Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Μαρία Πολίτου, "Επιτέλους αποβίβαση"




A. ME ΠΟΣΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ;


αποβίβαση


Σε πολιτεία εχθρική σταμάτησε το τρένο.

Απ’ την αρχή κάτι δεν πήγαινε καλά
σε τούτο το ταξίδι.
Τριξίματα
ήχοι παράταιροι μεταλλικοί
μαύρα τα σύννεφα οι καπνοί
των τζιτζικιών εμόλευαν
το πύρινο τραγούδι
και μουτζουρώναν τα θαυμαστικά
στις άκρες τ’ ουρανού.

Από καιρό πια ανήμπορο το τρένο.

Τις ράγες χιόνι σκέπασε πυκνό.
Βαθιά κοιμήθηκαν τα όνειρα.
Τζάμια υγρά δακρύζουνε καμιά φορά
στα ποιήματα
σπόρος θεριεύει αρωματικός
ανθοφορία απρόσμενη
στη μέση τού χειμώνα.

Μια Κυριακή με ρόδινο φιλί στέκει στην αποβάθρα.
Ας κατεβούμε από το θλιβερό βαγόνι.
Είμαστε ακόμη ζωντανοί, θαρρώ.





υπόγειο


Αφουγκράζομαι τα βήματα
στα ραγισμένα πλακάκια.
Ετοιμόρροπος ο φράχτης
αγριόχορτα βουνό
στην έρημην αυλή.

Τρομάζω. Βλέπεις
ζώο φαρμακωμένο
σέρνομαι
στα πιο βαθιά κελάρια
κουρνιάζω σιωπηλό
με οικονομίες ονείρων μου μεθώ
δίχως νερό
χωρίς καν φως
βαριανασαίνω
σχεδόν γυμνή από θεό
προσεύχομαι

να νιώσει τη στερνή πνοή
αμείλικτα να επιτεθεί

και να γεμίσει το υπόγειο
αστέρια.





Β. ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΙΜΑ


θαλασσινό κοιμητήριο


Γέμισε η θάλασσα σταυρούς.

Χέρια υψωμένα αποζητούν τον ουρανό
παλάμες παιδικές σκάβουνε το νερό

−εδώ Θεός, εκεί Θεός, πού ’ναι ο Θεός−

διψούν για ουρανό.

Λεπίδες το φως στο ηλιοβασίλεμα
τις τυραννισμένες φλέβες χαράζει
και βυθίζονται
βυθίζονται
αργά σπαραχτικά
βουλιάζουν
με τα μάτια ορθάνοιχτα
ανοιχτά και άδεια

γιατί κάπου τα ξέχασαν εκεί

στους γκρεμισμένους τοίχους του σπιτιού
στα ακρωτηριασμένα χέρια του πατέρα
στης μάνας το γέλιο το στερνό.

Κι έγινε κόκκινη η θάλασσά μου
Κι έγινε η θάλασσα μου μαύρη

η θάλασσα που με γέννησε

θλιβερό νεογέννητων
νεκροταφείο ελπίδων.





πατρίδα


Στόματα ανήμπορα πικρά
μισοσκότεινα γεφύρια μάτια
βλέμματα όρνια αγριεμένα

Χρεωκοπούν οι τράπεζες
εκπορνευμένων μας ονείρων

Μόνη κι αγέλαστη η σιωπή
στην άρρωστη ρακένδυτη
να σέρνεται την πόλη

Κι αυτή η ασταμάτητη νεροποντή
νοικοκυρά να γδέρνει μανιασμένη
τις ανεξίτηλες ντροπές
από τα πεζοδρόμια της ιστορίας

Κι εσύ ακόμη λέξεις πιπιλίζεις
πάλι εσύ για ποίηση μιλάς;





Γ. ΕΥΘΡΥΠΤΗ ΑΥΛΑΙΑ


τα τιμαλφή της προσευχής


Λοιπόν ώρα για ποίηση
κι άλλα του λόγου τιμαλφή.

Στύβεις σα λεμονόκουπα
ώσπου ν’ αδειάσεις την ψυχή
Στάζεις πηχτά αποστάγματα
σε μελανά στιχάκια
το εξαίσιο των λέξεων θυμίαμα
να μην εξατμιστεί
η μυρωδιά της σάρκας σου
που καίγεται βουβά
το αίμα των ονείρων σου
ευλαβικά βαθύ να φυλαχτεί
στης μνήμης το μπουκάλι.

Καθώς της νύχτας η σιωπή
μες στο δωμάτιο θα τρίζει,
σκυφτός εσύ προσεύχεσαι
ανόσιε, ρημαγμένε ποιητή.





ταυτότητα


Βαθιά στη σάρκα
θηρίο η ποίηση
τα νύχια μπήγεις

            ~

Κήπος το σώμα
αίμα σου η ποίηση
και το ποτίζεις

            ~

Ξυπνάς τις νύχτες
σε ξοδεμένα χέρια
αποστάζεσαι

            ~

Γυμνή τις μέρες
σε σκοτεινά συρτάρια
αποκοιμιέσαι





Από τη συλλογή «Επιτέλους αποβίβαση», εκδ. Κουκκίδα, 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου