Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Γιώργος Χρονάς, "Κατάστημα νεωτερισμών"




ΟΝΕΙΡΟ


Νομίζω πως όλα γίνονταν μπροστά μου
εικόνες που τις έβλεπα
μέσα σε καταχνιά
άνθη και κρίνα μαραμένα από τον άνεμο
του θέρους
Ένα αγόρι που παραπονιότανε
πως έχει πυρετό,
θερμοκρασίες πάνω στο δέρμα
πετσέτες με υγρά στο μέτωπο.
Κολυμβητές που μοιάζαν με ποδοσφαιριστές
Φωνές που δεν φτάναν στην απέναντι ακτή
και ταβέρνες δίχως πελάτες.





ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ


Η ταξιθέτρια πάντα ξέρει
το τραγούδι του φινάλε
κι ενώ πέφτουν τα γράμματα
του τέλους στην οθόνη
ανοίγει διάπλατα τις πόρτες.
Η υπόθεση του έργου
οι πιο μεγάλες σκηνές
τα φαντάσματα του παρελθόντος
οι αλήθειες που συγκινούν
έχουν σβήσει.
Τα φώτα του δρόμου
τώρα δείχνουν το νέο έργο
κάτω στις πλατείες, στους άδειους κήπους.





ΦΙΑΛΕΣ ΥΓΡΑΕΡΙΟΥ


Άγνωστη είναι η ώρα
που τελειώνουν οι φιάλες υγραερίου
κάτω απ’ τα κλειστά παράθυρα
δίπλα στους ασφαλείς φεγγίτες.
Αφήνουν την τελευταία τους γαλάζια φλόγα
χωρίς να προειδοποιούν
κι έπειτα σκότος.
Ψύχος μες στα υγρά δωμάτια.





Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ


Κανείς δεν ξέρει πού βρέθηκαν
τόσα σκυλιά χαμένα
τόσοι πιστοί φίλοι χωρίς φίλους.
Ψάχνουνε τ’ αφεντικά τους
κάτω από τις φυλλωσιές
δίπλα στα σκαλιά του ναού
σαν να προσεύχονται
σε άγνωστη θρησκεία
με μαύρους ιερείς
που υπακούουν στην ιατρική από έλεος.

Τα ονόματά τους ποτέ δεν θ’ ακούσουνε
ξανά να τα φωνάζουν οι αγαπημένοι.
Γι’ αυτό σωπαίνουν με τη μουσούδα τους
υγρή στο χώμα.





Ο ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΣΤΗ ΡΑΦΗΝΑ


Δεν ήρθα για να διδάξω
κινηματογράφο, φιλοσοφία ή την τέχνη της ποιήσεως
αναζητώ τις κεφαλές των μαθητών του Χριστού
σ’ αυτούς τους Ρωσοπόντιους
στα παιδιά από την Ήπειρο.
Μου μίλησαν για ένα γκαρσόνι
που δουλεύει λαντζέρης σε ταβέρνα
και μοιάζει με Κείνον.
Τα δάκρυα της μάνας του
δεν θα δω.
Τους θρήνους της δεν θ’ ακούσω.
Ήχοι από πλοία που φεύγουν
ματιές από πρωινούς ταξιδιώτες
και η Μαρία Κάλλας να κατεβαίνει
από Μερσεντές.
Καλώς όρισες Μαρία!
Εδώ είναι η χώρα σου.
Εδώ ο λαός σου, που δεν σε ξέρει.
Μη λυπάσαι. Αναπαύσου.
Περπάτησε στην παραλία μαζί μου.
Άσε τον οδηγό σου στο αμάξι.
Τις βαλίτσες, θα τις κατεβάσω εγώ.
Πώς ήταν το ταξίδι;
Δες τα σπίτια, πίσω από τον γκρεμό.
Τους γλάρους.
Ανέβα τώρα στη βάρκα.
Έχουμε δρόμο να κάνουμε μέχρι τους Πεταλιούς.
Εγώ θα περπατώ στα κύματα
κι εσύ θα με βλέπεις
Η άμμος που θα μας δεχτεί
θα είναι καυτή
Το βράδυ θα μιλήσουμε γι’ αυτά που επιθυμείς
τρώγοντας, υπό το φως των κεριών,
στο τραπέζι της φιλοξενίας
θ’ ακούσουμε τους Έλληνες φίλους μας.
Οι μουσικές που ζητάμε
δεν γράφτηκαν ακόμη
Τα κρασιά που πίνουμε μεθάνε
Το άνοιγμα της σαμπάνιας θα ηχήσει σαν πυροβολισμός
σε στρατιές πεινασμένων
σε κυνηγημένους ελέφαντες στην Κένυα.

Παντρεύεται ο δούλος του Θεού Πέτρος Παύλος Παζολίνι
την δούλη του Θεού Μαρία.
Μαρία, μεγάλη η χάρη σου
και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου.
Όχι, όχι δεν είναι για μας.
Εμείς γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, μου είχες πει.
Δεν είναι λόγια από όπερα
αλλά από κάποιο έργο του Ευριπίδη.
Θέλω το ευτελέστερο πρόσωπο
για να το υπηρετήσω
Για να εξευτελιστώ, Μαρία.

Γιατί, Πιερ Πάολο;





Από την ποιητική συλλογή: «Κατάστημα νεωτερισμών».
Πηγή, η συγκεντρωτική έκδοση: «Γιώργος Χρονάς - Τα ποιήματα (1973-2008)», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου