Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Νίκος Καρούζος, "Έλληνας κηπουρός με το χιονισμένο ποτιστήρι"




ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΙ


ΟΛΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ
Άνεμοι μαύροι ως την ταραχή της ακέραστης παρθένας
και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση
που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα
φέρνει απ’ το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια
να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας
εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές
όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.
Είναι παλιά η βρύση που λαλεί
και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο
πνέω μακριά πνέω στην παρθένα
οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν
εμένα πάνε στο εικόνισμα
σ’ εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν
ερωτευμένα φίδια μόνα τους
έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή
και τη χαρά να σύρονται στα όνειρα μου.
Σ’ έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ’ αστέρια
τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις
ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος
είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο
και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη
μητέρα ξανθή απ’ τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.
Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη
που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό
με λησμοσύνη των βράχων
ως την απάτητη κορφή του νου
μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας
ωσάν τα ζάρια
σε νεκρά μεσάνυχτα.



ΣΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Ήχος με πάει σαν ιερά οδός εκεί που λάμπει το σκουλήκι
κ’ επταετής προσεύχομαι στη μοναξιά των άστρων
εκεί φωνάζω τ’ όχι του θανάτου τ’ όχι της χαράς
ο ακατοίκητος.



ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Πείνασα τ’ όνειρο σα σκύλος
ένα κόκαλο μέσ’ στο γαλάζιο καύμα του θέρους.
Αλλ’ υπάρχει πάντα νερό τρεχούμενη η έλπιση
ω μουσική που μοιάζεις με πτηνό από ήχους
είσαι πυρά και χορεύει αξόδευτη η μαινάδα.



ΣΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ
Πώς η αγάπη με κερνά περιστέρια
πώς η αγάπη με κερνά το αγίασμα
πώς η αγάπη με κερνά τη λευκότητα των άστρων.



ΣΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ
Α η τύχη να υπάρχουμε πόσο ταιριάζει στο ηλιοβασίλεμα
στυλίτες άνεμοι και πιο πάνω το κουκούλι της συμφοράς
είναι μακριά το σπίτι μας
από φως αστέρων είναι χτισμένο
μακριά στο χελιδόνισμα της καμπάνας
οι καρποί του σώματος ώριμοι να πέσουν
εκεί που τυφλώνει ο φώσφορος του έαρος
όπως ο νους αγγίζει το ποθούμενον.



ΣΤ’ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΤΑ
Τώρα πνεύμα βαθύ και πάλι φανερώσου
και τον αθώον υετό διώξε απ’ το γεράκι
για να πετά πιο βέβαιο στην πλησμονή του ήλιου
τώρα Καιόμενε δείξε στο γαλάζιο χέρι
και με δύναμη βγάλε τη συννεφιά
να σκοτεινιάσει πάλι η μοίρα μας.
Θα πάρω τον πόνο θα τραγουδήσω το μαύρο μου στήθος
είμαι πικρός ανήφορος και νους μελαγχολίας.



ΣΤΟΥΣ ΔΥΟΣΜΟΥΣ
Ω καλοκαίρι που ευωδιάζεις από ηλιοβασιλέματα
να ο θνητός
έχει δυο φλόγες και το ρολόγι των εποχών άδειο
με σιδερένια στους ήχους απραξίαν όπως
εγώ κοιτάζω τις φλόγες
η μια στον ουρανό το φως θ’ αναμετρήσει με τον τάφο
και τις ρίζες του σώματος ανάβει πάντα η άλλη.



ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ
Ακούω τις γυναίκες των αγρών ακούω τον τόπο
ένα γαλάζιο φυλαχτό μέσ’ απ’ τα φτηνά φουστάνια
και τραγουδούν έχοντας όνειρα δύσκολα
σα μάζες από λιθάρι αλατόμητο πέρα στον ήλιο –
Ελλάδα χορευτικό στροβίλισμα της γεωγραφίας
αιματοχυσία και πνεύμα στους ελαιώνες.





Από τη συλλογή «Ο υπνόσακκος» (1964).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος - Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος, 5η έκδοση, 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου