





Φωτογραφίες: Thierry Watrinet

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Σημείωμα Ιουνίου 2015

                                           
Το κίτρινο, το άλλο κίτρινο και το γαλάζιο
                                                                  του Ιγνάτη Χουβαρδά

(φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μάνου)


Καλοκαίρι της δεκαετίας του ’80, με δύο φίλους συμφοιτητές κατηφορίζουμε το ανάγλυφο της καρδιάς του ελλαδικού χώρου, με το όνειρο των βορείων για λίγες διακοπές στις Κυκλάδες, με το μύθο να σπαρταράει, τέρας άναρχο, που του κόβεις κεφάλια και βγάζει πολλαπλάσια: τα κοσμοπολίτικα νησιά, οι παραλίες, το μωσαϊκό των τουριστών. Η κίτρινη φύση από το παράθυρο του τρένου, η ακτογραμμή Πιερίας, τα Τέμπη, ο αχανής κάμπος της Θεσσαλίας, ποτιστικά ακούραστα στα χωράφια, σκοτεινά τούνελ στην κοιλιά των βουνών. Ρουφάμε το χυμό μιας χέρσας επιφάνειας γεμάτης αυλακώσεις, ένα κίτρινο μαζί με άφθονο πράσινο που λοξοκοιτάζει στη θάλασσα, μια διαδρομή κατηφορική, προεόρτια για το θαλασσινό ειδύλλιο των Κυκλάδων. Χαλβάς Φαρσάλων. Λαμία. Θήβα. Είσοδος στην πρωτεύουσα με αποθαρρυντικές εικόνες άναρχης δόμησης και ανέχειας, εικόνες παραπλανητικές μιας Αθήνας που κρύβει απίστευτη ενέργεια και αγεωγράφητη ομορφιά. Σταθμός Λαρίσης. Αττικός ουρανός. Διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο στην Ομόνοια, μοιραίο λάθος. Στο δωμάτιο μούχλα, βρωμιά, σκοτεινιά. Κατσαρίδες κάτω από το κρεβάτι, στο σιχαμερό μπάνιο. Ένας επίμονος ρόγχος από το διπλανό δωμάτιο. Κι από το δήθεν μπαλκόνι, μια θέα λερή, λεπρή, εμετική. Μια ράθυμη κίνηση από πεζούς που δίνει την αίσθηση ότι οδηγεί στη στείρα επανάληψη, στο απόλυτο κενό. Ένας νεαρός ναρκομανής που πηγαινοέρχεται γύρω από έναν νοερό κύκλο τρικλίζοντας, βυθισμένος σ έναν κόσμο παραισθήσεων. Ζέστη ακίνητη, άπνοια, μια μελαγχολία ορφανή, μια ροή δευτερολέπτων σαν τον ιστό της αράχνης που στήνει το εργόχειρο του θανάτου, της έλλειψης προσδοκίας, νοήματος, της μοιραίας αναμονής του επερχόμενου τέλους. Η μυθολογία των οίκων ανοχής της γύρω περιοχής, σαν κινηματογραφικό πλάνο στο μετεφηβικό φαντασιακό, μοιάζει ανίκανη να ερεθίσει κάποιο νεύρο, να αλλάξει τη διάθεση. Νύχτα ιδρωμένη, χωρίς ύπνο, να περάσει ο χρόνος, να σκοτωθεί, να φύγουμε, να πάρουμε το δρομολόγιο για Πειραιά.
Κι εκεί, χαράματα, στον υπόγειο ηλεκτρικό, εικόνες φαντάρων, καλοσιδερωμένα ρούχα πεζικού, ναυτικού, βλέμματα θολά, θαμπά, με την πρωινή πάχνη ανάμεικτη με τη θλίψη του εγκλωβισμού έξω από τον αληθινό χρόνο.
Και ξαφνικά η αντίστροφη μέτρηση: ανεβαίνουμε στον ηλεκτρικό, άφιξη στο λιμάνι, η θέα των επιβλητικών πλοίων, το βλέμμα που αδυνατεί να συλλάβει το πανόραμα του λιμανιού, η θάλασσα που υπόσχεται λουλούδια στον κήπο της, τα νησιά που ανοιγοκλείνουν το μάτι.
Το πλοίο που μας ταξιδεύει, το βαθύ μπλε της θάλασσας που εισχωρεί στην ψυχή και σιγοψιθυρίζει συλλαβές ενός υπέροχου μεσογειακού μυστικού. Όλα πλέον είναι διαφορετικά, τόσο έντονα, τόσο ελκυστικά, τόσο διάφανα στο μυστήριό τους, τόσο υπαινικτικά στο έγχρωμο παραμύθι που διασαλεύουν, τόσο υπέροχα μελωδικά, τόσο υπόγεια αισθησιακά. Το τοπίο εδώ είναι μια ολογραμματική ανάπλαση του εφηβικού κορμιού και παράλληλα μια αφήγηση της ψυχής από τα παιδικά χρόνια. Κι όσο κυλά το πλοίο, όσο διασχίζει το πέλαγος με ραβδώσεις αφρών στο βαθύ και πηχτό μπλε……..ο ουρανός και η θάλασσα μαζί, σε ένα σώμα, σε μια αντιστροφή ρόλων, κι εσύ να βαθαίνεις στο δικό σου μυστικό παράδεισο, κι εσύ ανίκανος να συλλαβίσεις το όνειρο, τρανταχτά απροετοίμαστος για να διαχειριστείς αυτή την ομορφιά……….κι ύστερα το νησί, η διαμονή, η κλιμακωτή αφήγηση γεμάτη προσκλήσεις σε πειρασμούς, γεμάτη ερωτήματα που οφείλεις να απαντήσεις και δεν μπορείς προς το παρόν, μια περιήγηση σε μονοπάτια πρωτόγνωρα και συνάμα τόσο γνώριμα, ένας ερωτισμός, μια σεξουαλικότητα, ένα βαθύ γαλανό βλέμμα που τρεμίζει αγγίζοντας το θαύμα. Αλήθεια αυτό το θαύμα ποιο είναι;
Δέσμιος αυτής της αίσθησης, με τα χρόνια να κυλάνε, μοιάζεις με εντολοδόχο μιας περίεργης αποστολής, να δώσεις απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν μια σπάνια φωτεινή αναλαμπή του χρόνου. Αναρωτιέμαι αν είναι έντιμο να μιλάω για την ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού, όταν αυτό μοιάζει με μια παρένθεση στη σκληρή καθημερινότητα του βίου, σε αυτή την ανελέητη και τυραννική εγκαθίδρυση μιας καθημερινότητας απωθητικής, ελεεινής, μακάβριας. Η πραγματικότητα της ζωής είναι η σκληρότητα, η σταδιακή συμφιλίωση με το θάνατο, η διάβρωση των ανθρώπινων σχέσεων, η σήψη, το άγχος, ο φόβος, το φάσμα της κυριολεξίας. Αν είσαι σωστός, πρέπει να μιλήσεις για τη μοναξιά, για τη λύπη, για την προδοσία, για τη φτώχεια, για την αρρώστια, για την έλλειψη νοήματος. Πρέπει να μιλήσεις γι αυτά. Αυτή είναι η αληθινή ζωή, το βιβλίο της ζωής είναι αυτό. Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι μια ελάχιστη παρένθεση, τίποτε άλλο. Βάζω το εκκρεμές να ισορροπήσει κι είναι μάταιος κόπος. Το πυώδες κίτρινο της ζωής επικρατεί αφοπλιστικά. Ξέρω πως αυτό που αναζητώ είναι μια ελάχιστη στιγμή. Είναι αυτή η γαλάζια στιγμή που σπανίζει, αυτό το μαγικό αερικό που ανοίγει τον ορίζοντα κι ας μοιάζει άπιαστο. Το υπαινικτικό λυκόφως των Κυκλάδων σαν πυγολαμπίδα φωτίζει το σκοτάδι μου. Κι όσο επιμένω στη λέξη θαύμα, στη λέξη μαγεία, στη λέξη κορίτσι –ξέρω πως αναζητώ αυτό που δεν είναι ο κανόνας αλλά εντούτοις είναι αυτό που μου δίνει ζωή.


Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Σημείωμα Απριλίου 2015


(Φωτογραφία: Χρήστος Μαλτέζος)


ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ

Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα”. Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε (...) Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη. Τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.

Οδυσσέας Ελύτης,«Ο μικρός Ναυτίλος
(Μυρίσαι το άριστον ΧΧVIII)»



Όταν λες ψέματα, το αριστερό σου βλέφαρο πεταρίζει σαν πουλί στην ξόβεργα.
Όταν λες ψέματα, γίνεται έκλειψη ηλίου, έκλειψη σελήνης, ένα άλογο τρέχει αφηνιασμένο στην Πύδνα.
Όταν λες ψέματα, οι βυζαντινοί λόγιοι ξαναμπαίνουν στα καράβια για να σωθούν από την Άλωση. Θα απομείνουμε και πάλι ένα μάτσο αγράμματοι φοβισμένοι προληπτικοί. Συλλαβίζω τα ονόματα στων καραβιών τις μάσκες. Όλα ανεξαιρέτως γράφουν “Μa-ta-ro-a”.
Όταν λες ψέματα, ο Μαχμούτ Πασάς ξεδιπλώνει να διαβάσει την απάντηση του Καραϊσκάκη. Το φόντο μαύρη θάλασσα περίκλειστη σα λίμνη. Μια κολυμβήθρα. Κι ο άγγελος ξεπλένει τις πληγές του. Τα ψάρια εκεί βελάζουν όπως πρόβατα σε σφαγείο.
Όταν λες ψέματα, ασχημίζουμε, και γεμίζουμε ρυτίδες.
Και φοβόμαστε ―μάνα μου πόσο φοβόμαστε― φοράμε δυο δυο τις μάσκες και κρυβόμαστε στις οθόνες. Πηδάμε από οθόνη σε οθόνη σαν τρελοί λαγοί. Τα ψέματά σου μπαλωθιές. Τα ψέματά σου κρότοι και εξαφανιζόμαστε στις χώρες των θαυμάτων. Στις κρυψώνες μας τρώμε ψάρια πικρά βλέποντας ειδήσεις νυχτερίδες να βγαίνουν από το μέγα σπήλαιο της τηλεόρασης.
Όταν λες ψέματα, όμορφες νεράιδες γίνονται γυναίκες, έπειτα άγγελοι, ώσπου μια μέρα ξυπνούν με σπασμένα φτερά στα Τάρταρα.
Όταν λες ψέματα, οι λέξεις αλλάζουν νόημα, οι έννοιες μπερδεύονται, γυρίζουν οι αστράγαλοί τους, σπάνε πόδια, πέφτουν κάτω και αναλαμβάνουν οι δικηγόροι. Δεν υπάρχουν χρήματα, αμείβονται με προμήθεια.
Όταν λες ψέματα, σού τα μαζεύω, τα ρίχνω στο Χυτήριο και σου κόβω παράδες, μ’ αυτούς τους παράδες φτιάχνω καράβια, καταστήματα, εργοστάσια, κόσμος χαμογελαστός δουλεύει εκεί πέρα, και τις Κυριακές ανταμώνουμε καλόκαρδοι, ερωτευόμαστε και γλεντάμε στις αμμουδιές του Ομήρου. Όχι, πες μου, με πιστεύεις εσύ τώρα;

Όταν ακούμε για χαλκεία, μεγάλες αλήθειες, μεγάλες αλλαγές και για ένα καλύτερο αύριο, λες ψέματα.

Όταν λες ψέματα, οι αλήθειες σου σέρνονται στο πάτωμα γυμνές.



Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου




Σημειώση:
"Οι αλήθειες σου σέρνονται στο πάτωμα γυμνές": Αναφορά στον στίχο "και οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές", από το τραγούδι "Στην Κ" του Παύλου Σιδηρόπουλου, δίσκος "Φλου" (1979).



Ευχαριστούμε θερμά
τον φωτογράφο Χρήστο Μαλτέζο για την παραχώρηση της φωτογραφίας του:
http://bwphotoscm.blogspot.gr/2013/04/img1418-2-copy-1024x670-copyright-chris.html

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Σημείωμα Δεκεμβρίου 2014


 
Ο Ποιητικός Πυρήνας (mark II)


Η κοινωνική ένταξη της αγωνίας μέσα από την τέχνη

του Σούλη Λιάκου

Η τέχνη είναι ένα πεδίο δοκιμών, προσομοιώσεων και διαφόρων συμπεριφορών που πολύ θα θέλαμε να ήμαστε στην καθημερινή μας ζωή αλλά το κόστος τους μας αποτρέπει. Τέχνη είναι η μεταφορά αυτών των εμπειριών, εικονικά, πάνω στην σκηνή, στο χαρτί, στις νότες, στο πανί, ίσα-ίσα να τις δοκιμάσουμε, να τις πάμε ως το τέλος, αποκομίζοντας με αυτόν τον ανώδυνο τρόπο την γνώση μιας πράξης χωρίς να την έχουμε κάνει. Είναι μια πονηριά, μια κομπίνα του νου, που στην ιστορική της πορεία αυτή η προσομοίωση ονομάστηκε πνευματικότητα και το αποτέλεσμα της: γνώση.
Γράφουμε για να εκφράσουμε λοιπόν αυτό που ήμαστε, η εκείνο που θα θέλαμε να ήμαστε με το λιγότερο δυνατό κόστος από ότι με την πραγματική μας την έκθεση. Εξορκίζουμε με αυτόν τον έξυπνο τρόπο τους φόβους μας, τις αποτυχίες μας, τις ελλείψεις μας και την μικρότητα μας. Γίνεται τότε λοιπόν το έργο μας ένα λατρευτικό ξόανο, ένα τοτέμ, που μας προφυλάγει και μας κρατάει ορθούς στον σκοπό μας επειδή μας πάει κάπου. Από την άγνοια στην γνώση. Όμως, προσοχή είναι μεταφορικό μέσον δεν είναι ο σκοπός.
Η τέχνη σαν αυτοσκοπός και ηδονή και απόλαυση ονομάζεται λογοτεχνία. Δεν υποτιμώ και αυτήν την λειτουργία της τέχνης, όμως η δύναμη ενός έργου εξαρτάται από την δύναμη του να μας μεταφέρει αλλού, σε άλλον κόσμο. Όχι μόνο αν το απολαύσαμε αλλά και αν θελήσουμε από σήμερα που το διαβάσαμε, να μιμηθούμε τους ήρωες του, να γίνουμε ήρωες και εμείς στην καθημερινή μας ζωή και να πρωταγωνιστήσουμε ζωντανά και όχι εικονικά μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου.
Το έργο πρέπει να βάζει ένα λιθαράκι στην ψυχική αλλαγή του δημιουργού και έπειτα σ’ αυτόν που το μοιράζεται.
Έχω μια μανία σχεδόν αυτιστική με την προσωποποίηση των ηρώων στη σχέση συγγραφέα, αναγνώστη. Τελικά ο συγγραφέας τα εννοεί αυτά που γράφει η το κάνει λόγω ευχέρειας και ταλέντου; Γιατί γράφουμε; γιατί διαβάζουμε; Για να εντυπωσιάσουμε με το ταλέντο μας; για να αποφύγουμε την μοναξιά μας; για να αντέξουμε την μοναξιά μας; για να υπερέχουμε; για να μπαζώσουμε τον κενό χρόνο; για να μας πιάσει ο ύπνος, η για να τολμήσουμε να αλλάξουμε την ζωή μας και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι;
Μέσα από αυτούς τους προβληματισμούς προέκυψαν και τα δικά μου κείμενα, οι δικές μου «Καταθέσεις όψεως». Είναι σημειώσεις και ημερολόγια εσωτερικών ταξιδιών. Δεν είχα κατά νου την λογοτεχνία γράφοντας τα. Σημειώσεις αυτογνωσίας και αυτοανάλυσης είναι, εξάλλου η τέχνη είναι χρήσιμη μόνο όταν μπορεί και μας υπηρετεί. Όταν μας εντάσσει μέσω της ιδιόρρυθμης αγωνίας μας στην κοινωνία. Και επειδή η ζωή είναι μια πολύ πιο σπουδαία υπόθεση από την τέχνη (και ας κυριαρχεί παντού η αντίθετη άποψη). Να εξυπηρετήσω μέσω της τέχνης την ζωή μου και όχι την τέχνη ξοδεύοντας την ζωή μου.
Με αυτά και με άλλα η λογοτεχνία ας περιμένει…




Το κείμενο του Σούλη Λιάκου είναι προπομπός της συλλογής του «Λογαριασμός όψεως», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Καλντερίμι».
(Στην φωτογραφία, η συντακτική ομάδα του Ποιητικού Πυρήνα. Από αριστερά προς τα δεξιά: Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Βασίλης Δασκαλάκης, Παύλος Α. Παρασκευαΐδης και Ιγνάτης Χουβαρδάς, στο cafe McOza, ή αλλιώς, στα "πυρηνικά γραφεία", στις 27/10/2014).